ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ
6. Η ΒΡΟΧΗ
Ξημερώματα και η βροχή με σκλαβώνει
Πήρα βαθιές αναπνοές έξω στο μπαλκόνι
Μιας καταιγίδας αστραπή άστραψε στον
ουρανό
Σύννεφα μαύρα συμβόλιζαν τον ερχομό.
Έριξα κάτι επάνω μου, να κάνω
συντροφιά
Χτυπά την τέντα μονότονη βροχή
Απότομα νοιώθω τα δάκρυα μέσα στη
ψυχή
Κάνει παρέα του καημού την αγκαλιά.
Πλημμύρισε ο δρόμος, κυλούσαν τα νερά
Έλαμψαν τα άστρα, στον ουρανό σιωπηλά
Φωνές περαστικών, δεν ήθελα να
κοιμηθώ.
Ανάσανα βαθειά, κοιτώντας τον ουρανό.
Ξημέρωσε για τα καλά, μια νύχτα
πλανεμένος
Ξάπλωσα στο κρεβάτι, βαρύς και
νυσταγμένος
Αποκοιμήθηκα, συννεφιά στων ματιών
μου τα βάθη
Ήταν όνειρο της αγάπη μου τα πάθη.
Λάζαρος – Κίμων Μπερβερίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου