Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

«Οι Χαλασοχώρηδες»( Κεφάλαιο Β΄)



«Οι Χαλασοχώρηδες»( Κεφάλαιο Β΄)
Λόγω μεγέθους, θα αναρτηθεί σε 12 συνέχειες, όσα και τα κεφάλαιά του.
Το έστειλε ο Κώστας Μίντζολης
Κεφάλαιο Β’
    Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ της εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε μετά το δείπνον το φαναράκι του και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις επισκέψεις κατ’ οίκους προς ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς και είτα, δι’ ανωφερούς δρομίσκου, εβάδισαν ανερχόμενοι εις την άνω λαϊκήν συνοικίαν. Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και δευτέρα συνοδεία, μετά φανού και αυτή, προέβαλε κατόπιν των ανερχομένη. Ήτο ο Μανόλης ο Πολύχρονος με την παρέα του , από το άλλο κόμμα. Ο Λάμπρος ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα» αλλ’ εκείνην την στιγμήν ησχολείτο αυτός και απησχόλει και τους φίλους του, ενώ εβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν προς αυτούς ιστορίαν. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, αφού είχε κάμει λεπτά εις το Κάιρον, εμπορευόμενος επί δώδεκα έτη ως αλευράς, κατ’ άλλους ως φούρναρης, έφθασε με το καλόν εις την πατρίδα του, την πρωτεύουσαν της επαρχίας και το είχεν απόφασιν να πολιτευθή. Εφαίνετο μορφωμένος, είχεν ιδεί κόσμον· τον εγνώριζεν αυτός παιδιόθεν και προ ημερών, ότε μετέβη εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας, ανενέωσε την γνωριμίαν. Ο νεοφερμένος από την ξενιτείαν είχεν αισθήματα, εξέφερε γενικάς σκέψεις επί των πολιτικών πραγμάτων, «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα». Δεν ωμοίαζε με τον Αλικιάδην, όστις επολιτεύετο χάριν των δημοσίων έργων, ούτε με τον Γεροντιάδην, όστις εξελέγετο βουλευτής δια το καλόν της πατρίδος. Ήτον αφελής τους τρόπους και έτι αφελέστερος τας ιδέας. Ήθελε να πολιτευθεί «για δόξα». Ευκαιρία λαμπρά.
    Ο Αλικιάδης ήτο παμπόνηρος και τα χέρια του ωμοίαζαν με γάντζους. Δεν ημπορούσε να του βγάλεις λεπτά ούτε με το δόλωμα ούτε με το «παρασούβλι». Δεν έδιδε πέντε χωρίς να είναι βέβαιος ότι θα λάβει δέκα. Εβραίος σωστός. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος ήτον αγαθός, «ψυχαράκι, ο καημένος». Πώς εφαίνετο ότι ήρχετο από μακριά! Σωστός Κελεπούρης! Είχε παραδάκια καλά, παιδιά, σκυλιά τίποτα. «Εφυσούσε». ( Και ο Λάμπρος ο Βατούλας συνώδευε δι’ ελαφρού φυσήματος, ως και διά προστριβής του αντίχειρος επί του δείκτου, υπό το φως του φαναρίου, την λέξιν: «φυσάει-φυσάει»). Πού θα την εύρισκαν άλλην φοράν τοιαύτην ευκαιρίαν; Τον παλαιόν καιρόν οι υποψήφιοι βουλευταί κατήρχοντο σύνδυο εις τον αγώνα, έκαμναν κολληγιές. Επειδή όμως εκάστοτε ο έτερος των συνδυαζομένων ή οι στενώτεροι των περί αυτόν, εκόντος ή άκοντος αυτού, παρεσπόνδουν κι έκρινον καλόν να μαυρίσουν τον σύντροφον, δίδοντες αποκλειστικήν την ψήφον των εις τον ιδικόν των, εξέλιπεν η εμπιστοσύνη, και οι συνδυασμοί εξέπεσαν κατά μικρόν εις την επαρχίαν, εωσότου ολοσχερώς κατηργήθησαν.
    Τώρα, ο καημένος ο Γιαννάκος, επειδή, καθώς σας είπα, ήρχετο από μακριά, εζήτησεν εν τη αθωότητί του να συνδυασθεί με τον Αλικιάδην, και ο τσιφούτης προθύμως τον εδέχετο. Άλλοι όμως, πονηρότεροί του, τού άνοιξαν τα μάτια, κι έτσι ο συνδυασμός εναυάγησε. «Τόσο το καλύτερο για μας, παιδιά». Αν ο συνδυασμός κατηρτίζετο, ο Αλικιάδης θα διηύθυνε το οικονομικόν μέρος και θα του έτρωγε τα λεφτά χωρίς να του δώση ψήφους. Τώρα όμως ο Χαρτουλάριος θα διεπραγματεύετο απ’ ευθείας προς αυτούς (εκτός αν τον ήρπαζε το σκυλί, ο Μανόλης ο Πολύχρονος, με τους ιδικούς του, αλλ’ ο Λάμπρος θα είχε τον νουν του), και εύκολα, ήλπιζε, θα τον έβαζαν στο χέρι. Αν ημπορούσαν να του δώσουν καμμιά εκατοστή ψήφους (εκείνος βουλευτής δεν θα έβγαινε, κι ας το είχε σίγουρο, μόνον για το ονόρε) από κείνους τους σμιγούς, τους φθηνούς, που θα τους αγόραζαν προς 4 έως 5 δραχμάς το κομμάτι και θα του τους επουλούσαν προς 15, ας είναι και προς δέκα δραχμάς, χαρά στην τύχη τους! Αφού είπε τοιαύτα τινά ο Λάμπρος, ευθύς προσέθηκε:
    -Τάχα, ο λόγος το λέει, εμείς δεν είμαστε από κεινούς… Α! ο Μανόλης, ναι, εκείνος είναι γι’ αυτές τις δουλειές.
    Συγχρόνως ανήρχετο κατόπιν των η άλλη συνοδεία, και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εν τω μέσω ιστάμενος, έλεγε ταπεινή τη φωνή με αλληγορικάς, ως συνήθιζε, φράσεις:
    - Αύριο, παιδιά, πέφτει το μεγάλο ψάρι…Να ’χετε το νου σας…μη μας φάη το θεριό (κι εδείκνυεν εκατόν βήματα απωτέρω, διά μέσου του σκότους, περί την κινουμένην αμυδράν λάμψιν του προπορευομένου φανού τον Λάμπρον τον Βατούλαν με την συνοδείαν του). Να πιάσουμε τα πόστα… Μη μας φάει το ψάρι ο γιαλός… Ως το μεσημέρι ο ροφός αριβάρει (να πάρουμε στα χωρατά μια βάρκα να πεταχτούμε ως τα νησιά, να κάμουμε καρτέρι)… ροφός εφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… θα πέσουν και κάτι συναγριδάκια, δε σας λέω…   Μα βάρδα απ’ το σκυλόψαρο ( κι εδείκνυε τον Λάμπρον τον Βατούλαν). Διπλές απετουνιές, τριπλά παραγάδια… με χονδρούς φελλούς και με μολυβήθρες πενηντάρικες… Και τα μάτια σας τέσσερα… Να στέκεσθε αρόδο, να ’χετε απρόντο και τις πράγκες και τα καμάκια… και το σηπιογιάλι έτοιμο… γιατί αλλοιώς δε βγαίνει λαδιά.
    Είτα ο Μανόλης προσέθηκεν:
    Ας είναι, εμείς τέτοιοι δεν είμαστε… Μα έπρεπε κάτι τι να γίνει, στο πείσμα εκείνου του θεριού, εκείνου του σκυλόψαρου.
    Οι περί τον Μανόλην εγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ακούοντες και άμα προυχώρουν, ώστε παρ’ ολίγον έφθασαν την πρώτην συνοδείαν, ης τα μέλη ηκροώντο τας λεπτομερείς και σπουδαίας ανακοινώσεις του Λάμπρου, κι εκοντοστέκοντο, και πάλιν εβάδιζον. Τότε είς των πέντε ακούσας βήματα εστράφη και είδε την δευτέραν συνοδείαν και την υπέδειξεν εις τους μετ’ αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα.
    Εισήλθον πρώτον ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ, εις τον οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το προαύλιον ως καραούλι. Εκ της άλλης συντροφίας, ο Μανόλης και δύο άλλοι ανέβησαν εις την οικίαν του Ζυγαράκια, έχοντος τέσσαρας υιούς και ημίσειαν δωδεκάδα ανεψιών, όλους ψηφοφόρους, δύο δε και εκ της συνοδείας ταύτης έμειναν έξω της θύρας, βιγλίζοντες. Δεύτερον ανέβησαν οι περί τον Λάμπρον εις την οικίαν του ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οι δε περί τον Μανόλην εισήλθον εις την καλύβην του Μαλλιοδήμου του αιγοβοσκού. Ακολούθως επεσκέφθησαν και άλλας οικίας, κατά την αυτήν πάντοτε τακτικήν, δύο εξ εκατέρας συνοδείας μενόντων πάντοτε ως ουραγών έξω της θύρας ή κάτω της λιθίνης κλίμακος. Ήτο δε ογδόη ή δεκάτη εσπέρα αύτη, καθ’ ην ο Μανόλης και ο Λάμπρος μετά των αυτών ή άλλων οπαδών δεν έπαυσαν επισκεπτόμενοι τας οικίας των χωρικών και ψηφοθηρούντες. Παντού ελάμβανον και έδιδαν λιπαράς διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις δαψιλείς, τόσον χορταστικάς, ώστε εις των μετά του Μανόλη, συνοδεύσας αυτόν πολλάς εσπέρας εις τοιαύτας εκδρομάς, αλλά πρώτην φοράν εφέτος βλέπων εκλογάς, καθόσον ήτο ναυτικός και συνήθως απεδήμει, έλεγεν εύπιστος, οικτείρων της αντιθέτου μερίδος τους τόσους δρόμους·
    - Τι χαλνούν τα παπούτσια τους! Τώρα πια οι ψήφοι μάς περισσεύουν!
    Αλλ’ ο Μανόλης ο Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περί τα τοιαύτα, έσεισεν οικτιρμόνως την κεφαλήν και του είπε·
    - Αχ! δεν ξέρεις, παιδί μ’, απ’ αυτά. Το ψάρι, ενώ θαρρείς ότι το κρατείς, έξαφνα γλιστράει και φεύγει. «Χάνος είμαι, χάνομαι… μπέρκα ’μαι, δεν πιάνουμαι… γιούλος είμαι, σε γελώ… και τα δίχτυα σου χαλώ».
    Εν τω μεταξύ, ο Λάμπρος μετά των δύο συντρόφων του ανέβησαν εις του γέροντος πορθμέως μπαρμπα-Διοματάρη, εις καλύβην ανώγεων μετά μικρού σοφά, όπου εύρον τον γηραιόν ναυτικόν καθήμενον, αν και ήτο θέρος ήδη, παρά την εστίαν, καπνίζοντα ελεεινόν καπνόν με την πίπαν του και θερμαίνοντα τας δύο κνήμας, ων η μία είχε παγώσει προ ετών εις τον Δούναβιν και ερεθιζομένη από καιρού εις καιρόν τον καθίστα ανίκανον προς εργασίαν. Η γραία επαιδεύετο να βράσει δύο ή τρία σκορπιδάκια, τα οποία της είχε φέρει ο γέρων αργά φθάσας την εσπέραν εκείνην με την μικράν βάρκαν του εκ της ημερησίας ανά τον λιμένα εκδρομής. Ο Λάμπρος εκάθισεν επί τινος παλαιού κιβωτίου με γλυφάς και με καρφία διετεθειμένα προς κόσμον εις ρόμβους και εις σταυρούς, οι δε δύο ακόλουθοί του εκάθισαν επί τινος κουλουριασμένου τριχίνου σχοινίου, χρησίμου εις την αλιευτικήν. Παραγάδια και δίκτυα επί κονταρίων ηπλωμένα εκρέμαντο από τον χθαμαλόν όροφον έως το δάπεδον. Όλα, και το σχοινίον και το κιβώτιον και τα κιλίμια και η ψάθα και οι μύστακες του μπαρμπα-Διοματάρη και το φουστάνι της γραίας του, όλα εμύριζαν ψαρίλες.
    Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγή τον σκοπόν της επισκέψεώς του, λέγων ότι την φοράν ταύτην επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να φροντίσει δια την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον Αλικιάδην, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης ήτο φιλότιμος και είχε να ζήση, και δεν είχεν ανάγκην να διορίση εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν αποκλειστικώς για την φτώχεια. Δεν ωμοίαζε με κάμποσους άλλους «όνομα και μη χωριό». Και ο Λάμπρος δεν είχε αμφιβολίαν ότι αυτήν την φοράν ο μπαρμπα-Διοματάρης θα έδιδεν αποκλειστικήν την ψήφον του εις τον Αλικιάδην. Αυτά τα είπεν εντέχνως ο Λάμπρος ελπίζων να εύρη τον σφυγμόν του γέροντος ναυτικού. Αλλ’ ο μπαρμπα- Διοματάρης, ως να εζήτει αφορμήν να ξεσπάσει, ήρχισε να διηγήται διά μακρών τι του είχε συμβεί κατόπιν της άλλης εκλογής, καθ’ ην είχε δώσει ψήφον εις τους αντιθέτους.
    …Είχεν υπάγει εις τον Γεροντιάδην προ της διαλύσεως της βουλής, φέρων όλα τα έγγραφά του, τα χαρτιά του, τα πιστοποιητικά του. Αυτός όμως αγρόν ηγόραζε. «Πού σ’ είδα, πού σε ξέρω;». Δεν τον άφηναν ήσυχον επί τέλους; Ποίαν υποχρέωσιν είχε να τρέχει δι’ όλες τις παλιοκαϊάσσες, όσοι εζήτουν να πάρουν σύνταξιν από το απομαχικόν; Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα δεν άφησεν απλήρωτον. Διεπραγματεύετο χονδρικώς με τον Μανόλην τον Πολύχρονον, όσους ψήφους - τόσα διπλά τάλληρα, ή όσους ψηφοφόρους - τόσα δεκάρικα. Ανάγκην αυτός δεν είχε να σκοτίζεται, να συναλλάσσεται απ’ ευθείας με ένα έκαστον των εκλογέων. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εκείνος έλυνε και έδενε, εκείνος έμβαζε κι έβγαζε. Και εις το τέλος του λογαριασμού ακόμη, οι ψήφοι έβγαιναν ολιγώτεροι από τα δεκάρικα. Άρα και πολλοί πληρωμένοι τον είχαν μαυρίσει.
    Ο Μανόλης ο Πολύχρονος, ως τετραπέρατος που ήτο, τα εμβάλωνε λέγων ότι πρέπει να ξεπεσθούν από τον λογαριασμόν τόσα δεκάρικα, όσα επήγαν εις γενικά έξοδα, ή και εις κεράσματα ακόμη μη αρκέσαντος του κονδυλίου του ειδικού. Τέλος πάντων, ό,τι έγινεν έγινεν, αλλά μετά την επιτυχίαν δεν εννοούσε να πληρώσει λεπτόν παραπάνω. Και ου μόνον τούτο, αλλ’ ήθελε να μη χάση και την ησυχίαν του. Είχεν εξοφλήσει, ως ενόμιζεν. Επήρε χίλιους εκατόν ψήφους και εξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδούλες σωστές. Του ήλθε σχεδόν από ένδεκα δραχμάς, κατ’ ακριβολογίαν από δέκα και ενενήντα έν λεπτά, παρά έν κλάσμα, η ψήφος. Δεν εξελέχθη αυτός βουλευτής, δια να τρέχει δια τις δουλειές των εκλογέων καθώς άλλοι, εξελέχθη δια τα γενικά συμφέροντα της επαρχίας, και όχι μόνον της επαρχίας αλλά και του έθνους όλου. Τι λέγει το Σύνταγμα; «Έκαστος βουλευτής αντιπροσωπεύει όλον το έθνος και όχι μόνον την επαρχίαν εξ ής εκλέγεται». Και ευτυχώς, η προλαβούσα βουλή δεν ήτο ως αι προκάτοχοί της, αίτινες διελύοντο μετά εν έτος ή και μετά οκτώ μήνας από του σχηματισμού των. Έφαγε τρεις σωστές συνόδους τακτικάς και δύο εκτάκτους. Εφαίνετο ότι δεν έμελλε ποτέ να διαλυθή, αλλ’ επί τέλους, περί τα τέλη της Γ΄ συνόδου διελύθη.
    Κατά την πρώτην σύνοδον ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίση εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους, ως και δύο κουμπάρους και τον υιόν της κουμπάρας του και τον αδελφόν της υπηρετρίας του και άλλους. Κατά την δευτέραν σύνοδον ο Γεροντιάδης κατώρθωσε ν’ ακυρώση δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων και να ενοικιάση μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οικίας του το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον. Έμενεν ακόμη το ταμείον, το τελωνείον και το ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχώς δεν είχεν άλλας οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν. Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κι έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ’ ο ανομοίου κλίσεως και προορισμού. Όσον δια την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολείο της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγη. Και άλλα ακόμη θα κατώρθωνε, διότι η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέρες απ’ το Θεό» διά να ζήσει. Δυστυχώς και παρ΄ ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της Γ' συνόδου άγουσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου