Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Ἡ Μνήμη


ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ  
Ἡ Μνήμη
Χρῆστος Σακαρίδης Ὑπ. Διδάκτωρ Ἠλεκτρολόγος Μηχανικός καί Μηχανικός Ὑπολογιστῶν Ὁμοσπονδιακό Πολυτεχνεῖο Ζυρίχης (ETH)
1
Αἰῶνες πάλευε ὁ Ρωμιός
τήν πίστη του νά σώσει.
Μέ τό μαχαίρι στό λαιμό
τά ἅγια μήν προδώσει.
Ἔντυνε ἡ μάνα τό παιδί
κορίτσι μήν τουρκέψει,
κί ὁ γιός ἔπαιρνε τ’ ἅρματα
Τούρκους νά καρτερέψει.
Ἀκέφαλοι παλεύαμε,
μά ἡ μόνη Κεφαλή μας
στεκόταν πάντα ὁ Χριστός
κί ἡ Ἅγια Ἐκκλησία,
ὁπού ‘δωσε ἅγιους μάρτυρες
καί Δάσκαλους τοῦ Γένους.
Ὅποτε ἔχαν’ ὁ Ἕλληνας
τήν πᾶσαν του ἐλπίδα
καί ἔτοιμος φαινότανε
τόν πόλεμο νά πάψει,
στό νού του ἔφερνε μεμιάς
τήν Ἅγια Θεοτόκο
καί τό μαρτύριο λάβαινε,
θαρρεῖς, μιάν ἄλλη γλύκα.
Κί ὅπως ὁ κάθε Ἕλληνας
στήν Παναγιά εὐχόταν,
ἔτσι κί ὁ Πόντιος ἔδινε
στήν Παναγιά τόν ὄρκο
πώς τά παιδιά του ἀβάπτιστα
δέν πρόκειται ν’ ἀφήσει,
κί ἀς νόμιζ’ ἔξω ὁ ντουνιᾶς
πώς τόν Ἀλλάχ λατρεύει.
Σάμπως καί ὁ πατέρας του
δέν φώναξε δεσπότη
μέσα στό σπίτι μυστικά
τό βρέφος νά βαπτίσει;
Ὅπως αὐτός ὁ Πόντιος
ἔδινε τόν ἀγῶνα
παιδάκια χριστιανόπουλα
στόν κόσμο αὐτό νά φέρει,
ἔτσι κί ὁ ἄλλος Πόντιος,

2
μέ φανερή τήν πίστη,
μάχη μεγάλη ἔδινε
τήν φαμελιά νά θρέψει,
γιατί χαράτσι ἐρχότανε,
κεφαλικός ὁ φόρος,
ὅσο σ’ ἐδάφη τουρκικά
ἐπέμενε νά βιώνει.

Καί μέ τά χρόνια τά πολλά
καί μέ πολλές θυσίες,
ἔδωσε κάποτε ὁ Θεός
ὁ σπόρος ὁ κρυμμένος
νά βρεῖ τό χῶμα τρυφερό
κί ἡγέτες μυαλωμένους
καί μέ τό αἷμα τῶν κλεφτῶν
νά ἀπλώσει ξάφνου ρίζες
στή Ρούμελη καί στό Μωριᾶ,
τ’ Ἅγιο Εἱκοσιένα.
Ἐνῷ ὁ Πόντος νόμισε
πώς πλησιάζει ἡ μέρα
πού ἡ Ρωμιοσύνη θ’ ἀπλωθεῖ
μέχρι τήν Τραπεζούντα
κί ἡ Πόλη πάλι θά γενεῖ
τοῦ Δικαιοκρίτη ὁ θρόνος,
μαρτύρια τόν περίμεναν
πού τέτοια δέν ξανάδε.

Ὁ πρῶτος Πόντιος νόμισε
πώς ἔφτασε ἡ ὥρα
νά πάψει πιά τά ψέματα,
τήν πίστη του νά δείξει.
Ἡ Κρώμνη στέκει ἀνάστατη,
βροντάει ἡ ἀλήθεια
πώς οἱ Κρωμνιῶτες τόν Χριστό
στά στήθια τους κρατοῦνε!
Μόνο πού δέν θυμήθηκαν
τόν ἄλλονε προφήτη,
πού σ’ ὅποιονε τόν ἀρνηθεῖ
θάνατο τοῦ φυλάει.
Γιατί ὁ Τοῦρκος δέν μπορεῖ
στό νού του νά χωρέσει
πώς ὅσους εἶχε γιά Τουρκιά
3
μέ φανερή τήν πίστη,
μάχη μεγάλη ἔδινε
τήν φαμελιά νά θρέψει,
γιατί χαράτσι ἐρχότανε,
κεφαλικός ὁ φόρος,
ὅσο σ’ ἐδάφη τουρκικά
ἐπέμενε νά βιώνει.

Καί μέ τά χρόνια τά πολλά
καί μέ πολλές θυσίες,
ἔδωσε κάποτε ὁ Θεός
ὁ σπόρος ὁ κρυμμένος
νά βρεῖ τό χῶμα τρυφερό
κί ἡγέτες μυαλωμένους
καί μέ τό αἷμα τῶν κλεφτῶν
νά ἀπλώσει ξάφνου ρίζες
στή Ρούμελη καί στό Μωριᾶ,
τ’ Ἅγιο Εἱκοσιένα.
Ἐνῷ ὁ Πόντος νόμισε
πώς πλησιάζει ἡ μέρα
πού ἡ Ρωμιοσύνη θ’ ἀπλωθεῖ
μέχρι τήν Τραπεζούντα
κί ἡ Πόλη πάλι θά γενεῖ
τοῦ Δικαιοκρίτη ὁ θρόνος,
μαρτύρια τόν περίμεναν
πού τέτοια δέν ξανάδε.

Ὁ πρῶτος Πόντιος νόμισε
πώς ἔφτασε ἡ ὥρα
νά πάψει πιά τά ψέματα,
τήν πίστη του νά δείξει.
Ἡ Κρώμνη στέκει ἀνάστατη,
βροντάει ἡ ἀλήθεια
πώς οἱ Κρωμνιῶτες τόν Χριστό
στά στήθια τους κρατοῦνε!
Μόνο πού δέν θυμήθηκαν
τόν ἄλλονε προφήτη,
πού σ’ ὅποιονε τόν ἀρνηθεῖ
θάνατο τοῦ φυλάει.
Γιατί ὁ Τοῦρκος δέν μπορεῖ
στό νού του νά χωρέσει
πώς ὅσους εἶχε γιά Τουρκιά
4
Ρωμιοί ἀκόμα μένουν.
Κί ἐνῷ οἱ Ρωμιοί περίμεναν
πώς τοῦ σουλτάνου ὁ νόμος
στέκει θεμέλιο δυνατό
γιά τό δικό τους δίκιο,
ἡ παρρησία τους αὐτή
φέρνει τή συμφορά τους,
γιατί καιρός δέν ἤτανε
τήν πίστη τους νά δείξουν.
Ἄλλοι βρίσκουν τό θάνατο
μές στόν δικό τους τόπο,
ἄλλοι τό βιός τους χάνουνε
καί πάει σέ μουσουλμάνους
κί ἄλλοι βαρκάκι παίρνουνε
καί φεύγουν στή Ρωσία.
Αὐτά στήν Κρώμνη γίνονται
καί στόν λοιπό τόν Πόντο,
ὥσπου οἱ κρυπτοχριστιανοί
λαβαίνουν τό μαντάτο
καί τά καντήλια βάζουνε
ξανά μές στά σκοτάδια,
μέχρι νά ‘ρθεῖ ξανά καιρός,
μέχρι νά ‘ρθοῦν οἱ χρόνοι.
Μά ἀπ’ τῆς Ἀμάσειας τά βουνά
μέχρι καί τήν Σινώπη,
Τοκάτη, Ἀργυρούπολη,
Σαμψούντα, Τραπεζούντα,
ὁ δεύτερος ὁ Πόντιος
χειρότερα ὑποφέρει,
γιατί εἶναι, βλέπεις, χριστιανός
καί ἡ Τουρκιά φοβᾶται
πώς σάν ὁ Ρῶσος θά φανεῖ
δίπλα του θέ’ νά στέρξει.
Καί κάθε πού ‘ναι πόλεμος
ἀνάμεσα στούς δύο,
χωριά Ἑλλήνων καίγονται
κί οἱ Ἕλληνες κινοῦνε
κατά τά μέσα τά βαθιά
τῆς μαύρης Μικρασίας,
γιά νά μήν εἶναι ἐκεῖ κοντά
5
πού θά διαβεῖ ὁ Ρῶσος,
μά πιότερο γιά νά χαθοῦν,
ποτέ νά μή γυρίσουν,
καί νά τουρκέψει ὁλότελα
ὁ ἔρημος ὁ Πόντος.

Κρατοῦν αὐτά τά βάσανα
πενήντα τόσα χρόνια
κί ὡστόσο πιό ἀδύναμος
ὁ Τοῦρκος ὅλο βγαίνει.
Ὥσπου προβάλλει κίνημα
ἀνάμεσα στούς Τούρκους
κί ἐνῷ μιλᾶ γιά ἀνοχή
καί πρόοδο κί εἰρήνη,
κρυφά ἀπ’ τούς Ἕλληνες σπαθιά
παλιά ξεθηκαρώνει,
γιατί γυρεύει οἱ Ρωμιοί
ἀπ’ τήν Τουρκιά νά λείψουν!
Καί γλήγορα ἀρχινοῦν σφαγές,
σκόρπιες δολοφονίες,
σ’ ὁλάκερα τά ἐδάφη τους,
Θράκη, Μακεδονία,
Ἰωνία, Σμύρνη, Φώκαια,
καί πλιότερο στόν Πόντο.
Κί ἐνῷ ἡ Ἑλλάδα μάχεται
νά σώσει τά παιδιά της
κί ἁρπάει τήν τελευταία στιγμή
ἀπ’ τοῦ θεριοῦ τό στόμα
τήν Ἤπειρο ὡς τήν Κορυτσά
καί τήν Μακεδονία,
ξεσπάει Μέγας Πόλεμος
σέ ὅλη τήν Εὐρώπη
καί στό πλευρό τῶν Γερμανῶν
πηγαίνει ἡ Τουρκία.
Μαῦρε μου Πόντε, ἔρημε,
τί σοῦ ‘μελε νά πάθεις;
κί ἐσύ καημένη Θράκη μου,
καί Σμύρνη, κί Ἰωνία,
κί ἀπό κοντά οἱ Ἀσσύριοι
κί ἡ δόλια ἡ Ἀρμενία;
Γιατί ἔβαλαν βουλή πικρή
6
οἱ μπέηδες τῶν Τούρκων,
πού τσ’ ἔφτιαχνε τά σχέδια
ὁ Γερμανός Φόν Σάντερς,
νά ἀφανίσουν γιά καλά
ὅλη τή Ρωμιοσύνη
ἀπό τούς τόπους πού ‘μενε
γιά τρείς χιλιάδες χρόνια!
Κί ἀπό κοντά οἱ Ἀρμένηδες
κί οἱ Ἀσσύριοι νά λείψουν!
Κί ἔτσι νά ἀφανίσουνε
τῶν χριστιανῶν τά γένη.

Βάζουν μπροστά πολύ γοργά
τ’ ἄνανδρο σχέδιό τους,
ἀπό τό Δεκατέσσερα,
πρίν τό Δεκαεννέα,
καί στέλνουν κάθε χριστιανό
στοῦ λύκου μές τό στόμα,
στά τούρκικα φουσάτα τους
νά πᾶνε νά κλειστοῦνε!
Νά σπᾶνε πέτρες, νά ἐργαστοῦν
γιά τοῦ πολέμου τά ἔργα,
ὁλημερίς κί ὁλονυχτίς
μέ μιά μπουκιά ψωμάκι,
στά χιόνια μέσα, στή βροχή
καί στόν καυτό τόν ἥλιο,
τά κόκκαλα νά ἀφήσουνε
ἐκεῖ πού θά έργαστοῦνε!
Καί τά χιλιάδες κόκκαλα
τῶν χριστιανῶν τῶν δόλιων
ἄνεμος κρύος τά φυσᾶ
καί τά χτυπάει ὁ ἥλιος.
Καί νά ‘ταν μόνο κόκκαλα
πού πίσω τους ἀφῆσαν!
Γιατί γυναῖκες καί παιδιά
στίς πόλεις τους ἀφῆσαν
καί γέροντες ἀνήμπορους
καί τά μωρά τά βρέφη,
πού μεῖναν ἀπροστάτευτα
στοῦ Τούρκου τό μαχαίρι.
Κί οἱ Τοῦρκοι λένε στά παιδιά,
7
κί οἱ Τοῦρκοι λέν στούς γέρους,
πώς ὅσοι μείνουν στό χωριό
τόν θάνατο θά βροῦνε,
μόν’ πρέπει μέσ’ ἀπ’ τά βουνά
τόν δρόμο νά τραβήξουν,
τάχα γιά νά μακρύνουνε
ἀπ’ τούς ἐχθρούς τῶν Τούρκων,
μά πλιότερο γιά νά σφαχτοῦν
σάν τ’ ἄσπρα τά ἀρνάκια.
Γιατί στό δρόμο τόν μακρύ
πού πῆραν καί τραβῆξαν
δέν ἤτανε μόνο ἡ βροχή,
δέν ἤτανε τό χιόνι
πού ὁλημερίς κί ὁλονυχτίς
πάντα τούς καρτεροῦσε.
Μά ἦταν κί ὁ Τοπάλ Ὀσμάν
κί οἱ ἄλλοι οἱ φονιᾶδες,
πού σφάζαν τά μωρά παιδιά
καί μάνες καί γερόντους
καί μακελεύανε φριχτά
ὁλάκερο τόν Πόντο.
Μπαίνανε μέσα στά χωριά
καί μάζευαν τόν κόσμο
καί τούς ἐβάζαν ὅλους τους
σέ σπίτια κυκλωμένα,
νά μήν μποροῦν ἔξω νά βγοῦν
χωρίς νά φᾶνε βόλι.
Κί ὕστερα βάζανε φωτιά
καί καίγανε τό σπίτι
καί μέναν μέσα τά παιδιά
καί μέναν μέσα οἱ μάνες
κί ὁ θάνατος τούς ἔβρισκε
ἀπ’ τῆς φωτιᾶς τίς γλῶσσες.
Κί ὅσοι γλιτῶναν τό χαμό
ἀφήνανε τό βιός τους
γιά ἕνα ξεροκόμματο
σέ μουσουλμάνων χέρια.

Ὡστόσο παύει ὁ πόλεμος
καί ἡ Τουρκιά νικιέται
κί οἱ Ἕλληνες πιστεύουνε
8
πώς ἦρθε ὁ λυτρωμός τους!
Σημαῖες γαλανόλευκες
στή Σμύρνη κυματίζουν,
γιά νά τίς δοῦν οἱ εὔζωνοι
πού μπαίνουν στά στενά της,
καί μές στό Βόσπορο ἀρμενᾶ
ἑλληνικό καράβι.
Στήν Παναγιά προσεύχονται
κί οἱ Πόντιοι οἱ καημένοι
ἡ Ρωμιοσύνη ν’ ἀπλωθεῖ
μέχρι τήν Τραπεζούντα
καί τά τουφέκια ἔτοιμα
κρατοῦν μές στά ὑπόγεια,
γιά νά ποτίσει τό αἷμα τους
τῆς λευτεριᾶς τό δέντρο.
Μά μές στήν ὥρα τῆς χαρᾶς
καί τῆς τρελῆς ἐλπίδας
σαλπάρει ὁ θάνατος κρυφά
ἀπ’ τά νερά τῆς Πόλης
καί στοῦ Μαΐου τίς δεκαεννιά
πατάει στήν Σαμψούντα.
Κί εἶν’ τό μαρτύριο τό στερνό
χειρότερο ἀπ’ τό πρῶτο,
γιατί ὁ Μουσταφᾶ Κεμάλ,
τῶν Τούρκων στρατηλάτης,
εἶν’ τοῦ θανάτου ὁ μαθητής
καί τῆς φωτιᾶς ὁ κάλφας!
Προστάζει τόν Τοπάλ Ὀσμάν
χωριό νά μήν ἀφήσει
πού νά ‘χει μέσα του Ρωμιούς
καί πέτρα ἀπά’ σέ πέτρα,
καί σ’ ὅλους τούς πασᾶδες του
δίνει μεγάλα ἀσκέρια
νά πολεμήσουν μέ παιδιά,
μανάδες καί γερόντους.
Μαζεύει ὅλους τούς ἄρχοντες,
τούς πρώτους μές στόν Πόντο,
παπᾶδες, ράσα ἱερά,
δασκάλους καί ἐμπόρους,
τούς στήνει δίκες ψεύτικες
9
κί ὕστερα τούς κρεμάει!
Ὅσοι Ρωμιοί γλιτώνουνε
γράφουν γραφή ἀγωνίας
καί στήν Ἀθήνα πέμπουν τήν
νά ἔρθει νά τούς σώσει.
Μά μόνο ἕνα ἑλληνικό
καράβι θά ζυγώσει
καί θά βαρέσει κανονιές
ἔξω ἀπ’ τήν Σινώπη,
κί ἀμέσως παύουν οἱ σφαγές
καί σκιάζεται ὁ Τοῦρκος!
Ἄχ Θέ μου, νά ‘ταν τέσσερα
καράβια σάν καί τοῦτο
κί ὁ Πόντος θά λυτρώνονταν
κί ἑλληνικός θά ῆταν...
Μά τό καράβι ἔφυγε
κί ἀναστενάζει ὁ Πόντος!
Οἱ Τοῦρκοι κλείνουν Ἕλληνες
μέσα σέ ἐκκλησίες
καί τούς κρατᾶνε μέσα ἐκεῖ,
ἡ πείνα νά τούς λιώσει.
Ἡ Πάφρα πάει, χάθηκε,
δέν ἔμεινε οὔτε ἕνας,
μά πιό ψηλά, πά’ στά βουνά,
λίγοι ἀκόμα ἀντέχουν!
Βαστᾶνε ἀκόμα τό σπαθί
καί πολεμοῦν τόν Τοῦρκο
κί ἔχουν μαζί τους τά παιδιά,
μαζί τους τίς γυναῖκες,
μά ἔχουν καί βρέφη μικρά
πού κλαῖν ἀπό τό φόβο!
Καί σάν ζυγώνει ἡ Τουρκιά
ἐκεῖ πού ‘ναι κρυμμένοι,
γιά νά σωθοῦνε οἱ πολλοί,
νά μήν φανερωθοῦνε,
θυσία δίνουν τά μωρά-
ἄχ δόλια Πόντια μάνα...
Λυσσάει ὁ Μουσταφᾶ Κεμάλ
νά μή χαθεῖ ἡ Τουρκία,
κί ἐνῷ ὁ Πόντος βάσταγε
10
στήν πλάτη του ἀγκάθι
κί οἱ Ἕλληνες πατήσανε
τῆς Ἄγκυρας τούς λόφους,
μόνοι τους πίσω φεύγουνε
λίγο πρίν τοῦ τήν πάρουν!
Καί εἶναι ὁ πόνος πιά διπλός
γιά τούς Ρωμιούς στόν Πόντο,
γιατί ἔχουν νά διαλέξουνε
τόν τόπο ἤ τήν ζωή τους.
Κί ἄλλοι τραβοῦν τό δρόμο τους
καί φεύγουν στή Ρωσία,
ὅπου φαρμάκια πιότερα
μετά τούς καρτεροῦνε,
κί ἄλλοι στό πλοῖο στοιβάζονται
καί μέσα στίς ἀρρώστιες
καί στόν ἀνείπωτο λιμό
σαλπάρουν γιά τήν Πόλη,
ὅπου πολλοί τόν θάνατο
ἀπό τήν πείνα βρίσκουν
κί οἱ ἄλλοι, ἴδια σκέλεθρα,
φτάνουνε στήν Ἑλλάδα.
Καί ὅσοι δέν γλιτώσανε
καί πίσω ἄταφοι μεῖναν,
ἦταν ψυχές πάρα πολλές,
χιλιάδες τετρακόσιες,
ἄν βάλεις μόνο ὅσους Ρωμιούς
ξεψύχησαν στόν Πόντο.
Μά ἄν βάλεις μέσα κί Ἕλληνες
σέ Θράκη κί Ἰωνία,
μαζί μέ τούς Ἀρμένηδες
κί ὅλη τήν Ἀσσυρία,
θά δεῖς ὅτι ἀπ’ τά γένη αὐτά
μέσα σέ δέκα χρόνια
ψυχές ἐξοντωθήκανε
μυριάδες τετρακόσιες!
Κί ὁ κόσμος δέν κατάλαβε
τί συμφορά τόν βρῆκε,
γιατί δέν βρέθηκαν πολλοί
μέ θάρρος νά μιλήσουν
καί τό ἀπάνθρωπο ἔγκλημα
11
πού εἶδαν καί ἀκοῦσαν
νά μαρτυρήσουν ἄφοβα
σέ ἔθνη καί ἡγέτες,
ἀλλά καί γιατί οἱ ὑπόλοιποι
δέν εἶχαν τοῦ ἀνθρώπου
νά σφάζει γένη ὁλάκερα
γιατί ἀπ’ αὐτόν διαφέρουν.

Χρόνοι περᾶσαν ἑκατό
ἀπ’ τήν Γενοκτονία.
Οἱ Πόντιοι ἀντέξανε,
κρατῆσαν τή λαλιά τους.
Στήν Παναγία Σουμελᾶ
ἐχτύπησε ἡ καμπάνα
κί ὅσοι δέν ἐφανέρωσαν
τήν πίστη τους ἀκόμα,
τήν ὥρα περιμένουνε,
τόν χρόνο καρτεροῦνε
καί τήν Θεοτόκο ἐκλιπαροῦν
νά ἔρθει ἡ λύτρωσή τους.
Γιατί ὁ Πόντος στήν ψυχή
τοῦ Πόντιου θεριεύει,
σάν πιάνει μέ τούς γύρω του
τά χέρια καί χορεύει.
Γιά τούς ὑπόλοιπους Ρωμιούς
χρέος τους πρός τόν κόσμο
καί τίς ἑπόμενες γενιές
πού ἀκόμα δέν φανῆκαν
εἶναι νά ξέρουν ἀκριβῶς
στόν Πόντο τί συνέβη
καί νά μήν λησμονήσουνε
τῶν Πόντιων τή θυσία.
Γιατί φιλία δέν μπορεῖ
στόν κόσμο νά στεριώσει,
σέ ἀνθρώπους δυό ἀνάμεσα
καί πιό πολύ σέ γένη,
τά ὅσα ζήσανε μαζί
σωστά ἄν δέ θυμοῦνται
καί ὅποιος ἔκανε κακό
συγγνώμη ἄν δέ ζητάει.








Η Έλβα επιστρέφει το κόστος διαμονής εάν βρέξει!
    Επιστροφή του κόστους ξενοδοχείου προσφέρει στους τουρίστες το ιταλικό νησί Έλβα, ανοικτά της Τοσκάνης, σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της διαμονής τους βρέξει.
    Η σχετική καμπάνια που λάνσαρε, με τίτλο «Elba No Rain», θα «τρέξει» ό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου