Τα κλειδιά
Π. Γιαννακόπουλος
Ξαναδιάβασα την
επιστολή που του είχα γράψει. Στην ουσία, προσπαθούσα να κερδίσω χρόνο μήπως
και συνειδητοποιήσω επιτέλους, ποιό ήταν το καλό ή το κακό, το σωστό ή το
εσφαλμένο σ’ αυτήν την ιστορία κι αλλάξω κάτι έγκαιρα από το περιεχόμενό της:
«Φίλε, τα κλειδιά σου ανήκουν. Είναι χρόνια που δε μου χρειάζονται πια.
Βέβαια, μου πήρε καιρό να σού τα επιστρέψω. Όμως, “κάλιο αργά παρά ποτέ”, στην
κυριολεξία. Γιατί, όσο τα κρατούσα, είχα την εντύπωση ότι έπαιρνα την εκδίκησή
μου. Η εκδίκηση είναι ένα φαγητό που τρώγεται κρύο, υποστήριξαν κάποιοι. Κι η
δική μου καρδιά, όλα αυτά τα χρόνια, είχε πετρώσει και ήταν παγωμένη και η
εκδίκηση κούρνιαζε δίπλα της και συντηρούνταν απ’ τις δικές μου σάρκες. Τώρα,
αδιαφορώ για τις … θερμοκρασίες των φαγητών και λησμονώ το όνομά τους. Θυμάμαι
όμως πολύ καλά, πόσες φορές έχω αναρωτηθεί : “Άραγε, ποιός ήθελε (θέλει) να
εκδικηθεί ποιόν; Και γιατί;”. Εγώ, σίγουρα, είμαι ένας από αυτούς που ήθελε να
εκδικηθεί. Προφανώς, για την όμορφη κοπέλα
που προτίμησε τον … άλλο, ίσως για τη φιλία μας
που δοκιμάστηκε και σημείωσε απώλειες, για την ηθική που πήγε περίπατο
σημειώνοντας κι αυτή απώλειες, για την απόρριψη της συντροφικότητας, για την
άρνηση του καλού, για…
»Πάντως, την ψυχή μου τη γέμισες με οδύνη φίλε και την ύπαρξή μου με
πόνο. Τραυμάτισες τον ανδρισμό και την περηφάνια μου. Ήσουν ένας ανέντιμος
φίλος, ένας μηδενιστής, ένας εκμαυλιστής της κακιάς ώρας, ένα πρόσωπο ανάξιο
λόγου, ήσουν … Και τα κλειδιά, τόσον καιρό, δεν
ζήτησες να σου τα επιστρέψω εξ επίτηδες. Αποτελούσαν -έτσι νόμιζες και
το νομίζεις- το άλλοθι της ηθικής σου μεταστροφής, της μεταμέλειάς σου, αυτής
που με τόσο ζήλο καλλιέργησες στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τους κοινούς φίλους
μας ως αυθόρμητης, ενώ αποτελούσε προϊόν της διεφθαρμένης σου υπολογιστικής.
Όσο τα είχα υπό την κατοχή μου, έλπιζες -σίγουρα- να τα χρησιμοποιήσω κάποια
μέρα. Με το που θα άνοιγα την πόρτα και θα περνούσα με την … αξιόπρεπη κυρία
στο μικρό σαλονάκι, εσύ θα’ χες εξιλεωθεί. Θα χοροπηδούσες τρελός από τη χαρά
σου, σαν τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης όταν προσπαθούσε να αρθεί σε ψηλότερα
επίπεδα εξέλιξης. Ήσουν, βλέπεις, και
παρέμεινες (μάλλον) χριστιανόπουλο (κατ’ επίφαση έστω ή κατ’ επιθυμία) και
μοναδική σου έγνοια έχεις να λησμονήσω και να σε συγχωρήσω. Πρακτικά, αυτό
σημαίνει να ξαναμπώ, κατ’ αρχήν και πάλι στην γκαρσονιέρα. Να πω : “ό,τι έγινε
- έγινε”. Ύστερα, να ζητήσω από τη σχετικά ώριμη, ευπρόσωπη ωστόσο, γυναίκα να
διανυκτερεύσει μαζί μου. Να γευτούμε χαβιάρι με γαλλική σαμπάνια, που θά’χω φροντίσει
να προϋπάρχουν στο ψυγειάκι, ν’ ακούσουμε Σινάτρα μέχρι πρωίας …
»Εγώ όμως φίλε, δε σου έκανα το χατίρι μέχρι σήμερα. Έτσι, δεν είναι;
Δεν ξαναμπήκα στη γκαρσονιέρα σου κι ας είχα τα κλειδιά. Κι ας μου δόθηκαν
ευκαιρίες. Σ’ άφηνα να βιώνεις την καθημερινή σου αγωνία. Εκείνο το σφίξιμο στο
στήθος και την αίσθηση της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας. Σ’ άφηνα να
παρακαλάς -αυτό πάλι αν είναι κατάντημα- να γνωρίσω το πιο εντυπωσιακό πλάσμα
του κόσμου, για να αδιαφορήσω για την αγαπημένη μου που με πρόδωσε εξαιτίας
σου, να εξακολουθώ να στερούμαι κατάλληλο χώρο υποδοχής και φιλοξενίας της νέας
μου κατάκτησης, για να θυμηθώ το μικρό, βολικό και δοκιμασμένο -από πλευράς
ασφάλειας- ενδιαίτημά σου, να κάνω την ανάγκη φιλοτιμία, να ξεπεράσω το σοκ που
μου προκάλεσε η φοβερή εκείνη ημέρα που με σημάδεψε δια βίου και να διαβώ
επιτέλους το κατώφλι του, για να νιώθω υποχρεωμένος απέναντί σου έτσι ώστε το
διάφορο να’ ναι πάλι με το μέρος σου. Όμως το παλιό μπρούντζινο κρεβάτι που
παρέπεμπε στην ολοκληρωτική μεταστροφή των πιστεύω μου που συγκροτούσαν ένα
κώδικα ξεπερασμένης -ίσως- ηθικής, συμβατής πάντως με το περιβάλλον μέσα στο
οποίο είχα ανδρωθεί και το χαρακτήρα που είχα διαπλάσει, με κρατούσε
-αλλοίμονο- ξάγρυπνο γεμάτο ένταση να
σχεδιάζω με εγκληματική απάθεια την εκδίκησή μου.
»Αποτελούσε εσφαλμένη εκτίμηση φίλε, που πίστευες ότι είμαι εγώ αυτός
που θα σε απάλλασσε από τις αμαρτίες που σε βαραίνουν. Ζητούσες από το θύμα να
φροντίσει για τον εξευμενισμό του θύτη. Εύγε, ωραία άποψη έχεις για τη φιλία ή
έστω τις… ανθρώπινες σχέσεις. Ωστόσο κι ενώ πίστευα ότι θα έπρεπε να
εξακολουθήσεις να αυτοελέγχεσαι για πολύν ακόμη καιρό για το κακό που μου
έκανες,, αποφάσισα τελικά -κι εγώ δεν γνωρίζω γιατί- να δώσω τέλος στο μαρτύριό σου και στη δική
μου μνησικακία. Σου αφήνω τα κλειδιά κλείνοντας αυτήν την ιστορία πίσω από τους
τοίχους της γκαρσονιέρας σου. Θα’ θελα όμως να γνωρίζεις κι αυτό να σε βαραίνει
σ’ όλη σου τη ζωή, ότι ένιωσα διπλή την προδοσία και διπλή τη δυστυχία μου,
όταν σας αντίκρισα αγκαλιασμένους. Ήταν η μοναδική κοπέλα που ερωτεύτηκα κι εσύ
ο καλύτερος φίλος μου. Καλή αντάμωση, φίλε, στην άλλη ζωή ή μάλλον
στην…κόλαση».
Άνοιξα την
πόρτα και βρέθηκα στο μικρό σαλονάκι. Η πόρτα του υπνοδωματίου ήταν ανοικτή και
μια λωρίδα φωτός έμπαινε από το ανοικτό παντζούρι της εξόδου που έβλεπε
ανατολικά. Όλα όπως τα άφησα θαρρείς μισή δωδεκάδα χρόνια πριν. Ο χρόνος εδώ
μέσα παρέμεινε υπομονετικά σε χειμερία νάρκη. Η βιβλιοθήκη στη γωνιά. Μπροστά
της το κομψό τραπεζάκι από το ίδιο μ’ αυτήν ξύλο, μαόνι. Πάνω του, ανοικτό στη
σελίδα 173, το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά “Η Ελευθερία
του Ήθους” [Δοκιμές για μια ορθόδοξη θεώρηση της
ηθικής, εκδ. ΑΘΗΝΑ, 1970]. Η μισάνοιχτη πόρτα δεξιά με προκαλούσε να την ανοίξω
διάπλατα. Έκανα δύο βήματα, άπλωσα το χέρι μου και το αμέσως επόμενο λεπτό
χώθηκα στην κουζίνα. Μισοσκόταδο. Προχώρησα προς το μικρό παράθυρο που έβλεπε
στη θάλασσα, το άνοιξα με το παντζούρι μαζί, το δωματιάκι γέμισε αέρα και φως.
Είχε ένα μικρό σεκρετέρ εκεί. Από τα παλιά, ήταν η αγαπημένη μου γωνιά. Κάθισα
για λίγα λεπτά, αν και ένοιωθα την ανάγκη να αποχωρήσω το γρηγορότερο. Ησύχασα
με τη σκέψη ότι σε λίγο θα τελείωνε η αποστολή μου.
Ετοιμάστηκα ν’ αποθέσω την επιστολή κι από
πάνω της σαν πρες παπιέ τα κλειδιά, όταν διέκρινα έναν αρκετά μεγάλο φάκελο
ακουμπισμένο στα υπερυψωμένα συρταράκια του πίσω μέρους του γραφείου. Αποστολέας
ο άσπονδος φίλος μου˙ παραλήπτης εγώ. Τα ευμεγέθη καλογραμμένα
γράμματα δεν άφηναν περιθώρια για παρερμηνείες. Τον άδραξα νευρικά· διατήρησα
ωστόσο την αυτοκυριαρχία μου, θα τον άνοιγα αργότερα. Έπρεπε να φύγω τώρα. Θα
ήταν ανόητο να διακινδυνέψω κάποια συνάντηση μαζί του. Ένα βλέμμα μόνο θα
έριχνα στο υπνοδωμάτιο... Εδώ, εγώ κι εκείνη ανταλλάξαμε αμοιβαίους όρκους
αγάπης (πόση υποκρισία έκρυβε ο δικός της, τι κρίμα!) μια βδομάδα πριν το
μοιραίο απόγευμα. Λίγες μέρες αργότερα, πήγα να προετοιμάσω το μικρό διαμέρισμα
για τα γενέθλιά της και… Ω,
Θεέ μου!, πώς μπόρεσε, πώς τόλμησαν; Ένιωσα το μίσος να με κυριεύει και
πάλι… Γέμισα άρνηση. Όχι, δεν θα άφηνα τα κλειδιά, θα εξακολουθούσα να τα
κρατώ, φυσικά και την επιστολή. Είναι πολύ νωρίς για να του αξίζει να αισθανθεί
την ανακούφιση της εξιλέωσης. Το παλιοτόμαρο· θα συντηρώ για πολύ καιρό ακόμη
τη φωτιά για να βράζει στο ζουμί του. Κατευθύνθηκα σαν βολίδα προς την έξοδο
του διαμερίσματος. Την μισούσα αυτήν την “τρύπα”, πνιγόμουν. Έπρεπε να βγω έξω,
ν’ αναπνεύσω. “Στο
διάβολο οι αναμνήσεις, στο διάβολο το παρελθόν· με εξοντώνουν· συνθλίβουν την
ύπαρξή μου, καταστρέφουν τη ζωή μου”…Κατευθύνθηκα προς τον Σιδηροδρομικό Σταθμό.
Άνοιξα νευρικά τον φάκελο· αγωνιούσα για το περιεχόμενό του…
«Φίλτατε, περνούσα τυχαία από τη γκαρσονιέρα, το καταραμένο εκείνο
απόγευμα, όταν έπεσα, στην κυριολεξία, πάνω στην διερχόμενη φίλη σου που
έδειχνε να μην αισθάνεται και ιδιαίτερα καλά. Χαιρετηθήκαμε. Θυμάσαι; Μου την
είχες γνωρίσει προ διμήνου˙ της είπες ότι ήμουν ο καλύτερος φίλος σου και της
συνέστησες να μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Έτσι, όταν της πρότεινα ν’ ανέβει
για λίγο στο διαμέρισμα να φρεσκαριστεί και ν’ αποχωρήσει μόλις θα αισθάνονταν
καλύτερα, δέχτηκε. Της έδωσα ένα ηρεμιστικό και σκόπιμα επέμεινα να το
συνοδεύσει με λίγο λικέρ. Σε λίγο οι αντιστάσεις της είχαν μηδενιστεί. Ήταν
πολύ όμορφη κι εγώ ματαιόδοξος, συμπλεγματικός και παλιάνθρωπος˙ χώρια ότι είχα
καταναλώσει μερικά απανωτά ουίσκι. Για ό,τι επακολούθησε μόνο εκείνη δεν
φταίει. Κάποια στιγμή εμφανίστηκες εσύ και τότε, πίστεψέ το, θέλαμε να θέσουμε
τέρμα στη ζωή μας…Μετά ένα μήνα μου τηλεφώνησε˙ είχε “καθυστέρηση” και μου
φανέρωσε ότι μόνο δύο άνδρες είχε γνωρίσει στη ζωή της, εσένα που αγάπησε
ειλικρινά κι εμένα που με αποκαλούσε βδέλυγμα. Όμως, φίλε μου, είχα κι έχω
γενετήσιο πρόβλημα. Είναι αδύνατο να τεκνοποιήσω. Σου επισυνάπτω προς τούτο και
σχετική βεβαίωση του νοσοκομείου. Φρόντισα να το μάθει αυτό η κοπέλα σου, η οποία
δεν δέχτηκε να με παντρευτεί αν και της το ζήτησα επίμονα. Εσένα δε σε
ενόχλησε, ενώ στάθηκε αδύνατο να σε βρω σε κάποιο τηλέφωνο, για να σε
πληροφορήσω για τις δραματικές μάλλον εξελίξεις. Εγώ συνέχισα τις
χημειοθεραπείες που είχα αρχίσει μισό μήνα πριν προβώ στην αποτρόπαια κι
ελεεινή εκείνη πράξη, που επιμόλυνε όλη μου την ύπαρξη. Επιθετικός καρκίνος των
πνευμόνων και το τέλος για μένα. Εκείνη ξενιτεύτηκε στη Γερμανία. Θα εργάζονταν
και θα μεγάλωνε εκεί το παιδί της˙ το παιδί σας φίλε! Κάποια μέρα, το
διαισθανόμουν, θα περνούσες από τη γκαρσονιέρα. Έτσι, κάθισα και σου’ γραψα
αυτό το γράμμα. Όταν θα το διαβάζεις το πιθανότερο είναι να σε…θωρώ από ψηλά.
Έγραψα τη γκαρσονιέρα στο όνομά της, δώρο για το γιο ή την κόρη σου, που θα
κοντεύει τώρα έξι χρόνων. Όλα τα σχετικά έγγραφα, τίτλους κυριότητας κ.λπ. θα
τα βρεις στον φάκελο που κρατάς. Και τώρα τρέξε να τους συναντήσεις….»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου