Τελειώνοντας την πρώτη γυμνασίου, έπιασα
την πρώτη μου «κανονική» δουλειά σε μια βιοτεχνία του
κάμπου, ένα «τελαράδικο». Το εργοστάσιο δούλευε το καλοκαίρι 7πμ-3μμ κάθε μέρα (και
τις Κυριακές) με δίωρη υποχρεωτική(!) υπερωρία έως τις 5μμ ώστε να
προλαβαίνει τις παραγγελίες των διαλογητηρίων που συσκεύαζαν τα ροδάκινα για το
εξωτερικό.
Αυτό το πρώτο μου καλοκαίρι στην δουλειά,
κατάφερα να «βγάλω» είκοσι μέρες μονορούφι, παρά το γεγονός πως ήμουν μικρός κι
αμάθητος από την σκληρή δουλειά του βιομηχανικού εργάτη. Ωστόσο, ο στόχος μου,
που ήταν να μαζέψω τα λεφτά για την αγορά ενός κατακόκκινου ποδηλάτου μάρκας
«ΕΣΚΑ» τσέχικης κατασκευής, με βοήθησε να τα καταφέρω. Το μεροκάματο των
180 δραχμών, μου εξασφάλισε τελικά 3.600 δραχμές και καθώς το αντικείμενο του πόθου μου
κόστιζε ακριβώς 3.500 δραχμές, την επαύριον
κιόλας της οιονεί παραιτήσεώς μου από την εποχιακή μου εργασία, έκανα περιχαρής
την πρώτη μου βόλτα στους στενούς δρόμους της μικρής μας πόλης καβάλα στο αστραφτερό
κατακαίνουριο απόκτημά μου.
Ήταν ένα κατακόκκινο
ποδήλατο με στριφτό τιμόνι (αγωνιστικά τα λέγαμε τότε), δερμάτινη σέλα, σχάρα με δύο δερμάτινες «μπαγκαζιέρες» εκατέρωθεν,
μεγάλο φανάρι εμπρός με δυναμό, επιχρωμιωμένα αλουμινένια «φτερά» στις ρόδες
και τρεις(!) ταχύτητες στον πίσω άξονα με τον λεβιέ αλλαγής τους στο εμπρός
λοξό σίδερο του στιβαρού σκελετού του. Το ποδήλατο αυτό, με συντρόφεψε
μέχρι και την Τρίτη λυκείου, όταν φεύγοντας για φοιτητής,
το κληροδότησα στον μικρότερο αδερφό μου που πέρασε μαζί του άλλα τέσσερα
γεμάτα ποδηλατικά χρόνια. Βέβαια, η τελική μορφή του πόρω απείχε από το
αστραφτερό, τσίλικο, κατακόκκινο ποδήλατο που είχα ερωτευτεί όντας μόλις 13
ετών, στην βιτρίνα του ποδηλατάδικου. Όμως ποτέ δεν θα ξεχάσω την περηφάνια και την χαρά που ένιωσα όταν κατάφερα
να το αποκτήσω με δικά μου χρήματα, μετά από είκοσι κοπιαστικές
μέρες δουλειάς πάνω στην μηχανή που κάρφωνε «τσιτάκια» στα ξύλινα τελάρα των
ροδάκινων.
Και δεν ήμουν μονάχα εγώ
που εργαζόμουν κάθε καλοκαίρι, στις βιοτεχνίες, τα διαλογητήρια ή τα
χωράφια του κάμπου. Ήταν η πλειοψηφία της
γενιάς μου, ασχέτως οικονομικής κατάστασης, σχολικής επίδοσης και
κοινωνικού στάτους. Ήταν κάτι σαν «στρατιωτικό», σαν
κατασκήνωση εργασίας, σαν υποχρέωση, η εποχιακή θερινή απασχόληση για όλα τα
παιδιά από ηλικίας 13 χρονών μέχρι και φοιτητές «επί πτυχίω». Ασφαλώς μπορεί για κάποιους, αυτή η εργασία να
ήταν πραγματικά απαραίτητη για να συμπληρώνουν τα λιγοστά οικογενειακά
εισοδήματα. Για κάποιους άλλους, ίσως αυτή η καλοκαιρινή δουλειά να ήταν τα έξοδα της επόμενης
ακαδημαϊκής χρονιάς. Πολλοί επιτυχημένοι δικηγόροι, ιατροί,
μηχανικοί, κλπ της πόλης μας, ακόμη στέλνουν με σεβασμό τα χαιρετίσματά τους
στα παλιά τους «αφεντικά», που δίνοντάς τους δουλειά τα καλοκαίρια στις
βιοτεχνίες και τα εργοστάσιά τους, τους επέτρεψαν να σπουδάσουν και να
καλυτερέψουν την ζωή τους.
Ήταν η εποχή της «αθωότητας», όπου ακόμη και ο πιο έξυπνος μαθητής, ο
καλύτερος φοιτητής, ο αριστούχος της ιατρικής σχολής, δεν θεωρούσαν καθόλου μειωτικό της αξιοπρέπειάς τους, το
γεγονός της απασχόλησής τους σε «παρακατιανές» ή εποχιακές
εργασίες όπως το μάζεμα των ροδάκινων και της τομάτας, το
ντάνιασμα των τελάρων στις παλέτες, το φόρτωμα ολόκληρων φορτηγών ψυγείων με τα
χέρια, το τσάπισμα, το ξεβοτάνισμα, το κουβάλημα της κοπριάς των ζώων, το
ξεφόρτωμα του άχυρου και των τριφυλλιών στους στάβλους και τα μαντριά των
κτηνοτρόφων. Ήταν αντίθετα η εποχή, όπου μειωτικό θεωρούνταν να
μένεις σπίτι, να μην εργάζεσαι καθόλου, να το παίζεις «αγάς»
και «μιμόζα», να μην μετέχεις στην θεία μέθεξη
της αληθινής εργασίας. Αυτής της ευλογημένης δουλειάς, που σε κάνει να
ιδρώνεις, που σε κουράζει, που λύνει τους μυς και βαραίνει τις αρθρώσεις, που
σου προσφέρει τον βαθύ και αδιατάρακτο ύπνο του μικρού παιδιού που γυρνά από
ολοήμερο παιχνίδι, που σου χαρίζει τέλος την αληθινή αυτοπεποίθηση πως όλα
μπορείς να τα καταφέρεις μονάχος σου σε τούτη την ζωή.
Όποιος έχει δουλέψει
χειρονακτικά είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνει αυτά που
γράφω, όποιος δεν έχει τύχει να το κάνει, απλά του λέω πως έχει χάσει ένα μεγάλο κεφάλαιο
από το βιβλίο της ζωής. Προσωπικά, δεν σταμάτησα ποτέ να εργάζομαι
με τα χέρια μου, ακόμη και όταν μπορούσα πια να το αποφύγω. Η ενασχόληση με
εργασίες που σήμερα θεωρούνται «παρακατιανές» και μη αποδοτικές
από το σύνολο σχεδόν των νέων μας, έπαψε όμως με τον καιρό και προϊούσης της «σοσιαλιστικής αλλαγής» να εκτιμάται από τους
συμπατριώτες μας. Υπήρξε σταδιακά μια «λειψανδρία»
κυρίως στις εποχιακές δουλειές, καθώς ελάχιστοι πλέον μαθητές, φοιτητές και
άνεργοι και μονάχα για λόγους ανώτατης οικονομικής βίας καταδέχονταν να
εργαστούν χειρονακτικά στα εργοστάσια, τα χωράφια και τους στάβλους. Ευτυχώς,
προτού να υπάρξει σοβαρό πρόβλημα, αρχικά οι ελλείψεις σε
εποχιακά εργατικά χέρια αντιμετωπίστηκαν με εσωτερική μετανάστευση
ρομά και μωαμεθανών ελλήνων της Θράκης και αμέσως μετά με εξωτερικούς μετανάστες, πρώτα από τις χώρες του πρώην ανύπαρκτου
σοσιαλισμού, κατόπιν από την Αλβανία και αμέσως μετά από τριτοκοσμικές χώρες
της Αφρικής και της Ασίας. Παράλληλα, ολόκληρη η ελληνική κοινωνία
μεταλλάχθηκε μέχρι μυελού των οστών της και κανέναν δεν παραξένευε πλέον το
φαινόμενο, οι αγρότες και οι
πρώην εργάτες και νυν αργόμισθοι του δημοσίου, να ξημεροβραδιάζονται στα
καφενεία και οι παράνομοι ή νόμιμοι μετανάστες να δουλεύουν στις φάμπρικες, τις
βιοτεχνίες, τα χωράφια και τους στάβλους της επικράτειας.
Δεν ξέρω πως καταφέραμε να θεωρούμε την χειρονακτική δουλειά ντροπή,
τον μόχθο όνειδος,
την βιοπάλη κατάρα.
Δεν ξέρω γιατί ακόμη και οι πλούσιοι νέοι της εποχής μου θεωρούσαν υποχρέωση να εργαστούν
χειρονακτικά και μαγκιά την απόκτηση άυλων
ή υλικών αγαθών με χρήματα που να προέρχονται από τον δικό τους κόπο,
παρόλο που θα μπορούσαν να τα απαιτήσουν εύκολα από τους πατεράδες και τις
μανάδες τους, ενώ οι σημερινοί μικρομεσαίοι νεαροί και
νεαρές της κρίσης ανατριχιάζουν και στην σκέψη ακόμη πως θα μπορούσε να τους
ζητηθεί να το πράξουν. Δεν ξέρω γιατί οι σημερινοί γονείς τρέμουμε στην ιδέα πως θα μπορούσε το παιδί μας να δουλέψει δεκάωρο στο εργοστάσιο, στο χωράφι της Μανωλάδας ή στο
ορνιθοτροφείο των Μεγάρων, την ώρα που οι δικοί μας πατεράδες το ίδιο
πράγμα το θεωρούσαν τιμή και καμάρι τους. Δεν ξέρω γιατί οι σημερινοί πτυχιούχοι του τελευταίου ΑΤΕΙ της
κάτω ραχούλας θεωρούν ντροπή την ενασχόληση με
χειρονακτικές δουλειές την ώρα που αριστούχοι του Πολυτεχνείου ή της Ιατρικής στην
εποχή μας την θεωρούσαν υποχρέωση, δικαίωμα και ταυτόχρονα ευλογία.
Αληθινά, δεν ξέρω γιατί συμβαίνουν όλα
αυτά. Ίσως επειδή δεν υπάρχουν πια κόκκινα ποδήλατα «ΕΣΚΑ»
που να κρατάνε δεκαπέντε χρόνια. Ίσως επειδή πλέον οι επιθυμίες της νέας γενιάς
μετατρέπονται αυθημερόν σε απαιτήσεις.
Ίσως από την άλλη επειδή, η εργατικότητα, η
απλότητα και η προσήνεια της δικιάς μας γενιάς, μεταμορφώθηκαν με τα
χρόνια σε απληστία, σε ξιπασιά, σε ατσιδοσύνη και σε
απατεωνιά που υπονόμευσε το μέλλον ολόκληρης της χώρας και κυρίως
των νέων μας. Το σίγουρο είναι πως όλοι μας κάτι κάναμε και εξακολουθούμε να
κάνουμε λάθος τα τελευταία 30 χρόνια. Είναι καιρός να αλλάξουμε πορεία, να
διορθώσουμε τα λάθη μας, να ξεκινήσουμε και πάλι από το μηδέν. Επειδή για να σκαρφαλώσεις στο ψηλότερο κλαδί
του δέντρου, θα πρέπει πρώτα να ανεβείς στο χαμηλότερο. Επειδή στην
τελική, το μέλλον δεν ήταν και δεν είναι ποτέ μια βεβαιότητα αλλά αντιθέτως
ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι μια μεγάλη πρόκληση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου