Η Σαλονίκη που ‘σβηνε
(Ποίημα Ιωάννη Πολέμη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης)
Η Σαλονίκη, που ‘σβηνε με του καιρού το διάβα
(καντήλι που τρεμόφωτο για λάδι λαχταρά)
από βραδύς κοιμήθηκε δυστυχισμένη, σκλάβα
και την αυγούλα εξύπνησεν αρχόντισσα, κυρά.
Τι να ’βλεπε στον ύπνο της; τι νάταν τ' όνειρό της;
-Τον Άη Δημήτρην έβλεπε στ' άτι του το γοργό
που ροβολώντας έκραζε με τη φωνή της νιότης:
"Άνοιξε πόρτα της σκλαβιάς, η Λευτεριά είμ' εγώ!"
Κι' άνοιξ' η πόρτα ορθάνοιχτη μπροστά στον καβαλλάρη
κ' εμπήκ' εκείνος κ' έλαμψε σαν τον Αυγερινό,
κ' υψώνοντας και παίζοντας τ' αστραφτερό κοντάρι
έδειξε με το δάκτυλο του Ολύμπου το βουνό.
Κ' έστρεψ' εκεί τα μάτια της η σκλάβα η πονεμένη
κι' αγνάντεψε αστραπόλαμπρη του Ολύμπου την κορφή,
κι' είδε απ' τη ράχη στην πλαγιά γοργά να κατεβαίνει
η Ώμορφη, η Πεντάμορφη, του Ήλιου η αδελφή.
Η κόμη της ανέμιζεν, ιτιά χρυσοκλωνάτη,
τα στήθη της χιονόλευκα, τα μάτια γαλανά,
στο χέρι της τη φλογερή γυμνή ρομφαία εκράτει
κι' ολόχρυσα αντιφέγγιζαν τ' απόμακρα βουνά.
Κατέβηκε κ' εδιάβηκε τη διάπλατη την πόρτα
η Ώμορφη, η Πεντάμορφη, του Ήλιου η αδελφή,
κι' όπου πατούσε ευώδιαζε, και τ' άνανθα τα χόρτα
ρόδα και κρίνους άνθιζαν σε κάθε της στροφή.
Κ' έπεσ' η σκλάβα ταπεινά μπρος στην ωραία παρθένα
γονατισμένη, αμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή
κ' εκείνη την ανάγειρε με χέρια ανδρειωμένα
και την εσφικταγκάλιασε μ' ατέλειωτο φιλί.
Και τη στιγμή που σμίξανε για το φιλί τα χείλια,
έπεσαν, βροντοκόπησαν τα σίδερα τα βαρειά,
οι αλυσίδες έσπασαν, στόματ' αγγέλων χίλια
αθώρητα ετραγούδησαν το "Χαίρε, Ελευθεριά!"...
Κ' η σκλάβα εξύπνησε με μιάς πετιέται απ' το κρεββάτι,
τα ξαφνιασμένα μάτια της στα κάστρα της κολλά-
Όχι δεν ήταν όνειρο, να τη η παρθένα, να τη!
ώμορφη, γαλανόλευκη, με το Σταυρό ψηλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου