«Άχρους στρατιώτης, Ημερολόγια 1941-1945» Νέο βιβλίο.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Από τις εκδόσεις ΑΛΦΕΙΟΣ (Χαριλάου Τρικούπη 22, Αθήνα) κυκλοφόρησε το βιβλίο “Άχρους στρατιώτης, Ημερολόγια 1941-1945,” του Εμμανουήλ
Νικολούδη με Εισαγωγή-Σχολιασμό του Γιάννη
Πριόβολου (υποστράτηγου ε.α.-συγγραφέα).
Το βιβλίο αποτελεί τη σχολιασμένη μορφή
μιας γραπτής μαρτυρίας, υπό ημερολογιακή βασικά μορφή, του μόνιμου αξιωματικού Εμμ. Νικολούδη, ο οποίος κατέγραψε την
πορεία του κατά τα πρώτα χρόνια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη και την αντάρτικη
δράση του εναντίον των κατακτητών στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας (Ιούλιος
1943-Φεβρουάριος 1945). Στο
βουνό βγήκε αρχικά ως αξιωματικός-αντάρτης της οργάνωσης ΠΑΟ («Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις») και στη συνέχεια εντάχτηκε, εξ ανάγκης,
στις τάξεις του Ελληνικού Λαϊκού
Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) σαν στρατιωτικό ηγετικό στέλεχος. Τα
απομνημονεύματα του βασίζονται στο πρόχειρο ημερολόγιο το οποίο με «κίνδυνον της ζωής» του διατηρούσε κρυφά
στα βουνά, το οποίο εμπλούτισε εκ των υστέρων (περί το τέλος του 1945) με στοιχεία που ανακάλεσε στη μνήμη του
και, καθώς φαίνεται, έκρινε απαραίτητο να αναφέρει.
Στις σελίδες του κειμένου παρατίθενται
πλήθος γεγονότων για τα διάφορα ηγετικά πρόσωπα του ΕΛΑΣ και γενικότερα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
στη δυτική Μακεδονία, που ξεπερνούν τη στενή ατομική ιστορία ενός
μόνιμου στρατιωτικού και εισέρχονται άφοβα στην ευρύτερη Ιστορία, διαφωτίζοντας
άγνωστες πτυχές της Κατοχής και της Αντίστασης.
Το πρωτότυπο κείμενο του Νικολούδη, ο οποίος σκοτώθηκε στον Εμφύλιο,
έζησε στην αφάνεια 70 περίπου χρόνια. Το κατείχε ο Χρήστος Τζωρτζάκης, ανιψιός
από αδερφή του συγγραφέα, στις Μοίρες Ηρακλείου Κρήτης. Το ανακάλυψε
ο Γιάννης Πριόβολος, ερευνητής της
δράσης κατά την Κατοχή των μόνιμων αξιωματικών. Πρόκειται για ένα χειρόγραφο, αποτελούμενο από 128 πυκνογραμμένες
σελίδες τετραδίου διαστάσεων 25Χ17, το οποίο, από ένα σημείο κι έπειτα,
κοσμείται σε κάθε του σχεδόν σελίδα με κάποια ζωγραφιά ή σκίτσο (άξιο
μελέτης προς έμμεση ψυχογραφία του συγγραφέα), αναλόγως του γεγονότος ή θέματος στο οποίο αναφέρεται. Οι
προαναφερόμενες ζωγραφιές-σκίτσα, με τη φροντίδα του εκδότη, κοσμούν τις
σελίδες του βιβλίου και του προσδίδουν μια ιδιαίτερη αισθητική.
Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε σε κάθε
κεντρικό βιβλιοπωλείο (Αθήνα, Θεσσαλονίκη κλπ.) ή να το παραγγείλετε σε κάθε βιβλιοπωλείο.
Τιμή 14,74 Ευρώ
Τηλ. «Αλφειού» 2103623092
Χαρ.
Τρικούπη 22
Αθήνα
(Βιογραφικό του Εμμ.
Νικολούδη)
Ο Εμμανούλ
Νικολούδης γεννήθηκε το 1910 στο χωριό Γαλιά Νομού Ηρακλείου Κρήτης.
Ήταν μόνιμος αξιωματικός (απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων 1938). Σκοτώθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1948 «εξ εκρήξεως φιλίας παγιδευμένης» χειροβομβίδας
στο Σοχό Θεσσαλονίκης. Είχε τότε το βαθμό του λοχαγού.
Εισαγωγή
Το παρόν βιβλίο αποτελεί τη σχολιασμένη
μορφή μιας γραπτής μαρτυρίας (ιστορικό τεκμήριο), υπό ημερολογιακή βασικώς
μορφή, ενός μόνιμου αξιωματικού, σχετικώς με ένα μέρος της κατοχικής περιόδου
στη Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 1941-Ιούνιος 1943) και την ανταρτική του δράση που ακολούθησε
κατόπιν εναντίον των κατακτητών στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας (Ιούλιος
1943-Φεβρουάριος 1945). Ο εν
λόγω αξιωματικός (συγγραφέας του παρόντος έργου-τεκμηρίου) βγήκε στο βουνό
αρχικώς σαν αντάρτης της εθνικιστικής οργάνωσης ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική
Οργάνωσις). Αμέσως μετά εντάχτηκε, εξ ανάγκης, όπως και αρκετοί άλλοι καθώς θα
δούμε συνάδελφοί του, στις τάξεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού
(ΕΛΑΣ). Συγκεκριμένα αναφερόμαστε στον υπολοχαγό πεζικού Νικολούδη Εμμανουήλ του Ιωάννου (έτος
γεννήσεως 1910 στο χωριό Γαλιά Νομού Ηρακλείου Κρήτης).
Στον προπολεμικό εθνικό στρατό ο Εμμ.
Νικολούδης είχε καταταχθεί το 1930, όπου υπηρέτησε ως μόνιμος υπαξιωματικός
μέχρι το καλοκαίρι του 1935 οπότε εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων από την οποία
αποφοίτησε στις 23-4-1938 ως ανθυπολοχαγός πεζικού. Στις αρχές Απριλίου 1941,
όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη γραμμή των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας,
τοποθετήθηκε στο 26ο Σύνταγμα Πεζικού (οχυρά Δράμας-τομεύς Σογείων). Δύο ή τρεις ημέρες ύστερα από τη
συνθηκολόγηση (9-4-1941) του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ)
αιχμαλωτίστηκε μαζί με πλήθος άλλων αξιωματικών και οπλιτών από τα γερμανικά
στρατεύματα. Την 1η Μαΐου διετάχθη η μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη όπου την
επομένη αφέθηκαν ελεύθεροι.
Μετά την αιχμαλωσία του ο Νικολούδης
παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη διότι οι καταχτητές Γερμανοί απαγόρευσαν εις τους εκ
Κρήτης καταγόμενους αξιωματικούς και στρατιώτες (ακόμη
και στους ανάπηρους του πολέμου) να μεταβούν στο νησί τους. Περί τις αρχές Ιουλίου 1943 βγήκε στα
βουνά αντάρτης. Στο μεταπολεμικό εθνικό στρατό εντάχθηκε περί τον Απρίλιο του
1945, αφού προηγουμένως κρίθηκε κατάλληλος από το αρμόδιο Ειδικό Συμβούλιο
Κρίσεων του ΓΕΣ. Εν τω μεταξύ είχε προηγηθεί σχετική έκθεσή του προς το Υπουργείο
Στρατιωτικών (Διεύθυνση Πεζικού) στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, την
αντιστασιακή του δράση επί Κατοχής στη Θεσσαλονίκη και τις συνθήκες υπό τις
οποίες βρέθηκε στον ΕΛΑΣ, καθώς και την εις τον αντάρτικο αυτό στρατό εθνική
δράση του όπου παρέμεινε «άχρους
στρατιώτης» από
πολιτικής πλευράς.
Το Ημερολόγιο-Απομνημονεύματα του
υπολοχαγού Νικολούδη, χωρίς κανέναν τίτλο από τον ίδιο στο χειρόγραφο, μπορεί
να χωριστεί σε δύο μέρη. Το πρώτο (καθαρώς ημερολογιακή καταγραφή) αφορά την περίοδο από 21 Δεκεμβρίου 1941
μέχρι 7 Ιουλίου 1943, όπου ο εν λόγω αξιωματικός διέμενε στη Θεσσαλονίκη. Το
δεύτερο αναφέρεται στην έξοδό του «στο βουνό» και την περιπέτεια και πολεμική
δράση του ως αντάρτη-στρατιωτικού αρχηγού· βασίζεται δε στην αντιγραφή ενός «προχείρου ημερολογίου όπερ με κίνδυνον της
ζωής μου», καθώς
γράφει, «συνέτασσα
και διετήρησα κατά ημερομηνίαν κρυφά στα βουνά». Δέον να σημειωθεί ότι η
αντιγραφή του «προχείρου», το οποίο, όπως εύκολα θα διακρίνει ο αναγνώστης,
εμπλουτίστηκε με κάποια ακόμη στοιχεία μνήμης που καθώς φαίνεται επιζητούσαν
οπωσδήποτε την καταγραφή, άρχισε στις 3-8-1945 (σ. …..). Εικάζουμε δε ότι η
εργασία αυτή της αντιγραφής-εμπλούτισης του «προχείρου» πρέπει να ολοκληρώθηκε
εντός του 1945. Πάντως, όπως και να ’χει, η γραφή του παρόντος κειμένου
πραγματοποιήθηκε, αναμφισβήτητα, πριν «την
26ην Δεκεμβρίου 1948, καθ’ ήν ούτος εφονεύθη εξ εκρήξεως φιλίας παγιδευμένης
χειροβομβίδος εις Σοχόν Θεσσαλονίκης». Ήταν τότε 38 ετών, άγαμος,
και είχε το βαθμό του λοχαγού πεζικού. Ανήκε στο 58ο Τάγμα Εθνοφρουράς.
Το κείμενο (Ημερολόγιο-Απομνημονεύματα), έρχεται να ρίξει καινούριο υλικό στο πεδίο
της ιστορικής έρευνας προκαλώντας τους ειδικούς, σε συνδιασμό ασφαλώς και με
άλλα ιστορικά ευρήματα, για μια αναψηλάφιση των πεπραγμένων (κατακτητών,
υπόδουλων, δωσίλογων, ανταρτών κ.λπ.) στη Θεσσαλονίκη και την Δ. Μακεδονία κατά την περίοδο
1941-1945. Στις σελίδες του, οι οποίες πρέπει να μελετηθούν παράλληλα με την
έκθεση που υπέβαλε, όπως προαναφέραμε, στο Υπουργείο Στρατιωτικών ένα μήνα
περίπου αργότερα αφότου έλαβε απολυτήριο από τον ΕΛΑΣ, παρατίθενται γεγονότα,
συνοδευόμενα και από κρίσεις του απομνηματογράφου για τα κομματικά πρόσωπα
κυρίως (πολιτικούς υπεύθυνους-καπετάνιους), που ξεπερνούν τη στενή ατομική ιστορία
ενός μόνιμου στρατιωτικού που έζησε την Κατοχή και ενεπλάκη στην Αντίσταση και
εισέρχονται άφοβα στην ευρύτερη Ιστορία. Εξ αυτού και η αξία του κειμένου ως
ιστορικού τεκμηρίου.
Μέχρι τις αρχές Ιουλίου 1943, ο υπολοχαγός
Νικολούδης ζει στη Θεσσαλονίκη και βιώνει την Κατοχή. «Ψωμί διανέμουν εκάστην τρίτην ημέραν, ήτοι δις
της εβδομάδος ή τρις, από 40 δράμια μπομπότα. Το αλάτι, σπίρτα, σαπούνι και
λάδι σπανίζουν εις αφαντάστους τιμάς», σημειώνει στις 15-2-1942. Βλέπει «το φάσμα της πείνας [να] οδηγεί κορίτσια εις
την πορνείαν και [να] τ’ αναγκάζει να πίπτουν στους Γερμανούς και Ιταλούς και
Έλληνας για λίγο ψωμί».
Στέκεται και στην αγριότητα των κατακτητών: «Το Γερμανικόν Στρατοδικείον κατεδίκασεν εις θάνατον 2 γυναίκες δι’
αγχόνης και δύο άνδρες δια πελέκεως επειδή απέκρυπτον Άγγλους» (σημείωση 18-12-1942). Εν τω μεταξύ προσπαθεί να διαφύγει στη
Μέση Ανατολή. Είναι «ένα ταξείδι που με βασανίζει από τον καιρό της
αιχμαλωσίας μου που άλλοι συνάδελφοι το κατόρθωσαν» (σ. …..). Τρεις φορές επιχείρησε αλλά δεν
τα κατάφερε. «Η
φυγάδευσις προς Κάϊρον εγένετο από ανθρώπους οίτινες θα ήσαν ή άκρως αριστεροί
ή άκρως δεξιοί. Ημείς δεν ήμεθα ικανοί κατ’ αυτούς να φθάσωμε εκεί κάτω. Έτσι
δικαιολογώ τας αποτυχίας μου για το ταξείδι μου».
«Είμαι βαθιά λυπημένος», σημειώνει στις αρχές Απριλίου 1943, «και καθόλου ευχαριστημένος από τον εσωτερικόν
σάλον που κλυδωνίζει την Πατρίδα. Την αγαπώ πάρα πάνω από το άτομό μου και δεν
γνωρίζω πού, άμα ταχθώ, θα την ωφελήσω περισσότερον». Στις υπάρχουσες στη Θεσσαλονική οργανώσεις
δεν έχει εμπιστοσύνη. Ούτε στο ΕΑΜ, ούτε στην ΥΒΕ, ούτε στην ΠΑΟ. Στις δύο
τελευταίες, είναι μέλος αλλά εργάζεται «άνευ εμπιστοσύνης». Παρόλα
αυτά αποφασίζει να βγει στο βουνό, με την ΠΑΟ. Και στις 7 Ιουλίου 1943 με ένα
πυρήνα από συναδέλφους του αναχωρεί για το βουνό Πάικο.
Εκεί, η απογοήτευση! Ο ΕΛΑΣ, λίγες ημέρες
μετά, τους ζητάει να αδειάσουν το βουνό «γιατί είναι δικό του». Τα σπέρματα της εμφύλιας
σύγκρουσης, ήταν φανερό πως είχαν ήδη ριχτεί. Κυκλωμένοι από δυνάμεις του ΕΛΑΣ,
θυμάται πως αν τον σκότωναν δεν θα ’δινε «και τόση σημασία, αλλά εσπαράσετο η καρδιά μου διότι ήλθον εις τα
όπλα Έλληνες με Έλληνες σε στιγμές που ειδών ειδών κατακτηταί έπινον το αίμα
μας» (σ. …).
Για να μη χυθεί «αδίκως αίμα» και μπροστά
σε μια προτροπή των ανταρτών του ΕΛΑΣ («ελάτε μαζί μας, αξιωματικούς
μάλιστα της Σχολής Ευελπίδων θέλομε να μας οδηγήσουν κατά των εχθρών μας»), προσχωρεί στις δυνάμεις τους. Από εδώ κι
έπειτα όμως, αρχίζουν προβλήματα και σοβαροί κίνδυνοι για τη ζωή του:
–Πρώτον, γιατί ως
στρατιωτικός αρχηγός διαφόρων τμημάτων (λόχων, ταγμάτων κ.λπ.) έρχεται σε διαμάχη και παλικαρίσιες
προστριβές με τους πολιτικούς υπεύθυνους και τους καπετάνιους των αντίστοιχων
τμημάτων καθώς ο αγώνας τότε είχε «εκ του εμφανούς» και πολιτικό χαρακτήρα στον
οποίον αρνούνταν να υποταχθεί. Εκείνος επιθυμούσε μετά πείσματος να παραμείνει
«άχρους στρατιώτης».
–Δεύτερον, γιατί
αρνείται με πείσμα και αποφασιστικότητα να συμμετάσχει, οσάκις διατάσσεται, σε
εμφύλιο πόλεμο (κυρίως εναντίον του ΕΔΕΣ-Ζέρβα).
Αρχικώς αρνήθηκε να πολεμήσει και εναντίον
των «Παουτζήδων». Εξηγεί ο ίδιος: «Ήσαν τα υπολείμματα της διαλυθείσης πρώην ΠΑΟ. Μερικοί καπεταναίοι
εσυνέχισαν το έργον των συνεργασθέντες πλέον με Γερμανούς φανερά, ως απεδείχθη
αργότερα, εγώ όμως κακόπιστος και επειδή τους έλεγαν Παουτζήδες δεν μπορούσα να
φαντασθώ την ΠΑΟ συνεργαζομένην. Δεν ήξερα όμως ότι η ΠΑΟ που γνώριζα είχε
διαλυθεί» (σ.
….).
Τον Οκτώβριο του 1944 «σπάραξε η καρδιά»
του όταν πήρε διαταγή να επιτεθεί, στην περιοχή Κοζάνης, εναντίον «Παουτζήδων» («ταγματασφαλιτών»,
«αντιδραστικών» κ.λπ.). «Τι να έλεγον τώρα;» γράφει (σ. ….). «Τι δικαιολογία να εύρισκα να μη πάω; Όλα τα όπλα της ατομικής μου
αμύνης είχον πέσει μόνα των από πάνω μου. Άλλες φορές δικαιολογήθηκα ότι δεν
είμαι βέβαιος, δεν είδον με τα μάτια μου ότι οι αντιδραστικοί συνεργάζονται και
είναι οπλισμένοι Γερμανιστί. Τώρα τους είχον δει με τα μάτια μου στη μάχη του
Βατερού, της Κοζάνης και των Καραγιαννίνων. Ήλθε συμπλήρωμα και η καταραμένη
εκείνη δήλωσις του πρωθυπουργού της ανεγνωρισμένης Κυβερνήσεως Καΐρου,
Παπανδρέου, ήτις απεκήρυσσε τους συνεργάτας των Γερμανών. Τους χαρακτήριζε από
31-1-44 ως προδότας εσχάτης προδοσίας! Λοιπόν, τι δικαιολογία να εύρω.
Οποιαδήποτε κρινόταν ως γκεσταπίτικη, ως αντιδραστική στον ΕΛΑΣ και συμμαχική
προς την αντίδραση». Και
μετά πολύωρη σκέψη πήρε την απόφαση ν’ απαντήσει ότι θα λάμβανε μέρος. Και
έλαβε. Και πολέμησε σκληρά τους συνεργάτες των Γερμανών. Όπως και τους ίδιους
τους Γερμανούς, κυρίως στη Φλώρινα, όταν έλαβε διαταγή να επιτεθεί την 1
Νοεμβρίου 1944 «κατά της πόλεως», όπου και πήρε τραύμα από σφαίρα Γερμανού.
Ακολουθεί «ο Δεκέμβριος, ο εγκληματίας» (σ. …). Είναι η εποχή που «εις
ολομέλειαν του κόμματος Φλωρίνης» πάρθηκε απόφαση να φυλακιστεί
επειδή αρνήθηκε, για μια ακόμη φορά, να πάει «κατά του Ζέρβα». Ο «αντίκτυπος»
όμως που θα είχε κάτι τέτοιο, μέσα στην πόλη που πριν ένα περίπου μήνα είχε
ηρωικά τραυματιστεί, αφήνει την απόφαση στην άκρη. Σε λίγες ημέρες μάλιστα, του
αναθέτουν και καθήκοντα, στην Επιμελητεία, φυσικά. Αναλαμβάνει το Κέντρο
Εφοδιασμού, στο Τσοτύλι Κοζάνης, της ΙΧ Μεραρχίας η οποία «κυνηγάει» το Ζέρβα
στην Ήπειρο. Κι εδώ κρίνει πως δεν μπορεί να αδρανήσει. Τα «αθώα ανταρτόπουλα» που είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία στην
Ήπειρο, «έπρεπε να
ζήσουν· αυτό δεν ζημίωνε την Πατρίδα» (σ. ……). Και με τις κατάλληλες διαταγές και ενέργειές του, καθώς
και με τις θυσίες των κατοίκων των χωριών της Πίνδου, τα κατάφερε. «Τρόφιμα έφθασαν άφθονα δια της πλάτης όπως
διετάχθη. Τιμή εις τον Ελληνικόν λαόν
ένα τέτοιο κατόρθωμα το οποίον απεσκόπει εις την ζωήν ή θάνατον 5000 ατόμων
μέσα στα χιόνια σχεδόν γυμνοί» (σ.
…..).
Κι όταν γύρισαν τα «αθώα ανταρτόπουλα» από την Ήπειρο, πέρασαν εκείνα του τάγματός
του και τόνε «χαιρέτουν
με δάκρυα στα μάτια. Δεν με κατηγόρησαν πως δεν πήγα στην εκστρατεία της
Ηπείρου. Είχον διαπιστώσει στις μάχες πως δεν ήμουν δειλός και καταλάβαιναν
γιατί δεν πήγα. Έτσι φώναζαν “γεια σου αθάνατε συναγωνιστή Ταγματάρχα”» (σ. ….). Κι αυτό, γιατί είναι γεγονός ότι
ο υπολοχαγός Νικολούδης είναι απ’ αυτούς που «εστάθησαν
εις το ύψος των εις τον ΕΛΑΣ». Κατέχει μάλιστα, ως προς αυτό, «εξέχουσα
θέση». Γενικώς, για τον Νικολούδη, θα λέγαμε αναμφίβολα πως έχουμε να κάνουμε
ξεκάθαρα με έναν άδολο πατριώτη. Φυσικά, πρέπει να ειπωθεί ότι ο
αντικομμουνισμός του, κάπως υπερβολικός αλλά και συμβατός με την ιδιότητά του
ως αξιωματικού, του στερούσε την αναγκαία ευελιξία για την εποχή εκείνη.
Κλείνοντας, στέκομαι στην εποχή (Β΄
εξάμηνο 1945) στην
οποία αντιγράφτηκε-εμπλουτίστηκε από τον ίδιο τον Νικολούδη το πρόχειρο
Ημερολόγιό του. Οπωσδήποτε η αντιγραφή-γραφή σε εκείνο τον χρόνο, τον τόσο
κοντινό στα αναγραφόμενα πεπραγμένα, δίνει ιδίαιτερη αξία στο έργο-τεκμήριο και
το κατατάσσει, αναμφισβήτητα, στην κατηγορία του ντοκουμέντου.
Το εν λόγω ντοκουμέντο έζησε στην αφάνεια
70 περίπου χρόνια. Μια υποψία περί της
υπάρξεώς του μου έδωσε, περί το καλοκαίρι του 2009, ο υπερήλικας
Διονύσης Νικολούδης, κάτοικος Γαλιάς Ηρακλείου, όταν σε τηλεφωνική επικοινωνία
τον ρώτησα, αφού στο μεταξύ είχα εντοπίσει και μελετήσει την έκθεση (ό.π.) του
υπολοχαγού Νικολούδη, αν έχει συγγένεια με τον εν λόγω «μακαρίτη αξιωματικό» ή
αν έστω τον είχε γνωρίσει. «Βεβαίως!» μου απάντησε, κι ανάμεσα σε άλλα μου είπε:
«Το 1948, στρατιώτης εγώ στη Βόρειο
Ελλάδα, έτυχε και τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη. Με κάλεσε στο σπίτι του. Εκεί,
στο δωμάτιό του, μου ’κάνε μεγάλη εντύπωση ένα μικρό μπαουλάκι. “Κύριε λοχαγέ”,
του λέω, “να σου κάνω μια ερώτηση;” “Λέγε”, μου λέει. “Τι έχεις εκεί μέσα;”
“Εκεί μέσα”, μου λέει, “κρύβεται μια ολόκληρη ζωή”. Κατάλαβα ότι ήταν το
προσωπικό του ημερολόγιο».]
Έξι χρόνια αργότερα από την επικοινωνία μου
με τον Διονύση Νικολούδη, αφού εν τω μεταξύ είχε εκδοθεί το έργο μου
«Αντιπαραθέσεις…» (ό.π.) κι αφού ο «μπάρμπα Διονύσης» με έχει φέρει από την
πρώτη στιγμή σε τηλεφωνική επαφή με τα ανίψια τού Εμμ. Νικολούδη (Κώστα
Τζωρτζάκη: κάτοικο Μοιρών Ηρακλείου, Νικόλαο Νικολουδάκη: κάτοικο Ηρακλείου και
Μαρία Νικολουδάκη-Ρουτσιέρη: κάτοικο Αθηνών), χωρίς να προκύψει τότε κάτι που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του
παρόντος γραπτού όπως η υποψία μου, θα πληροφορηθώ από την κυρία Ρουτσιέρη ότι
«βρέθηκε ένα γραπτό του θείου
μας…»
Πρόκειται
για ένα χειρόγραφο, αποτελούμενο από 128 πυκνογραμμένες σελίδες τετραδίου
διαστάσεων 25Χ17, το οποίο, από ένα σημείο κι έπειτα, κοσμείται σε κάθε του
σχεδόν σελίδα με κάποια ζωγραφιά ή σκίτσο (άξιο
μελέτης προς έμμεση ψυχογραφία του συγγραφέα), αναλόγως
του γεγονότος ή θέματος στο οποίο αναφέρεται. Όσον αφορά δε τα σκίτσα, πέραν της κατά το δυνατόν
παραστατικότητας των γεγονότων, αυτά διέπονται –σε σχέση πάντα με τα γεγονότα– πότε από μια λεπτή ειρωνική διάθεση και
πότε από μια μόλις διακριτή σκωπτική τοιαύτη, πιθανόν σχετική με τη «χαμένη τυράννια» (σ. ….).
Πολλές ευχαριστίες εκφράζονται από μέρους
μου στην Μαρία Ρουτσιέρη-Νικολουδάκη, στον Νικόλαο Νικολουδάκη και στον Χρήστο
Τζωρτζάκη (αδερφό του εν τω μεταξύ αποθανόντα Κώστα ο
οποίος κατείχε το γραπτό), που μ’
εμπιστεύθηκαν να επιμεληθώ, χωρίς κανένα ενδοιασμό, το παρόν έργο και που μου
επέτρεψαν-βόηθησαν στην έκδοσή του.
Ο επιμελητής-σχολιαστής
Γιάννης Πριόβολος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου