Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

4ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


Εκεί που καθόμουν, ένα απόγευμα, αναρωτήθηκα τι να κάνει εκείνος ο Δόν Κιχώτης, που κάπου – κάπου έγραφε κάποια πράγματα, πολεμώντας τις καταστάσεις, σαν ανεμόμυλους. Πήγα λοιπόν μια βόλτα, στο Πανδοχείο της Χαμένης Ελπίδας που έμενε.
Τον βρήκα εκεί, σκυθρωπό και σκεφτικό, με την κάσκα του κουρέα δίπλα του, και το κοντάρι παραπέρα. Ο Ροσινάντης ήταν στο παχνί, ο δε Σάντσο Πάντσα ροχάλιζε σε μια καρέκλα, λίγο παραπέρα.
Γεμάτος περιέργεια, τον πλησίασα και του είπα.
’Καλημέρα, Δόν. Σας έχουμε χάσει τελευταία, τι κάνετε ? Με τι ασχολείσθε ?’’
Γύρισε και με κοίταξε σκυθρωπός. Η λάμψη από τα μάτια του, είχε φύγει. Ήταν, σαν να είχε γεράσει αρκετά χρόνια. Μου απάντησε.
‘’Εδώ είμαι, κάθομαι και σκέφτομαι. Ψάχνω γίγαντες και δράκους να νικήσω, αλλα είναι τόσο πολλοί, που δεν ξέρω με ποιόν να πρωτοπολεμήσω.’’
Αναλογίστηκα την κατάσταση, και του έδωσα δίκιο. Έσκυψα το κεφάλι και απομακρύνθηκα. Και όταν γύρισα σπίτι, έστειλα στους φίλους μου ένα παλιό τραγούδι. ‘’Κάτω στα λεμονάδικα.’’
Την ίδια μέρα, ένας φίλος από όλους, μου είπε ότι του ξύπνησα παλιές αναμνήσεις, με τα λεμονάδικα και το 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης, στην οδό Συγγρού, κάτω από το Διοικητήριο, κοντά στο Βαρδάρι.
Τι ήταν να μου το πεί ? Αμέσως, ξύπνησαν μέσα μου ολοζώντανες αναμνήσεις, από τα ξένοιαστα χρόνια της νιότης, τα χρόνια του γυμνασίου. Κατά σύμπτωση, και εγώ το 4ο Γυμνάσιο έβγαλα, το 1967.

Είπα λοιπόν, να μοιρασθώ κάποιες ( από τις άπειρες ) αναμνήσεις μου από εκείνη την εποχή. Θυμήθηκα όλους τους καθηγητές μας, και πολλά ευτράπελα και ‘’πλάκες’’ που τους κάναμε.
Όταν πήγα στο 4ο, είχε τη φήμη της ‘’λεγεώνας των ξένων’’. Όσους έδιωχναν από τα άλλα γυμνάσια, στο 4ο ερχόταν. Η φήμη του, δεν ήταν καλή σε ότι αφορά την μαθητική επίδοση, αλλα ήταν άριστη στη μαγκιά, σε όλη τη Θεσσαλονίκη.

Αυτό συνέβαινε, μέχρι που ήρθε γυμνασιάρχης ο Καλλινδέρης, ο επονομαζόμενος και ‘’Σερίφης’’. Από την ημέρα που ήρθε, πολλά άλλαξαν, προς το καλύτερο.
Θυμάμαι την πρώτη φιλόλογό μας, την Βυζοπούλου. Τότε, ήταν περίπου 35-40 χρονών, και αρκετά εμφανίσιμη. Η καθηγητική έδρα, ήταν ένα τραπέζι με 4 πόδια και μία καρέκλα. Υπήρχε και τραπεζομάντηλο. Όταν ερχόταν η ώρα του μαθήματός της, από πρίν τραβούσαμε επάνω το τραπεζομάντηλο, για ευνόητους λόγους. ΄Βλέπετε, η Βυζοπούλου ήταν αρκετά μοντέρνα και φορούσε φούστα μέχρι το γόνατο. Μετά από λίγο καιρό, αυτό έγινε παιχνίδι. Εμείς το ανεβάζαμε, εκείνη μόλις ερχόταν, το κατέβαζε. Πάντως, καμμιά φορά το ξεχνούσε. Μέχρι του το περίφημο τραπεζομάντηλο, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς…..

Μετά, ερχόταν η ώρα των μαθηματικών. Ερχόταν ο Τοσουνίδης. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την παραστατικότητά του? Και όταν σηκωνόταν κανείς στην έδρα για εξέταση, και δεν τα πήγαινε καλά, αξέχαστη έμενε η ατάκα του ‘’Βρε ντενεκέ ξεγάνωτε, να σε βροντήξω στο παράθυρο, να ακουστεί σε όλη τη Σαλονίκη’’.

Να και η ώρα της φυσικής και της χημείας. Καθηγητής, ο ένας και μοναδικός Φουντουλάκης. Κρητικός βέβαια, αλλα πολιτογραφημένος Σαλονικιός. Μας έλεγε. ‘’Σε εμένα, θα τα λέτε όως θα τα λέγατε στη γιαγιά σας για να τα καταλάβει. Τι είναι το πηνίο ? Σύρμα γυροβολιά !!!’’ Και άλλα παρόμοια. Όταν ερχόταν η ώρα της εξέτασης, έτρεμαν καρδιές. Άνοιγε το μικρό μαύρο βιβλιαράκι του, έπιανε το μικρό μαύρο μολύβι του, και όποιον πάρει ο Χάρος. Συνήθως, εξέταζε τους πιο αδύναμους μαθητές. Και βέβαια, εκείνοι δεν ήταν διαβασμένοι. Έ, τότε, ακουγόταν η άλλη περίφημη ατάκα. ‘’έχεις ένα κουλούρι, σου βάζω ακόμα ένα, και τώρα έχεις ένα μεγάλοοοο κουλούρι’’.

Να και τα Λατινικά. Με την Εσπιελίδου. Στα τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας της. Κοντή, αδύνατη, και με ένα πελώριο κλειδί από εξώπορτα παλαιού τύπου στο χέρι. Αυτό χτυπούσε στην έδρα για να γίνει ησυχία, αφού ήταν δεδομένο πως κανείς δεν ενδιαφερόταν για λατινικά. Γλυτώσαμε από αυτά το 1964, όταν έγινε ‘’Πρακτικό’’ και ‘’Κλασσικό’’.

Αμ ο ‘’Κανέλλος’’? Ο γυμναστής μας, ο κατά κόσμον Λύττας. Του κολλήσαμε το ‘’Κανέλλος’’, γιατί τα μαλλιά του ήταν καφεκόκκινα και σε ποσοστό 90% φορόυσε ένα κανελί κουστούμι. Κανέλλος, λοιπόν…

Και ο τρόμος και φόβος όλων. Ο περίφημος Τσαί΄ρίδης. Γενικός απουσιολόγος, εύσωμος, αγριωπός, τον αποφεύγαμε όπως ο διάολος το λιβάνι. Μοιραζε τις διήμερες αποβολές, σαν τα φυστίκια….

Τι να λέμε τώρα για τον Καραί΄σά, τον Τσιτσιπλάμη, την Ομπέση, τον Φωκά, τον Καράμπελα, τον Μερτζανίδη ,τον Σπάνδο και τους υπόλοιπους. Φυσικά, πρώτη θέση στις αναμνήσεις, έχει η Καγιάβη ( γαλλικά), σκέτη γλύκα….

Η Ομπέση, είχε αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο, ένα άσπρο ΟΠΕΛ. Το παρκάριζε ακριβώς στην είσοδο του γυμνασίου. Μια φορά, της κάναμε την εξής ‘’πλάκα’’. Πρίν σχολάσουμε, πήγε ένας από εμάς και σφήνωσε μία πατάτα στην εξάτμιση. Όταν σχολάσαμε, δεν φύγαμε, αλλα μείναμε εκεί στην έξοδο και την περιμέναμε να φύγει. Έρχεται λοιπόν, εμείς όλο ευχές και ‘’με γειά’’ για το αυτοκίνητο. Κάθεται στο τιμόνι, πάει να βάλει μπροστά, βρβρβρβρ η μίζα, τίποτα. Ξανά βρβρβρ τη μίζα, τίποτα… Μετά από αρκετές φορές, και ενώ είχε χάσει το χρώμα και την ψυχραιμία της, και αφού ο καθένας έδινε τις συμβουλές του, πάει ο Παπάνας ( ή ο Κυριακόπουλος, δεν θυμάμαι) και της ζητάει να δοκιμάσει και εκείνος. Απελπισμένη εκείνη, δέχεται. Κάθεται λοιπόν ο δικός μας στο τιμόνι, ένας άλλος βγάζει την πατάτα, και με το πρώτο γύρισμα της μίζας, το αυτοκίνητο πήρε μπροστά. Έ , τότε ξεσηκώθηκε όλη η Συγγρού από τους πανηγυρισμούς….

Όσοι ξέρουν, τώρα θα λένε ’’Καλά, τον Βαγγέλη τον ξέχασε ?’’. Ήταν ποτέ δυνατό ? Ο Βαγγέλης ο Παπαδόπουλος, ήταν ο φιλόλογός μας. Μαζί του, κάναμε τις μεγαλύτερες πλάκες της σταδιοδρομίας μας. Θυμάμαι, όταν άκουσε το όνομά μου, με ρώτησε αν έχω σχέση με τον Γιάννη Μελεζιάδη που είχε παλιά μαθητή. Εννοούσε τον πατέρα μου, που του είχε μείνει αξέχαστος από τις πλάκες που του έκανε. Μόλις έμαθε ότι ήμουν γιός του, τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Περίμενε τα χειρότερα. Πάραυτα, εγω δεν του έκανα και μεγάλες πλάκες. Πού να μάθαινε ότι είχε μαθητές και τα τρία αδέλφια της μητέρας μου…..
Μια φορά, κάτι είχε κάνει ο Λαζαρίδης ο Παύλος, και ο Βαγγέλης του έρριξε μία σφαλιάρα. Στο διάλειμμα, ο Παύλος με τη βοήθειά μας, ( Βασιλειάδης κτλ) μαύρισε το μάτι του με μολύβι, και όταν ξαναμπήκαμε μέσα, άρχισε να παραπονιέται για το μάτι του, και πώς θα πάει στο σπίτι του, και ότι πονάει κτλ κτλ. Με την προτροπή τη δική μας, ο Βαγγέλης του έδωσε ένα πενηντάρικο για να πάει στο γιατρό και τον άφησε να φύγει. Άλλο που δεν ήθελε…
Άλλη φορά πάλι, ο Γιωργής ο Μπουσβάρος όπως έμπαινε στο θρανίο, κάπως ‘’στριμώχτηκε’’ στην ευαίσθητη περιοχή και πόνεσε. Ευκαιρία εμείς. Τέσσερεις, τον πήραμε σηκωτό για να τον βγάλουμε έξω. Φυσικά, κανείς δεν γύρισε πίσω.

Η χρονιά πήγαινε στο τέλος της, και ετοιμάζαμε την μεγάλη μας σχολική εκδρομή. Αποφασίσαμε να πάμε στη Ρόδο. Κλείσαμε εισιτήρια για λεωφορείο, πλοίο, ξενοδοχείο, και ήμασταν πανέτοιμοι. Φεύγαμε την Τετάρτη 3 Μαίόυ. Να όμως που ήρθε η 21η Απριλίου 1967. Την επομένη, ανακοινώσεις, απαγορεύονται οι ομαδικές μετακινήσεις, οι συγκεντρώσεις πάνω από 5 άτομα κτλ. Οι παλιόι τα θυμούνται. Ο Βαγγέλης, μας είπε ότι εκδρομή δεν θα γίνει και ότι θα ακύρωνε τις κρατήσεις. Μετά από 5-6 μέρες, η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται. Κάποιοι από εμάς, πρόβλεψαν ότι οι εκδρομές των τελειοφοίτων θα επιτραπούν τελικά, και το είπαμε στο Βαγγέλη. Εκείνος όμως, δεν μας έλαβε υπόψη και την 27η Απριλίου ακύρωσε όλες τις κρατήσεις. Σε μερικές μέρες, ανακοινώθηκε ότι οι εκδρομές των τελειοφοίτων μπορούν να γίνουν. Έ λοιπόν, από εκείνη τη μέρα και μέχρι το τέλος της χρονιάς, άρχισε το μαρτύριο του Βαγγέλη. Μόλις έμπαινε στην τάξη, όλοι μαζί εν χορώ αρχίζαμε ‘’Εσύ φταίς, εσύ φταίς, εσύ φταίς……’’ Τι και αν ο Βαγγέλης απολογιόταν ‘’Μα δεν φταίω εγώ, παιδιά…’’ Κανείς δεν τον άκουγε. Φυσικά, εκδρομή δεν πήγαμε.

Έξω ακριβώς από το σχολείο, ήταν τα περίφημα ‘’λεμονάδικα’’. Ήταν κάτω από το παράθυρο του τμήματός μας. Όταν είχαμε το Βαγγέλη ( και όχο μόνο…) από το διάλειμα είχαμε φροντίσει να ‘’ενοχλήσουμε’’ αυτούς που δούλευαν στα λεμονάδικα. Η άμεση αντίδραση, ήταν να μας πετάνε λεμόνια και πορτοκάλια από τα ανοιχτά παράθυρα, τα οποία ‘’έσκαζαν’’ στον απέναντι τοίχο. Φυσικά γινόταν της τρελλής, και για μάθημα ούτε κουβέντα.

Πρίν πάμε στο σχολείο, καθημερινά, υπήρχε μία αναγκαστική στάση. Η ‘’ΡΟΚΑΡΙΑ’’. Η ‘’ΡΟΚΑΡΙΑ’’ήταν ένα από τα περίφημα σφαιριστήρια της Θεσσαλονίκης, απέναντι ακριβώς από το Διοικητήριο, κάτω από τα ‘’μάρμαρα’’. Στέκι όλων μας. Πρίν από το σχολείο, μαζευόμασταν εκεί και όσοι είχαν λύσει τις διάφορες ασκήσεις, τις έβαζαν στον πίνακα ανακοινώσεων. Οι υπόλοιποι, τις αντέγραφαν. Έτοιμοι για το μάθημα….

Εκεί στην ΡΟΚΑΡΙΑ, γινόταν αρκετές επιδρομές από καθηγητές του γυμνασίου, γιατί δεν επιτρεπόταν να συχνάζουν εκεί μαθητές. Όποιος πιανόταν, είχε 4 μέρες αποβολή, και τότε οι απουσίες μετρούσαν…Αρχιεπιδρομεύς, ήταν ο Τσιτσιπλάμης. Τακτικός. Σταμάτησε αυτόματα τις επιδρομές του, όταν βρήκε μέσα το γιό του.

Δεν είχαμε σταθερό αριθμό ωρών κάθε μέρα. Από τρείς ( Σάββατο) μέχρι έξη (Τριτη και Πέμπτη). Τις τρείς μέρες της εβδομάδος, ήμασταν πρωί΄νοί και τις υπόλοιπες απογευματινοί. Όταν λοιπόν είχαμε 6ωρο απογευματινό και ήταν χειμώνας, είχε ήδη βραδιάσει και έπρεπε να ανάψουν τα φώτα. Έ λοιπόν, στο διάλειμμα πρίν από την τελευταία ώρα, πηγαίναμε σε μία άδεια αίθουσα, ξεβιδώναμε μία λάμπα και βάζαμε μέσα χρυσόχαρτο από τσιγάρα. Μόλις μπαίναμε μέσα για μάθημα, κάποιος άνοιγε το φώς στην άδεια αίθουσα, κάτω οι ασφάλειες και γενική συσκότηση. Όλοι έξω στην αυλή. Μέσα στο σκοτάδι, κάποιοι άναβαν τσιγάρο, και οι καθηγητές ορμούσαν στο πλήθος να τους ανακαλύψουν. Ποτέ δεν έπιασαν κανένα. Φυσικά, σε λίγη ώρα φεύγαμε.

Α, ναι, είχαμε και τους ‘’αντιστασιακούς’’…. Αυτούς που τους κυνηγούσαν καθηγητές, θεοί και δαίμονες, επειδή διάβαζαν ‘’ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ’’. Και τα λένε τώρα, λές και εμείς οι υπόλοιποι δεν ήμασταν εκεί. Όταν το 1965 γινόταν τα μεγάλα φοιτητικά συλλαλητήρια, για το 15%, ήρθαν φοιτητές στο σχολείο και μας ξεσήκωσαν και πήγαμε μαζί τους, στον χώρο συγκεντρώσεως, μπροστά στο Χημείο του ΑΠΘ. Φωνάζαμε συνθήματα και διαδηλώναμε, αλλα μόνο την επόμενη μέρα μάθαμε ότι λέγοντας ‘’15%’’, ζητούσαμε το 15% του κρατικού ΄πρού΄πολογισμού για την Παιδεία….

Όσο για κοπάνα από το σχολείο, είχαμε φροντίσει, μια και η σιδερόπορτα ήταν κλειδωμένη, να βγάλουμε ένα κάγκελο από το κιγκλίδωμα στην Συγγρού. Όποιος δεν ήταν χοντρός, μπορούσε εύκολα να την ‘’κάνει’’. Αξιοσημείωτο, το ότι το κάγκελο ακόμα και σήμερα, λείπει…….
Είχαμε και τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό, μια φορα το μήνα ή το 15νθήμερο, δεν θυμάμαι. Κυριακή πρωί λοιπόν, μαζευόμασταν στην αυλή του γυμνασίου, έπαιρναν απουσίες και ξεκινούσαμε με γραμμή για τον Άγιο Δημήτριο. Όσο πλησιάζαμε στην εκκλησία, τόσο η σειρά μίκραινε. Πολλοί, έμπαιναν στις πολυκατοικίες, όπως πηγαίναμε, και μην τους είδατε. Συνηθισμένο γεγονός να τους κυνηγήσει ένας καθηγητής και να παίζουν κυνηγητό στις ταράτσες. Το 30% περίπου από όσους ξεκινούσαμε, έφτανε και έμπαινε στον Άγιο Δημήτριο. Μόνο που, οι περισσότεροι ανέβαιναν στο γυναικωνίτη, κατέβαιναν από την άλλη μεριά και έφευγαν. Τελικά, εάν έμεναν 10 – 15 άτομα, ήταν θαύμα.

Και την τελευταία μέρα των εξετάσεων και του σχολείου για εμάς, το 1967, είχαμε συννενοηθεί μετά τις εξετάσεις να πάμε για μπάνιο στην Πλάζ Αγίας Τριάδος ( τότε κάναμε μπάνιο εκεί…) Τέλειωσε το γράψιμο (Ιστορία, αν θυμάμαι καλά) και όλοι σε πομπή κατεβήκαμε την Βενιζέλου, πήραμε ένα βαποράκι που έκανε την συγκοινωνία ( ΕΥΡΥΔΙΚΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ κτλ. θυμάστε τώρα…) και φτάσαμε στην Πλάζ. Δυό – τρείς από εμάς πήραν τα πορτοφόλια τα τσιγάρα και τα ρολόγια των υπολοίπων, οι οποίοι βούτηξαν από το ‘’μοτοράκι’’ ( έτσι το λέγαμε) κατευθείαν μέσα στη πλάζ. Το τι κυνηγητό έπεφτε από τους υπαλλήλους για το εισιτήριο, ήταν απερίγραπτο. Πρίν φτάσουμε όμως στην Αγία Τριάδα, ο Θερμαί΄κ’ος κόλπος είχε γεμίσει με βιβλία Ιστορίας. Ήταν τέλος Ιουνίου.

Παρ’όλα αυτά όμως, η ‘’λεγεώνα των ξένων’’ του 1961, είχε γίνει ένα από τα καλά γυμνάσια το 1967, και είμαι υπερήφανος που είμαι απόφοιτός του. Δεν θα το άλλαζα με κανένα άλλο.

Δεν ξέρω, πόσοι από τους καθηγητές και καθηγήτριές μας είναι πλέον στη ζωή. Ξέρω όμως, ότι θα ζούν, όσο ζεί και ο τελευταίος από εμάς τους μαθητές τους, γιατί θα είναι στις καρδιές μας.

Οι αναμνήσεις, έρχονται η μία μετά την άλλη. Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολλές σελίδες ακόμα. Προτιμώ να σταματήσω, για να σας αφήσω εσάς, στις δικές σας αναμνήσεις.