Μια ελληνική αγορά από ατόφιο χρυσάφι.
Από την Μαρίνα Καρπόζηλου
“Αγοράζω χρυσαφικά”: Το πρώτο πρόσωπο που
χρησιμοποιούν στις επιγραφές τους οι περισσότεροι αγοραστές χρυσού, πιθανότατα
στοχεύει στη δημιουργία μιας αίσθησης οικειότητας και εχεμύθειας. Στο μυαλό μου
όμως λειτουργεί αντιθετικά και με παραπέμπει σε συνειρμικές εικόνες σκοτεινής
αγοραπωλησίας. Το αίσθημα αυτό
ενισχύεται από το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις πινακίδες τους οδηγούν σε
ορόφους και ημιορόφους ταλαιπωρημένων πολυκατοικιών της Εγνατίας, περιοχή που εδώ και περίπου μια δεκαετία έχει υποστεί
μια συνεχή υποβάθμιση, εξαιτίας των έργων του πολυπαθούς μετρό.
Υπάρχει όμως και μια νεότερη κατηγορία καταστημάτων αγοράς χρυσού
που χρησιμοποιεί διαφορετική πελατειακή προσέγγιση: στα ισόγεια και όχι στους
ορόφους των πολυκατοικιών, με μεγάλες φωτεινές επιγραφές και έντονα γραφιστικά
που καλύπτουν ολόκληρες τις βιτρίνες τους, παρουσιάζοντας πλάκες χρυσού και
πάκους χαρτονομισμάτων. Αργότερα θα διαπίστωνα πως τα ισόγεια που παραπέμπουν
περισσότερο σε μαγαζιά ή σε ανταλλακτήρια, λειτουργούν επί το πλείστον με
νεαρούς υπαλλήλους, ενώ στους ορόφους οι αγορές χρυσού έχουν το στήσιμο γραφείων,
όπου μας υποδέχονται οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες σε μικρούς χώρους με δερμάτινες
πολυθρόνες και μεγάλα χρηματοκιβώτια σε κοινή θέα.
Τα ενεχυροδανειστήρια και η αγορά χρυσού
δεν είναι καινούργια υπόθεση, αντιθέτως ο δανεισμός με ενέχυρο προηγείται του τραπεζικού
συστήματος και ανάγεται στους κλασικούς χρόνους. Αναφορά στον θεσμό κάνει ακόμα
και ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες, στ.24: «μου παίρνουν τα πράγματα ως ενέχυρο». Στους
βυζαντινούς χρόνους και συγκεκριμένα επί της βασιλείας του Ιουστινιανού θεσπίστηκαν νόμοι που απαγόρευαν τον ενεχυριασμό και ως εκ
τούτο τους υπερβολικούς και άδικους τοκισμούς, που φαίνεται πως έφταναν μέχρι
και το τετραπλάσιο του αρχικού ποσού. Σήμερα, και σύμφωνα με το άρθρο 1211 του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) «Για τη σύσταση ενεχύρου απαιτείται παράδοση του πράγματος
από τον κύριο στο δανειστή και συμφωνία των δύο ότι ο δανειστής αποκτά ενέχυρο
στο πράγμα. Η συμφωνία απαιτείται να γίνει με έγγραφο συμβολαιογραφικό ή
ιδιωτικό με βέβαιη χρονολογία και να προσδιορίζει την απαίτηση, καθώς επίσης να
περιγράφει το ενεχυραζόμενο πράγμα».
Γίνε κι εσύ ενεχειροδανειστής, μπορείς
Όπως είναι αναμενόμενο ο κλάδος των ενεχυροδανειστών γνωρίζει
άνθηση τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, τώρα που η ανάγκη για μετρητά και
άμεση δανειοδότηση είναι πολλές φορές επιτακτική. Λίρες,
κοσμήματα, ρολόγια, ακόμα και χρυσά
δόντια βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και περνάνε από δεκάδες χέρια που
τα αποτιμούν, μέχρι ο ιδιοκτήτης τους να λάβει την πιο συμφέρουσα εκτίμηση και
να αποφασίσει να τα αποχωριστεί, άλλοτε προσωρινά
και όλο και συχνότερα μόνιμα. Η
ευκολία με την οποία φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν το επάγγελμα
του ενεχυροδανειστή είναι εντυπωσιακή. Με Απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (υπ' αριθ. 1010/10/5 - ΦΕΚ Β' 1948/2011)
οι ενδιαφερόμενοι αναγγέλλουν την έναρξη
άσκησης του επαγγέλματός τους στο Αστυνομικό
Τμήμα της περιοχής τους καταθέτοντας
μια φωτοτυπία της αστυνομικής τους ταυτότητας, βεβαίωση καθαρού ποινικού
μητρώου, έγγραφο για τη νόμιμη χρήση του χώρου και μερικά ακόμη τυπικά
δικαιολογητικά. Όπως έχει επισημάνει η Γενική
Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, δεν απαιτείται «η απόδειξη της ύπαρξης κεφαλαίου από τον
ενεχυροδανειστή, πράγμα αυτονόητο για όποιον δανείζει χρήματα. Κατά συνέπεια,
για τη δραστηριοποίησή τους δεν διεξάγεται κανενός είδους έλεγχος από τις
αρμόδιες φορολογικές αρχές για το φορολογικό προφίλ των ενεχευροδανειστών και
την ακριβή προέλευση του κεφαλαίου, εάν δηλαδή είναι προϊόν από ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, λαθρεμπορία και άλλες παράνομες δραστηριότητες. Τα
ενεχυροδανειστήρια συνεπώς είναι πιθανό να σχετίζονται με τη νομιμοποίηση
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» και επιπλέον: «Για την άσκηση του επαγγέλματος δεν προβλέπεται η
προσκόμιση φορολογικής ενημερότητας, την ίδια στιγμή που η πολιτεία απαιτεί από
άλλες επαγγελματικές ομάδες σε τριετή βάση για τη συνέχιση της δραστηριοποίησή
τους».
Η ευκολία με την οποία φυσικά ή νομικά
πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν το επάγγελμα του ενεχυροδανειστή είναι εντυπωσιακή.
Δεν διεξάγεται κανενός είδους έλεγχος από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές για το
φορολογικό προφίλ των ενεχευροδανειστών και την ακριβή προέλευση του κεφαλαίου.
«Θα σου πω εγώ ποια θα πουλήσεις»
Θέλοντας να δω πώς ακριβώς λειτουργεί αυτή
η αγορά εκ των έσω, και όχι μέσω του νομικού της πλαισίου, αποφάσισα να την
επισκεφτώ ως πελάτισσα. Μόνη μου στην αρχή, με ένα πλαστικό κουτί κοσμημάτων (απροσδιόριστης
οικονομικής και συναισθηματικής αξίας) από αυτά που κάθε ελληνική
οικογένεια διαθέτει στα συρτάρια της αποφάσισα να ξεκινήσω από τα ισόγεια και
άνοιξα την πρώτη πόρτα που βρέθηκε στον δρόμο μου. Η σύντομη συνομιλία με τον
νεαρό άντρα έγινε με ένα προστατευτικό τζάμι ανάμεσά μας, ενώ όταν έβγαλα τα
κοσμήματα για εκτίμηση εμφανίστηκε και ένας δεύτερος, μάλλον πιο έμπειρος αν
κρίνω από την ταχύτητά του. Έπαιρνε ένα ένα τα κοσμήματα και τα έτριβε σε μια μαύρη πέτρα προκειμένου να διαπιστώσει
την καθαρότητα του χρυσού, που όπως είναι γνωστό μετριέται σε καράτια. Ο χρυσός
άφηνε ένα ελαφρύ ίχνος πάνω στην πέτρα. Στη συνέχεια έριχνε ένα υγρό από πάνω.
"Οξύ", μου απάντησε η μοναδική
γυναίκα που συνάντησα σε ένα άλλο ισόγειο κατάστημα λίγη ώρα αργότερα. «Ρίχνουμε μια
σταγόνα πάνω στο ίχνος. Ξεκινάμε από οξύ 9Κ και εάν δεν αντιδράσει προχωράμε
στο υψηλότερο, πχ 14Κ. Όταν υπάρξει αντίδραση σημαίνει πως το χρυσό είναι
λιγότερων καρατίων από τη δύναμη του οξέως». Το τζάμι δυσκόλευε την
εξέλιξη της συζήτησης, όπως και το γεγονός ότι στεκόμουν όρθια σαν να είχα
έρθει επίσκεψη σε μια ιδιότυπη τράπεζα. Σε συνδυασμό με τα πενιχρά χρυσαφικά
μου -το
πολυτιμότερο ήταν μια καδένα 18Κ και κοστολογούνταν στα 300 ευρώ-
αποφάσισα να προσανατολιστώ στα γραφεία όπου το στήσιμο του χώρου βοηθούσε
περισσότερο στην εξέλιξη της συζήτησης.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν
χρησιμοποιούσαν την πέτρα, παρά
μόνο έναν μεγεθυντικό φακό. Όλοι όμως ζύγιζαν πριν αποφανθούν για την τιμή
αγοράς. Οι τιμές που έδιναν ήταν παραπλήσιες και όπως διευκρίνισαν, αλλάζουν
σύμφωνα με την ημερήσια τιμή του χρυσού «αλλά μην
φανταστείς, δεν έχει μεγάλες διαφορές». Επίσης όλοι ξεκαθάρισαν πως
οι πέτρες δεν έχουν γι' αυτούς καμία απολύτως αξία «από
τη στιγμή που τα λιώνουμε δεν μας ενδιαφέρει αν έχει πάνω μαργαριτάρια ή
μπριγιάν. Αν θες τις βγάζω κιόλας και στις δίνω». Αρκετοί
υιοθετούσαν και συμβουλευτικό χαρακτήρα: «Θα σου πω
εγώ ποια να πουλήσεις. Να, αυτό το
δαχτυλιδάκι κράτα το». Προφανώς και γνώριζαν πως όποιος ενδιαφέρεται
να πουλήσει συνήθως κάνει μια γύρα στις αγορές χρυσού της περιοχής για να
συγκρίνει προσφορές και εκτιμήσεις και δεν φάνηκαν καθόλου ενοχλημένοι με το «ευχαριστώ πολύ, θα το σκεφτώ λίγο ακόμα». Παρά
τις διαφορετικές μέρες που επέλεξα για τις επισκέψεις μου δεν συνάντησα κανέναν
άλλο ενδιαφερόμενο, ούτε στα στενά ασανσέρ, ούτε στις σκονισμένες σκάλες. Οι
περισσότερες επισκέψεις φαντάζομαι πως θα γίνονται με όλες τις απαραίτητες
προφυλάξεις, προκειμένου να αποφευχθούν τα λεγόμενα «αδιάκριτα βλέμματα». Σε όλα τα γραφεία
επίσης υπήρχε και ένα δεύτερο άτομο που περιφερόταν στον στενό χώρο, πιθανότατα
για λόγους ασφαλείας. Μην φανταστείτε κάποιον γεροδεμένο άντρα, συχνά ήταν
γυναίκες που δεν συμμετείχαν καθόλου στη διαδικασία, αρκούνταν να παρακολουθούν
από την άκρη του καναπέ τις συνομιλίες μας.
Θεωρώ
απαραίτητες τις παρακάτω διευκρινίσεις.
Η ‘’μαύρη
πέτρα’’ είναι η γνωστή ‘’ΛΥΔΙΑ ΛΙΘΟΣ’’. Τρίβεται ο χρυσός επάνω της,
ώστε να αφήσει ένα ίχνος. Μετά, με πινελάκι μπαίνει από επάνω οξύ ( μείγμα θει’ι’κού και νιτρικού οξέος ) το
οποίο αφαιρεί όλες τις προσμίξεις, αφήνοντας μόνο το χρυσό. Από το χρώμα της
γραμμής που έμεινε, καθορίζεται και η καθαρότητα.
Το
μάξιμουμ ( απόλυτα καθαρός χρυσός
) είναι 24 καράτια, αλλά επειδή είναι πολύ μαλακός, τίποτα δεν γίνεται με
καθαρό χρυσό. Οι προσμίξεις με άλλα μέταλλα ( ασήμι, χαλκός κτλ ) βελτιώνουν την σκληρότητά του ώστε να
κατασκευασθούν αντικείμενα. Με άλλα καράτια γίνονται τα δαχτυλίδια (18 Κ) με
άλλα οι σταυροί, με άλλα οι αλυσσίδες (14 Κ). Το πιο ευτελές είναι με 9 Κ, κατ’
όνομα χρυσό δηλαδή.
Ανδρέας
«Στους 3 μήνες, αν
εξαφανιστείς, πηγαίνουν για λιώσιμο»
Το κύριο ζητούμενο μου ήταν να διαπιστώσω
τι ισχύει στην αγορά των ενεχυροδανειστηρίων. Γρήγορα όμως ανακάλυψα πως
ελάχιστοι ήταν αυτοί που λειτουργούν ως ενεχυροδανειστές, ακόμα και αν αυτή η
ιδιότητα αναγραφόταν στη διαφημιστική τους πινακίδα. Δεν έδιναν περαιτέρω
εξηγήσεις όταν τους επισήμανα αυτήν την αντίφαση, αρκούνταν μόνο στο να
γνεύσουν αρνητικά. Όσο για το τι ισχύει στην περίπτωση του ενέχυρου, σε
κατάστημα μεγάλης αλυσίδας αγοράς και ενεχυροδανεισμού με ενημέρωσαν πως «Πληρώνεις κάθε μήνα μια δόση 10% της αξίας. Αν δηλαδή πήρες
1000 ευρώ δίνεις κάθε μήνα 100 και όταν αποφασίσεις να τα πάρεις πίσω δίνεις τη
μηνιαία δόση συν τα 1000, δηλαδή 1.100». Αργότερα σε ένα άλλο
γραφείο ο υπερήλικας ιδιοκτήτης έθεσε 8% ως τόκο και όπως εξήγησε λακωνικά «Στους 3 μήνες, αν εξαφανιστείς, πηγαίνουν για λιώσιμο».
Δεν διευκρίνισε τι γίνεται σε αυτήν την περίπτωση με τα χρήματα που έχεις ήδη
καταβάλει. Από τη σύντομη κουβέντα που έπιασα μαζί του κατάλαβα πως είναι
αρκετοί οι πελάτες που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν ή που σταδιακά χάνουν το
ενδιαφέρον τους και αφήνουν το ενέχυρο στην τύχη του. Σχολιάζοντας μια ζυγαριά
παλιού τύπου που πλέον είχε ως διακοσμητική στον χώρο του έδωσα το έναυσμα
άρχισε να κατηγορεί τους καιροσκόπους που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια
καταστήματα και που «δεν έχουν καμία σχέση με το
επάγγελμα».
Αρκετοί πελάτες αδυνατούν να αντεπεξέλθουν
ή σταδιακά χάνουν το ενδιαφέρον τους και αφήνουν το ενέχυρο στην τύχη του.
Αντίβαρο στα ιδιωτικά ομιχλώδη συμφωνητικά
αποτελούσε το Κρατικό Ενεχυροδανειστήριο,
που ιδρύθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1934 με την
οικονομική στήριξη του Νέου Ταχυδρομικούς
Ταμιευτηρίου ως μέτρο, όπως αναφερόταν στην ιστοσελίδα του «ανακούφισης των κοινωνικών στρωμάτων
που λόγω της οικονομικής κρίσης γίνονταν έρμαιο στα χέρια των τοκογλύφων».
Εδώ και δύο χρόνια όμως υπάγεται σε ιδιωτική τράπεζα και δεν λαμβάνει
καινούργια ενέχυρα, παρά μόνο διαχειρίζεται τα ήδη υπάρχοντα.
Όσον αφορά την αγορά, σε περίπτωση που ο
πωλητής αλλάξει γνώμη, άλλοι απάντησαν πως είναι υποχρεωμένοι να τα κρατήσουν
για ένα χρονικό διάστημα πριν τα λιώσουν και πως αν τους ζητηθούν θα τα
επιστρέψουν, ενώ άλλοι μου ξεκαθάρισαν πως δεν τα επιστρέφουν γιατί «θα έχουμε πρόβλημα στην τιμολόγηση». Στην
πραγματικότητα υπάρχει αστυνομική διάταξη (άρθρο 4 του υπ' αριθ. 1010/10/5 - ΦΕΚ Β' 1948/2011)
η οποία υποχρεώνει τους «ασχολούμενους
με την αγοραπωλησία ή τήξη μεταχειρισμένων κοσμημάτων και κομψοτεχνημάτων από
χρυσό και λοιπών τιμαλφών» να φυλάσσουν για έναν μήνα τα αγορασθέντα
αντικείμενα εντός του καταστήματος, ενώ με βάση το Ν.
2251/94 περί προστασίας των καταναλωτών, σε περίπτωση που οι
καταναλωτές αλλάξουν γνώμη και θέλουν να ανακτήσουν τα αντικείμενά τους, έχουν
δικαίωμα υπαναχώρησης και ματαίωσης της συναλλαγής εντός 14 ημερολογιακών
ημερών από την παραλαβή του χρηματικού ποσού συναλλαγής. Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή
για τα ενέχυρα δεν προβλέπεται ρητά να υποχρεούνται οι ενεχυροδανειστές να
φυλάσσουν τα αντικείμενα σε θυρίδες ασφαλείας (π.χ. τραπεζών) ή τι ακριβώς
γίνεται στην περίπτωση που επικαλεστούν απώλεια.
Δεν ήμουν διατεθειμένη να φτάσω βέβαια
μέχρι την αγοραπωλησία ή τον ενεχυροδανεισμό για τις ανάγκες του ρεπορτάζ,
οπότε δεν είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω αν θα λάμβανα ή αν θα έπρεπε να
ζητήσω απόδειξη αγοράς ή κάποιο άλλο παραστατικό που να αποδεικνύει τη
συναλλαγή. Στην ερώτηση που έθεσα με δήθεν αδιάφορο ύφος για το πώς είναι
σίγουροι πως τα κοσμήματα που αγοράζουν δεν είναι κλεμμένα την πιο αφοπλιστική
απάντηση μου την έδωσε η γυναίκα στο ισόγειο κατάστημα: δεν μπορούν να είναι
σίγουροι γι’ αυτό που τους πηγαίνεις απλά αποφεύγουν «περίεργες περιπτώσεις» γιατί υπάρχει η
πιθανότητα σε έλεγχο της αστυνομίας να γίνει κατάσχεση και να βγουν ζημιωμένοι.
Ένας νεαρός με το που τον ρώτησα αγχώθηκε και μου είπε πως θα έπρεπε να
υπογράψω υπεύθυνη δήλωση. Οι υπόλοιποι στην ερώτηση μου αν χρειάζεται να έχω
κάτι μαζί μου ανέφεραν μόνο ταυτότητα και
ελάχιστοι και ΑΦΜ.
Δεν μπορούν να είναι σίγουροι γι’ αυτό που
τους πηγαίνεις απλά αποφεύγουν «περίεργες περιπτώσεις» γιατί υπάρχει η πιθανότητα σε έλεγχο της
αστυνομίας να γίνει κατάσχεση και να βγουν ζημιωμένοι.
Σωρεία παραβατικών ενεργειών
Στο παρελθόν, και σύμφωνα με έκθεση της
ανεξάρτητης αρχής “Συνήγορος του Καταναλωτή”
κλιμάκια της Ασφάλειας και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του
Υπουργείου Οικονομικών, ενεργώντας στο πλαίσιο ελεγκτικής εξόρμησης σε
ενεχυροδανειστήρια σε όλη τη χώρα, διαπίστωσαν
σωρεία σοβαρών παραβατικών ενεργειών, ανάμεσα στις οποίες: πραγματοποίηση συναλλαγών χωρίς την τήρηση
παραστατικών και δίχως ενημέρωση των βιβλίων, λειτουργία χωρίς άδεια, διάπραξη
φορολογικών παραβάσεων, καθώς και των αδικημάτων της αποδοχής και διάθεσης
προϊόντων εγκλήματος, όπως επίσης της εκβίασης, ενώ λαθραίες εξαγωγές ελληνικού
χρυσού περιγράφει η έκθεση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας
Καταναλωτή. Συγκεκριμένα κάνει λόγο για «παράνομη εξαγωγή χρυσού στο εξωτερικό μετά την τήξη των
κοσμημάτων σε εργαστήρια, κατά την οποία ο καθαρός χρυσός διαχωρίζεται από τις
προσμείξεις και μετατρέπεται σε ράβδους», και συνεχίζει την
περιγραφή: «Οι επιτήδειοι
συχνά εξαφανίζουν τα ίχνη των συναλλαγών, οι οποίες διενεργούνται συχνά και
χωρίς παραστατικά».
Επώδυνο ξεπούλημα
Η βασικότερη παράμετρος που λειτουργεί και
ως μία παράτυπη νομιμοποίηση των παραπάνω ενεργειών είναι ο δισταγμός των ίδιων
των πολιτών να μιλήσουν για τις εξαπατήσεις ή τις παραβάσεις που αντιμετώπισαν
κατά τις συναλλαγές τους. Ας μην αγνοούμε άλλωστε το γεγονός ότι ο ενεχυροδανεισμός και η πώληση
χρυσαφικών είναι συνυφασμένες στη συλλογική συνείδηση με την φτώχεια και την
κοινωνική έκπτωση, άρα ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν
και να καταγγείλουν δημόσια τέτοιου είδους εμπειρίες. Ένα ακόμα μελανό σημείο
της αγοράς χρυσού είναι το γεγονός πως οι
μνήμες της κατοχής και των μαυραγοριτών παραμένουν περισσότερο ζωντανές από όσο
ίσως πιστεύουμε. Εξίσου ισχυρό είναι και το αίσθημα πως η οικογενειακή μας ιστορία αποτυπώνεται μέσα από
τους καλά φυλαγμένους μικρότερους ή μεγαλύτερους θησαυρούς της, άρα η πώλησή
τους σημαίνει αυτόματα και ένα επώδυνο “ξεπούλημα”. Οι
συναισθηματικές προεκτάσεις της συγκεκριμένης αγοράς είναι αυτές που με τη
σειρά τους ρίχνουν το δικό τους φορτίο σκόνης στα ήδη λερωμένα γραφεία και στα
καλυμμένα από διαφημίσεις ισόγεια, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός νέφους
ακόμα πιο σκοτεινού, πυκνού και αδιαπέραστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου