Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Μεθεόρτια


Μεθεόρτια
    Πάνε και οι φετινές γιορτές, και του χρόνου νάμαστε καλά.
    Συνήθως, η περίοδος των εορτών, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, είναι περίοδος περισυλλογής και απολογισμού. Η περίοδος όμως μετά τις γιορτές, είναι περίοδος μόνο απολογισμού.
    - Μήτσο μου, έφαγες σαν βόας αυτές τις μέρες. Κάποια μέρα θα σκάσεις και θα ντυθώ στα μαύρα, νέα γυναίκα. Πάτα και λίγο φρένο. Θα σκάσεις Μήτσο μου, θα σκάσεις.
    - Γυναίκα, κατά πρώτον δεν είσαι νέα γυναίκα, αφού έχεις καβατζάρει τα 55 και μη κοιτάς τι λέμε στους άλλους. Κατά δεύτερον δεν έφαγα σαν βόας, αλλά με μέτρο και σεμνά και ταπεινά.
    - Τι σεμνά Μήτσο μου, που στη γιορτή του Χρήστου του κουμπάρου, αφού έφαγες 5 μπολάκια ξηρούς καρπούς και ήπιες 4 ουίσκι πριν το φαγητό, στο τραπέζι καταβρόχθισες ένα μπούτι αρνάκι σούβλας με πατάτες, που αναστέναξαν τα πιρούνια. Χώρια τα γλυκά.
    - Γυναίκα πάλε ψεύδεσαι, διότι δεν έφαγα όλο το μπούτι, αλλά μόνο το ψαχνό του, τα ρέστα τα φύλαξα για τον Μούργο (διευκρίνιση για τους ζωοφίλους: Το «Μούργος» είναι το όνομα του κ. σκύλου και όχι περιφρονητική προσφώνηση…).
    - Αμ το άλλο στου ξαδέρφου του Βασιλάκη την Πρωτοχρονιά; Αφηνίασες.  Μια σκάφη μακαρόνια με ροζ μπιφ περιδρόμιασες. Χώρια τα σαλάμια, τα τυριά και τα καναπεδάκια που τα τσάκισες. Θα σκάσεις Μήτσο μου, θα σκάσεις.
    - Σταμάτα ρε γυναίκα. Μια φορά το χρόνο είναι γιορτές.
    - Αμ δεν είναι έτσι Μήτσο μου. Διότι μια φορά τον χρόνο είναι γιορτές, μια φορά το χρόνο είναι Πάσχα, μια φορά το χρόνο είναι Απόκριες μαζί με την Τσικνοπέμπτη, μια φορά τον χρόνο είναι Δεκαπενταύγουστος, μια φορά τον χρόνο 25η Μαρτίου που τρως ένα κουβά σκορδαλιά και μια φορά την εβδομάδα είναι Κυριακή. Άμα τις μαζέψεις όλες αυτές τις φορές, πιάνεις ταβάνι. Θα σκάσεις Μήτσο μου, θα σκάσεις.
    Αυτό που μόλις διαβάσατε, είναι ένας Casus Belli διάλογος, μεταξύ ενός, κατά τα άλλα αγαπημένου αντρογύνου, που το ένα μέλος του βλέπει μακριά και το άλλο μέχρι το πιάτο, που είναι μπροστά του.
    Ποτέ δεν θα μάθουμε τι απέγινε ο Μήτσος, γι’ αυτό ας αλλάξουμε σκηνή.
    Ο Σώτος, σκυφτός σ’ ένα τετράδιο  γράφει και σβήνει μανιωδώς. Το στεφάνι του, η Τούλα με τ’ όνομα, ξέρετε η κόρη αυτουνού που είχε το μεγάλο εμπορικό στη πλατειά και είπανε ότι το έπαιξε στα χαρτιά και τώρα αντί για εμπορικό έχει ένα οικοπεδάκι 1Χ2 μέγκλα στο Β΄ Νεκροταφείο, τρίτο κυπαρίσσι αριστερά όπως μπαίνουμε  και πορεύεται. Η Τούλα λοιπόν, όση ώρα ο Σώτος μαλώνει με το χαρτί, τη γομολάστιχα  και τους αριθμούς, διαβάζει ένα βιβλίο με τους έρωτες του Φοίβου  και της Εσμεράλδας. Όχι αυτής του Βίκτορος Ουγκώ, αλλά της πρώτης της ξαδέλφης, που δούλευε κορδελιάστρα στο Πύργο του Ιβανόη. Όχι του Ιβανόη του σερ Γουόλτερ Σκοτ, αλλά του πρώτου του ξαδέλφου. Δεν τον ξέρετε;  Κακό του κεφαλιού σας.
    Γράφει σβήνει λοιπόν ο Σώτος και στο τέλος αποφαίνεται:
    - Τούλα, επτωχεύσαμεν !
    - Τι είπες Σώτο μου;
    - Ρε συ δεν ακούς καλά μετά τις 8 το βράδυ; Σου είπα επτωχεύσαμεν, όπως είχε πει ο Χαρίλαος Τρικούπης. Δεν υπάρχει σάλιο, όπως είχε πει ο Ανδρέας Λομβέρδος. Πώς το λένε;
    - Και προς τι το τοιούτον περικαλώ;  ερωτά η Τούλα επηρεασμένη από την γλώσσα του Γοδεφρείδου.
    - Αι εορταί Τούλα μου, αι εορταί…
    - Δηλαδή.
    - Αυτές μας εκτροχίασαν.
    - Γιατί;
    - Γιατί είν΄ η μύτη σου τουρσί. Τι γιατί ρε Τούλα. Γιατί φάγαμε τον άμπακα, ήπιαμε ίσαμε με δύο ποταμούς πιοτά, ψωνίσαμε σαν λυσσασμένοι και τώρα θα τηράμε τον ουρανό που δεν θάχει κι’ άστρα, μια κι’ είναι και χειμώνας.
    - Και δηλαδή είμαστε πανί με πανί;
    - Κάτι χειρότερο. Είμαστε όπως τότε που ο Βαρουφάκης (με ένα ‘’ν’’) έκλεισε τις τράπεζες.
    - Σοβαρά;
    - Να σε θάψω.
    Η Τούλα, σάμπως στράβωσε μ’ αυτό το τελευταίο, αλλά δεν είχε όρεξη για καυγά.
    - Ε καλά σε λίγο δεν θα πληρωθούμε;
    - Τι σε λίγο ρε Τούλα. Ο Σταϊκούρας για να μας διευκολύνει, λέει, στις γιορτές μας έδωσε την σύνταξη του Ιανουαρίου στις 21 Δεκεμβρίου και θα πληρωθούμε τώρα στις 30 Ιανουαρίου. Ωραία διευκόλυνση μας έκανε. Να μου φέρει τον καθηγητή που του έμαθε «Οικονομία» να τον φιλήσω.
    - Και τώρα τι γίνεται ρε σύ; Πώς θα την βγάλουμε;
    - Τώρα θα σταυρώσουμε τα χέρια, θα φαντασθούμε ότι έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα και θα αρχίσουμε να ξεραίνουμε το ξέρεις ποιο, για να πορευτούμε και αν…
    - Τι είναι αυτά που λες ρε;
    - Τούλα μου αυτά είναι. Γι’ αυτό σου είπα επτωχεύσαμεν.
    Ένας άλλος διάλογος Casus Belli ολοκληρώθηκε και η συνέχεια…  
    (Κατάλληλη για άνω των 18 ετών)
    Μικρά καθημερινά δράματα, που ακολουθούν το διάστημα της ευωχίας των εορτών. Σου βγαίνει ξινό και το ροζ μπιφ και το αρνάκι και κείνη η βραδιά που έβγαλες έξω το στεφάνι σου να διασκεδάσετε, που να μην έσωνε. Και τώρα; Τώρα επτωχεύσαμεν! Που θα πει σφίξιμο το ζωνάρι, κάθε μέρα μπρόκολο και λάχανο και τηλεόραση μέχρι να δεις την Εμινέ φαντάρο. Διότι παράπονο δεν έχετε. Με την τηλεόρασή μας δεν πλήττει ουδείς. Και τα τούρκικά μας τα έχουμε, ώστε να συμπεράνει η κυρά Καλή στο χωριό: «Τσ τσ τσ παιδί μου, ίδιοι μ’ εμάς είναι οι Τούρκοι. Οι μεγάλοι τα κάνουν όλα». Και αγνοεί η κυρά Καλή ότι τα εκατομμύρια των Χριστιανών δεν τα έσφαξαν οι «μεγάλοι», αλλά οι παππούδες της κάθε Εμινέ, που ανοήτως θαυμάζει. Πέραν των τούρκικων έχουμε και τις σχοινοτενείς συζητήσεις, με τις εμβριθείς αναλύσεις, που σχεδόν πάντοτε διαψεύδονται και γενικώς είναι ό, τι  πρέπει για να… κλείσουμε την τηλεόραση.
    Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως, το μόνο που μας μένει είναι να αναφωνήσουμε όλοι μαζί, όπως ο ταλαίπωρος και αγρίως εξαπατηθείς κ. Ζάχος (Βασ. Αυλωνίτης) στην «Ωραία των Αθηνών»: «Βρε πού πάμε ρε. Πού πάμε»!...
Και του χρόνου.
Χρήστος Μπολώσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου