Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Γραβάτα και Μπίνγκο


Γραβάτα και Μπίνγκο
Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΛΩΣΗΣ Υποστράτηγος ε.α.
     Ένα από τα μεγάλα μαρτύρια των παλαιοτέρων εποχών για τους Αξιωματικούς, ήταν η γραβάτα. Η «ευπρεπής ενδυμασία», άρχιζε και τελείωνε στη γραβάτα. Και καλά τον χειμώνα, το πράγμα παλευόταν. Αλλά καλοκαίρι; Με κάτι θερμοκρασίες να σκάει ο τζίτζικας;
Ιούλιος ή Αύγουστος επί παραδείγματι και να είσαι αναγκασμένος  να  κυκλοφορείς  στη  Νιγρίτα,  με  κοστούμι  και γραβάτα. Καθόσουν στο ιστορικό ζαχαροπλαστείο «Η Βιολέττα» για να ριμαδοφάς ένα γλυκό ή ένα παγωτό και ο ιδρώτας έτρεχε κουβάδες από πάνω σου. Και  μη διανοηθείς ούτε καν να ξεσφίξεις τη γραβάτα. Το «αόρατο» μάτι του Διοικητού  Τάγματος  ή  του  Συνταγματάρχου,  βρισκόταν παντού.
    Αυτά για τις μικρές φρουρές. Μη νομίσετε όμως ότι και στις μεγάλες πόλεις, πλην Αθηνών και Θεσσαλονίκης, μπορούσες  να  ξεφύγεις.  Δυστυχώς  αυτό  νόμισα  εγώ,  όταν υπηρετούσα  ως  διμοιρίτης  στην  ΣΕΑΠ.  Ότι  δηλαδή  στο Ηράκλειο  της  Κρήτης  π.χ.  μπορούσες  να  κρυφτείς.  Με  αυτό  το,  λάθος  όπως  απεδείχθη,  σκεπτικό  φοράω  ένα κοντομάνικο και πηγαίνω με το στεφάνι μου, σε μια κάπως απόμερη  συνοικία  της  Κρητικής  μεγαλουπόλεως,  για  να απολαύσω το  «Love Story». Τρόπος του λέγειν δηλαδή η απόλαυση, γιατί το έργο ήταν  άκρως ψυχοπλακωτικό. Το είδαμε κλάψαμε με την ψυχή μας και πήγαμε σπιτάκι μας.
    Την  άλλη  μέρα  το  πρωί  με  ειδοποιεί  ο  διοικητής  του λόχου ότι με ζητάει ο Ταγματάρχης Τάδε. Ανύποπτος και πρόθυμος παρουσιάζομαι στον Ταγματάρχη όπου με περιμένει μία κατσάδα ίσα με 6 Μποφώρ. «Και γιατί κύριε Υπολοχαγέ είσαστε χωρίς γραβάτα και γιατί σε μια στιγμή αγκαλιάσατε την κοπέλα και γιατί φτύνατε με ορμή τον πασατέμπο με κίνδυνο να τραυματίσετε τον μπροστινό σας και θα σκεφτώ αν θα σας αναφέρω». Αντιλαμβάνεσθε ότι αναθεμάτισα  την  στιγμή  όχι  που  δεν  φόρεσα  γραβάτα, αλλά που δεν πήρα τα βουνά, ώστε να μη μπορεί να με ανακαλύψει ούτε ο αστυνόμος Σαίνης. Για την ιστορία ο Ταγματάρχης δεν με ανέφερε.
    Μ π ί ν γκ ο ! Λέξη μαγική όσο και μυστηριώδης. Τι ήταν το Μπίνγκο;  Ήταν ένα τυχερό παιχνίδι, το οποίο είχε εφευρεθεί με σκοπό για να «τρώει» τα Σαββατόβραδα των Αξιωματικών.
    Ήσουν το ένα Σάββατο υπηρεσία. Το άλλο αντιπροσωπεία και το παράλλο τίποτα. Κούνια που σε κούναγε. Ακριβώς το παράλλο και από το πουθενά, έσκαγε ένα Μπίνγκο και σου γκρέμιζε όλα τα σχέδια για ένα ξεκούραστο Σαββατοκύριακο. Το Μπίνγκο ήταν χορός, χωρίς όμως να έχει όλα εκείνα τα επίσημα χαρακτηριστικά της χοροεσπερίδας (επίσημες στολές, μουσικό συγκρότημα κ.λπ.). Είχε όμως όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της εξουθενωτικής ταλαιπωρίας για τις διάφορες επιτροπές. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ο μικρός χρόνος προετοιμασίας, αφού αποφασιζόταν και εκτελούνταν  σε  χρόνο  μηδέν  με  χρόνο  προετοιμασίας μέχρι και 2 μέρες, πλην όμως οι απαιτήσεις κολοσσιαίες.
    Προσκλήσεις,  φαγητά  και  τα  τοιαύτα.  Τι ακριβώς  όμως ήταν το Μπίνγκο; Έστι ουν Μπίνγκο (πάει μας τελείωσε αυτό…) τυχερόν παίγνιον αποτελούμενο από  μια  κληρωτίδα  χειροκίνητη,  που είχε μέσα αριθμούς. Γύριζε η κληρωτίδα, την οποία συνήθως και για το αδιάβλητο (αυτό μας μάρανε) την γύριζε ένα παιδάκι και έβγαιναν αριθμοί. Ο πρώτος που θα συμπλήρωνε την καρτέλα του από τους κληρωθέντες αριθμούς, φώναζε την μαγική λέξη «Μπίνγκο» και υπό τα χειροκροτήματα των παρισταμένων,  πήγαινε
να παραλάβει το προς τούτο αθλοθετηθέν δώρο.
    Δώρο όμως; Ποιο δώρο; Αν μεν ήταν στρατιώτης, ξεμπέρδευες με μία τιμητική. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι τυχεροί ήταν πολίτες και μάλιστα εκ των ευυπολήπτων της πόλεως. Και επειδή  και  τότε  «λεφτά  δεν  υπήρχαν»,  οι διοργανωτές προσέφευγαν στην γνωστή μέθοδο των χορηγών, περισσότερο γνωστής ως «ζητιανιά».
    Έλεγε ο Διοικητής: «Για τα δώρα, υπεύθυνος  ο  Δημήτρης,  που  είναι  κι’  από εδώ», οπότε πεταγόταν ο καλώς πληροφορημένος: «Ποιος Δημήτρης κ. Διοικητά;  Αυτός  δεν  μιλάει  με  την  μισή πόλη. Με τον έναν έχει διαφορές για τα κτήματα,  με τον άλλο για τα πολιτικά, με τον τρίτο για το ποδόσφαιρο και με τον  άλλο  για  τα  μάτια  της  Ελενίτσας, της κόρης του φούρναρη». Νέος σχεδιασμός  και  νέα  απόφαση:  «Εν  τάξει
υπεύθυνος ο Μανώλης, που είναι από την Κρήτη».
    Και άρχιζε η τσάρκα στα καταστήματα της  πόλεως,  προκειμένου  να  συγκεντρωθούν μπρίκια,  κάδρα με την Γενοβέφα, ένα τελάρο μήλα (ο προμηθευτής μανάβης), 5 κιλά μπριζόλες (ο προμηθευτής χασάπης) και 3 σακιά τσιμέντο (ο προμηθευτής… υλικά οικοδομών).
    Αλλά και τα υπόλοιπα, ήταν ακριβώς τα ίδια. Δηλαδή, προσοχή στο μπιφτέκι του κ. δημάρχου, πρόβα για τον μπάλο του κ. διευθυντού του νοσοκομείου που είναι νησιώτης και τράβα κορδέλα.
    Ώσπου βρέθηκε κάποτε ένας χριστιανός, το όνομά του οποίου  ποτέ  δεν  έγινε  γνωστό,  ώστε  να  καταχωρισθεί στους ευεργέτες των αξιωματικών. Αυτός λοιπόν κατόρθωσε να πείσει την ιεραρχία, ότι ήταν ένα καθαρά τυχερό παιχνίδι, με συνέπεια να καταργηθεί.
Μπίνγκο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου