Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Μ. Σαραντόπουλου
«Εμπρός δια της λόγχης – Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος – Μέρος Α’».
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του συγγραφέως Φ. Μ. Σαραντόπουλου.
Το έστειλε ο Γιάννης Κόντης
Τετάρτη 26 Ιουνίου 1913: Απελευθέρωση της Καβάλας
(Διήγηση του Θεμιστοκλή , ναύτη του ‘’ΑΒΕΡΩΦ’’)
Ήμουν στον «Αβέρωφ» από τον καιρό που τον παραλάβαμε, τον Μάιο του 1911, με κυβερνήτη τότε τον Δαμιανό. Η ειδικότητά μου ήταν Ναύτης Α’ - Οπλίτης και στην αρχή απορούσα τι χρειαζόταν αυτή η ειδικότητα σε ένα τόσο σύγχρονο πλοίο. Τον Ιούλιο ήρθε Κυβερνήτης ο Ναύαρχος Κουντουριώτης, Υδραίος όπως εγώ, αλλά από μεγάλη οικογένεια, εγγονός Πρωθυπουργού. Αψύς και αθυρόστομος, αλλά θεοσεβούμενος, δίκαιος και τολμηρός, από την πρώτη στιγμή έδειξε τις μεγάλες του ικανότητες και μας οδήγησε στη δόξα στις μεγάλες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου.
Τη μέρα που άρχισε ο δεύτερος απελευθερωτικός πόλεμος, συμπαθάτε με, εμένα μου αρέσει να τον λέω έτσι, «απελευθερωτικό» και όχι «Βαλκανικό» όπως επικράτησε, ο Στόλος ήταν αγκυροβολημένος στον Στρυμονικό Κόλπο, από τον όρμο του Σταυρού και την Ασπροβάλτα μέχρι το Τσάγεζι , έτοιμος για απόπλου αλλά και για πολεμική έγερση και βολές αν χρειαζόταν. Είχαμε χωριστεί σε δύο Μοίρες, η 1η με τον «Αβέρωφ» και τα «Ψαρά» υπό την άμεση αρχηγία του Κουντουριώτη, και η 2η με τα θωρηκτά «Σπέτσαι» και «Ύδρα» με Μοίραρχο τον Πλοίαρχο Γκίνη. Μαζί μας ήταν τα Ανιχνευτικά «Λέων» και «Ιέραξ», τα Αντιτορπιλικά «Θύελλα», «Λόγχη», «Νέα Γενεά», «Ασπίς», «Δόξα» και «Βέλος» και το Υδροφόρο «Κρήτη».
Ο «Ιέραξ» και η «Νέα Γενεά» στάλθηκαν στις 18 Ιουνίου στην Τένεδο, για να επιτηρούν τα Δαρδανέλλια και, την επόμενη μέρα, καθώς είχε ήδη αρχίσει η μεγάλη μάχη Κιλκίς – Λαχανά, η 2η Μοίρα ήρθε και αγκυροβόλησε στη Σκάλα Ασπροβάλτας, έτοιμη να βάλλει κατά των Βουλγάρων, αν τυχόν εμφανίζονταν στα μέρη εκείνα, ενώ ο «Αβέρωφ» περιπολούσε από το Τσάγεζι μέχρι το Ανατολικό άκρο του Στρυμονικού Κόλπου. Ελληνικός Στρατός, με δύναμη ενός Συντάγματος και 4 πεδινές Πυροβολαρχίες βάδιζε προς το Τσάγεζι, έχοντας μπροστά του το «Ασπίς» για να κατοπτεύει το έδαφος, ενώ και τα 3 Θωρηκτά παρέπλεαν σε «γραμμή παραγωγής» προς τα ανατολικά, καλύπτοντας την προέλαση. Όταν ο Στρατός κατέλαβε το Τσάγεζι, τα Θωρηκτά μεθορμίστηκαν, το «Σπέτσαι» δυτικά των εκβολών του Στρυμόνα, η «Ύδρα» ανατολικά και τα «Ψαρά» πιο πέρα προς το Ορφάνι , όπου υπήρχαν περίπου 2.000 Βούλγαροι, ενώ η «Ασπίς» και η «Θύελλα» περιπολούσαν και άνοιγαν κάθε τόσο πυρ με τα ταχυβόλα τους, αν έβλεπαν ύποπτες κινήσεις.
Από την αρχή του πολέμου, μεγάλο πλήθος προσφύγων είχαν κατεβεί για ασφάλεια από τα χωριά στις παραλίες, ώστε να έχουν την προστασία των πλοίων μας, ενώ οι Βούλγαροι κρύβονταν στις χαράδρες. Αλλά αυτοί δεν μπορούσαν να κρυφτούν από τις οβίδες μας! Γιατί σε συνεννόηση με το Στρατό, και προκειμένου να τους προσβάλλουμε με τα πυροβόλα των πλοίων, ο Μοίραρχος Γκίνης είχε στείλει ως σύνδεσμο τον Υποπλοίαρχο Σ. Πλατσούκα και είχαν έρθει στη Μοιραρχίδα οι Λοχαγοί Πυροβολικού Ζωιτόπουλος και Βλαχόπουλος . Αφού υποδείχθηκαν και εντοπίστηκαν οι εχθρικές θέσεις, το «Σπέτσαι» άρχισε να βάλλει, σπέρνοντας τον πανικό στους Βούλγαρους, που υποχώρησαν άτακτα, ενώ ο Διοικητής τους τηλεγραφούσε στην Καβάλα ότι «εγκατέλειπε τη θέση του διότι η κατάσταση ήταν αφόρητη». Μετά τις 21 Ιουνίου, ήρθαν και ατμόπλοια που φόρτωναν Έλληνες πρόσφυγες αλλά και Βούλγαρους αιχμαλώτους από τις πρώτες μάχες, ενώ ο «Αβέρωφ» με την «Λόγχη» και τον «Πάνθηρα» απέπλευσε προς Θάσο.
Στην Καβάλα βρίσκονταν 2.000 Βούλγαροι στρατιώτες με 4 πεδινά πυροβόλα και 4 μεγάλα τοπομαχικά που είχαν μεταφερθεί από την Αδριανούπολη και είχαν τοποθετηθεί σε λόφους γύρω από την πόλη. Και 500 ακόμη Βούλγαροι με 3 πυροβόλα ήταν κοντά στις Ελευθερές. Ο Κουντουριώτης, μη διαθέτοντας επαρκή αποβατική δύναμη, φοβούμενος και τις νάρκες που είχαν ποντίσει οι Βούλγαροι, αποφάσισε να πάρει την Καβάλα με τέχνασμα. Ζήτησε να έρθουν από τη Θεσσαλονίκη πέντε μεγάλα μεταγωγικά, τα οποία έφθασαν την Τρίτη 25 Ιουνίου .Ο Στόλος, με τα κενά μεταγωγικά, έκανε μεγάλες κινήσεις όλη την ημέρα μπροστά από το λιμάνι της Καβάλας, σαν να προετοίμαζε απόβαση. Και τη νύχτα, τα μεταγωγικά προσέγγισαν την ανατολική ακτή της Καβάλας, ανταλλάσσοντας συνεχώς φωτεινά σήματα με το Θωρηκτό «Ύδρα», έτσι ώστε να βεβαιωθεί ο εχθρός ότι κάτι ετοιμάζεται, ενώ τα άλλα πολεμικά φώτιζαν με τους προβολείς τους σε συγκεκριμένο σημείο της ακτής, σαν να ήταν αυτό το σημείο της απόβασης! Στο μεταξύ, τα αντιτορπιλικά «Λόγχη» και «Λέων», καθώς έπλεαν προ των Ελευθερών, βομβαρδίστηκαν από τα 3 Βουλγαρικά πυροβόλα, που είχαν τοποθετηθεί ακάλυπτα σε ένα λόφο. Τα αντιτορπιλικά ανταπέδωσαν και ένα βλήμα ανατίναξε μια αποθήκη πυρομαχικών, ενώ άλλο βλήμα έθεσε εκτός μάχης ένα εχθρικό πυροβόλο.
Οι Βούλγαροι από την Καβάλα, πανικόβλητοι, προσπαθούσαν με προβολείς να δουν τι συμβαίνει. Νιώθανε ότι θα «εγκλωβιστούν» από τους Έλληνες και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη, παίρνοντας ως «ασπίδα» ομήρους τις αρχές της Καβάλας, μαζί με τον Επίσκοπο Μυρέων Αθανάσιο. Και μέσα στη νύχτα, οι Βούλγαροι φύγανε από την Καβάλα, παίρνοντας μαζί τα πυροβόλα τους, αλλά εγκαταλείποντας 5.000 όπλα, όλα τα πυρομαχικά Πυροβολικού και ένα προβολέα. Μια ομάδα νέων Καβαλιωτών, ενημέρωσε τον Κουντουριώτη για την φυγή των εχθρών . Αμέσως αυτός έδωσε εντολή στον κυβερνήτη του Αντιτορπιλικού «Δόξα», Πλωτάρχη Αντώνη Κριεζή, να ερευνήσει για ελεύθερη δίοδο στο ναρκοπέδιο. Οι Καβαλιώτες νέοι, μαζί με ψαράδες που γνώριζαν τα νερά και τα σημεία όπου οι Βούλγαροι είχαν ποντίσει νάρκες, οδήγησαν το «Δόξα» στα ανατολικά, κοντά στις εκβολές του ποταμού Νέστου.
Και εκεί, αποβιβάστηκε με βάρκες ένα άγημα 35 ναυτών, με επί κεφαλής τον Σημαιοφόρο Αγγελή. Δεν εισήλθε όμως στην Καβάλα, από τον φόβο της επιστροφής των Βουλγάρων. Έτσι, η Καβάλα, πέρασε μία νύχτα αγωνίας, με πολιτοφύλακες που φυλούσαν στα υψώματα.
Και εκεί, αποβιβάστηκε με βάρκες ένα άγημα 35 ναυτών, με επί κεφαλής τον Σημαιοφόρο Αγγελή. Δεν εισήλθε όμως στην Καβάλα, από τον φόβο της επιστροφής των Βουλγάρων. Έτσι, η Καβάλα, πέρασε μία νύχτα αγωνίας, με πολιτοφύλακες που φυλούσαν στα υψώματα.
Το επόμενο πρωί, 9 πμ της Πέμπτης 27 Ιουνίου, το άγημα εισήλθε επίσημα στην πόλη, και ο Κριεζής έγινε αντικείμενο λατρείας των Καβαλιωτών που, με μπροστάρηδες τους μαθητές του Ημιγυμνασίου και τον καθηγητή τους Στάνη Αριστοτέλη, τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στο Διοικητήριο όπου ύψωσε την Ελληνική σημαία στο μπαλκόνι. Συνελήφθησαν και 12 Βούλγαροι στρατιώτες που είχαν εγκαταλειφθεί από τους δικούς τους .
Σύμφωνα με το λιτό τηλεγράφημα που έστειλε ήδη από την προηγουμένη (Τετάρτη 26 Ιουνίου) ο Κουντουριώτης στο Υπουργείο Ναυτικών:
«Καβάλλα κατελήφθη εν ονόματι Βασιλέως. Εν λιμένι ορμούσι “Πάνθηρ”, “Ιέραξ” και “Δόξα”. Λαός πανηγυρίζει».
Δεν είχα την τύχη να κατέβω στην πόλη, καθώς όμως δεν είχα και σπουδαία καθήκοντα να με απασχολούν, βρήκα την ευκαιρία να γράψω ένα μεγάλο γράμμα στη Λεμονιά μου, εξιστορώντας όλα τα καθέκαστα . Ευτυχώς, αυτή το φύλαξε το γράμμα, γιατί αμφιβάλλω αν μετά τόσα χρόνια θα θυμόμουν τόσες λεπτομέρειες.
«Θωρηκτόν “Αβέρωφ”, Καβάλλα, Ιούνιος 27
Αγαπημένη Λεμονίτσα μου
Σου γράφω για την απελευθέρωση της Καβάλας, με την υπόθεση ή μάλλον την βεβαιότητα, ότι πολύ λίγες λεπτομέρειες θα φθάσουν ως τ’ αυτιά σου.
Το πρωί της 26 Ιουνίου ξεσηκωθήκαμε στον “Αβέρωφ” από ανέλπιστη είδηση, που μας γέμισε χαρά αλλά και δυσπιστία. Οι έντονες συζητήσεις κάλυπταν και αυτόν ακόμη τον ήχο της σάλπιγγας του εγερτηρίου! Λεγόταν ότι οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Καβάλα το περασμένο βράδυ και ότι δύο βάρκες με Καβαλιώτες, που κωπηλατούσαν όλη την νύχτα, ήλθαν στον “Αβέρωφ”, που ήταν από την προηγούμενη στη Θάσο, για να αναγγείλουν το τόσο ευχάριστο και ανέλπιστο γεγονός. Η Καβάλα, πόλη για την οποία τόσους μήνες υπέφερε η Ελληνική ψυχή, η πόλη που ήταν στα χείλη κάθε Έλληνα, ήλθε επί τέλους στους κόλπους της μητέρας Ελλάδος, πολύ πιο γρήγορα από ότι περιμέναμε. Ένοιωσα ένα βάρος, σαν βράχο, να φεύγει από πάνω μου, και έτρεξα στην πρύμνη για να βεβαιωθώ αν ήταν αλήθεια. Δυο βάρκες ήταν πράγματι πίσω στη θάλασσα της πρύμνης, γεμάτες από γερούς άνδρες ναυτικούς, μεταξύ των οποίων και ένας μελαψός που φορούσε ένα χακί φέσι. Οι ναύτες μας, γεμάτοι ενθουσιασμό και αγάπη, κατέβαιναν στο υπόστρωμα, χαιρετούσαν τους επιβάτες από τους φεγγίτες και τους ρωτούσαν με απληστία τόσες ερωτήσεις, που με το ζόρι εκείνοι προλάβαιναν να απαντούν στις μισές.
- Είναι αλήθεια ότι έφυγαν οι αρκουδιαραίοι;
- Και πως έγινε αυτό το πράγμα;
- Και δεν πείραξαν καθόλου την πόλη; Τους ανθρώπους;
- Μα αλήθεια έφυγαν οι Βούλγαροι από την Καβάλα; Έφυγαν στ’ αληθινά ή μην είναι κανένα στρατήγημα;
Στις ερωτήσεις αυτές που έπεφταν σαν βροχή, οι άνθρωποι από τις βάρκες απαντούσαν με προθυμία, ιδίως ο φεσάτος, που περιττό να σου πω ότι ήταν Τούρκος.
- Έφυγαν τα βρωμόσκυλα και δεν θα ξαναγυρίσουνε πια.
- Χθες το απόγευμα μας αδειάσανε την πόλη και πάνε στους πέντε διαβόλους!
- Μα μπορούσαν να σταθούν και καθόλου; Μόλις είδανε τον “Αβέρωφ” και τα άλλα καράβια, τους έκοψε κρύος ιδρώτας. Και καθώς δεν είχαν και ευχάριστα μαντάτα από το Στρατό τους, τα μάζεψαν και όπου φύγει φύγει.
Μετά από λίγο, ήρθε κι ο Ναύαρχός μας, και οι Καβαλιώτες πήραν την άδεια ν’ ανέβουν στο πλοίο. Και ενώ ένας από αυτούς έδινε αναφορά στον Ναύαρχο, οι άλλοι στρώθηκαν να φάνε, ας είναι καλά ο μαστρο-Γιώργης ο μάγειράς μας, που τους ετοίμασε τραπέζι πλουσιώτατο.
Ενώ αυτοί τρώγανε, εμείς τους είχαμε κυκλώσει για να μη χάσουμε ούτε μία λέξη από όσα έλεγαν, για την Καβάλα και τους Βουλγάρους. Θα τα βάλω εδώ σκόρπια και όπως τύχει, μην τα ξεχάσω όσο είναι φρέσκα και από πρώτο χέρι.
Η εκκένωση της πόλης από τους Βούλγαρους άρχισε το απόγευμα της 25ης Ιουνίου. Οι Βούλγαροι μάζεψαν τα πράγματά τους, τα πολεμοφόδια και τα κανόνια τους, άδειασαν τα σπίτια που είχαν για στρατώνες και φρουραρχεία, άδειασαν τα διοικητήρια, τα λιμεναρχεία, τα τελωνεία, τα δικαστήρια, τα τηλεγραφεία και ότι άλλο είχαν, φόρτωσαν τα πράγματά τους σε κάρα και βοϊδάμαξες, και πήγαν στον αγύριστο, ενώ οι Καβαλιώτες, κρυμμένοι πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών των, τους κορόιδευαν και τους έβριζαν.
Πριν να φύγουν οι Βούλγαροι έκαμαν ένα αρκετά επίσημο και μακροσκελές πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης, το οποίο παρέδωσαν στους Προξένους των Δυνάμεων. Στο πρωτόκολλο αυτό, σαν υστερόγραφο, έγραφαν ότι η πόλη παραδινόταν προσωρινά και όχι οριστικά και ότι ο Βουλγαρικός Στρατός θα γυρίσει πάλι νικηφόρος για να την θέσει κάτω από τα πόδια του κραταιοτάτου Τσάρου πασών των Βουλγαριών …
Η σπουδή των Βουλγάρων να εγκαταλείψουν την πόλη ήταν τόσον μεγάλη, ώστε παράτησαν τα δύο μεγάλα τοπομαχικά πυροβόλα, που προστάτευαν την είσοδο του λιμένα, και ένα μεγάλο ηλεκτρικό προβολέα, τον προβολέα που είχαν πάρει από τους Τούρκους στην Αδριανούπολη. Τον προβολέα αυτό, τον άναψαν το βράδυ οι Καβαλιώτες πανηγυρίζοντας, και έριχναν τα μεγάλα φωτεινά του τόξα στο Στόλο μας, πράγμα που μας μπέρδεψε και μας έκανε να υποθέσουμε, καθώς αγνοούσαμε ακόμα τη φυγή τους, ότι ήταν οι Βούλγαροι που έριχναν τον προβολέα, φοβούμενοι επίθεση του Στόλου μας.
Πάντως, λίγο ακόμη αν μένανε οι Βούλγαροι στην Καβάλα, οι Καβαλιώτες θα πήγαιναν στον άλλο κόσμο από ασιτία. Εξ αιτίας της καταστάσεως, είχε προ ενός και πλέον μηνός σωθεί και ο τελευταίος κόκκος σταριού και η τελευταία σκόνη αλεύρου στην πόλη. Οι κάτοικοι τρέφονταν με όσπρια που και αυτά σπάνιζαν. Το ψωμί, αν βρισκόταν καθόλου, πουλιότανε μια δραχμή τα εκατό δράμια! Ευτυχώς, την ίδια ημέρα που λευτερώθηκε η πόλη, παραγγέλθηκαν με τον ασύρματο στη Θεσσαλονίκη φορτία από άλευρα και άλλα τρόφιμα, ώστε οι καλοί μας άνθρωποι της Καβάλας να μην πεινούνε πλέον.
Οι Βούλγαροι είχαν αποκλείσει το λιμάνι της Καβάλας δια τορπιλλών , φοβούμενοι τον Ελληνικό Στόλο. Αλλά καθώς η κουταμάρα τους περισσεύει, είχαν μαρτυρήσει τις θέσεις που τις είχαν ποντίσει σε Έλληνας ψαράδες, και έτσι τα πλοία μας, περνούν ελεύθερα την επικίνδυνη ζώνη, χρησιμοποιώντας Καβαλιώτες πλοηγούς, έως ότου ανελκυσθούν ή καταστραφούν οι τορπίλλες.
Αλλά φαίνεται πως η κουταμάρα τους δεν είχε όρια. Μια δυο μέρες πριν φύγουν οι Βούλγαροι από την Καβάλα, έλεγαν στους Έλληνες να μη χαίρονται και να μην ελπίζουν ότι θα τους ελευθέρωνε ο Στόλος μας, γιατί τον “Αβέρωφ” τον συνέλαβε το ιππικό τους και αιχμάλωτο τον πηγαίνει στην Σόφια! Το γεγονός αυτό είναι αυθεντικότατο, το ξέρει όλη η Καβάλα και τώρα που είναι ελεύθερη, οι κάτοικοί της θα το διηγούνται γελώντας στο στρατό μας.
Άσε το άλλο με το Λιμενάρχη. Κοτζάμ Ναύαρχος του Βουλγαρικού Βασιλικού Ναυτικού, με μεγάλη στολή και παράσημα, αλλά από θάλασσα, μάλλον σε καμιά λίμνη θα κυβερνούσε βάρκες. Γιατί άκου να δεις τι είπε ο αθεόφοβος:
Είχε βγάλει λένε διαταγή, να τραβηχτούν τα καΐκια κι οι βάρκες στη στεριά, να μην τα πάρουν οι Έλληνες και φύγουν. Αλλά μερικά καΐκια δεν είχαν τραβηχτεί ως έξω και οι ιδιοκτήτες τους του είπαν ότι έπρεπε να τραβηχτούν παραέξω, μην πιάσει καμιά θαλασσοταραχή και τα πάρει. Και τι τους απάντησε; Δεν το βάζει ο νους σου …
“Μην είστε ανόητοι” τους είπε. “Για να πάρει η θάλασσα τα καΐκια, θα πρέπει να βρέχει ο Θεός ίσα με μισό μήνα!” Γι’ αυτό σου λέω, σε λίμνη θα τα πήρε τα παράσημα. Μου θύμισε τότε στη Θεσσαλονίκη, που σαν είδαν οι Βούλγαροι τη θάλασσα για πρώτη φορά, πήγανε να ποτίσουν τα άλογά τους!
Αμ το άλλο με τις νίκες τους;
“Είναι άλλο πράγμα η κουταμάρα και η αφέλειά τους”, μας έλεγε ένα παιδί, που είχε έρθει στη βάρκα μαζί με τους μεγάλους. “Με όλη την αγριότητά τους, που το είχαν για παιγνίδι να σε ξεκοιλιάσουν ή να σου φυτέψουν μια σφαίρα στο κεφάλι, τους κοροϊδεύαμε και γελούσαμε με δαύτους. Τώρα με τον νέο πόλεμο έβαζαν τον κήρυκά τους, έναν Έλληνα από την Καβάλα, να φωνάζει στον κόσμο τις νίκες τους. Αυτός, αφού αράδιαζε όλες τες νίκες που είχαν τάχα κάνει οι Βούλγαροι κατά των Σέρβων και των Ελλήνων, τις πόλεις και τα κανόνια που πήραν, στο τέλος του διαλαλήματος τους κορόιδευε και ο ίδιος και φώναζε λίγο πιο σιγά:
- Τα πρίιιτςςςς …”
Το ίδιο παιδί μας έλεγε με πρόσωπο που δεν ήξερες αν ήταν ζυμωμένο στην πίκρα ή στη χαρά: “Οι μήνες που περάσαμε με τους Βουλγάρους ήταν σαν ένα κακό όνειρο, σαν ένας εφιάλτης που σου κάθεται στο στήθος και θέλει να σε πνίξει. Τώρα όμως το κακό αυτό όνειρο πάει πέρασε. Πέσε πως ήταν ψέμα. Όλα πια τα έχουμε ξεχασμένα.”
Αχ Λεμονίτσα μου
Δεν φαντάζεσαι πόσες ιστορίες ακόμη έχω να σου διηγηθώ. Αλλά πιάστηκε το χέρι μου, κι έπειτα άμα στα γράψω όλα τώρα, τι θα έχω να σου λέω να γελάμε όταν σμίξουμε ξανά; Θα καθόμαστε αγκαλιά κάτω απ’ την ελίτσα στον Άη Λια, όπως τότε που βγαίναμε βράδυ στα κρυφά, και θα γελάμε με τις ώρες. Γιατί, τι να σου πω βρε παιδί μου, αυτός ο πόλεμος όλο γέλια και χαρές είνε ως τώρα. Και μην ακούς τι λένε οι άλλοι οι γκρινιάρηδες … Το μόνο κακό είναι ότι κοντεύουν σχεδόν δυο χρόνια που είμαι μακριά σου, και δεν βαστιέμαι άλλο. Και κείνη η φωτογραφία σου, κοντεύει να λιώσει από τα φιλιά μου αγαπούλα μου … Αλλά πού θα πάει, θα τελειώσει γρήγορα.
Σου στέλνω πολλά γλυκά φιλιά
Ο Θέμις σου»
Αυτά έγραφα στη Λεμονίτσα μου, και για να είμαι ειλικρινής, δεν σταμάτησα επειδή πιάστηκε το χέρι μου, αλλά επειδή οι ειδήσεις τρέχανε και δεν ήθελα να χάσω τη συνέχεια. Αξίζει να αναφέρω και το τηλεγράφημα που έστειλε ο Ναύαρχος, μετά την επίσημη κατάληψη της πόλης:
«Σήμερον 5.30 μμ της 27ης Ιουνίου επισήμως προεκηρύχθη η κατάληψις της Καβάλλας. Διωρίσθη Διοικητής ο Πλωτάρχης Κριεζής, όστις εγκατέστησεν αρχάς. Εκκαθαρίσαμεν περίχωρα από κομιτατζήδων και ικανών στρατιωτών αδεσπότων. Ενθουσιασμός μέγιστος. Τούρκοι συμμετέχουσι πλήρως αυτού.»
Θα σας πω και μια ιστορία που άκουσα τις μέρες εκείνες. Πριν τον πόλεμο, είχε πάει στην Καβάλα ο Ιβανώφ με το Επιτελείο του. Του παρέθεσαν γεύμα και αυτός έκανε την παρακάτω πρόποση:
«Μέχρι σήμερα, ο Βουλγαρικός Στρατός επέδειξε μοναδική γενναιότητα. Το καθήκον καλεί και σήμερα τους Αξιωματικούς και Στρατιώτες μας να δείξουν παρόμοια γενναιότητα. Ο αγώνας εναντίον των Ελλήνων είναι αγώνας πάνω από όλους. Η Ελλάδα, επωφελήθηκε των αγώνων μας στη Θράκη, και πήρε τη Μακεδονία που ανήκει σε εμάς. Ο πόλεμος θα κηρυχθεί για να μην αφήσουμε σ’ αυτή ούτε σπιθαμή από τη γη που μας ανήκει.»
Στην πρόποσή του απάντησε ο Διοικητής της Καβάλας Τεντσώφ:
«Η Θεσσαλονίκη ανήκει σε εμάς, γιατί είναι πατρίδα του Κυρίλλου και του Μεθοδίου. Η Βουλγαρία χωρίς τη Θεσσαλονίκη είναι σώμα ακέφαλο.»
Όλοι οι Αξιωματικοί σηκώθηκαν, έσυραν τα ξίφη, τα διασταύρωσαν και είπαν με τρόπο επίσημο:
«Με τα ξίφη αυτά θα παραβιάσουμε τα στενά των Θερμοπυλών και θα σπάσουμε τις πόρτες των Βασιλικών Ανακτόρων στην Αθήνα!»
Αλλά την ώρα εκείνη, ένα κεραμίδι ξέφυγε από το υπόστεγο και έπεσε επάνω στο κεφάλι του Ιβανώφ! Δεν έσπασε βέβαια το κεφάλι του που ήταν από κούτσουρο, αλλά το κεραμίδι. Έλληνες που παρακολουθούσαν από απόσταση μάζεψαν αργότερα τα σπασμένα κομμάτια και τα φύλαξαν σαν κειμήλια.
Η απελευθέρωση της Καβάλας διέλυσε τα όνειρα των Βουλγάρων για έξοδο στο Αιγαίο. Αλλά πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Η Καβάλα ήταν η πιο Ελληνική από όλες τις παράλιες πόλεις, έχοντας διατηρήσει παραφθαρμένο ακόμη και το αρχαίο της όνομα, Σκάβαλα. Είχαν μάλιστα σχεδιάσει και να την κάψουν οι Βούλγαροι, αλλά η πανικόβλητη φυγή τους έσωσε την πόλη. Η εφημερίδα «Daily News» επιβεβαιώνει στο ρεπορτάζ της ότι οι σφαγές και οι λεηλασίες αποφεύχθηκαν τελευταία στιγμή:
«Η ιστορία της σωτηρίας της Καβάλας μοιάζει με σελίδα μυθιστορήματος. Το βράδυ, το κύριο σώμα της φρουράς, περίπου 4.000 άνδρες, εγκατέλειψαν την πόλη, αφήνοντας ένα Τάγμα ως οπισθοφυλακή, πλην μιας Διμοιρίας που είχε λάβει εντολή για λεηλασία και σφαγή … Οι πολίτες είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, αναλογιζόμενοι με τρόμο τι θα ακολουθούσε την επομένη ημέρα …»
Η Καβάλα ήταν πρωτεύουσα του Καζά της Καβάλας και είχε τότε 24.200 κατοίκους, περισσότερους δηλαδή από την πρωτεύουσα του Σαντζακίου, τη Δράμα. Οι κάτοικοι ήταν 9.100 Έλληνες ορθόδοξοι, 9.000 Μουσουλμάνοι, 100 καθολικοί και άλλοι 6.000 Έλληνες καπνεργάτες από τα γύρω χωριά.
Για το τέλος σας φύλαξα ένα ακόμη «ανέκδοτο».
Κάποτε επισκέφτηκε την Καβάλα ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Πήγαν να του δείξουν το κάστρο της πόλης, και καθώς ανέβαιναν, ένας ξεναγός του είπε:
«Εδώ Μεγαλειότατε, εις το κατάστημα αυτό, είχεν αγοράσει ο Φερδινάνδος τσιγαρόχαρτον και σπίρτα»
«Τα επλήρωσεν;»
«Πώς είπατε Μεγαλειότατε;»
«Λέγω τα επλήρωσεν;»
«Όχι, νομίζω πως όχι …»
«Ε, γι’ αυτό τα πήρε και τα δύο …»
Σαν έφτασαν πάνω στο Κάστρο, ο Βασιλιάς θαύμαζε τα βουνά της Θάσου, αλλά ο ξεναγός ήθελε να πει και άλλα για την επίσκεψη του Φερδινάνδου:
«Εδώ Μεγαλειότατε, εις το ίδιον σημείον αυτόν κοιτούσε και ο Φερδινάνδος, όπως εσείς τώρα, και έλεγε ότι δεν ήθελε την Καβάλα χωρίς τη Θάσο»
«Το σχόλιόν μου παραμένει το αυτόν ως προηγουμένως …»
«Δηλαδή Μεγαλειότατε; Τι εννοείτε;»
«Τα πήρε και τα δύο …»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου