Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

«Οι Χαλασοχώρηδες» Κεφάλαιο ΣΤ’



«Οι Χαλασοχώρηδες» Κεφάλαιο ΣΤ’
Λόγω μεγέθους, θα αναρτηθεί σε 12 συνέχειες, όσα και τα κεφάλαιά του.
Το έστειλε ο Κώστας Μίντζολης
Κεφάλαιο ΣΤ’
    Την πρωίαν εκείνην ο μπαρμπ’- Αναγνώστης ο Συβίας, αφού εσυλλειτούργησε τον παπα-Σωτήρην, τον εφημέριον των Τριών Ιεραρχών, εισώρμησεν, όπως πάντοτε συνήθιζεν, άμα τη απολύσει της λειτουργίας εις το ιερόν βήμα, διά να λάβη τον μισθόν του δι’ όλα τα νε-να-να-νέ και τα τε-ρε-ρέμ, τα οποία είχε συνεισφέρει προς συντέλεσιν της ιεράς μυσταγωγίας. Συνίστατο δε ο μισθός ούτος εις έν «ξάκρισμα» προσφόρου «διά τον καφέ» και εις ημίσειαν προσφοράν περιπλέον, την οποίαν αυθαιρέτως ελάμβανε παρά τας διαμαρτυρίας του συγγενούς του ιερέως, θέτων αυτήν εις τον κόλπον του «για τη συβία». Ο παπα-Σωτήρης δεν εθύμωνε τόσον διά την ημίσειαν προσφοράν και διά το ξάκρισμα, όσον διά την τόλμην του να εισβάλη εις το ιερόν βήμα «εξήντα χρόνων άνθρωπος, εν αμαρτίαις γηράσας». Αλλ’ ο μπαρμπ’-Αναγνώστης από πεντηκονταετίας δεν είχε παύσει ούτε τον παπα-Σωτήρην να συλλειτουργή, ούτε εις το ιερόν βήμα να εισέρχεται.
    Είτα, αφού έβαλεν εις τον κόλπον του την ημίσειαν προσφοράν «για τη συβία», φράσις εξ ης έλαβεν αρχήν και το παρωνύμιόν του, εξήλθεν υποσκάζων εκ του ιερού βήματος, κρατών εις την αριστεράν το «διά τον καφέν» ξάκρισμα, το οποίον ήρχισε και να μασσά, εμάζωξε και την φαιάν και πρώην ξανθήν κόμην του υπό την σκούφιαν, έλαβεν εκ του στασιδίου την ράβδον του κι εξήλθεν εις την πλατείαν.
    Η εκκλησία μόλις απείχεν εκατοντάδα βημάτων από της παραθαλασσίου αγοράς και αποβάθρας. Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης κατέβη κούτσα-κούτσα, και εις τον δρόμον πρώτον συνήντησε δύο παιδία του δρόμου παίζοντα εις τον περίβολον της εκκλησίας, τα οποία ηπείλησε με την ράβδον του και εδίωξε μακράν του ναού. Είτα επερίπαιξεν ένα γύφτον, τον οποίον συνήντησε μεθυσμένον, άγοντα έωθεν τα προεόρτια των εκλογών και κατόπιν επείραξε μίαν χήραν «απασσάλωτην», την οποίαν είδε καταβαίνουσαν διά πλαγίου δρόμου εις τον βράχον τον πέραν της αγοράς, ξεκάλτσωτην και με κοντό φουστάνι. Είτα, πριν φθάσει εις το καφενείον, είδεν έν κότερον και δύο μεγάλας λέμβους, αίτινες είχαν φθάσει και την στιγμήν εκείνην ηγκυροβόλουν προ της αποβάθρας.
    «Α! θα είναι οι υποψήφιοι», είπε· και αφού εκαλημέρισε δύο ή τρεις λεμβούχους ή αλιείς, οίτινες εκάθηντο έξωθεν του καφενείου καπνίζοντες ναργιλέν, τους ηστεΐσθη λέγων: «Για σας έφεξε πάλι· εσείς είσθε οι σπορίτες του χωριού», αισθανόμενος μεγάλην επιθυμίαν να εναλλάξη τα δύο αρκτικά σύμφωνα της λέξεως, αλλά μη τολμών· δια να ξεθυμάνη όμως, όταν είδε τρεις ή τέσσαρας γέροντας καθημένους σοβαρώς εντός του καφενείου επί υψηλού και πλατέος σανιδίνου καναπέ, χωρίς να φθάνη η πλάτη των ν’ ακουμβήση εις τον τοίχον και με τους πόδας μετεώρους εις το κενόν, υπεράνω της μακράς τάβλας της φραττούσης την υπό τον καναπέν καρβουνοθήκην, τους έδειξε προς τους λεμβούχους λέγων: «Κοιτάξτε, κείνοι είναι οι κοπροδήμηδες, οι προεστοί του τόπου. Δεν σας φαίνονται σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν κουρμαντέλα;».
    Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Συβίας, υγιής τους πόδας, είχε κουτσαθή προ ολίγων ετών υπό τινος οργίλου και φιλεκδίκου χωρικού, τον οποίον είχε παραφορτώσει με τα σκώμματά του.
     Με όλον όμως το πάθημα, δεν ηδυνήθη να επιβάλει χαλινόν εις την γλώσσαν του και εις τους ελέγχοντας αυτόν οικείους έλεγεν·
    - Η ψυχή θα βγει πρώτα κι ύστερα το χου.
    Είτα παρήγγειλε τον καφέν του, και ηξεύρων ότι έπρεπε να περιμένη επί είκοσι λεπτά της ώρας εωσού κατορθώσει να του τον ψήση ο γερο-Ακούκατος, ο καφετζής, μετέβη χωλαίνων εις την αποβάθραν, όπου είχον συναχθεί άνδρες τινές και παιδία ξυπόλυτα πολλά, όπως ίδωσι και θαυμάσωσι τους υποψηφίους.
    Την στιγμήν εκείνην απεβιβάζοντο εκ των λέμβων οι υποψήφιοι.
    Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης έκραξε προς αυτούς·
    - Καλώς ωρίστε!
    Και ευθύς προσέθηκε·
    - Πόσα καντάρια ρουβάδα έχετε;
    Γενικός καγχασμός υπεδέχθη την ερώτησιν.
    Είτα επανέλαβεν·
    - Δεν ακούτε; Μας φέρατε πολλή ρουβάδα; Πόσην έχει ο καθένας σας;
    Ο γέλως επανελήφθη αλλ’ ουδεμία απάντησις εδόθη.
    Και τρίτον ηρώτησε·
    - Έχετε δηλωτικό για τη ρουβάδα;
    Οι υποψήφιοι γελώντες ηνείχοντο το άκακον σκώμμα του μπαρμπ’-Αναγνώστη, προσηνείς άλλως νησιώται και αγαπώντες τα αστεία.
    Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης εψιθύρισε, μετά προσποιητής οργής·
    - Κάμετε καλά με τον κουμμερκιάρη, εγώ δεν ανακατώνουμαι.
    Και στρέψας την ράχιν, απήλθε χωλαίνων να πίη τέλος τον καφέν του, αφού είχε καταφάγει ήδη εξ ανυπομονησίας το ξάκρισμα και θα ηναγκάζετο ίσως να βάλη χείρα εις το ήμισυ της προσφοράς, το προωρισμένον διά την συμβίαν.
    Οι υποψήφιοι, ο Γεροντιάδης, ο Αλικιάδης και ο Αβαρίδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος, δεχόμενοι τους χαιρετισμούς και τας χειραψίας των εντοπίων, συνοδευόμενοι από τον Μανόλην τον Πολύχρονον και από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, οίτινες είχον ταχθή, ως χωροφύλακες, εκ δεξιών και αριστερών του Χαρτουλαρίου και δεν τον άφηναν να κάμει βήμα, ήλθαν και έπιαν καφέν εις το αυτό καφενείον του γέρο-Ακούκατου και ακολούθως χωρισθέντες μετέβησαν ανά δύο προς τους εις προϋπάντησιν ελθόντας φίλους των. Όσον διά τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον, ούτος, βλέπων την προς αυτόν σπουδήν και προσπάθειαν και των δύο κομμάτων, αντιπροσωπευομένων επισήμως από τον Λάμπρον τον Βατούλαν και από τον Μανόλην τον Πολύχρονον, εθεώρησε τώρα παρά ποτε βεβαιοτέραν την επιτυχίαν και ασφαλεστέραν την θέσιν του. Επίστευε δε, ότι αμφότερα τα κόμματα, Ανδρογυνοχωρίστρες και Χαλασοχώρηδες, θα τον εψήφιζαν μονοκούκι, ώστε και αν εμειονοψήφει εις τους άλλους δήμους, εδώ όμως θα έβγαινε παμψηφεί.
    Όχι τόσον ροδίνας τας προβλέψεις, παρά τας παχείας υποσχέσεις, τας οποίας ελάμβανον, είχαν ο Καψιμαΐδης και ο Αβαρίδης. Ούτοι οι δύο εθεωρούντο παρά πάντων ως υποψήφιοι παραπληρωματικοί· οι δυνατώτεροι δ’ εκ των τεσσάρων ήσαν ο Γεροντιάδης και ο Αλικιάδης. Άλλως δε, ήξιζαν, κατά κοινήν ομολογίαν,  ν’ αντιπροσωπεύσωσιν οι δύο ούτοι την επαρχίαν. Ο Γεροντιάδης είχε διαπρέψει ήδη ως βουλευτής, αρνηθείς παν ρουσφέτιον εις τους μη στενούς φίλους, διά να υπηρετήση τα γενικά του έθνους συμφέροντα. Ο δε Αλικιάδης είχε διατελέσει και αυτός βουλευτής άλλοτε και είχε διακριθή. Δεν ήτο άνθρωπος να πηγαίνη στα χαμένα. Ήθελε «σίγουρες δουλειές». Ήτον ικανός να εξοδεύση και δέκα πέντε χιλιάδας και είκοσι χιλιάδας διά να επιτύχη. Αλλά δεν επετούσε τα λεπτά «στο βρόντο». Ήτο βέβαιος ότι εκλεγόμενος βουλευτής, θα ωφελείτο είκοσι πέντε ή τριάντα χιλιάδας το ολιγώτερον. Α! ήτο πολύ «κουλοπετσωμένος». Εν πρώτοις, όταν επρόκειτο να διορίσει υπάλληλον, θα του έλεγε «μ’ δίνεις τα μισά;», πριν αποφασίσει να δώση μπιλιέτο. Νέτα σκέτα, «σίγουρες δουλειές». Και αν κανείς κακομοίρης ετύγχανε να του χρεωστή από παλαιόν καιρόν τίποτε ψωροδραχμές, θα τον διώριζεν, εξαναγκάζων αυτόν να υπογράψει εκ προκαταβολής πολλών μηνών αποδείξεις διά τους μισθούς του, με χρονολογίας ημερών μήπω ανατειλασών μέχρις υπερεξοφλήσεως. Αλλ’ αυτά ήσαν δευτερεύοντα και ανάξια λόγου. Ό,τι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδου ήτο ο πόθος, υφ’ ου εφλέγετο, να φανή χρήσιμος εις την εκτέλεσιν δημοσίων έργων της επαρχίας. Εν πρώτοις, υπήρχεν η εθνική οδός, η προκηρυσσομένη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευασθή παρά την πρωτεύουσαν της επαρχίας πόλιν. Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε την μερίδα του λέοντος. Από τώρα είχεν αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους. Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθεί σαφέστατα:«θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσης από την ξύλευσιν του δάσους». Έπειτα ήτο ο λιμήν, ο λιμήν της βορειοανατολικής πόλεως. Α! αυτός ο λιμήν είχεν όλους τους μυθολογικούς χαρακτήρας, ούς ηδύνατό τις να επιθυμήσει διά μεγάλην επιχείρησιν. Ωμοίαζε με το παλάτι των Σαράντα Δράκων ή με το Κάστρο της Ωριάς. Εις κάθε νέας εκλογάς επροκηρύσσετο η εργολαβία· εις κάθε διάλειμμα μεταξύ δύο εκλογών η εργολαβία εγκατελείπετο.  Ερρίπτοντο ακριβώς τόσαι πέτραι προς μόλωσιν της θαλάσσης κατά τας παραμονάς εκάστης εκλογής, όσαι, αν υπελογίζετο ότι θα είχομεν βουλευτικάς εκλογάς κατά παν έτος, θα ήρκουν όπως, μετά τρεις αιώνας, μετά πέντε αιώνας το πολύ, συντελεσθή το έργον. Αλλά την φοράν ταύτην ο Αλικιάδης είχεν απόφασιν «αμέτ Μουαμέτ», να βάλει τη δουλειά εμπρός. Α! δεν τον εγελούσαν αυτόν με το σήμερα και με το αύριο οι εργολάβοι. Ήθελεν εκ παντός τρόπου να φανή χρήσιμος εις την επαρχίαν του.
    Αφού έπιον διπλούς καφέδες κι εδέχθησαν προσρήσεις, οι πέντε υποψήφιοι μετέβησαν, ως είπομεν, έκαστος προς επίσκεψιν των φίλων. Ήσαν και οι πέντε υψηλοί, φραγκοφορεμένοι, ηλιοκαείς, με υψηλά καπέλα, τα οποία εφόρουν όλοι τόσον στραβά, ώστε το αριστερόν ωτίον εκαλύπτετο όλον και μόνον το δεξιόν ήτο ορατόν, ελευθέρως αναπτυσσόμενον. Τούτο ιδών εις των εντοπίων, θέλων να ευφυολογήσει ακαίρως λίαν, είπεν ότι και οι πέντε ήσαν «μ’ εν’ αυτί».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου