7.Η στρατηγική της «αράχνης», από τον ΓΑΠ στον Αλέξη Τσίπρα
Περιοδικό Άρδη – εφημερίδα Ρήξη
Του Γιώργου Καραμπελιά
Η στρατηγική που ακολουθεί το διεθνές
σύστημα έναντι της κυβέρνησης Τσίπρα έχει ως κεντρικό στόχο της
να μεταβάλει τους «αντιμνημονιακούς»
της Ελλάδας και τα κόμματά τους –εκτός από το ΚΚE και τη Χρυσή Αυγή– σε «μνημονιακούς» – ανεπαισθήτως στην αρχή,
σταδιακά, αλλά πραγματικά. Έτσι ώστε να δοθεί και ένα ισχυρό μήνυμα σε όλους
τους «ευρωσκεπτικιστές» στην Ευρώπη: δεν υπάρχει άλλη σωτηρία εκτός από την αμερικανο-γερμανική Ευρώπη,
διαφορετικά είναι το χάος.
Η αμερικανο-γερμανική Ευρώπη
Όταν άρχισε η ελληνική κρίση, οι Αμερικανοί, μέσω του Γιώργου Παπανδρέου, ήθελαν –εν πολλοίς– να πλήξουν την Ευρώπη που, με κέντρο τη Γερμανία και σε στενή οικονομική σχέση με τη Ρωσία, κατ’ εξοχήν στο ενεργειακό πεδίο, έτεινε να αναδειχθεί σε ανταγωνιστή των ΗΠΑ, και προπαντός να ανεξαρτητοποιηθεί από αυτές, ενώ το σκληρό ευρώ απειλούσε την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος – όταν μάλιστα οι ΗΠΑ, μετά την κρίση της Lehman Brothers, είχαν αποδυναμωθεί σημαντικά ως κεντρική δύναμη του παγκόσμιου συστήματος, την ώρα που κάλπαζε η Κίνα και εν μέρει η Ρωσία.
Κατά συνέπεια, οι Αμερικανοί, χωρίς πολλές φανφάρες, αρχικώς, «έσπρωξαν», μέσω του Στρως Καν, του εβραϊκού λόμπι και των διεθνών οίκων αξιολόγησης και των τραπεζών που ελέγχουν, τον Γιώργο Παπανδρέου, ως «δούρειο ίππο» τους –χρήσιμο ηλίθιο, απ’ ευθείας ενεργούμενό τους, ή το πιθανότερο και τα δύο μαζί–, να εγκαινιάσει, μετά την «αμερικανική» κρίση των sub-primes, μια νέα περίοδο της κρίσης, με επίκεντρο τη δημοσιονομική κρίση των ευρωπαϊκών χωρών. Και έτσι άνοιξαν τη μεγάλη θύελλα που σύντομα συμπαρέσυρε την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, εν μέρει την Ιταλία , και εν τέλει ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ – που είχε μεταβληθεί σε μια νέα «ζώνη μάρκου», στην υπηρεσία μιας «αυτοκρατορικής» γερμανικής πολιτικής.
Και τα αποτελέσματα φάνηκαν σύντομα: η ζώνη του ευρώ μπήκε σε κρίση, ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ και ο πιστός τους κολαούζος, η Μεγάλη Βρετανία, έδειχναν μια σχετική οικονομική ευρωστία, με ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον διπλάσιους από εκείνους της ευρωζώνης.
Βέβαια, και οι Γερμανοί δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Με τη γνωστή μεθοδικότητα και στενοκεφαλιά που τους διακρίνει –εκείνη που τους οδήγησε με τον τρόπο που το έκαναν και στους δύο παγκόσμιους πολέμους–, εισήλθαν πολύ σύντομα στη λογική μιας μετωπικής αντιπαράθεσης. Θέλησαν να εφαρμόσουν επί τέλους τα σχέδιά τους για μια Ευρώπη οργανωμένη σε ομόκεντρες ζώνες, με επίκεντρο τη Γερμανία, και στην οποία η Ελλάδα –και η Κύπρος– θα οδηγούνταν στη δεύτερη ζώνη, έξω από τον σκληρό πυρήνα, μαζί με τους υπόλοιπους Βαλκάνιους· εξάλλου, θεωρούσαν ότι οι Έλληνες είχαν εισέλθει στην ευρωζώνη με εξαπάτηση των «εταίρων». Ωστόσο, αυτή η γερμανική στρατηγική «βάθους», η οποία αναδείχτηκε από την πρώτη στιγμή, την Άνοιξη του 2010, με την αισχρή και κεντρικά ενορχηστρωμένη επίθεση του Focus, της Bild και των γερμανικών καναλιών ενάντια στην Ελλάδα, προσέκρουε στα άμεσα τακτικά προβλήματα που έθετε μια πιθανή έξοδος της από την ευρωζώνη. Οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες, εκτεθειμένες στα ελληνικά ομόλογα, κινδύνευαν με νέα μεγάλη κρίση, μετά το προηγούμενο της Lehman Brothers, επομένως οι Γερμανοί, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, «περιορίστηκαν» σε μια γραμμή ασφυξίας της Ελλάδας – και αν αυτή κατέληγε και σε κάποιο Grexit, τόσο το χειρότερο για τους Έλληνες. Μια ανάλογη στρατηγική, από την ακριβώς αντίθετη πλευρά, υιοθετούσαν και οι Αμερικανοί, έστω ως απειλή για την ισορροπία της Ευρώπης.
Θα θυμηθούμε τότε, από το 2010 μέχρι την Άνοιξη του 2012, την άνθηση του «κόμματος της δραχμής», σε μια περίεργη και παρά φύσιν συμμαχία ή σύμπλευση ανάμεσα σε ιδεολόγους –από το ΚΚΕ έως τον Αλαβάνο και ένα μέρος των «πλατειών–, σε μπατιρημένους επιχειρηματίες, που ήθελαν να σωθούν μέσα από την καταστροφή, και σε καραμπινάτους εκφραστές, κανάλια ραδιόφωνα και εφημερίδες, τόσο γερμανικών όσο και αμερικανικών συμφερόντων, γεγονός που μπέρδεψε όλους τους αναλυτές! Μάλιστα, ο Γιώργος Παπανδρέου –σε συνεννόηση, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, με τη Μέρκελ– έφθασε να προωθήσει αυτό το σχέδιο στο ανώτατο επίπεδο, στη διάσκεψη των Κανών, με την πρόταση για δημοψήφισμα. Ο Σαρκοζί έγινε τότε έξω φρενών, όχι μόνο ενάντια στον ΓΑΠ αλλά και στους Γερμανούς, που θεώρησε πως, σε συμπαιγνία με τους Αμερικανούς, ο καθένας για δικούς τους λόγους, έπαιζαν ένα άσχημο παιγνίδι στη Γαλλία και την ευρωζώνη.
Όμως η γεωπολιτική αστάθεια που έμοιαζε να επεκτείνεται δραματικά στη Μέση Ανατολή, μετά τη διάρρηξη της συμμαχίας Τουρκίας-Ισραήλ και τη σταδιακή αυτονόμηση της νεοθωμανικής Τουρκίας από την αμερικανική επικυριαρχία, άρχισε να μεταβάλλει άρδην τα δεδομένα και να εισάγει νέες παραμέτρους στην εξίσωση. Οποιαδήποτε περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Ελλάδας απειλούσε όχι μόνο την ισορροπία του διεθνούς συστήματος –μια και σε μνημόνιο είχαν μπει και νέες χώρες, για να διαμορφωθεί το περιβόητο PIGS– αλλά και ολόκληρη τη νοτιανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Πρώτες οι ΗΠΑ μετέβαλαν στρατηγική και, με τον Γκάιτνερ και τον Ομπάμα, πίεσαν τους Γερμανούς και τον Σόιμπλε να αναστείλει τη στρατηγική αποπομπής της Ελλάδας από την ευρωζώνη την οποία προωθούσε το Καλοκαίρι του 2012 – και το ίδιο έπραξαν από την πλευρά τους και οι Κινέζοι. Και η Μέρκελ αποδέχτηκε αυτή τη νέα τακτική, γεγονός που εξεφράσθη και με την επίσκεψή της στην Ελλάδα, στον φίλο της Αντώνη, υπό τον όρο βέβαια ότι η Ελλάδα θα εφάρμοζε αγόγγυστα τα πιο ακραία μέτρα λιτότητας στο εσωτερικό της χώρας. Και ως προς αυτό, είχε και τον Χριστοφοράκο σαν συμπληρωματικό χαρτί για να λειαίνει τις όποιες αντιδράσεις τόσο του Αντώνη όσο και του Βενιζέλου.
Ω του θαύματος, λοιπόν, από το Φθινόπωρο του 2012 και μετά, Καζάκηδες και άλλοι δραχμικοί εξαφανίζονται σταδιακώς από κανάλια και ραδιόφωνα –με πιο εντυπωσιακή τη στροφή του Άλφα και του Κοντομηνά, γνωστού συνεργάτη των γερμανικών συμφερόντων– προς την αποδοχή της μνημονιακής τάξης. Παράλληλα, από τα ΜΜΕ, προωθείται συστηματικά ο ΣΥΡΙΖΑ ως η «ήπια» αντιμνημονιακή φωνή, γεγονός που εξάλλου συνάδει και με τον νέο του ρόλο ως αξιωματικής αντιπολίτευσης. Φιγούρες του δημοκρατικού αμερικανικού κατεστημένου, όπως ο Όλιβερ Στόουν, η Ναόμι Κλάιν –μαζί με τον απαραίτητο κλόουν του μαρξισμού, Σλαβόι Ζίζεκ– και πολλοί άλλοι, αναδεικνύουν τον Τσίπρα ως τη νέα «ριζοσπαστική» μορφή της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής· κατ’ αρχάς, οι Αμερικανοί τον υποδέχονται στις ΗΠΑ και δημιουργούν τους πρώτους δεσμούς με το αμερικανικό δημοκρατικό κατεστημένο, το Ινστιτούτο Λεβύ, το Ίδρυμα Σόρος κ.λπ.
Παράλληλα, το παλιό ιδεολογικό απαράτ του ΓΑΠ, Βαρουφάκης, Κατσέλη, Ρουμπάτης, Κοτζιάς κ.ά. –και αυτό άσχετα και πέρα από τις πραγματικές ικανότητες και τις θέσεις των συγκεκριμένων ατόμων– προσχωρεί σταδιακώς στον υπό διαμόρφωση νέο πολιτικό πόλο.
Δηλαδή, με βάση τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα και τη συνηγορία του αμερικανο-εβραϊκού λόμπι για τη σταθεροποίηση της Ελλάδας, και αφού ούτως ή άλλως η κρίση στο ευρώ συνεχίζεται, έχοντας πλήξει την ευρωπαϊκή οικονομία και το ευρώ, η Αμερική ακολουθεί πλέον την πολιτική της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Η ουκρανική κρίση θα προσφέρει μια νέα ισχυρή γεωπολιτική παράμετρο στην υπό εξέλιξη σύγκρουση. Οι τάσεις σχετικής ανεξαρτητοποίησης της Δυτικής Ευρώπης και κατ’ εξοχήν της Γερμανίας από τις ΗΠΑ, ενισχύονταν τα τελευταία χρόνια μέσω των αυξανόμενων σχέσεων με τη Ρωσία, γεγονός που παρείχε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεγαλύτερο στρατηγικό βάθος και ενεργειακή αυτονομία. Οι ΗΠΑ, κατασκευάζοντας, μέσω της Ουκρανίας, ένα νέο τείχος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, κατάφεραν ένα ισχυρό πλήγμα σε αυτή την τάση και επανέφεραν στρατηγικά την Ευρώπη στον Ατλαντισμό. Και η Γερμανία υποχρεώθηκε να ακολουθήσει εκούσα ή άκουσα. Έτσι, στην παρούσα φάση, οι Αμερικανοί επανεπιβεβαίωσαν τη στρατηγική τους ηγεμονία, παραχωρώντας στους Γερμανούς την οικονομική επικυριαρχία.
Έκτοτε, με μικροαποκλίσεις, ακολουθείται από κοινού η στρατηγική της εφαρμογής ενός «στενού κορσέ» στην Ελλάδα, έτσι ώστε να ελέγχονται οι εξελίξεις. Σε αυτά τα πλαίσια, και πάλι από κοινού, θυσίασαν τον Σαμαρά, αρνούμενοι να του παραχωρήσουν έστω και μια μικρή ανάσα και οδήγησαν τα πράγματα στην προδιαγεγραμμένη τους κοίτη. Αίφνης, από τον Νοέμβριο και μετά, μεγάλα συγκροτήματα αποστασιοποιούνται από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ- ΝΔ και σταδιακώς συντάσσονται με τη «νέα κατάσταση», και μάλιστα όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά με τον Τσίπρα. Και αυτό διότι έχουν διαγνώσει, και τα σήματα είναι πολλά –σχέσεις με τη Γιάννα Αγγελοπούλου, τους Αμερικανούς, τον Δασκαλόπουλο του ΣΕΒ κ.λπ.–, ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν πρόκειται να υποχωρήσει μπροστά σε τίποτε προκειμένου να πάρει και να διατηρήσει την εξουσία, με τίμημα ακόμα και τη σύγκρουση με το ίδιο του το κόμμα ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του.
Έτσι, μετά την ανάληψη της εξουσίας, εξελίσσεται επί δύο μήνες ένα σενάριο που έχει ως κύριο στόχο τη μνημονιακή «υπευθυνοποίηση» ενός μεγάλου μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξη του Τσίπρα σε αποφασιστικό μοχλό για την εξέλιξη και τον έλεγχο του πολιτικού συστήματος, σε μία στιγμή που όλες οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις είναι απολύτως απαξιωμένες. Έτσι, με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, η Ελλάδα βαδίζει στα μνημονιακά πεπρωμένα της.
Η μνημονιακή Ελλάδα
Όπως πάντα συμβαίνει στην ιστορία, έπρεπε να έρθει μία «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση για να μπορέσει να οργανώσει την αποδοχή του μνημονίου από τον ελληνικό λαό. Όπως το ’81 θα χρειαζόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου για να γίνει αποδεκτή η παρουσία των Αμερικανών. Και ως προς αυτό, δεν είναι λίγα τα όσα κατάφερε η κυβέρνηση Τσίπρα μέσα σε δύο μήνες. Έθαψε το αίτημα για διαγραφή του χρέους, αποδέχτηκε τη συνέχεια των προηγούμενων προγραμμάτων, υπό τον όρο ότι θα εμφανιστούν ως καινοφανή, συμφωνεί στην εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων με μερικές βελτιώσεις και θεωρεί το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων πρωτίστως «ηθικό» και όχι υλικό, όπως δήλωσε ο Τσίπρας στη Γερμανία, μόλις λίγες μέρες μετά την πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής που διακήρυσσε τα αντίθετα!
Το κυριότερο όμως επίτευγμα δεν είναι η εγκατάλειψη του «κοστολογημένου» (!) προγράμματος της Θεσσαλονίκης των 11,5 δισ. ευρώ, που κατέληξε στο βοήθημα των 200 εκατομμυρίων, αλλά η συναίνεση, πραγματική, του ελληνικού λαού στην… αθέτηση όλων των προγραμματικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί, μάλλον ο ελληνικός λαός ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ για να μην κάνει αυτά που υποσχόταν και μάλλον –ορθώς– είδε τον Τσίπρα ως τον εκφραστή και τον εγγυητή αυτής της περιβόητης «κωλοτούμπας». Διότι ο ελληνικός λαός, πέντε χρόνια μετά την εφαρμογή των μνημονίων, κουρασμένος και απογοητευμένος, ψήφισε μία αντιμνημονιακή κυβέρνηση και ότι βρέξει ας κατεβάσει. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη επιτυχία του Τσίπρα. Ότι κατόρθωσε να μεταβληθεί στον εγγυητή της συνέχειας της πολιτείας και του συστήματος.
Πριν από τις εκλογές, τονίζαμε –και αυτό πλέον έχει καταδειχθεί– πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει τίποτα απ’ όσα υποσχόταν, όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί, στις συνθήκες που θα έπαιρνε τις εκλογές, αυτά θα ήταν απολύτως αδύνατο να εφαρμοστούν. Και εύστοχα είχαμε προβλέψει όσα ακολούθησαν. Φυγή κεφαλαίων και καταθέσεων από τις τράπεζες, κατάρρευση των εισπρακτικών μηχανισμών του κράτους και απόλυτη χρηματοδοτική ασφυξία. Προβλέπαμε, έτσι, πως, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετώπιζε πολύ σύντομα μια αυξημένη λαϊκή κατακραυγή. Ως προς αυτό, είχαμε κάνει λάθος. Παρ’ όλα όσα έσπευσε να απεμπολήσει μέσα σε δύο μήνες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρξε καμιά σοβαρή λαϊκή διαμαρτυρία. Μπορεί βέβαια να έπαψαν οι διαδηλώσεις στήριξης των πρώτων ημερών, όμως η κυβέρνηση και ο Τσίπρας προσωπικά απολαμβάνουν ακόμα πολύ υψηλή δημοτικότητα.
Και είναι προφανές γιατί. Διότι οι Έλληνες βρίσκονται μπροστά σε ένα απόλυτο αδιέξοδο, όχι μόνο οικονομικό και γεωπολιτικό αλλά και πολιτικό: Από τη μια, οι χρεοκοπημένοι Βενιζέλος και Σαμαράς, στους οποίους οι Έλληνες δεν καταλογίζουν τόσο αυτά που δεν έκαναν αλλά τις αιτίες που δεν τα έκαναν, το ότι, δηλαδή, ανήκαν σε ένα διεφθαρμένο και ελεγχόμενο από τους Γερμανούς εκβιαστές τους κομματικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, βρίσκεται το ΚΚΕ, η Χ.Α. και η εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τη «Ζωή», οι οποίοι προτείνουν ως «διέξοδο» την ολοκληρωτική καταστροφή μέσω μίας εξόδου από το ευρώ στις χειρότερες δυνατές συνθήκες. Έτσι λοιπόν, ο «ρεαλιστής» Τσίπρας κατέστη για όλους –και για τον συγγραφέα αυτού του άρθρου(!)– αναπόφευκτος.
Ο Αλέξης Τσίπρας, όπως συμβαίνει πάντα σε όλες τις περιπτώσεις αδιέξοδης ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων, έχει τη δυνατότητα να εμφανιστεί ως ο μικρός… δισέγγονος του Ναπολέοντα του μικρού: Après moi, le déluge. Βέβαια, μέχρι τώρα, έχει κάνει μόνο τη μισή δουλειά, δηλαδή την επικοινωνιακή. Έχει προχωρήσει με επικοινωνιακή μαεστρία στην αποδοχή των μνημονίων, ξεκινώντας από την δήθεν απόρριψή τους, στην πρώτη εβδομάδα της διακυβέρνησης, και καταλήγοντας στην μετ’ ερυθρών ταπήτων υποδοχή του στην Γερμανία. Όμως, δεν μπορεί ακόμα να περάσει στην πράξη αυτή την πολιτική του συμβιβασμού. Για να το κάνει αυτό, χρειάζεται το υπόλοιπο έργο, που είναι η οριστική αποστασιοποίησή του από τον …. ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και ενώ δεν είχε τη δύναμη να φέρει τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου στη Βουλή, από τον φόβο της κοινοβουλευτικής του ομάδας, θα πρέπει τώρα να καταδείξει στους Αμερικανούς και τους Γερμανούς ότι είναι ο άνθρωπος που μπορεί να τελειώσει και τη δουλειά. Δηλαδή, να επιβάλει εν τοις πράγμασι αυτά τα μέτρα. Και αυτό σημαίνει ρήξη με όλη την μέχρι χθες ιδεολογία και στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.
Και βέβαια όλοι οι σύμμαχοί του κάνουν ό,τι μπορούν για να το ενισχύσουν ώστε να μπορεί να τα φέρει εις πέρας. Η σταδιακή εξαφάνιση του διάττοντα αστέρα Βαρουφάκη από το προσκήνιο και η φιλοτέχνηση του προφίλ του πρωθυπουργού ως του μόνου αξιόπιστου Έλληνα ηγέτη, από τη Μέρκελ, τον Γιούνκερ, τον Ολάντ και κομπανία, την τελευταία εβδομάδα, η νέα παρέμβαση Ομπάμα κ.λπ., όλα εντάσσονται σε αυτή τη στρατηγική της αποστασιοποίησής του από τον… ΣΥΡΙΖΑ και της μετατροπής του σε αυτόνομο και αυτόφωτο «ηγέτη», που μόνος αυτός μπορεί να συνδιαλέγεται με τους «μεγάλους».
Ενισχυμένος λοιπόν στο έπακρο από τους «έξω», κατά τον ίδιο τρόπο που επέβαλε τις παρελάσεις μέσω του Καμμένου και της Δούρου στο κόμμα που είχε κάνει σημαία την… κατάργηση των παρελάσεων(!), θα πρέπει τώρα να επιβάλει, σε όσους διατηρούν τις αντιμνημονιακές αυταπάτες του συριζικού παρελθόντος τους, το σκληρό μάθημα του ρεαλισμού.
Θα μπορέσει να πραγματοποιήσει και αυτό το βήμα, μιας ρήξης με την ίδια τη λογική του κόμματός του, και με ένα μέρος των στελεχών και των υπουργών του; Θα τολμήσει, αν χρειαστεί, να προχωρήσει είτε σε νέες εκλογές είτε σε συγκυβέρνηση με άλλες πολιτικές δυνάμεις και μέρος της Ν.Δ., πέρα και ενάντια στον ίδιο τον παλαιό εαυτό του; Μόνο αυτή η πρακτική συνεπαγωγή των όσων έχει εξαγγείλει, με ό,τι αυτή σημαίνει, θα τον μετέβαλε οριστικά στον άνθρωπο που έχει ανάγκη το σύστημα, εγχώριο και διεθνές, στην Ελλάδα. Και βεβαίως, έχει τις περισσότερες προϋποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον: Στήριξη των ξένων δυνάμεων και του μεγαλύτερου μέρους των εγχώριων ελίτ, αποδοχή από τον λαό, έλλειψη οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης. Την απαραίτητη δίψα για εξουσία την έχει. Θα έχει και τη δυνατότητα για τα υπόλοιπα;
Διότι, βέβαια, αυτό είναι το δυσκολότερο μέρος του εγχειρήματος, και αυτό δεν μπορεί να το κάνει ούτε η Μέρκελ, ούτε ο Ομπάμα για λογαριασμό του. Αυτός θα πρέπει να συγκρουστεί με το κόμμα του και οι σύμμαχοί του, στο εσωτερικό του κόμματος, είναι μάλλον ασθενείς. Θα τον βοηθήσει ο Καραμανλής, ο Θεοδωράκης ή ο… Κουβέλης;! Είναι προφανές πως θα πρέπει να βρει και άλλους συνδυασμούς – ακόμα και πιθανές νέες εκλογές– και αυτοί δεν είναι καθόλου εύκολοι, ούτε έχει συσσωρεύσει ακόμα το απαραίτητο κύρος στο εσωτερικό του κόμματος του, όπου γνωρίζουν τα πραγματικά του μεγέθη. Και ταυτόχρονα ο χρόνος του μετριέται μόνο σε μέρες. Κατά συνέπεια κάθε «ατύχημα» είναι πιθανό, και σε αυτήν την περίπτωση «ο Θεός να βάλει το χέρι του».
Αντί επιλόγου
Μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια, ζήσαμε όντως το τέλος της μεταπολίτευσης και των πολιτικών δυνάμεων που αυτή εξέθρεψε. Έμενε μία τελευταία μεταπολιτευτική δύναμη, έστω και μικρή, αλλά ιδεολογικά σημαντική, ο ΣΥΡΙΖΑ. Και την καρατόμησή της, με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα πρέπει να την εκτελέσει ο ίδιος ο επικεφαλής του. Διότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι περί αυτών είναι υποχρεωμένοι, αν θέλουν να επιβιώσουν στη νέα εποχή, να κάψουν πίσω τους το όχημα το οποίο χρησιμοποίησαν για να πάρουν την εξουσία. Και η στρατηγική της υπερατλαντικής δύναμης, αρχικώς, και όλο και περισσότερο και του Γερμανού συμμάχου/ ανταγωνιστή τους στην Ευρώπη, στόχευσε μέχρι τώρα, με επιτυχία, στην ανάδειξη ενός νεαρού και άσημου πολιτικού στον άνθρωπο που θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα στη νέα εποχή χωρίς να χάσουν τον έλεγχό τους πάνω σε αυτή.
Προφανώς δε, όσοι έχουμε συνείδηση τόσο αυτής της στρατηγικής – της «στρατηγικής της αράχνης» της νέας τάξης– όσο και των διακυβευμάτων που τίθενται μπροστά στη χώρα μας, θα επιλέξουμε για μια ακόμα φορά τον δρόμο της ευθύνης και της επαναστατικής συνέπειας. Δεν θα συνταχτούμε ούτε με όσους κραυγάζουν «προδοσία», καλώντας μας να βυθιστούμε ακόμα περισσότερο στο χάος και τη δυστυχία, έστω και αν το κάνουν με αγνές προθέσεις, ούτε βέβαια θα προσχωρήσουμε στους κεκράχτες και τους χειροκροτητές, που κάνουν ότι δεν βλέπουν αυτά που εκτυλίσσονται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας.
Η μόνη αποτελεσματική στρατηγική, και το έχουμε επαναλάβει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, είναι να βγεις έξω από το αδιέξοδο δίπολο και να οικοδομήσεις μια ανεξάρτητη στρατηγική, βασισμένη κατ’ εξοχήν στην αυτόκεντρη και ενδογενή ανάπτυξη της χώρας και στη δύναμη του λαού της. Και το πόσο αδιέξοδο ήταν αυτό το δίπολο καταδείχτηκε μεγαλοπρεπώς με τη μετατροπή του μεγαλύτερου «αντιμνημονιακού» κόμματος στον εκφραστή των «νεο»-μνημονιακών στρατηγικών. Όσο δεν οικοδομείται ένας τέτοιος πόλος, που θα βάλει κυριολεκτικώς μια νέα ατζέντα στο πολιτικό και κοινωνικό παιγνίδι, θα είμαστε υποχρεωμένοι να βιώνουμε διαρκώς διαψεύσεις και αδιέξοδα, και η «μεγάλη αράχνη», με δυσκολίες ή όχι, θα συνεχίζει να ξεδιπλώνει τη στρατηγική της.
Η αμερικανο-γερμανική Ευρώπη
Όταν άρχισε η ελληνική κρίση, οι Αμερικανοί, μέσω του Γιώργου Παπανδρέου, ήθελαν –εν πολλοίς– να πλήξουν την Ευρώπη που, με κέντρο τη Γερμανία και σε στενή οικονομική σχέση με τη Ρωσία, κατ’ εξοχήν στο ενεργειακό πεδίο, έτεινε να αναδειχθεί σε ανταγωνιστή των ΗΠΑ, και προπαντός να ανεξαρτητοποιηθεί από αυτές, ενώ το σκληρό ευρώ απειλούσε την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος – όταν μάλιστα οι ΗΠΑ, μετά την κρίση της Lehman Brothers, είχαν αποδυναμωθεί σημαντικά ως κεντρική δύναμη του παγκόσμιου συστήματος, την ώρα που κάλπαζε η Κίνα και εν μέρει η Ρωσία.
Κατά συνέπεια, οι Αμερικανοί, χωρίς πολλές φανφάρες, αρχικώς, «έσπρωξαν», μέσω του Στρως Καν, του εβραϊκού λόμπι και των διεθνών οίκων αξιολόγησης και των τραπεζών που ελέγχουν, τον Γιώργο Παπανδρέου, ως «δούρειο ίππο» τους –χρήσιμο ηλίθιο, απ’ ευθείας ενεργούμενό τους, ή το πιθανότερο και τα δύο μαζί–, να εγκαινιάσει, μετά την «αμερικανική» κρίση των sub-primes, μια νέα περίοδο της κρίσης, με επίκεντρο τη δημοσιονομική κρίση των ευρωπαϊκών χωρών. Και έτσι άνοιξαν τη μεγάλη θύελλα που σύντομα συμπαρέσυρε την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, εν μέρει την Ιταλία , και εν τέλει ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ – που είχε μεταβληθεί σε μια νέα «ζώνη μάρκου», στην υπηρεσία μιας «αυτοκρατορικής» γερμανικής πολιτικής.
Και τα αποτελέσματα φάνηκαν σύντομα: η ζώνη του ευρώ μπήκε σε κρίση, ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ και ο πιστός τους κολαούζος, η Μεγάλη Βρετανία, έδειχναν μια σχετική οικονομική ευρωστία, με ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον διπλάσιους από εκείνους της ευρωζώνης.
Βέβαια, και οι Γερμανοί δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Με τη γνωστή μεθοδικότητα και στενοκεφαλιά που τους διακρίνει –εκείνη που τους οδήγησε με τον τρόπο που το έκαναν και στους δύο παγκόσμιους πολέμους–, εισήλθαν πολύ σύντομα στη λογική μιας μετωπικής αντιπαράθεσης. Θέλησαν να εφαρμόσουν επί τέλους τα σχέδιά τους για μια Ευρώπη οργανωμένη σε ομόκεντρες ζώνες, με επίκεντρο τη Γερμανία, και στην οποία η Ελλάδα –και η Κύπρος– θα οδηγούνταν στη δεύτερη ζώνη, έξω από τον σκληρό πυρήνα, μαζί με τους υπόλοιπους Βαλκάνιους· εξάλλου, θεωρούσαν ότι οι Έλληνες είχαν εισέλθει στην ευρωζώνη με εξαπάτηση των «εταίρων». Ωστόσο, αυτή η γερμανική στρατηγική «βάθους», η οποία αναδείχτηκε από την πρώτη στιγμή, την Άνοιξη του 2010, με την αισχρή και κεντρικά ενορχηστρωμένη επίθεση του Focus, της Bild και των γερμανικών καναλιών ενάντια στην Ελλάδα, προσέκρουε στα άμεσα τακτικά προβλήματα που έθετε μια πιθανή έξοδος της από την ευρωζώνη. Οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες, εκτεθειμένες στα ελληνικά ομόλογα, κινδύνευαν με νέα μεγάλη κρίση, μετά το προηγούμενο της Lehman Brothers, επομένως οι Γερμανοί, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, «περιορίστηκαν» σε μια γραμμή ασφυξίας της Ελλάδας – και αν αυτή κατέληγε και σε κάποιο Grexit, τόσο το χειρότερο για τους Έλληνες. Μια ανάλογη στρατηγική, από την ακριβώς αντίθετη πλευρά, υιοθετούσαν και οι Αμερικανοί, έστω ως απειλή για την ισορροπία της Ευρώπης.
Θα θυμηθούμε τότε, από το 2010 μέχρι την Άνοιξη του 2012, την άνθηση του «κόμματος της δραχμής», σε μια περίεργη και παρά φύσιν συμμαχία ή σύμπλευση ανάμεσα σε ιδεολόγους –από το ΚΚΕ έως τον Αλαβάνο και ένα μέρος των «πλατειών–, σε μπατιρημένους επιχειρηματίες, που ήθελαν να σωθούν μέσα από την καταστροφή, και σε καραμπινάτους εκφραστές, κανάλια ραδιόφωνα και εφημερίδες, τόσο γερμανικών όσο και αμερικανικών συμφερόντων, γεγονός που μπέρδεψε όλους τους αναλυτές! Μάλιστα, ο Γιώργος Παπανδρέου –σε συνεννόηση, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, με τη Μέρκελ– έφθασε να προωθήσει αυτό το σχέδιο στο ανώτατο επίπεδο, στη διάσκεψη των Κανών, με την πρόταση για δημοψήφισμα. Ο Σαρκοζί έγινε τότε έξω φρενών, όχι μόνο ενάντια στον ΓΑΠ αλλά και στους Γερμανούς, που θεώρησε πως, σε συμπαιγνία με τους Αμερικανούς, ο καθένας για δικούς τους λόγους, έπαιζαν ένα άσχημο παιγνίδι στη Γαλλία και την ευρωζώνη.
Όμως η γεωπολιτική αστάθεια που έμοιαζε να επεκτείνεται δραματικά στη Μέση Ανατολή, μετά τη διάρρηξη της συμμαχίας Τουρκίας-Ισραήλ και τη σταδιακή αυτονόμηση της νεοθωμανικής Τουρκίας από την αμερικανική επικυριαρχία, άρχισε να μεταβάλλει άρδην τα δεδομένα και να εισάγει νέες παραμέτρους στην εξίσωση. Οποιαδήποτε περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Ελλάδας απειλούσε όχι μόνο την ισορροπία του διεθνούς συστήματος –μια και σε μνημόνιο είχαν μπει και νέες χώρες, για να διαμορφωθεί το περιβόητο PIGS– αλλά και ολόκληρη τη νοτιανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Πρώτες οι ΗΠΑ μετέβαλαν στρατηγική και, με τον Γκάιτνερ και τον Ομπάμα, πίεσαν τους Γερμανούς και τον Σόιμπλε να αναστείλει τη στρατηγική αποπομπής της Ελλάδας από την ευρωζώνη την οποία προωθούσε το Καλοκαίρι του 2012 – και το ίδιο έπραξαν από την πλευρά τους και οι Κινέζοι. Και η Μέρκελ αποδέχτηκε αυτή τη νέα τακτική, γεγονός που εξεφράσθη και με την επίσκεψή της στην Ελλάδα, στον φίλο της Αντώνη, υπό τον όρο βέβαια ότι η Ελλάδα θα εφάρμοζε αγόγγυστα τα πιο ακραία μέτρα λιτότητας στο εσωτερικό της χώρας. Και ως προς αυτό, είχε και τον Χριστοφοράκο σαν συμπληρωματικό χαρτί για να λειαίνει τις όποιες αντιδράσεις τόσο του Αντώνη όσο και του Βενιζέλου.
Ω του θαύματος, λοιπόν, από το Φθινόπωρο του 2012 και μετά, Καζάκηδες και άλλοι δραχμικοί εξαφανίζονται σταδιακώς από κανάλια και ραδιόφωνα –με πιο εντυπωσιακή τη στροφή του Άλφα και του Κοντομηνά, γνωστού συνεργάτη των γερμανικών συμφερόντων– προς την αποδοχή της μνημονιακής τάξης. Παράλληλα, από τα ΜΜΕ, προωθείται συστηματικά ο ΣΥΡΙΖΑ ως η «ήπια» αντιμνημονιακή φωνή, γεγονός που εξάλλου συνάδει και με τον νέο του ρόλο ως αξιωματικής αντιπολίτευσης. Φιγούρες του δημοκρατικού αμερικανικού κατεστημένου, όπως ο Όλιβερ Στόουν, η Ναόμι Κλάιν –μαζί με τον απαραίτητο κλόουν του μαρξισμού, Σλαβόι Ζίζεκ– και πολλοί άλλοι, αναδεικνύουν τον Τσίπρα ως τη νέα «ριζοσπαστική» μορφή της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής· κατ’ αρχάς, οι Αμερικανοί τον υποδέχονται στις ΗΠΑ και δημιουργούν τους πρώτους δεσμούς με το αμερικανικό δημοκρατικό κατεστημένο, το Ινστιτούτο Λεβύ, το Ίδρυμα Σόρος κ.λπ.
Παράλληλα, το παλιό ιδεολογικό απαράτ του ΓΑΠ, Βαρουφάκης, Κατσέλη, Ρουμπάτης, Κοτζιάς κ.ά. –και αυτό άσχετα και πέρα από τις πραγματικές ικανότητες και τις θέσεις των συγκεκριμένων ατόμων– προσχωρεί σταδιακώς στον υπό διαμόρφωση νέο πολιτικό πόλο.
Δηλαδή, με βάση τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα και τη συνηγορία του αμερικανο-εβραϊκού λόμπι για τη σταθεροποίηση της Ελλάδας, και αφού ούτως ή άλλως η κρίση στο ευρώ συνεχίζεται, έχοντας πλήξει την ευρωπαϊκή οικονομία και το ευρώ, η Αμερική ακολουθεί πλέον την πολιτική της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Η ουκρανική κρίση θα προσφέρει μια νέα ισχυρή γεωπολιτική παράμετρο στην υπό εξέλιξη σύγκρουση. Οι τάσεις σχετικής ανεξαρτητοποίησης της Δυτικής Ευρώπης και κατ’ εξοχήν της Γερμανίας από τις ΗΠΑ, ενισχύονταν τα τελευταία χρόνια μέσω των αυξανόμενων σχέσεων με τη Ρωσία, γεγονός που παρείχε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεγαλύτερο στρατηγικό βάθος και ενεργειακή αυτονομία. Οι ΗΠΑ, κατασκευάζοντας, μέσω της Ουκρανίας, ένα νέο τείχος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, κατάφεραν ένα ισχυρό πλήγμα σε αυτή την τάση και επανέφεραν στρατηγικά την Ευρώπη στον Ατλαντισμό. Και η Γερμανία υποχρεώθηκε να ακολουθήσει εκούσα ή άκουσα. Έτσι, στην παρούσα φάση, οι Αμερικανοί επανεπιβεβαίωσαν τη στρατηγική τους ηγεμονία, παραχωρώντας στους Γερμανούς την οικονομική επικυριαρχία.
Έκτοτε, με μικροαποκλίσεις, ακολουθείται από κοινού η στρατηγική της εφαρμογής ενός «στενού κορσέ» στην Ελλάδα, έτσι ώστε να ελέγχονται οι εξελίξεις. Σε αυτά τα πλαίσια, και πάλι από κοινού, θυσίασαν τον Σαμαρά, αρνούμενοι να του παραχωρήσουν έστω και μια μικρή ανάσα και οδήγησαν τα πράγματα στην προδιαγεγραμμένη τους κοίτη. Αίφνης, από τον Νοέμβριο και μετά, μεγάλα συγκροτήματα αποστασιοποιούνται από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ- ΝΔ και σταδιακώς συντάσσονται με τη «νέα κατάσταση», και μάλιστα όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά με τον Τσίπρα. Και αυτό διότι έχουν διαγνώσει, και τα σήματα είναι πολλά –σχέσεις με τη Γιάννα Αγγελοπούλου, τους Αμερικανούς, τον Δασκαλόπουλο του ΣΕΒ κ.λπ.–, ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν πρόκειται να υποχωρήσει μπροστά σε τίποτε προκειμένου να πάρει και να διατηρήσει την εξουσία, με τίμημα ακόμα και τη σύγκρουση με το ίδιο του το κόμμα ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του.
Έτσι, μετά την ανάληψη της εξουσίας, εξελίσσεται επί δύο μήνες ένα σενάριο που έχει ως κύριο στόχο τη μνημονιακή «υπευθυνοποίηση» ενός μεγάλου μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξη του Τσίπρα σε αποφασιστικό μοχλό για την εξέλιξη και τον έλεγχο του πολιτικού συστήματος, σε μία στιγμή που όλες οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις είναι απολύτως απαξιωμένες. Έτσι, με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, η Ελλάδα βαδίζει στα μνημονιακά πεπρωμένα της.
Η μνημονιακή Ελλάδα
Όπως πάντα συμβαίνει στην ιστορία, έπρεπε να έρθει μία «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση για να μπορέσει να οργανώσει την αποδοχή του μνημονίου από τον ελληνικό λαό. Όπως το ’81 θα χρειαζόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου για να γίνει αποδεκτή η παρουσία των Αμερικανών. Και ως προς αυτό, δεν είναι λίγα τα όσα κατάφερε η κυβέρνηση Τσίπρα μέσα σε δύο μήνες. Έθαψε το αίτημα για διαγραφή του χρέους, αποδέχτηκε τη συνέχεια των προηγούμενων προγραμμάτων, υπό τον όρο ότι θα εμφανιστούν ως καινοφανή, συμφωνεί στην εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων με μερικές βελτιώσεις και θεωρεί το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων πρωτίστως «ηθικό» και όχι υλικό, όπως δήλωσε ο Τσίπρας στη Γερμανία, μόλις λίγες μέρες μετά την πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής που διακήρυσσε τα αντίθετα!
Το κυριότερο όμως επίτευγμα δεν είναι η εγκατάλειψη του «κοστολογημένου» (!) προγράμματος της Θεσσαλονίκης των 11,5 δισ. ευρώ, που κατέληξε στο βοήθημα των 200 εκατομμυρίων, αλλά η συναίνεση, πραγματική, του ελληνικού λαού στην… αθέτηση όλων των προγραμματικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί, μάλλον ο ελληνικός λαός ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ για να μην κάνει αυτά που υποσχόταν και μάλλον –ορθώς– είδε τον Τσίπρα ως τον εκφραστή και τον εγγυητή αυτής της περιβόητης «κωλοτούμπας». Διότι ο ελληνικός λαός, πέντε χρόνια μετά την εφαρμογή των μνημονίων, κουρασμένος και απογοητευμένος, ψήφισε μία αντιμνημονιακή κυβέρνηση και ότι βρέξει ας κατεβάσει. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη επιτυχία του Τσίπρα. Ότι κατόρθωσε να μεταβληθεί στον εγγυητή της συνέχειας της πολιτείας και του συστήματος.
Πριν από τις εκλογές, τονίζαμε –και αυτό πλέον έχει καταδειχθεί– πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει τίποτα απ’ όσα υποσχόταν, όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί, στις συνθήκες που θα έπαιρνε τις εκλογές, αυτά θα ήταν απολύτως αδύνατο να εφαρμοστούν. Και εύστοχα είχαμε προβλέψει όσα ακολούθησαν. Φυγή κεφαλαίων και καταθέσεων από τις τράπεζες, κατάρρευση των εισπρακτικών μηχανισμών του κράτους και απόλυτη χρηματοδοτική ασφυξία. Προβλέπαμε, έτσι, πως, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετώπιζε πολύ σύντομα μια αυξημένη λαϊκή κατακραυγή. Ως προς αυτό, είχαμε κάνει λάθος. Παρ’ όλα όσα έσπευσε να απεμπολήσει μέσα σε δύο μήνες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρξε καμιά σοβαρή λαϊκή διαμαρτυρία. Μπορεί βέβαια να έπαψαν οι διαδηλώσεις στήριξης των πρώτων ημερών, όμως η κυβέρνηση και ο Τσίπρας προσωπικά απολαμβάνουν ακόμα πολύ υψηλή δημοτικότητα.
Και είναι προφανές γιατί. Διότι οι Έλληνες βρίσκονται μπροστά σε ένα απόλυτο αδιέξοδο, όχι μόνο οικονομικό και γεωπολιτικό αλλά και πολιτικό: Από τη μια, οι χρεοκοπημένοι Βενιζέλος και Σαμαράς, στους οποίους οι Έλληνες δεν καταλογίζουν τόσο αυτά που δεν έκαναν αλλά τις αιτίες που δεν τα έκαναν, το ότι, δηλαδή, ανήκαν σε ένα διεφθαρμένο και ελεγχόμενο από τους Γερμανούς εκβιαστές τους κομματικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, βρίσκεται το ΚΚΕ, η Χ.Α. και η εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τη «Ζωή», οι οποίοι προτείνουν ως «διέξοδο» την ολοκληρωτική καταστροφή μέσω μίας εξόδου από το ευρώ στις χειρότερες δυνατές συνθήκες. Έτσι λοιπόν, ο «ρεαλιστής» Τσίπρας κατέστη για όλους –και για τον συγγραφέα αυτού του άρθρου(!)– αναπόφευκτος.
Ο Αλέξης Τσίπρας, όπως συμβαίνει πάντα σε όλες τις περιπτώσεις αδιέξοδης ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων, έχει τη δυνατότητα να εμφανιστεί ως ο μικρός… δισέγγονος του Ναπολέοντα του μικρού: Après moi, le déluge. Βέβαια, μέχρι τώρα, έχει κάνει μόνο τη μισή δουλειά, δηλαδή την επικοινωνιακή. Έχει προχωρήσει με επικοινωνιακή μαεστρία στην αποδοχή των μνημονίων, ξεκινώντας από την δήθεν απόρριψή τους, στην πρώτη εβδομάδα της διακυβέρνησης, και καταλήγοντας στην μετ’ ερυθρών ταπήτων υποδοχή του στην Γερμανία. Όμως, δεν μπορεί ακόμα να περάσει στην πράξη αυτή την πολιτική του συμβιβασμού. Για να το κάνει αυτό, χρειάζεται το υπόλοιπο έργο, που είναι η οριστική αποστασιοποίησή του από τον …. ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και ενώ δεν είχε τη δύναμη να φέρει τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου στη Βουλή, από τον φόβο της κοινοβουλευτικής του ομάδας, θα πρέπει τώρα να καταδείξει στους Αμερικανούς και τους Γερμανούς ότι είναι ο άνθρωπος που μπορεί να τελειώσει και τη δουλειά. Δηλαδή, να επιβάλει εν τοις πράγμασι αυτά τα μέτρα. Και αυτό σημαίνει ρήξη με όλη την μέχρι χθες ιδεολογία και στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.
Και βέβαια όλοι οι σύμμαχοί του κάνουν ό,τι μπορούν για να το ενισχύσουν ώστε να μπορεί να τα φέρει εις πέρας. Η σταδιακή εξαφάνιση του διάττοντα αστέρα Βαρουφάκη από το προσκήνιο και η φιλοτέχνηση του προφίλ του πρωθυπουργού ως του μόνου αξιόπιστου Έλληνα ηγέτη, από τη Μέρκελ, τον Γιούνκερ, τον Ολάντ και κομπανία, την τελευταία εβδομάδα, η νέα παρέμβαση Ομπάμα κ.λπ., όλα εντάσσονται σε αυτή τη στρατηγική της αποστασιοποίησής του από τον… ΣΥΡΙΖΑ και της μετατροπής του σε αυτόνομο και αυτόφωτο «ηγέτη», που μόνος αυτός μπορεί να συνδιαλέγεται με τους «μεγάλους».
Ενισχυμένος λοιπόν στο έπακρο από τους «έξω», κατά τον ίδιο τρόπο που επέβαλε τις παρελάσεις μέσω του Καμμένου και της Δούρου στο κόμμα που είχε κάνει σημαία την… κατάργηση των παρελάσεων(!), θα πρέπει τώρα να επιβάλει, σε όσους διατηρούν τις αντιμνημονιακές αυταπάτες του συριζικού παρελθόντος τους, το σκληρό μάθημα του ρεαλισμού.
Θα μπορέσει να πραγματοποιήσει και αυτό το βήμα, μιας ρήξης με την ίδια τη λογική του κόμματός του, και με ένα μέρος των στελεχών και των υπουργών του; Θα τολμήσει, αν χρειαστεί, να προχωρήσει είτε σε νέες εκλογές είτε σε συγκυβέρνηση με άλλες πολιτικές δυνάμεις και μέρος της Ν.Δ., πέρα και ενάντια στον ίδιο τον παλαιό εαυτό του; Μόνο αυτή η πρακτική συνεπαγωγή των όσων έχει εξαγγείλει, με ό,τι αυτή σημαίνει, θα τον μετέβαλε οριστικά στον άνθρωπο που έχει ανάγκη το σύστημα, εγχώριο και διεθνές, στην Ελλάδα. Και βεβαίως, έχει τις περισσότερες προϋποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον: Στήριξη των ξένων δυνάμεων και του μεγαλύτερου μέρους των εγχώριων ελίτ, αποδοχή από τον λαό, έλλειψη οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης. Την απαραίτητη δίψα για εξουσία την έχει. Θα έχει και τη δυνατότητα για τα υπόλοιπα;
Διότι, βέβαια, αυτό είναι το δυσκολότερο μέρος του εγχειρήματος, και αυτό δεν μπορεί να το κάνει ούτε η Μέρκελ, ούτε ο Ομπάμα για λογαριασμό του. Αυτός θα πρέπει να συγκρουστεί με το κόμμα του και οι σύμμαχοί του, στο εσωτερικό του κόμματος, είναι μάλλον ασθενείς. Θα τον βοηθήσει ο Καραμανλής, ο Θεοδωράκης ή ο… Κουβέλης;! Είναι προφανές πως θα πρέπει να βρει και άλλους συνδυασμούς – ακόμα και πιθανές νέες εκλογές– και αυτοί δεν είναι καθόλου εύκολοι, ούτε έχει συσσωρεύσει ακόμα το απαραίτητο κύρος στο εσωτερικό του κόμματος του, όπου γνωρίζουν τα πραγματικά του μεγέθη. Και ταυτόχρονα ο χρόνος του μετριέται μόνο σε μέρες. Κατά συνέπεια κάθε «ατύχημα» είναι πιθανό, και σε αυτήν την περίπτωση «ο Θεός να βάλει το χέρι του».
Αντί επιλόγου
Μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια, ζήσαμε όντως το τέλος της μεταπολίτευσης και των πολιτικών δυνάμεων που αυτή εξέθρεψε. Έμενε μία τελευταία μεταπολιτευτική δύναμη, έστω και μικρή, αλλά ιδεολογικά σημαντική, ο ΣΥΡΙΖΑ. Και την καρατόμησή της, με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα πρέπει να την εκτελέσει ο ίδιος ο επικεφαλής του. Διότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι περί αυτών είναι υποχρεωμένοι, αν θέλουν να επιβιώσουν στη νέα εποχή, να κάψουν πίσω τους το όχημα το οποίο χρησιμοποίησαν για να πάρουν την εξουσία. Και η στρατηγική της υπερατλαντικής δύναμης, αρχικώς, και όλο και περισσότερο και του Γερμανού συμμάχου/ ανταγωνιστή τους στην Ευρώπη, στόχευσε μέχρι τώρα, με επιτυχία, στην ανάδειξη ενός νεαρού και άσημου πολιτικού στον άνθρωπο που θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα στη νέα εποχή χωρίς να χάσουν τον έλεγχό τους πάνω σε αυτή.
Προφανώς δε, όσοι έχουμε συνείδηση τόσο αυτής της στρατηγικής – της «στρατηγικής της αράχνης» της νέας τάξης– όσο και των διακυβευμάτων που τίθενται μπροστά στη χώρα μας, θα επιλέξουμε για μια ακόμα φορά τον δρόμο της ευθύνης και της επαναστατικής συνέπειας. Δεν θα συνταχτούμε ούτε με όσους κραυγάζουν «προδοσία», καλώντας μας να βυθιστούμε ακόμα περισσότερο στο χάος και τη δυστυχία, έστω και αν το κάνουν με αγνές προθέσεις, ούτε βέβαια θα προσχωρήσουμε στους κεκράχτες και τους χειροκροτητές, που κάνουν ότι δεν βλέπουν αυτά που εκτυλίσσονται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας.
Η μόνη αποτελεσματική στρατηγική, και το έχουμε επαναλάβει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, είναι να βγεις έξω από το αδιέξοδο δίπολο και να οικοδομήσεις μια ανεξάρτητη στρατηγική, βασισμένη κατ’ εξοχήν στην αυτόκεντρη και ενδογενή ανάπτυξη της χώρας και στη δύναμη του λαού της. Και το πόσο αδιέξοδο ήταν αυτό το δίπολο καταδείχτηκε μεγαλοπρεπώς με τη μετατροπή του μεγαλύτερου «αντιμνημονιακού» κόμματος στον εκφραστή των «νεο»-μνημονιακών στρατηγικών. Όσο δεν οικοδομείται ένας τέτοιος πόλος, που θα βάλει κυριολεκτικώς μια νέα ατζέντα στο πολιτικό και κοινωνικό παιγνίδι, θα είμαστε υποχρεωμένοι να βιώνουμε διαρκώς διαψεύσεις και αδιέξοδα, και η «μεγάλη αράχνη», με δυσκολίες ή όχι, θα συνεχίζει να ξεδιπλώνει τη στρατηγική της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου