Τα διδάγματα από την κρίση των Ιμίων
Ιωάννης Μ. Ασλανίδης Αντγος ε.α.
΄΄Βαριά΄΄
η ημέρα σήμερα. Συμπληρώνονται 20 χρόνια από την ζοφερή
εκείνη νύκτα που έλαβαν χώρα τα θλιβερά γεγονότα στις βραχονησίδες των Ιμίων. Τη νύχτα εκείνη που η Ελλάδα πόνεσε, μάτωσε,
διασύρθηκε και, μίκρυνε χωρίς
ποτέ κανείς να λογοδοτήσει γι αυτό.
Εν μέσω των κλυδωνισμών της κοινωνικής
μας συνοχής από την πολύμορφη κρίση στη χώρα μας, είναι ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε
να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας αυτά τα γεγονότα για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος
λόγος είναι ότι έτσι μόνο θα διδαχθούμε από
τα λάθη μας για να μην τα επαναλάβουμε στο μέλλον σε μια επόμενη κρίση που νομοτελειακά θα έλθει στο μέλλον.
Ο δεύτερος λόγος είναι για να απονείμουμε τον οφειλόμενο δίκαιο έπαινο σε αυτούς που με υψηλό αίσθημα
ευθύνης, φανήκαν αντάξιοι των προγόνων τους, της ιστορίας τους, της καταγωγής
τους, της παιδείας τους, αλλά και της ευθύνης τους προς τις επόμενες γενεές που
αναζητούν με αγωνία πρότυπα προς μίμηση. Μόνο με αυτό τον τρόπο η ιστορία
λειτουργεί παιδευτικά και δεν αποτελεί μια απλή αφήγηση χωρίς κανένα σκοπό.
Άλλωστε και ο Θουκυδίδης διδάσκει ότι ΄΄ άνδρες που με τα έργα τους αναδείχθηκαν γενναίοι , με έργα
πρέπει να τους τιμούμε ΄΄
Οι Τούρκοι λοιπόν,
εφαρμόζοντας τα επεκτατικά στρατηγικά τους σχέδια σε βάρος της Ελλάδας, το
βράδυ της 30ης προς 31ης Ιανουαρίου 1996,
εγκαινίασαν την πολιτική των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο,
κατέλαβαν την αφύλακτη δυτική βραχονησίδα των Ιμίων και
προκάλεσαν πολεμική ένταση, η αποκλιμάκωσή της οποίας στοίχισε την εθνική μας
ταπείνωση καθώς την απώλεια της ζωής τριών Αξιωματικών πιλότων του Πολεμικού
μας Ναυτικού. Χριστόδουλος
Καραθανάσης, Παναγιώτης
Βλαχάκος και Έκτορας Γιαλοψός.
Οφείλουμε ως ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης, να μνημονεύσουμε
τα τρία αυτά ηρωικά ελληνόπουλα τα οποία κάτω από απαγορευτικές καιρικές συνθήκες νυκτερινής πτήσης για το
συγκεκριμένο ελικόπτερο, υπακούοντας στα κελεύσματα της πατρίδας, αψήφησαν
συνειδητά τον κίνδυνο και ανέλαβαν μια αποστολή γνωρίζοντας ότι οι πιθανότητες να επιστρέψουν από αυτήν ήταν από
ελάχιστες έως μηδαμινές.
Ποιες όμως πολιτικοστρατιωτικές
συνθήκες δημιουργήθηκαν για να φτάσει η χώρα μας σε αυτή τη δεινή θέση της
εθνικής ταπείνωσης, του διεθνούς διασυρμού αλλά και της οδύνης για τα τρία
παλληκάρια που χάθηκαν μέσα στα παγωμένα νερά της ανεπάρκειας της πολιτικής
ηγεσίας και της κομματικοποιημένης στρατιωτικής ηγεσίας οι οποίοι δεν
κατόρθωσαν στοιχειωδώς να συνεργασθούν για να αντιμετωπίσουν την τουρκική
προκλητικότητα;
Δεν θα σας κουράσω με τα παιχνίδια
των διεθνών σχέσεων και της γεωπολιτικές εκτιμήσεις διότι δεν θέλω να ατονήσει
σήμερα η σημασία της θυσίας των τριών αξιωματικών του ΠΝ και τα μηνύματα που αυτή η θυσία στέλνει σε
όλους μας, πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες αλλά και στον απλό έλληνα και την
ελληνίδα που είναι τα κύτταρα αυτού του έθνους με αυτή την ένδοξη διαδρομή.
Πρέπει όμως επιγραμματικά να πούμε
για την ιστορία του θέματος ότι η ευφυέστατη τουρκική διπλωματία η οποία με
μεθοδικότητα «στοχεύει» τα νησιά
μας στο Αιγαίο, έχει αναπτύξει από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 την
καινοφανή νομική θεωρία των “γκρίζων ζωνών”. Με τη θεωρία
αυτή «παρερμηνεύονται» οι διεθνείς Συνθήκες και αμφισβητείται η ελληνική κυριαρχία σε μία
σειρά νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο.
Ειδικότερα η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η
ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία
αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά
παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Όμως η ελληνική κυριαρχία επί των Ιμίων προκύπτει ρητά και κατηγορηματικά από τη Συνθήκη της Λοζάννης του 1923, τη Συνθήκη
των Παρισίων του 1947 και τις Ιταλο-Τουρκικές Συμφωνίες του 1932. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 15 της Συνθήκης
της Λοζάννης, τα Ίμια μαζί με όλο το
Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα, περιήλθαν στην Ιταλία. Σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 16 της ίδιας Συνθήκης, η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε κυριαρχικό δικαίωμα
επί όλων των νησιών που βρίσκονται πέραν των 3 μιλίων από την ασιατική ακτή,
πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών.
Στη συνέχεια, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με το άρθρο 14 της Συνθήκης
Ειρήνης των Παρισίων του 1947, η κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, συμπεριλαμβανομένων
των Ιμίων, περιήλθε από την Ιταλία στην Ελλάδα. Δηλαδή, η Ελλάδα ως καθολικός διάδοχος
υποκατέστησε την Ιταλία εφ’ όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στα
Δωδεκάνησα. Η Ελλάδα από το 1947 ασκούσε την
ειρηνική κυριαρχίας της επί των Ιμίων εμπράκτως και αδιαλείπτως,
χωρίς καμία εκδήλωση αμφισβήτησης από τη Τουρκία μέχρι την προσχεδιασμένη κρίση 1995-96.
Νομικά λοιπόν έχουμε το δίκαιο με το
μέρος μας. Όμως αυτό δε φτάνει.
Απαιτείται αρραγές εσωτερικό μέτωπο στις άνομες και
επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας που κατά κανόνα δε σέβεται τις διεθνείς
συνθήκες και που συμπεριφέρεται, με την δική μας εγκληματική ανοχή, ως ο
κυρίαρχος του παιχνιδιού στην περιοχή και με σαφείς και διαχρονικούς στόχους
εις βάρος μας στην εξωτερική της πολιτική.
Έτσι μεθοδικά και σταθερά περιμένει
να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που της δίνουμε, για να εφαρμόσει σε βάρος μας
τα επεκτατικά της σχέδια, με τη χρήση βίας όπως στη διχοτόμηση της Κύπρου, την
απειλή χρήσης βίας με την συγκροτηθείσα Στρατιά
του Αιγαίου στα παράλια της Μ. Ασίας και με την απροκάλυπτη και εκβιαστική απειλή πολέμου (casus belli), αν τολμήσουμε να
εφαρμόσουμε το καθ΄ όλα νόμιμο δικαίωμά μας για την επέκταση στα 12 ναυτικά
μίλια των χωρικών μας υδάτων στο Αιγαίο, δικαίωμα που απορρέει από
το διεθνές δίκαιο της θαλάσσης, με την αμφισβήτηση του ελληνικού εναερίου χώρου
και τις συνεχείς παραβιάσεις του, κ.λ.π.
Μήπως λοιπόν και στην περίπτωση της κρίσης των
Ιμίων η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε
άμεσα και έγκαιρα την ευκαιρία που της δώσαμε για να προχωρήσει ένα βήμα ακόμη
στην επέκταση του ζωτικού της χώρου στο Αιγαίο σε βάρος της δικής μας εθνικής
κυριαρχίας; Η απάντηση στο αμείλικτο αυτό ερώτημα βγαίνει άμεσα αν
μελετήσουμε σχολαστικά τα γεγονότα που προηγήθηκαν και επισυνέβησαν κατά τη
διάρκεια αυτής της τεχνητής κρίσης στην συγκεκριμένη για την Ελλάδα χρονική
στιγμή. Επ΄ αυτού θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλές αιτίες που έχουν σχέση με
τις διμερείς μας σχέσεις με την Τουρκία, όμως επειδή το μείζων πρόβλημα δεν
είναι η Τουρκία αλλά οι Έλληνες, κρίνεται σκόπιμο να επικεντρωθούμε σε μία και
μοναδική που είναι η κύρια αιτία όλων των δεινών της ελληνική φυλής ανά τους
αιώνες, γνωστή όχι μόνο σε μας τους Έλληνες αλλά και σε όλους όσους ασχολούνται
με τις κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές των λαών. Και αυτή η αιτία δεν
είναι άλλη από την διχόνοια την δολερή που στην περίπτωση της κρίσης των Ιμίων,
λειτούργησε και πάλι σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη αυτογνωσίας από τις
ανεπαρκείς και ελλειμματικές ηγεσίες αυτού του τόπου.
Μια πολιτική ηγεσία η οποία μη γνωρίζοντας στοιχειώδεις κανόνες αποτροπής, καθώς και βασικές διαδικασίες κλιμακώσεως και αποκλιμακώσεως της κρίσεως
διατήρησε ακόμη και αυτές τις κρίσιμές ώρες σχέσεις καχυποψίας,
έλλειψης εμπιστοσύνης αλλά και απαξίωσης προς την στρατιωτική ηγεσία, τις ένοπλες
δυνάμεις αλλά και την ΕΥΠ, θεσμούς βασικούς και αρμοδίους με τους
οποίους φαίνεται ότι το επίπεδο συνεργασίας της ήταν μηδενικό, για την
αντιμετώπιση της εθνικής απειλής.
Έτσι πολιτικοί ηγέτες ταμπουρωμένοι
πίσω από το ΄΄εγώ΄΄ τους, τις κομματικές τους ιδεοληψίες και το αρρωστημένο αίσθημα ανωτερότητός
τους και με μοναδικό εργαλείο τον αρρωστημένο εγωισμό τους αυτοσχεδίασαν συμβουλευόμενοι
εξωθεσμικούς διεθνείς παράγοντες και κατάφεραν, αφ΄ ενός μεν, να
διασύρουν και να μικρύνουν τη χώρα προς όφελος της Τουρκίας , αφ΄ ετέρου δε, να
γίνουν οι ηθικοί αυτουργοί για την απώλεια τριών αξιωματικών του Π.Ν. για τους
οποίους, 20 χρόνια τώρα δεν βρήκαν ένα λόγω παρηγοριάς να πουν στους οικείους
τους και βεβαίως ούτε μία φορά να παραβρεθούν και να τους τιμήσουν σε ένα
μνημόσυνό τους.
Αυτή όμως η αδελφική διχόνοια και αρρωστημένη εγωπάθεια του
έλληνα πρέπει να μας θυμίζει συνεχώς τα δεινά που έχουμε υποστεί διαχρονικά στο
διάβα της ιστορίας μας, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα ώστε να πολεμήσουμε
τον μεγαλύτερο αυτό εχθρό μας με όλα τα μέσα που έχουμε για να απαλλαγούμε από
αυτό το αιώνιο σαράκι της φυλής που δεν αφήνει τα μοναδικά προτερήματα αλλά και
την ευλογία που έχουμε σαν χώρα να προοδεύσει.