4.ΤΑ ΓΑΤΑΚΙΑ
Μου είπαν να γράψω στίχους, για τα
άσπρα
συννεφάκια
Εγώ όμως προτίμησα να γράψω, για της
Σούλας τα γατάκια.Τι χαριτωμένα που ήταν, δεν είχαν μεγαλώσει ακόμα
Έπιναν γάλα σαν μωράκια, μ΄ένα μπιμπερό στο στόμα.
Όλο έπαιζαν μεταξύ τους, και
κοιτούσαν από το τζάμι
Τον ζωγράφο που κρατούσε, το πινέλο
και γελούσεΠου τα έβλεπε σαν μοντέλο, έτοιμος να τ΄ απαθανατίσει
Της αγάπης και συμπάθειας απ΄ αυτά να την κερδίσει.
Ήταν και ο ωραίος γάτος
που σκορπούσε στη γειτονιά
Με τα άσπρα τα μουστάκια, όλο χάρη
και πονηριά.Έψαχνε φαγητό να βρει στου ζωγράφου την αυλή
Και όλο πάντα απορούσε, για χλιδάτη ζωή
Που περνούσαν τα γατάκια με τα χάδια
τα γλυκά
Και είχε πάντοτε κρυφή ελπίδα, πότε
πια θα μεγαλώσουνΝα κουνάνε την ουρά τους, για να κάνουνε παρέα…
Να γεμίσει η γειτονιά και ο γάτος να κοιτά, άλλες δύο και άλλη μια.
Μεγάλη θλίψη ήρθε στου ζωγράφου
και στης Σούλας την ζωή
Τα γατάκια της αγάπης, σκόρπησαν
στους πέντε δρόμουςΔεν επέστρεψαν στο σπίτι, ούτε μέσα στην αυλή.
Ελπίζω όμως να γυρίσουν πίσω, για να δώσουνε χαρά
Στις ελεύθερες τις ώρες για να τάχουν συντροφιά.
Κίμων – Λάζαρος Μπερβερίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου