Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Οδοιπορικό στην Καππαδοκία


Οδοιπορικό στην Καππαδοκία
https://thessbomb.blogspot.com
Γράφει ο Κωνσταντίνος Β. Τερψίδης*
    Ξαναπήρα το δρόμο τον μακρύ, για το σώμα, μα τον πολύ κοντινό για την καρδιά. Τον δύσκολο, για τους άλλους, μα  τον επιβεβλημένο για την δική μου ψυχή. Τον δρόμο που θα μ’ οδηγήσει στην μια προγονική πατρίδα, την Καππαδοκία, γιατί η άλλη είναι η Ανατολική Ρωμυλία.
    Κοινός παρονομαστής (
λέξη που παραπέμπει στην διαίρεση), αμφοτέρων, η «μετακίνηση» των Ελλήνων τους. Αναρωτιέσαι τον επίμονα επικαλούμενο λόγο της σύγκρισης εκείνης της «μετακίνησης» με αυτήν που ζούμε στις μέρες μας και ο λόγος (πάλι ηχεί η διαίρεση) είναι απλός. Εκείνοι, οι ΕΛΛΗΝΕΣ, «μετακινήθηκαν» μέσα στην ίδια τους πατρίδα, που ήταν η πατρίδα της ψυχής τους.
    Ξεκινάω βράδυ μπας και προλάβω μικρή ουρά στους Κήπους. Με περιμένουν 1400 χλμ. Μπαίνω στην Εγνατία οδό. Αμφίπολη, Φίλιπποι, Άβδηρα, Μαρώνεια.  Οι μεγάλοι σταθμοί  της τότε οδού που καθόρισαν την δημιουργία των σύγχρονων πόλεων Σέρρες, Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή.
    Μετά το 25% της όλης διαδρομής φτάνω στους Κήπους. Αν και είναι  χαράματα η «ουρά» με περιμένει.  Μπροστά μου ένας μουσουλμάνος της Ξάνθης. Πίσω ένας Τούρκος του Βερολίνου. Εντυπωσιάζονται όταν ακούν τον τόπο προορισμού μου. Και οι δύο έχουν κάτι κοινό. Στο αυτοκίνητο, μπροστά κάθονται οι άνδρες πατέρας και μικρός γιός  ενώ πίσω οι γυναίκες, μητέρα και δύο κόρες.
    Περνάω από τις διαδικασίες  γρήγορα, ευγενικά και με πολύ λιγότερη γραφειοκρατία. Κάνω συνάλλαγμα, εφοδιάζομαι την απαραίτητη κάρτα για τα ηλεκτρονικά διόδια (
αν και πολλοί «έξυπνοι» δεν το κάνουν) και παίρνω πορεία για την Πόλη. Κύψαλα, Κεσάνη, Μάλγαρα, Ραιδεστός, Ηράκλεια, Επιβάτες, Πλάγια, Καλλικράτεια, Άθυρα, Κωνσταντινούπολη. Η ασυνείδητη προσπέλαση των Νεοελλήνων που οι γείτονες την σέβονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, απόλυτα. Marmara Eregli ονομάζουν την Ηράκλεια του Μαρμαρά για να την ξεχωρίσουν από την άλλη Ηράκλεια του Πόντου, την Kararadeniz Eregli. Προσπερνάω  εικονικά οχήματα της τροχαίας που στην θέα τους από μακριά σε αναγκάζουν να ελέγξεις την ταχύτητά σου.
    Φτάνοντας στην Πόλη κατ’ ευθείαν στην εκκλησία των προγόνων,  τον Άγιο Νικόλαο του Γαλατά. Τον είχαν υπό την προστασία τους οι Φερτεκιώτες που με φιρμάνι είχαν κατ’ αποκλειστικότητα όλους τους μεϊχανέδες (
ουζάδικα) της περιοχής. Δυστυχώς και πάλι κλειστή. Ανοικτή κρατούν την άλλη εκκλησία μας τη Παναγία την Καφατιανή. Μαζί με τον Άγιο Ιωάννη των Χίων είναι η τρίτη εκκλησία που έχουμε στον Γαλατά (τα αντίστοιχα Λαδάδικα). Δυστυχώς και οι τρεις έχουν επιταχτεί από το τουρκικό ψευτοορθόδοξο πατριαρχείο.
    Έχοντας κάνει την μισή διαδρομή μπαίνω στην «
γέφυρα του Βοσπόρου», που από τον Ιούλιο το 2016 έχει μετονομαστεί σε «15 July Martyrs» λόγω του γνωστού πραξικοπήματος. Μπροστά μου η Ασία. Ο μεγάλος αυτοκινητόδρομος, με τις κάμερες που υπολογίζουν την ταχύτητα μετακίνησης, οδηγεί στην Άγκυρα λίγο έξω από τον Γόρδιο του Μεγαλέξανδρου. Μετά από στρατιωτικό έλεγχο κατηφορίζουμε, παρέα με τις σκέψεις, το τελευταίο τέταρτο της διαδρομής, τον δρόμο της Μερσίνας, τον δρόμο που και εκείνος με τους Mακεδόνες του διάβηκε,  τον δρόμο που θα μας οδηγήσει στον τελικό προορισμό, την Νίγδη, το νότιο άκρο της σημερινής Καππαδοκίας. Αριστερά ο Ταύρος το Hasan Tag με τα 3000μ. Δεν του φαίνεται γιατί ήδη είμαστε στα 1200μ. Ο ήλιος έδυσε.
    Αν κι άρχισε να σουρουπώνει, η απύθμενη λαχτάρα μάς οδηγεί στην εκκλησία του χωριού. Την υπέρλαμπρη εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Φερτεκίου. Δεν μας ενοχλεί ο μιναρές, δεν μας ενοχλεί που μπαίνουμε από την πλαϊνή πόρτα που κάποτε έμπαιναν οι γιαγιάδες μας, δεν μας ενοχλεί που βγάζουμε τα παπούτσια, δεν μας ενοχλούν όλες εκείνες οι παρεμβάσεις για να λειτουργεί πλέον ως τζαμί.  Είμαστε μέσα της. Τα τριακόσια χρυσά που έδωσαν οι πρόγονοί μας στους τότε γείτονές τους, για να μην την γκρεμίσουν, έπιασαν τόπο. Προσκυνάμε στο Ιερό. Πρόσφατα οι Τούρκοι με απόλυτο σεβασμό έχουν αποκαλύψει τμήμα των αγιογραφιών του. Τις έχουν σκεπασμένες με κουρτίνες για να μη βλέπει ο ένας τον άλλο και πονάει. Γιατί πονάνε  τα μάτια του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων, των αγγέλων, αλλά και των παλιών Τούρκων γειτόνων που γνωρίζουν από αφηγήσεις πλέον την αδικία.
    Η Μεταμόρφωση αριστερά, η Αγία Τριάδα στην αριστερή κόγχη, η Παναγία Βρεφοκρατούσα στην κεντρική κόχη και πάλι μια άλλη, ιδιαίτερη, Αγία τριάδα στην δεξιά κόγχη. Οι άγγελοι παντού. Οκλαδόν στην παχιά μοκέτα συζητάμε με τους γέροντες που καταφθάνουν για την τελευταία από τις έξι προσευχές της ημέρας.  Είναι 21:32. Μας λένε διάφορα που θέλουμε να μάθουμε ενώ αναφέρονται και πάλι στους δύο δικούς μας που έμειναν πίσω. Όταν τους λέμε για τον
Αμπτουλάχ που συναντήσαμε σε προηγούμενη επίσκεψή μας και είχε συνεχώς το κεφάλι σκυφτό μας πληροφορούν ότι πέθανε. Η είδηση μας τσίμπησε την καρδιά. Χάσαμε έναν από τους τελευταίους δικούς μας, κατά τα λεγόμενά τους.
    Τριγυρίζουμε την εκκλησιά. Ψηλά στα 12 μέτρα στην οροφή που την συγκρατούν 12 κολώνες, όσοι και οι Απόστολοι, κάτω από τον ασβέστη ο Παντοκράτορας. Έμειναν οι τέσσερεις χαλκάδες απ’ όπου κρέμονταν ο μεγαλόπρεπος γυάλινος πολυέλαιος. Ο γυναικωνίτης με τις 28 κολώνες και τα καφασωτά όπου προσεύχονταν τα κορίτσια και οι νεόνυμφες απροσπέλαστος. Στην κολώνα όπου προσκυνούσαμε τον Αρχάγγελο, που σήμερα προσκυνάμε στην Αγία Βαρβάρα, το έγγραφο με τις υπογραφές του Μουσταφά Κεμάλ και Ισμέτ Ινονού βάσει του οποίου ο ναός έγινε τζαμί. 22 Μαρτίου 1925.
    Βγαίνουμε έξω στον νάρθηκα με τις 14 κολώνες. Πανέμορφη η ξύλινη οροφή που εξασφάλιζε και θερμομόνωση για τις παγωμένες μέρες του χειμώνα. Έμεινε η μισή. Οι Τούρκοι δυσφορούν για την καταστροφή. Περιμένουν με ανυπομονησία τις εργασίες συντήρησης που θα διαρκέσουν δύο χρόνια. Προσδοκούν στον τουρισμό λόγω της γειτνίασης με την πόλη της
Νίγδης, πολλά εξάλλου από τα πανέμορφα σπίτια του, τα σπίτια των δικών μας, σώζονται.
    Περιτριγυρίζουμε την εκκλησιά μας. Εκεί όπου ήταν ο ξενώνας για επισκέπτες οι τουαλέτες, στη νότια αυλή με τους τάφους των ιερέων, λες και συνεχίζουν να ευλογούν, τα δένδρα που φυτεύτηκαν και είναι φορτωμένα με καΐσια, κεράσια, σύκα, το δεξί παραπόρτι που οδηγούσε στο παρεκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονος σφαλιστό, σίγουρα κάτι πολύτιμο υπάρχει πίσω του, η πόρτα του μιναρέ που έγινε το 1984 (
η εκκλησία κτίστηκε το 1835) μισοκολλημένη, η πίσω και αριστερή αυλή όπου υπήρχαν τα μνήματά μας  χορταριασμένη, το αριστερό παραπόρτι από το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής σφαλιστό γιατί οδηγεί στα ιδιαίτερα του χότζα, στην θέση του καμπαναριού μια σιδερένια κολώνα φορτωμένη με καλώδια. Έμεινε το μισοφαγωμένο σίδερο που για εκείνους που το διαβάζουν συγκρατούσε την μικρή καμπάνα. Είναι  εκεί μαζί με όλες τις μασιφένιες μπάρες 7Χ3,5εκ. που σφιχτοδένουν γερά όλους του κίονες.
    Πρέπει να φύγουμε για να ισιώσουμε λίγο το κορμί. Πώς να γυρίζεις την πλάτη σου όμως σ’ αυτήν την εκκλησιά των 1000 τόνων πέτρας  και των αναρίθμητων «τόνων» προσευχής, την εκκλησία με τις 52 γρανιτένιες κολώνες και τα τόσα και τόσα που πέρασε. «
Από τότε που έφυγαν τα χέρια σας τέτοιο κτήριο δεν μπορέσαμε να ξαναφτιάξουμε» μας είχε πει ο φιλόξενος Τούρκος μηχανικός, που δυστυχώς συγχωρέθηκε. Μας το επιβεβαίωσαν στο πανεπιστήμιο της Νίγδης, που επισκεφτήκαμε το επόμενο πρωινό. Στο παγκόσμιο συνέδριο του Πεκίνου το 2008 παρουσίασε μελέτη για την εκκλησία ως πρότυπο αντισεισμικής συμπεριφοράς του μεγαλύτερου κτηρίου της Νίγδης, στο μεγάλο σεισμό που έγινε στην περιοχή το 1998.
    Συνεχίζουμε το προσκύνημα από τα χαράματα της επόμενης ημέρας…
ΥΓ. Δεν γνωρίζω αν η λέξη Καππαδοκία υπάρχει στα σχολικά βιβλία. Για σκεφτείτε!
    Στην Καππαδοκία οι συνθήκες οδήγησαν τους άνδρες να ξενιτευτούν ομαδικά στα μεγάλα κέντρα της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας για μια καλύτερη ζωή των οικογενειών τους. Έμειναν πίσω ως ακρίτες οι γυναίκες, οι Αγάσες (κατά το Αγάδες) του Καππαδόκα Σεραφείμ Ρίζου. Έπρεπε αυτές να φυλάξουν τα σπιτικά, τα κτήματα, τις εκκλησιές, τα σχολειά, τους γέροντες και τα παιδιά τους. Με τον καιρό οι Τούρκοι γείτονες που δούλευαν σ’ αυτά άρχισαν ν’ αγοράζουν. Νέοι έποικοι μεταφέρθηκαν κι άρχισαν να καταπατούν τα κτήματα πολλά από τα οποία έμειναν εγκαταλειμμένα λόγω απουσίας ή υπογεννητικότητας. Νέοι, οι Κοζαναίοι, που τους τα υποσχέθηκαν τα πλημμύρησαν απαιτητικά. Ευκαιρίας σχεδιασθείσης  τον Αύγουστο του ’24 χάθηκαν όλα.
    Πράγματι οι Καππαδόκες κέρδισαν χρήματα ως έμποροι και ως επιστήμονες. Αν και παντρεύονταν πάντα γυναίκα απ’ τον τόπο τους, αν και διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού την πίστη του, στο τέλος έχασαν το σημαντικότερο. Την πατρίδα τους.
    Είχαν την «τύχη» όμως να τους «μετακινήσουν» σε ένα άλλο σημείο της μεγάλης προαιώνιας πατρίδας. Αν η ιστορία, όπως λένε, λόγω  της σκόπιμης αμάθειας και υπό την ανοχή μας επαναλαμβάνεται, σε ποια πατρίδα, αν το επιτρέψουμε  θα «μετακινηθούμε» εμείς, οι απόγονοί τους; Αν επιθυμούμε πλέον διαμονή σε πατρίδα κι όχι σε κάποιο προάστιο μιας παγκόσμιας μεγαλούπολης, πρέπει να διδαχτούμε την ιστορία μας και ν’ αγωνιστούμε για την μη «μετακίνησή» μας.
*Ο Κωνσταντίνος Β. Τερψίδης είναι εκπαιδευτικός υπό την έγκριση των μαθητών του

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου