Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου(
3ο και τελευταίο)
(Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1918)
Jean – Claude Allain
Τηρουμένων των
αναλογιών, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για τη Βουλγαρία. Οι όροι της ανακωχής
αποτελούσαν το λιγότερο, που μπορούσε να απαιτήσει κανείς από αυτήν. Το μελλον
διαγραφόταν ανοικτό, καθώς τίποτε δεν προδιέγραφε, για την ώρα, τις προθέσεις
των νικητών σχετικά με το περιεχόμενο της μελλοντικής Συνθήκης Ειρήνης, με εξαίρεση την αποκατάσταση των συνόρων με
τη Σερβία και με την Ελλάδα, έτσι όπως αυτά είχαν πριν από την παρέμβαση της
Βουλγαρίας στον πόλεμο. Κατά τα άλλα, η ανακωχή ήταν στρατιωτικής και μόνο
φύσεως. Επιπρόσθετα, η γεωπολιτική της αξία, μόνο πλεονεκτήματα της εξασφάλιζε
προς ανατολάς. Οι Σύμμαχοι προσέβλεπαν στη χρήση του εδάφους της. Δεν είχαν
ανάγκη από την ίδια. Η χρήση αυτή ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί δίχως την ενεργό
συνδρομή της χώρας, εάν χρειαζόταν δε, ακόμα και ενάντια στη θέλησή της. Το
ίδιο, ουσιαστικά, είχαν πράξει τρία χρόνια νωρίτερα οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες,
αντικειμενικός στόχος των οποίων ήταν ο πλήρης έλεγχος των δυο στρατηγικής
σημασίας οδικών και σιδηροδρομικών αξόνων προς βορρά (Ρουμανία) και προς τα
νοτιοανατολικά (Κωνσταντινούπολη).
Οι Βαλκάνιοι
σύμμαχοι του συνασπισμού της Συνεννοήσεως επέδειξαν ανάλογη μετριοπάθεια. Ο Αλέξανδρος της
Σερβίας και ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέστησαν σαφές προς τον Franchet d’
Espèrey πως δεν σκόπευαν να
επιμείνουν σε μια στρατιωτική κατάληψη της Σόφιας, αλλά ούτε και να
συμμετάσχουν στον έλεγχο των στρατηγικών σημείων. Άλλωστε, αυτή ήταν
και η επιθυμία του στρατηγού, παρά τις δηλώσεις του περί ισότιμης συμμετοχής
των Συμμάχων. Το συμφέρον καθώς και η κοινή λογική υπαγόρευαν ότι η Βουλγαρία
δεν έπρεπε να υποστεί άσκοπη ταπείνωση πληρώνοντας το τίμημα της ήττας. Το Παρίσι εξέπεμπε στο ίδιο μήκος κύματος. Ο Clemenceau τηλεγράφησε
προς τη Θεσσαλονίκη πως η ελληνική στρατιωτική παρουσία έπρεπε να περιοριστεί
στα εδάφη εκείνα, τα οποία ανήκαν προπολεμικά στην Ελλάδα. Το ίδιο θα ίσχυε,
αντίστοιχα, και για τους Σέρβους. Ο Franchet d’ Espèrey ήταν
εκείνος, ο οποίος θα όριζε τις συνθήκες της στρατιωτικής κατοχής του υπόλοιπου
εδάφους, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά στρατεύματα ανήκοντα στη Συνεννόηση. Μόνο
έτσι ήταν δυνατό να αποσοβηθούν εθνοτικές συγκρούσεις, αλλά και μια αρνητική
αντίδραση της Βουλγαρικής κοινής γνώμης σε βάρος των Συμμάχων. “Εννοείται πως δεν
πρέπει σε καμία στιγμή και με κανένα τρόπο να παρέμβετε στις εσωτερικές
υποθέσεις της Βουλγαρίας, παρά μόνο αν κάτι τέτοιο θεωρηθεί απαραίτητο για
στρατιωτικούς λόγους”, συνέχιζε το τηλεγράφημα. Αλλά ακόμα και ως προς αυτό,
το Παρίσι έπρεπε να τηρηθεί ενήμερο εγκαίρως. Με άλλα λόγια, ο Clemenceau εξουδετέρωνε προληπτικά οποιαδήποτε ενδεχόμενη
πρόθεση του στρατηγού να συμπεριφερθεί ως ανθύπατος. Ούτε ήταν
σκοπός να προκριθεί το πολιτικό μέλλον της χώρας. Οι Σύμμαχοι δεν επιθυμούσαν
να εκμεταλλευθούν προς όφελός τους τις υπάρχουσες ενδοκυβερνητικές τριβές. “Στόχος
μας δεν είναι να προκαλέσουμε μια επανάσταση, ούτε καν ταραχές, αλλά ούτε και
να προωθηθούμε περισσότερο εντός της Βουλγαρικής επικράτειας”. Απόλυτα
κατανοητό εφόσον το ζητούμενο ήταν απλώς η χρήση του εδάφους της για περαιτέρω
επιχειρήσεις προς τα βόρεια και τα νοτιοανατολικά.
Τελικά, οι ίδιοι
οι Βούλγαροι διευκόλυναν τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια της κρίσιμης
μεταβατικής περιόδου. Ο τσάρος Φερδινάνδος, αφού προηγουμένως εξέτασε το ενδεχόμενο ενός
πραξικοπήματος με τη συνδρομή της Γερμανίας, παραιτήθηκε από το αξίωμά του στις
3
Οκτωβρίου, προς όφελος του διαδόχου Βόριδος του Γ΄. Πρόκειται
για μια ενέργεια, η οποία επέφερε κάποια εκτόνωση στα πολιτικά πράγματα της
χώρας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνταγματάρχη Trousson, ο οποίος
είχε σταλεί στη Σόφια προκειμένου να επιβλέψει την ορθή εφαρμογή των όρων της
ανακωχής, όσον καιρό ο πόλεμος εμαίνετο στα σύνορα της χώρας, κυρίως δε όσο τα
γερμανικά στρατεύματα δεν είχαν εκκενώσει πλήρως το Βουλγαρικό έδαφος, η
κατάσταση παρέμενε ρευστή: “Οι Βούλγαροι παλινδρομούν ανάμεσα στον φόβο
που τους εμπνέουν οι Γερμανοί και τη διάθεση να συγχωρεθούν από την Αντάντ”. Εξ ου και
η αμοιβαία σχετική ευκαμψία, η οποία διέκρινε τις διμερείς γαλλο-βουλγαρικές
σχέσεις, τόσο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όσο και κατά τις αμέσως
επόμενες εβδομάδες. Πάντως, ο χρόνος κυλά εις βάρος της Βουλγαρικής πλευράς, η
οποία δεν διαθέτει απολύτως καμιά εναλλακτική λύση. Αντίθετα, τίποτα δεν
εμποδίζει τους Συμμάχους από το να επιβάλλουν έναν ακόμα πιο
ανισομερή συσχετισμό δυνάμεων. “Θα μπορούμε να επανέλθουμε
δριμύτεροι αργότερα” επισημαίνει ο Franchet d’ Espèrey την επομένη
της υπογραφής της ανακωχής.
Salonika – Away from the Western
Front
Αναμνηστικό γραμματόσημο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1968
τιμώντας την πεντηκοστή επέτειο της υπογραφής της ανακωχής της Θεσσαλονίκης.
Εκείνο που
επείγει, για την ώρα, είναι η άμεση επαναλειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής
Νίς-βουλγαροτουρκικής μεθορίου μέσω Σόφιας και Αδριανούπολης στον βορρά και
μέσω Θεσσαλονίκης στο νότο. Τα παραπάνω, βεβαίως, με την προοπτική μιας
επίθεσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Θράκη, με ανάπτυξη χερσαίων και
ναυτικών δυνάμεων καθώς και τη δημιουργία μιας βάσης ανεφοδιασμού και
αποβίβασης στρατευμάτων στο λιμάνι του Δεδεαγάτς. Η Τουρκία θεωρείται εύκολος
αντίπαλος, ευρισκόμενη στα όρια αντοχής. Όμως, αυτό ισχύει στο μέτωπο της Εγγύς
Ανατολής, όπου οι Βρετανοί ασκούν τον πλήρη έλεγχο. Έχουν εκχωρήσει στους
Γάλλους την αρμοδιότητα των διαπραγματεύσεων με τη Βουλγαρία με λευκή επιταγή.
Θεωρούν αυτονόητη μια αμοιβαιότητα στο ζήτημα της υπογραφής ανακωχής με την
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε την υπέρμετρη
ματαιοδοξία των αξιώσεών τους. Πρόκειται για κάτι, που θα ενεργοποιήσει την
ανάγκη δημιουργίας μιας ενοποιημένης Συμμαχικής στρατιωτικής διοίκησης. Το όλο
πρόβλημα θα εξομαλυνθεί στα υπόλοιπα μέτωπα εν όψει της ανακωχής με τις
Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Θα τεθεί, πάντως, με αφορμή τις αγγλοτουρκικές διαπραγματεύσεις,
που θα οδηγήσουν στην υπογραφή της ανακωχής
του Μούδρου.
Μπορεί η
πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κεντρική διοίκηση να βρίσκονται
στην ευρωπαϊκή Τουρκία, σε εξάρτηση, τρόπον τινα, από το Βαλκανικό Μέτωπο, όμως ο πόλεμος, τον οποίο
διεξάγει νικηφόρα ο στρατηγός Allenby, συνεπικουρούμενος από τον αραβικό στρατό του πρίγκηπα Fayçal, λαμβάνει
χώρα στα ασιατικά εδάφη της αυτοκρατορίας. Εκεί ασκείται η αποφασιστική πίεση
σε βάρος της Υψηλής Πύλης. Ωστόσο, η Συρία βρίσκεται μακριά από την
Κωνσταντινούπολη. Με την απόσυρση δε της Βουλγαρίας από τον πόλεμο, η
πρωτεύουσα βρίσκεται ξαφνικά υπό την άμεση απειλή της Συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής. Μια
απειλή, που πρέπει να λάβει σάρκα και οστά μέσω μιας επίθεσης ικανής, όπως
χαρακτηριστικά γράφει ο Clemenceau στις οδηγίες της 7ης Οκτωβρίου προς τον Franchet d’
Espèrey “να απομονώσει την Τουρκία και να την
εξαναγκάσει, με τη σειρά της, σε υπογραφή ανακωχής”. Συνεπώς,
τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και εκτέλεσης, η όλη επιχείρηση ενέπιπτε στην
αρμοδιότητα των Γάλλων, κατά το πρότυπο εκείνης της Μακεδονίας.
Πέραν από τα
Γαλλικά, Σερβικά, Ελληνικά και Ιταλικά στρατεύματα, ο Franchet d’
Espèrey ασκεί την ανώτατη διοίκηση και επί των τριών Βρετανικών
Μεραρχιών του στρατηγού Milne. Με τη διαταγή, την οποία εξέδωσε στις 5 Οκτωβρίου, ο διοικητής
του μετώπου διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος από τις Βρετανικές δυνάμεις
στον Σερβικό τομέα των επιχειρήσεων. Αντίθετα,
στο νεοπαγές Μέτωπο της Θράκης,
πέραν από την 122α Γαλλική Μεραρχία Πεζικού,
μεταφέρθηκε μόνο μια αντίστοιχη Βρετανική (η 22α).
Το γενικό πρόσταγμα ανήκε εκ νέου στους Γάλλους και συγκεκριμένα στον στρατηγό Anselme. Αποστολή του τελευταίου, ήταν ο από ξηράς έλεγχος
της εισόδου των Στενών και της Θάλασσας του Μαρμαρά, ενόψει μιας προώθησης του
Συμμαχικού στόλου έως την Κωνσταντινούπολη. “Πρόκειται για μια
επιχείρηση, που προβλέπεται να τραβήξει σε μάκρος”, εκτιμούν
στο Παρίσι. Όταν, ξαφνικά, έφτασε από τη γαλλική πρωτεύουσα η διαταγή, που
ανέθετε τη διοίκηση του Θρακικού Μετώπου
στον στρατηγό Milne, με όλα τα απαραίτητα μέσα ούτως ώστε να φέρει εις πέρας
την επίθεση. Πρόκειται για μια απόφαση, που υπαγορεύτηκε από πολιτικά κριτήρια
και έναντι της οποίας ο Franchet d’ Espèrey δεν μπορούσε να πράξει το
παραμικρό, παρά μόνο να εκφράσει την εκτίμηση ότι μια αλλαγή διοίκησης του
είδους αυτού “θα καθυστερούσε μοιραία την εκτέλεση του
όλου σχεδίου”. Ελήφθη από τις κυβερνήσεις των τριών χωρών της
Συνεννοήσεως και μέσω αυτής επιβεβαιώνεται
η πρωτοκαθεδρία της Βρετανίας στους κόλπους του συνασπισμού, σε οτιδήποτε
άπτεται των υποθέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μεταξύ 6 και 9
Οκτωβρίου 1918 συνήλθε στο Παρίσι το Ανώτατο
Συμμαχικό Συμβούλιο. Ο David Lloyd George κατέστησε σαφή την πρόθεσή του να
αποσύρει από τα Βαλκάνια τα ευρισκόμενα υπό Γαλλική διοίκηση Βρετανικά
στρατεύματα, ειδικότερα εκείνα, που προορίζονταν για τις επιχειρήσεις κατά της
Κωνσταντινούπολης. Επρόκειτο για μια έκφραση δυσαρέσκειας καθώς, παρά τη
σημαντική συμβολή τους στο Θέατρο Επιχειρήσεων
της Θεσσαλονίκης από τη διάνοιξη του τελευταίου, το 1915, και
κατόπιν, και ενόψει της τελικής έκβασης, “ουδέποτε σχεδόν τα
Βρετανικά στρατεύματα ελήφθησαν σοβαρά υπόψιν”. Ο Franchet d’
Espèrey είχε ενεργήσει περισσότερο ως πολιτικός και λιγότερο ως
διοικητής ενός διασυμμαχικού εκστρατευτικού σώματος, σε αντιδιαστολή με τον
ομόλογό του Ferdinand Foch στο Δυτικό Μέτωπο. Ανάλογη θέση
υποστήριξε και ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Sidney Sonnino σχετικά με
την προέλαση των Γαλλικών στρατευμάτων εντός του Αλβανικού εδάφους. Η προέλαση
αυτή προσέβλεπε σε πολιτικά οφέλη, από τη στιγμή που, από επιχειρησιακής
απόψεως, ο συγκεκριμένος τομέας του μετώπου είχε από κοινού συμφωνηθεί ότι
ανήκε στη δικαιοδοσία των Ιταλών. Έχοντας αιφνιδιαστεί από τη διπλή επίθεση,
την οποία υπέστη, ο Clemenceau υπαναχώρησε, υποστηρίζοντας πως η επίθεση κατά της
Κωνσταντινούπολης δεν ήταν παρά “ένα απλό σχέδιο
ευρισκόμενο σε προκαταρκτικό στάδιο”, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να
ενεργοποιηθεί εφόσον δεν έχαιρε της ομόφωνης στήριξης των τριών κυβερνήσεων,
τέλος, πως ήταν πολύ εύκολο να εγκαταλειφθεί.
Υπό τις
παραπάνω, επομένως, συνθήκες συντάχθηκε το περίφημο τηλεγράφημα, το
οποίο προέβλεπε τη συγκέντρωση των
Βρετανικών στρατευμάτων στη Θράκη, την ανάθεση της διοίκησης του τομέα στον
στρατηγό Milne και την απόσυρση των Γαλλικών δυνάμεων από το Αλβανικό έδαφος.
Στο εξής, τον πρώτο λόγο στην Ανατολή θα έχουν οι Βρετανοί, στον
Βορρά οι Γάλλοι και στη Δύση οι Ιταλοί. Πρόκειται για μια λογιστική
αναπροσαρμογή, η οποία δικαίωνε τη Μεγάλη Βρετανία. Επιπρόσθετα ενίσχυε
την εξίσου δίκαιη προσδοκία της να είναι εκείνη, που θα διαπραγματευόταν, εξ
ονόματος των Συμμάχων, τους όρους της ανακωχής με τους Οθωμανούς. Τέλος,
ενίσχυε την εικόνα της και ως ναυτικής δύναμης. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό,
λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι τουρκικές βολιδοσκοπήσεις για σύναψη
ανακωχής προήλθαν τελικά από τη θάλασσα και όχι από την ξηρά, όπως αναμενόταν.
Το HMS Agamemnon, επί του οποίου υπογράφηκε η ανακωχή με
την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον όρμο του Μούδρου.
Οι διατάξεις του
αγγλο-γαλλικού συμφώνου του 1915, όριζαν, σε ό,τι αφορά τη διεύθυνση των ναυτικών
επιχειρήσεων της Μεσογείου, πως ο ανώτατος διοικητής θα ήταν Γάλλος (επρόκειτο για τον ναύαρχο Gauchet,
εγκατεστημένο στην Κέρκυρα), όπως, άλλωστε, και ο ομόλογός του για τις χερσαίες επιχειρήσεις,
με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Από το παραπάνω σχήμα εξαιρείτο το Αιγαίο Πέλαγος, το
οποίο καταχωρίστηκε στους Βρετανούς (ναύαρχος
Seymour, με έδρα τη Λήμνο). Συνεπώς, οι Γάλλοι ήταν
ιεραρχικά αρμόδιοι να υποδεχθούν, εκείνοι, τους απεσταλμένους της Υψηλής Πύλης
και να διαπραγματευτούν μαζί τους για τις επιχειρήσεις σε ξηρά και θάλασσα.
Όμως, αυτή η κατανομή ευθυνών δεν ανταποκρινόταν με τον πραγματικό συσχετισμό
των ισορροπιών στο Αιγαίο. Στις 3 Οκτωβρίου, ο ναύαρχος Arthur
Calthorpe διατάχθηκε από την κυβέρνηση του Λονδίνου να μεταβεί στον
όρμο του Μούδρου, στη Λήμνο, προκειμένου να διαπραγματευθεί με τους Τούρκους
τους όρους της ανακωχής. Έφθασε επιτόπου δέκα ημέρες αργότερα, στις 13 του
μηνός. Παρόλες τις διαμαρτυρίες του υπουργείου Ναυτικών και της κυβέρνησης, στο
Παρίσι, οι Βρετανοί είχαν θέσει τους
συμμάχους τους προ τετελεσμένου.
Στις 2 Οκτωβρίου
1918, λιγότερο από τρία εικοσιτετράωρα έπειτα από την υπογραφή της
ανακωχής με τη Βουλγαρία, επιχειρήθηκε, από την πλευρά της Υψηλής Πύλης, μια
πρώτη (έμμεση) κρούση. Ο βαλής της Σμύρνης φαίνεται πως είχε
βολιδοσκοπήσει τους Συμμάχους, προκειμένου να παραδώσει την πόλη. Αυτή,
τουλάχιστον, υπήρξε η αρχική εκτίμηση του διαβήματος. Η πληροφορία είχε ως
προέλευση την Αθήνα. Πρώτοι ενημερώθηκαν οι Ιταλοί, οι οποίοι έσπευσαν να την
κοινοποιήσουν στους υπόλοιπους Συμμάχους. Ανάλογες φήμες έφτασαν στις 6 Οκτωβρίου από τη Λέσβο
στη Θεσσαλονίκη. Δυο εκπρόσωποι του βαλή κατέφθασαν εκεί με μια ατμάκατο,
φέρουσα λευκή σημαία. Ζήτησαν να οδηγηθούν, δίχως χρονοτριβή, στη ναυτική
διοίκηση της Λήμνου και από εκεί στη Βρετανική πρεσβεία της Αθήνας. Ο
πρεσβευτής της Γαλλίας στην ελληνική πρωτεύουσα, Robert de
Billy, επιβεβαιώνει το γεγονός στα κρυπτογραφήματα, που αποστέλλει προς
το Παρίσι. Παραμένει, ωστόσο, επιφυλακτικός. Μήπως πρόκειται για κάποιου είδους
σκευωρία; Ο φερόμενος ως εντολοδόχος, Rahmi μπέης, είναι
ορκισμένος εχθρός του Μεγάλου Βεζύρη και πρώην υπουργού Εσωτερικών, Talaat. Θα μπορούσε
κανείς να υποθέσει πως η πρωτοβουλία του προσβλέπει σε δημιουργία κλίματος
αμφισβήτησης στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο και (γιατί
όχι) σε ανατροπή της κυβέρνησης Talaat. Ως βάση διαπραγμάτευσης προτείνει την απόσυρση από
τα αραβικά εδάφη της Μέσης Ανατολής και από την Αρμενία, την επάνοδο στα
τουρκο-βουλγαρικά σύνορα του 1911, την ελεύθερη ναυσιπλοία τα Στενά, όπου θα
διατηρούνταν τα οχυρωματικά έργα.
Οι πραγματικοί
όροι της ανακωχής συντάχθηκαν μεταξύ 6 και 9 Οκτωβρίου στο Παρίσι,
από τους πρωθυπουργούς και υπουργούς Εξωτερικών των κρατών της Συνεννοήσεως. Σε
δυο περιπτώσεις, στις 6 και 8, ο Lloyd George ενημέρωσε
τους συνομιλητές του για το διάβημα του Rahmi. Οι όροι, τους οποίους ο τελευταίος είχε προτείνει,
απορρίφτηκαν ως απαράδεκτοι. Ουδεμία συνέχεια δόθηκε. Οι Σύμμαχοι
δεν διαπραγματεύονταν με πρόσωπα μη εξουσιοδοτημένα. Ο σουλτάνος Mehmet ΣΤ΄, είχε
διαμηνύσει, μέσω του ιδίου διαύλου επικοινωνίας, ότι, ουσιαστικα, δεν έθετε παρά δυο, μονάχα, όρους: την
ανεξαρτησία της χώρας και τη διατήρησή του στον θρόνο. Χρήσιμες
ενδείξεις για τη συνέχεια, που, όμως, άπτονται της Συνθήκης Ειρήνης και όχι
μιας απλής πράξης ανακωχής. Το ζητούμενο, για την ώρα, είναι η διακοπή των
εχθροπραξιών, δίχως τη συμμετοχή (οφείλουμε
να τονίσουμε) των ΗΠΑ. Όλοι οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν προκαταβολικά
με δέος τη στιγμή, κατά την οποία ο Woodrow Wilson θα λάμβανε γνώση των μυστικών συμφωνιών της διετίας
1915-1917 περί μεταπολεμικού διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο κείμενο, που συνέταξε, και στο οποίο προσέδωσε τον χαρακτηρισμό του
προσχεδίου, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο
προσπέρασε με προσοχή τους παραπάνω σκοπέλους. Το κείμενο στάλθηκε προς
στρατηγούς και ναυάρχους για παρατηρήσεις επί του τεχνικού μέρους, προτού
επιστρέψει στο Παρίσι για την τελική έγκριση. Συμπεριλάμβανε
25 άρθρα.
Η ποικιλία του
περιεχομένου οφείλεται στην αχανή έκταση της Οθωμανικής επικράτειας. Οι
διατάξεις ταξινομήθηκαν κατά γεωγραφική σειρά, ούτως ώστε να μην υπάρξει η
παραμικρή υπόνοια για υπεκφυγή του αντιπάλου από την εφαρμογή των όρων. Το όλο
πνεύμα παραπέμπει, ωστόσο, στην ανακωχή, που είχε συναφθεί, λίγες εβδομάδες
νωρίτερα, με τη Βουλγαρία.
Η άμεση διακοπή των εχθροπραξιών ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με την
παράδοση των στρατιωτικών μονάδων της Μέσης Ανατολής και της Τριπολίτιδας,
εκείνη των πολεμικών πλοίων (άρθρα 16,
18 και 6), την αποχώρηση των Οθωμανικών στρατευμάτων από την
Περσία, τον Καύκασο και την Κιλικία (άρθρα
11 και 16), την γενική αποστράτευση με μέριμνα για την ασφάλεια των
συνόρων και την τήρηση της δημόσιας τάξης (άρθρο
5), τέλος, την στρατιωτική κατάληψη στρατηγικής σημασίας
θέσεων όπως τα οχυρά των Στενών και οι σήραγγες του Ταύρου (άρθρα 1, 7 και 10). Η συνέχιση του πολέμου με τις
Κεντρικές Αυτοκρατορίες επιβάλλει το άνοιγμα των Στενών και την ελεύθερη
ναυσιπλοία στην περιοχή (άρθρα 1-3), τη διάθεση
των λιμένων, των ναυπηγείων, των επικοινωνιών (τηλέγραφος
και ασύρματος), την παράδοση του συνόλου του οπλισμού και εν γένει του
πολεμικού υλικού, των υποδομών ανεφοδιασμού σε καύσιμα καθώς και των αποθεμάτων
σε τρόφιμα (άρθρα 8, 9,
13, 14, 20 και 21). Όλοι οι υπήκοοι των Κεντρικών Αυτοκρατοριών έπρεπε να
απελαθούν δίχως χρονοτριβή. Η Υψηλή Πύλη όφειλε να διακόψει τις διπλωματικές
σχέσεις με τους μέχρι τούδε συμμάχους της (άρθρα
19 και 23). To Σύμφωνο Ανακωχής προέβλεπε την άμεση αποφυλάκιση των
αιχμαλώτων πολέμου, όχι όμως των Τούρκων (άρθρα
4 και 22), καθώς και εκείνη των Αρμενίων εγκλείστων. Σε περίπτωση
εκδήλωσης ταραχών μέσα στην ίδια την Αρμενία, οι Σύμμαχοι θα προέβαιναν στην
άμεση στρατιωτική της κατάληψη (άρθρα 4 και
24).
Στις 2 Νοεμβρίου, τρεις μέρες
μετά την υπογραφή, ο Βενιζέλος ζήτησε να
συμπεριληφθούν στην κατηγορία των υπό απελευθέρωση πληθυσμών οι Έλληνες των
δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, κατόπιν πιέσεων της
Γερμανίας, είχαν απελαθεί στα βάθη της Ανατολίας. Η συμπερίληψη της παραπάνω
κατηγορίας στο κείμενο της τελικής πράξης δεν ήταν εφικτή εφόσον είχε προηγηθεί
χρονικά η συνομολόγηση. Παρά ταύτα, οι διατάξεις της ανακωχής ίσχυσαν de facto
και για τους Έλληνες απελαθέντες.
Ο έλεγχος των
στρατηγικών θέσεων (Στενά,
Ταύρος) διαθέτει μια διάσταση, η οποία ξεπερνά τη συγκυρία του
πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να θέσουν υπό
έλεγχο τη σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ των λιμένων Μπατούμ
(Εύξεινος Πόντος) και Μπακού (Κασπία
Θάλασσα). Με αυτή την προοπτική, προβλεπόταν η προώθηση
Συμμαχικών στρατευμάτων και η στρατιωτική κατοχή των δυο αυτών περιοχών (άρθρα 12 και 15). Πρόκειται για έδαφος, το οποίο
βρίσκεται εκτός τουρκικών συνόρων, κάτι που είχε επισημάνει προς το Foreign
Office, ήδη από το 1916, και ο Sir Marc Sykes, τη στιγμή που υπέγραφε το γνωστό
Σύμφωνο Sykes-Picot περί
διαμελισμού της μεταπολεμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι είχαν
εκμεταλλευτεί προς όφελός τους τη γενικότερη αστάθεια, που επικρατούσε σε αυτά
τα δυο περιφερειακά εδάφη της Ρωσικής επικράτειας. Με τη συνδρομή των Αζέρων,
κατέλαβαν, τον Σεπτέμβριο του 1918, την πόλη του Μπακού προχωρώντας σε εκτεταμένες σφαγές εις
βάρος των εκεί Αρμενίων. Την ίδια περιοχή εποφθαλμιούν και οι Βρετανοί.
Πρόκειται για ιδανικό ανάχωμα κατά της επέκτασης, προς νότο, της κομμουνιστικής
απειλής. Μια διατήρηση της Οθωμανικής στρατιωτικής παρουσίας επιτόπου,
εξυπηρετούσε το όλο σχέδιο. Για το λόγο αυτό, παρά τη συμπερίληψη στην τελική
πράξη της ανακωχής, ειδικής διάταξης περί εκκένωσης της εν λόγω περιοχής από τα
τουρκικά στρατεύματα, η κυβέρνηση του Λονδίνου δεν επέμεινε προς μια τέτοια
κατεύθυνση. “Πρέπει να μεταχειριστούμε την Τουρκία
λιγότερο σκληρά από ότι τη Βουλγαρία”, δήλωσε στις 4 Οκτωβρίου ο λόρδος Robert Cecil. Η ερμηνεία
του Βρετανού υφυπουργού Εξωτερικών κοινοποιήθηκε άμεσα στον Μούδρο, όπου
βρισκόταν ήδη ο ναύαρχος Calthorpe, αλλά και στο Παρίσι, όπου ο υπουργός Εξωτερικών Pichon, επιχειρεί
εις μάτην να εκμαιεύσει μια εκπροσώπηση της χώρας του στις διαπραγματεύσεις με
την Τουρκία.
Στις 21
Οκτωβρίου, στον Μούδρο, έφτασε ένας νέος Τούρκος απεσταλμένος,
ονόματι Tewfick μπέης. Συνοδευόταν από τον Βρετανό
στρατηγό Sir Charles Townshend, ο
οποίος, το 1916, είχε αιχμαλωτισθεί κατά τη διάρκεια της μάχης του Kut el Amara και ελευθερωθεί
τώρα, ειδικά για την περίσταση. Δυο μέρες νωρίτερα, προτού αναχωρήσει από την
Κωνσταντινούπολη, είχε γίνει δεκτός σε ακρόαση από τον νέο πρωθυπουργό, Izzet πασά, πρώτιστη
προτεραιότητα του οποίου ήταν να φέρει εις πέρας τις διαπραγματεύσεις περί
ανακωχής. Ο Townshend είχε επίσης συνάντηση με τον υπουργό Ναυτικών Reouf μπέη. Αμφότεροι
εξέφρασαν την ευχή να δουν την ειρήνη να αποκαθίσταται. Φθάνοντας στον Μούδρο,
ο Βρετανός στρατηγός και ο Τούρκος απεσταλμένος συναντήθηκαν με δυο Γάλλους
αξιωματικούς: τον υποναύαρχο Amet και τον πλοίαρχο Laurens. Στις 22
Οκτωβρίου, ο Tewfick πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την Κωνσταντινούπολη
μέσω Χίου και Σμύρνης. Η εικόνα, την οποία περιέγραψε ήταν ήδη γνωστή στους
Συμμάχους. Οι οθωμανικές αρχές επιθυμούσαν να απαλλαγούν από την κηδεμονία της
Γερμανίας. Ήταν αποφασισμένες να απαγορεύσουν τη διέλευση των Στενών στις
μονάδες του Γερμανικού πολεμικού στόλου, που ναυλοχούσαν στην Κωνσταντινούπολη,
εγκλωβίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τις τελευταίες στον Εύξεινο Πόντο, πόσο
μάλλον από τη στιγμή, που ο Συμμαχικός στόλος ετοιμαζόταν να διέλθει από τα
Στενά. Το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου έφθασαν στον Μούδρο οι
πληρεξούσιοι της Υψηλής Πύλης για διενέργεια διαπραγματεύσεων. Επικεφαλής της
αντιπροσωπείας ήταν ο υπουργός Ναυτικών Reouf μπέης. Τον
πλαισίωναν ο Rechad Hikmi, υφυπουργός Εξωτερικών, και ο συνταγματάρχης Saadullah
μπέης, εκπρόσωπος του Γενικού Επιτελείου. Οι διαπραγματεύσεις
διεξήχθησαν δίχως τη συμμετοχή των Γάλλων. Οι προσπάθειες των τελευταίων, μεταξύ 26 και 30
Οκτωβρίου, δεν ευοδώθηκαν. Η πληροφόρησή τους, ενόσω διεξάγονταν οι
διαπραγματεύσεις, υπήρξε αποσπασματική. Ενημερώθηκαν για τους όρους της
ανακωχής μόνο όταν, εκ των υστέρων, κλήθηκαν να συνυπογράψουν την τελική πράξη.
Στις 30
Οκτωβρίου 1918, ημέρα της υπογραφής, ο πρώτος από τους όρους της
ανακωχής (διέλευση
του Συμμαχικού στόλου από τα Στενά) υπαγορευόταν από στρατιωτικές
σκοπιμότητες. Αντικειμενικός στόχος ήταν η εξουδετέρωση του Γερμανικού στόλου
μέσα στη Μαύρη Θάλασσα. Ο τελευταίος αριθμούσε πέντε θωρηκτα τύπου Dreadnought, καθώς και το βαρύ
καταδρομικό πρώην Goeben. Μαζί με τα πολεμικά του
Οθωμανικού ναυτικού, που τα συνόδευαν, η όλη δύναμη ξεπερνούσε τις 20 μονάδες
επιφανείας. Ένας δεύτερος στόχος ήταν η διάνοιξη μιας οδού επικοινωνίας, δια
θαλάσσης, με τη Ρουμανία. “Ωστόσο,
τίθεται ένα θέμα γοήτρου, σχετικά με τη διέλευση των Στενών”, δήλωσε
στις 30 Οκτωβρίου ο Clemenceau. Επιθυμία του Γάλλου πρωθυπουργού ήταν να εισέλθει ταυτόχρονα ο αγγλο-γαλλικός στόλος,
και όχι, μάλιστα, ακολουθώντας τη βρετανική ναυαρχίδα. Η άφιξη και παρουσία του
στόλου στην Κωνσταντινούπολη είχαν, επίσης, ύψιστη συμβολική σημασία.
Παράλληλα, έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι απαραίτητοι κανόνες ασφαλείας.
Οι συνθήκες
διάπλου των Στενών από τα πλοία του Συμμαχικού στόλου προσδιορίστηκαν την 1η
Νοεμβρίου. Θα εφαρμόζονταν “οι στοιχειώδεις κανόνες προτεραιότητας, που ίσχυαν σε περίπτωση
εμπλοκής με ναυτικές δυνάμεις του αντιπάλου”. Η πρόταση του Λονδίνου
προέβλεπε τη διάβαση από τον βρετανικό στόλο. Ο γαλλικός, θα ακολουθούσε με μια
ώρα διαφορά. “Αδικαιολόγητη
καθυστέρηση”, υπήρξε η απάντηση από πλευράς Παρισιού, στις 6 Νοεμβρίου. Η διέλευση
έπρεπε να πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα και με σχηματισμούς ίσης δυναμικότητας, οι
οποίοι να εγγυώνται την ασφάλεια του στόλου. “Η γαλλική σημαία πρέπει να κυματίζει στον Κεράτειο κόλπο δίπλα
στην αντίστοιχη βρετανική”. Γεγονός πάντως είναι πως έως ότου ολοκληρωθεί, τελικά,
η αποστρατικοποίηση και η στρατιωτική κατοχή των Δαρδανελλίων και της Θάλασσας
του Μαρμαρά, ο πόλεμος στο δυτικό μέτωπο είχε τερματιστεί. Συνεπώς, η
επικείμενη προώθηση του στόλου έως την Κωνσταντινούπολη προσλάμβανε διαστάσεις
νικηφόρου ναυτικής παρέλασης.
Στις 12
Νοεμβρίου, υπό εξαιρετικές καιρικές συνθήκες και με ταχύτητα
δεκαπέντε κόμβων, ο στόλος εισήλθε στα Στενά, επευφημούμενος από τα
Βρετανικά στρατεύματα, που είχαν προηγουμένως εξασφαλίσει τα οχυρά και
παραταχθεί κατά μήκος και των δυο ακτών. Το πρωί της επομένης, 13
Νοεμβρίου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Η κάθε χώρα του
συνασπισμού της Συνεννοήσεως, (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία) συμμετείχε
με δύναμη τριών θωρηκτών, τα οποία διασκορπίστηκαν στον Βόσπορο. Ο υπόλοιπος
στόλος, υπό ελληνική διοίκηση,
αγκυροβόλησε μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό Haydarpaşa . Οι οθωμανικές
αρχές υπέβαλαν τα σέβη τους στον ναύαρχο Calthorpe. Ακούγοντας
τον τελευταίο να διευκρινίζει πως δεν εκπροσωπούσε παρά μόνο τη Μεγάλη
Βρετανία, ο υπουργός Ναυτικών Reouf μπέης έσπευσε να
στείλει αντιπροσώπους και στους Γάλλο και Ιταλό ναυάρχους. Με την παραπάνω
πρωτοβουλία, ο Calthorpe φρόντισε να αποσοβήσει εγκαίρως άσκοπες αντιπαραθέσεις
μεταξύ Συμμάχων, που πήγαζαν από λόγους γοήτρου και μόνο. Παρά ταύτα, ο Γάλλος
ναύαρχος Amet, τον οποίο η κυβέρνηση του Παρισιού αναγόρευσε σε Ύπατο
Αρμοστή, δεν έκρυβε την καχυποψία του για τον Βρετανό συνάδελφό του (“η εν
γένει διαγωγή του Calthorpe επιβεβαιώνει την πρόθεσή του να καταστήσει τη
Μεγάλη Βρετανία ρυθμιστή των εξελίξεων στην Ανατολή”) αλλά ούτε
και τον φθόνο του για τα μέσα, τα οποία ο τελευταίος είχε στη διάθεσή του: έναν
υποναύαρχο, δυο ανώτατους διπλωμάτες και έναν δραγουμάνο. Το Παρίσι θα
ανταποκριθεί άμεσα, στέλνοντας επιτόπου τρεις διπλωμάτες, έναν γενικό
επιθεωρητή Οικονομικών, έναν μηχανικό του υπουργείου Δημοσίων Έργων, και έναν
αντισυνταγματάρχη, με την ιδιότητα του διευθυντή της Régie des Tabacs, αποκαθιστώντας, έτσι, τη συνέχεια με την προπολεμική
πραγματικότητα. Η κυβέρνηση πράττει τα πάντα, προκειμένου να διασφαλιστεί μια
ισοδύναμη παρουσία, ή, τουλάχιστον, να δοθεί η εντύπωση για κάτι τέτοιο. Το
θέαμα δεν εγγυάται, ασφαλώς, την ισχύ. Το ερώτημα συνίσταται στο κατά πόσο η
ισχύς δύναται να αποστασιοποιηθεί από το θέαμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου