Οπλαρχηγοί του Πόντου στο Νομό Δράμας
Του Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη
Μετά τη
Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή Πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της
Λωζάννης και τους όρους του νικητή Μουσταφά Κεμάλ, έμειναν στα χώματα των
προγόνων 500.000 περίπου θύματα και ξεριζώθηκαν 1.500.000 Έλληνες
χριστιανοί , έναντι 400.000 περίπου Μουσουλμάνων.
Ανάμεσα τους
και Πόντιοι. Ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, που υπηρέτησε στη
Μητρόπολη Δράμας από το 1922 μέχρι το 1928, όποτε και αποδήμησε, στο βιβλίο του
«Ο
Πόντος ανά τους αιώνας», Δράμα, 1929 (σελ. 225), παρουσιάζει ενδιαφέροντα
γενικό απολογιστικό πίνακα του πληθυσμού του Πόντου :
«ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
των καταστροφών του Πόντου από της αρχής του Ευρωπαϊκού Πολέμου μέχρι
της Ανακωχής.
-Έλληνες Ορθόδοξοι του Πόντου προ του
1914
697.000
-Εξετοπίσθησαν εις την Τουρκίαν
259.674
-Εξετοπίσθησαν και κατέφυγον εις την Ρωσίαν
85.800
-Απηγχονίσθησαν, εσφάγησαν, εκάησαν ή ετάφησαν ζώντες
και εθανατώθησαν εκ των κακουχιών επί τόπου και εν τη
εξορία 170.576 και
-υπελείφθησαν μετά την ανακωχήν εν Πόντω
440.624».
Από τον
απογραφέντα πληθυσμό των 111.000 περίπου κατοίκων του Νομού Δράμας το
1928, το 68%, δηλαδή τα τρία τέταρτα περίπου του πληθυσμού
ήταν πρόσφυγες.
Ο Νομός Δράμας ορίζεται από το κράτος ως ο πρώτος
κατά προτεραιότητα για εγκατάσταση προσφύγων μαζί με το Νομό Κιλκίς.
Από κει έφυγε μεγάλος αριθμός Βουλγάρων και από δω Μουσουλμάνων.
Είναι χρήσιμο
να γνωρίζουμε ότι το 1920 από τους 90.000 περίπου κατοίκους του νομού, μόνο
περί τους 30.000 είναι Έλληνες και το 1928, σύμφωνα με την απογραφή του έτους
εκείνου, από τους 58.086 πρόσφυγες, 28.732 ήταν Πόντιοι. Και μαζί με τους 1.988
Καυκάσιους ξεπερνούσαν τις 30.000.
Μεγάλος αριθμός
προσφύγων προωθήθηκε στο βόρειο ορεινό όγκο, του νομού, χωρίς σοβαρή εξασφάλιση
όρων επιβίωσης, πρώτον όλοι οι οικισμοί κατοικούνταν από Μουσουλμάνους,
ανάμεσα στους οποίους έπρεπε να διαβιώνουν ως το τέλος της άνοιξης του 1924 που
θ’ αποχωρούσαν και δεύτερον γιατί επί απαράδεκτα αρκετό καιρό δεν μπορούσαν να
καλλιεργήσουν γη χωρίς απαραίτητα υποζύγια, πέραν της γύμνιας και του αφόρητου
κρύου που περόνιαζε τα καχεκτικά και αδύνατα κορμιά τους. Ακόμη και μετά από
πέντε περίπου χρόνια παραμονής στα σύνορα, η εγκατάσταση παρουσίαζε σοβαρότατα
προβλήματα. Το ζήτημα έφτασε και συζητήθηκε και στη Βουλή των Ελλήνων.
Το γεγονός
προκάλεσε έντονη ανησυχία και δικαιολογημένη τάση φυγής, όπως αποκαλύπτεται,
στις 22.11.1928, στην τοπική εφημερίδα «Θάρρος», την εφημερίδα που περιέσωσε
τον παλμό της καθημερινότητας του τόπου και όχι μόνο από το 1924 ως το
1983. Γράφει:
«Οι παραμεθόριοι και ο κίνδυνος
διαρροής-Κρούομεν τον κώδωνα του κινδύνου προς τας ανωτέρας διοικητικάς και
στρατιωτικάς αρχάς ως και τον Γεν. Διοικητήν κ. Θεοφύλακτον εναντίον
ορισμένης εκμεταλλευτικής σπείρας, η οποία από τινος χρόνου επιδιώκει την
διαρροήν των προσφύγων της μεθορίου εις τα πόλεις, δια λόγους τους οποίους
είναι έκδηλον πάντες να κατανοήσουν. Το αποσκοπούμενον ανοσιούργημα ενέχει σοβαροτάτην
εθνικήν σημασίαν και οι αρμόδιοι δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν αδιάφοροι και
ασυγκίνητοι».
Και ο ίδιος ο
Γεν. Διοικητής μετά από λίγες μέρες έγραφε στην ίδια εφημερίδα: «Αισθάνομαι θλίψιν μεγάλην διότι ανέγνωσα εις το «Θάρρος» τα εν τω
συνεδρίω των παραμεθορίων συνοικισμών κατά του κράτους…».
Στο πλαίσιο
αυτής της «εθνικής σημασίας» μπορεί άνετα να ενταχθεί και η ίδρυση του Συλλόγου Ποντίων Οπλαρχηγών «Αλύτρωτος Πόντος» στη Δράμα το
1925, από τους μπαρουτοκαπνισμένους αδούλωτους του Πόντου, πολλοί από τους
οποίους έμειναν στα βουνά μέχρι και επτά χρόνια, για να μην πεθάνουν στα
τάγματα θανάτου, τα γνωστά αμελέ ταμπουρού των Νεότουρκων κινηματιών.
Από τα πρώτα
χρόνια της εδώ εγκατάστασής τους, κατά τις εθνικές επετείους, δεν παρέλειπαν να
παρουσιάζονται οι καπετάνιοι με τις ένδοξες στολές τους και να απολαμβάνουν τις
τιμητικές ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του κόσμου.
Το πρώτο
ιδρυτικό Συμβούλιο, που εκπροσώπησε το Σύλλογο ως τις 29 Ιουλίου 1927,
κάλεσε γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο δικηγορικό γραφείο του
Χρυσόστομου Καραΐσκου και συγκροτήθηκε ως εξής:
Πρόεδρος, Χ. Κοσμίδης,
Αναπλ. Προέδρου, Ιορδ. Χασαρής,
Γεν. Γραμματέας, Χρυσ. Καραΐσκος,
Ταμίας, Ευριπ. Σαμλίδης,
Μέλη: Δ. Ασλανίδης, Ε. Λεοντιάδης, Ε. Σταυρίδης, Κ. Δεϊρμεντζόγλου,
Α. Κουτσίδης, Καρανικόλας και Χατζηηλιάδης.
Η γενική
συνέλευση έκρινε άκυρη ως άτυπη τη συνέλευση που έγινε στο ξενοδοχείο του
Δελησαββίδη με θάμα την ίδρυση και άλλου Συλλόγου, διότι η συνέλευση της
29ης Ιουλίου 1928 δεν αναγνωρίζει άλλο ποντιακό σύλλογο με τους ίδιους
σκοπούς.
Στις 11
Αυγούστου 1928, επισκέφτηκε το Παρανέστι (Πούκια) ο Γενικός Διοικητής
Μακεδονίας Θράκης Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου. Στην υποδοχή θα παραστούν ο Πρόεδρος
του Συλλόγου Κοσμίδης και ο Γραμματέας Καραΐσκος. Θα προσφερθεί γεύμα από
τον Πρόεδρο Παρανεστίου Μ. Σπανίδη και παρευρίσκονται σ’ αυτό επίσης ο
Σταθάρχης Χωροφυλακής Παπαδάκης και ο Έμπορος Χατζηαναστασίου.
Στις
29Σεπτεμβρίου 1928, ο πρόεδρος έστειλε στο Λεων. Ιασονίδη το τηλεγράφημα:
«Καθήκον
μας υπέρτατον θεωρούμεν να υποβάλωμεν εις τον αλτρουιστήν βουλευτήν
Θεσσαλονίκης κ. Ιασονίδην θερμά ευχαριστήρια δια την πιστικότητα και
παραστατικότητα μετά της οποίας εξέθηκε το ζήτημα των παραμεθορίων και
οπλαρχηγών εις την Βουλήν, προκαλέσας τα ρίγη της συγκινήσεως εις την Βουλήν
και επαξίως χειροκροτηθείς. Τα δάκρυα του κ. Βενιζέλου τα οποία επροκάλεσε και
επεκαλέσθη, ευχόμεθα να αποβούν καρποφόρα, όσον και η ιδική του προσπάθεια.
Αντιπρόσωπος
οπλαρχηγών Μεθορίου.
Ο Πρόεδρος
Χαρ. Κοσμίδης».(Εφημ. «Θάρρος», 29.11.1928).
Τον Φεβρουάριο
του 1931, συγκροτήθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο:
Πρόεδρος, Στυλ. Κοσμίδης,
Αναπλ. Προέδρου, Γ. Απανοζίδης,
Γεν. Γραμματέας, Α. Παπαδόπουλος,
Ταμίας, Κ. Παπουλίδης,
Σύμβουλοι: Ι. Χασαρής, Σ.
Καραγιαννίδης κ.ά.
Ειδικού
ενδιαφέροντος είναι και το τηλεγράφημα του Συλλόγου προς το Μητροπολίτη Κυτίου
Κύπρου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται:
«Εξέγερσις αδελφών Κυπρίων κατά πανισχύρου
αυτοκρατορίας πληρεί ενθουσιασμού καρδίας παλαιμάχων αγωνιστών υπέρ ελευθερίας
Κύπρου. Συγχαίροντες, ευχόμεθα επικράτησιν ιερού αγώνος. Πρόεδρος Σωματείου
«Ελεύθερος Πόντος», τέως Αρχηγός επαναστατών Πόντου, Στυλιανός Κοσμίδης».
Στην εφημερίδα
δημοσιεύτηκε τετράστηλη έκθεση από την επιμνημόσυνη δέηση της
προηγουμένης στον ιερό ναό Αγ. Νικολάου, όπου μίλησε και ο Γεν. Διοικητής
Μακεδονίας –Θράκης Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, πατέρας της γνωστής ιατρού της
Θεσσαλονίκης Άννας. «Το εν τω μέσω του ναού σεμνότατον
κενοτάφιον, ένθεν και ένθεν του οποίου ετοποθετήθησαν δέκα ευσταλείς οπλισμένοι
και με την εθνικήν του Πόντου ανταρτικήν στολήν ενδεδυμένοι Πόντιοι
οπλαρχηγοί εκ των επιζησάντων εξ εκείνης της μαύρης του Πόντου συμφοράς,
προσήλκυον του εκκλησιάσματος τα βλέμματα, όπως και η μεγάλη ιστορική και
εθνική σημαία του Πόντου, η φέρουσα εν τω μέσω αυτής τον αετόν…». «Θάρρος»,
29 Οκτωβρίου 1928).
Στις εκλογές
του Συλλόγου 7 Φεβρουαρίου 1931 εκλέγονται στο Δ.Σ. :
Πρόεδρος Στυλ. Κοσμίδης,
Αναπλ. Προέδρου Γ. Απανοζίδης,
Γεν. Γραμματέας Α. Παπαδόπουλος,
Ταμίας Κ. Παπουλίδης,
Σύμβουλοι Ι. Χασαρής και Στ. Καραγιαννίδης.
(δημοσιεύτηκε «Θάρρος» 8.2.1931)
Στο τέλος
Νοεμβρίου 1931, δημοσιεύονται και τα αποτελέσματα των εκλογών και τα ονόματα
των μελών του νέου διοικητικού συμβουλίου:
«Πρόεδρος,Στυλ.
Κοσμίδης,
Μέλη: Λ. Παπαδόπουλος, Κ. Παπουλίδης, Γ. Απανοζίδης, Ι. Χασαρής, Στ.
Καραγιαννίδης, Ε. Λεοντιάδης.
Εξελ. Επιτροπή, Καλλίνικος Σαρηγιαννίδης, Γεώργιος
Δελησαββίδης, Δημοσθ. Παπαδόπουλος».
(δημοσιεύτηκε 1.12.1931 «Θάρος»)
Κατά τη
μεταξική περίοδο που ακολούθησε, οι Βενιζελικοί δεν περιέπεσαν απλά σε
δυσμένεια αλλά και εκτοπίστηκαν και απολύθηκαν κλπ.
Φλογεροί
λάτρες του Βενιζέλου έλαβαν μέρος και στο κίνημα της Πρώτης Μαρτίου 1935.
Τους πρόλαβε ο Κονδύλης στο Στρυμόνα και τους έστειλε πίσω γυμνούς. Κατασχέθηκε
η προσκείμενη στο Βενιζέλο εφημερίδα «Θάρρος». Κάποιες πληροφορίες
βρέθηκαν στο σχισμένο φύλλο της 11.Μαίου 1935. Γράφηκε ότι σκοτώθηκε ο
ανθυπασπιστής από το Οχυρό Σταύρος Λύκος και τραυματίστηκε ένα άτομο από
βομβαρδισμό αεροπλάνου στη Δράμα.
Όταν ήρθαν οι
Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, είχαν ήδη στα χέρια τους καταστάσεις
των ανταρτών του Πόντου. Έλαβαν όσα προληπτικά μέτρα μπορούσαν, σκόρπισαν,
κρύφτηκαν, και άλλοι διέφυγαν δυτικά προς τη γερμανουκρατούμενη Ελλάδα και
άλλοι πήραν τα βουνά. Αγωνίστηκαν, περιόρισαν στο βαθμό που μπόρεσαν τις
βαρβαρότητες των σκληρών κατακτητών και προστάτεψαν τον πληθυσμό.
Με τη λήξη του
πολέμου παρέδωσαν τον οπλισμό τους κατά τις ημέρες τη συμφωνίας της Βάρκιζας,
αλλά δεν πρόλαβαν να απολαύσουν τα αγαθά της ειρήνης. Μπλέχτηκαν, άλλοι με τη
θέλησή τους και άλλοι χωρίς αυτήν, στα θανατηφόρα δίχτυα του Εμφυλίου.
Δεν επανίδρυσαν
το σύλλογο. Τη θέση του κατέλαβαν τα εθνικά ανταρτικά τμήματα από τη μια και οι
οργανώσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από την άλλη.
Μια ελάχιστη
αναφορά σε όποιους έγινε εφικτό, αξίζει στη μνήμη τους.
Ο Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ Αγάς) γεννήθηκε το 1886 στο
χωριό Κοβτζέ Πουγάρ της Αμισού (Σαμψούντας) και ήταν ο ξακουστότερος πολέμαρχος
στο θρυλικό αντάρτικο του Δυτικού Πόντου. ΄Εχασε τον αδελφό του Ηλία σε μάχη
στην Όξε της ίδιας περιοχής και η μαχητικότητά του εναντίον των Τούρκων
ξεπέρασε πολλές φορές τα ανθρώπινα και ανήλθε στα όρια του θρύλου. Με τη
βοήθεια των υπαρχηγών του Παπουλίδη Τσακαλή και Γιαγκούλα, έγινε ο φόβος και ο
τρόμος του Τοπάλ Οσμάν και ο μόνιμος κεφαλόπονος του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος
ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Σαμψούντα το Μάιο 1919.
Στη Δράμα, την
οποία επέλεξε ως τόπο κατοικίας μετά την Ανταλλαγή, ο Ιστύλ Αγάς, αγωνίστηκε
πάλι σκληρά για να πάρει το τουρκικό χάνι στη σημερινή οδό 19ης Μαΐου,
αριθ. 104, απέναντι από τον άλλοτε πετρελαιοκίνητο μύλο του Βωλακιώτη Μαυρίκα.
Και λέω αγωνίστηκε, γιατί, όταν αποσύρθηκε η ΕΑΠ, την κινητή περιουσία που
περιήλθε στο Δημόσιο την πήρε η νεοϊδρυθείσα το 1929 Εθνική Τράπεζα. Και αυτό
φαίνεται λογικό. Το παράλογο είναι ότι, ενώ οι πρόσφυγες είναι άστεγοι, η
Τράπεζα
πουλάει με πλειοδοτικούς διαγωνισμούς στους εύπορους τα τουρκικά
κτήματα που προορίζονται για τη στέγαση των προσφύγων, αντί να τα παραχωρήσει
σ’ αυτούς σε λογικές τιμές έναντι των αποζημιώσεων τις οποίες τους οφείλει. Ο
Ιστύλ Αγάς πέθανε το 1940 και ο τάφος του βρίσκεται στα κοιμητήρια Δράμας
λησμονημένος. Το μνήμα του ανθρώπου που έσωσε, μόνο σε μια συγκυρία,
τουλάχιστον 6.000 ψυχές από τα ξίφη και τα όπλα του Κεμάλ.
Ο Ιορδάνης Χασαρής. Γεννήθηκε στη Σαμψούντα του Πόντου στη
δεκαετία του 1890 και εγκαταστάθηκε στην Καλλίφυτο Δράμας.
Ο Παύλος Καριπίδης από τη Νέα Αμισό, σε συνέντευξή στο Χρήστο
Σαμουηλίδη στις 18.5.1963 δήλωσε μεταξύ άλλων ότι η τρίτη αποστολή των εξόριστων
από το Γαμάν (12 χιλιόμετρα νότια της Σαμψούντας), ματαιώθηκε από τον
Ιορδάνη Χασαρή. Η πρώτη, τον Ιούνιο 1921, εξοντώθηκε στο Καβάκ, η δεύτερη έφυγε
για τον προορισμό της.
Την Τρίτη
αποστολή την πρόλαβε ο Χασαρής στο Τσιμπούς Χαν, πολέμησε με τον Λιβά πασά και
έσωσε τους μισούς από τους 3.000-4.000 Έλληνες που δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η
τύχη τους. Αυτοί που σώθηκαν μετά από τη μάχη των 7-8 ωρών,
τραγούδησαν ένα τραγούδι για το Χασαρή που έλεγε:
«Ουτσουντζή
ταπουρτάν
γατσάν φιραρί
κετζέ κουντούζλέρ
γιασά Χασαρή
|
Από το τρίτο Τάγμα εξορίας
Οι
εξόριστοι (σκαστοί) λιποτάκτες
νύχτα και μέρα
μπράβο Χασαρή!»
|
Έλαβε μέρος στο
κίνημα της Δράμας στις 28.9.1941 και καταδικάστηκε σε θάνατο από το
καθεστώς του Βόρι. Διέφυγε όμως πέρα από το Στρυμόνα και εντάχθηκε στην
ΠΑΟ. Έλαβε μέρος στην αιματηρή μάχη του Κιλκίς το Νοέμβριο 1944,
όπου αναμετρήθηκαν ΕΛΑΣ-ΠΑΟ και διαλύθηκε η δεύτερη. Ο Χασαρής αιχμαλωτίστηκε,
βασανίστηκε και εκτελέστηκε.
Ο Καραΐσκος Χρυσόστομος, κατ’ άλλους έφεδρος υπολοχαγός και
κατ’ άλλους λοχαγός στη Μικρασιατική Καταστροφή, με εντολή της ελληνικής
Κυβέρνησης επισκέφτηκε με διπλωματικό διαβατήριο του Ερυθρού Σταυρού τον Ιστύλ
αγά και άλλους οπλαρχηγούς και ασχολήθηκε με την οργάνωση του αντάρτικου και
την περίπτωση αυτονομίας του Πόντου ή τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους,
σύμφωνα με πρόταση του Ε. Βενιζέλου, την οποία δε δέχτηκαν οι Αρμένιοι.
Ένα από τα
σοβαρά προβλήματα του κράτους ήταν- όπως είδαμε- η φύλαξη των βόρειων
συνόρων του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία και συμπτωματική η παρουσία πολλών
έμπειρων από το αντάρτικο του Πόντου στους συνοριακούς αυτούς νομούς.
Οι νομοί του
Κιλκίς, της Δράμας, της Κοζάνης και της Φλώρινας, φιλοξένησαν κατ’ αξιολογική
σειρά τους περισσότερους πρόσφυγες.
Και σε ό,τι
αφορά τη Δράμα, σε όλα σχεδόν τα χωριά που φιλοξένησαν πολλούς πρόσφυγες,
βρέθηκαν αξιόμαχοι αγωνιστές από το αντάρτικο του Πόντου.
Μερικά παραδείγματα:
Ο Καλαϊδόπουλος (Καλαϊτζόγλης) Γεώργιος από τη Δίρχα
της Σάντας, κάτοικος Οχυρού. Έπαιζε στην πατρίδα λύρα σε τουρκικό γάμο, όταν
του επιτέθηκαν δυο Τούρκοι. Ξέφυγε, εντάχτηκε στα τμήματα του Μήτου, του Τσερίπ
και του Δαμιανού (Τσολάκ) μαζί με τα δυο αδέλφια του και όταν σκοτώθηκαν οι
οπλαρχηγοί του, έγινε ο ίδιος καπετάνιος. Πέθανε το 1957 στο Οχυρό.
Ο Καραϊσαρλής Παντελής (Τσαχίρ Παντελής). Γεννήθηκε το 1887
στην Όξε Αμισού και στη Ελλάδα επέλεξε ως τόπο εγκατάστασης τους ακρινούς
Ποταμούς. Σύμφωνα με τη «Μαύρη Βίβλο» του Ιωάννη Καψή, εκδ. Λιβάνη, σελ. 247,
ήταν υπαρχηγός του Παντέλ αγά το 1917.
Ο Καρυπίδης Αντύπας (Καρύπογλους) (1890-1960). Καταγόταν από
την Τάχνα Πάφρας, φοίτησε στο αμερικανικό Κολλέγιο της Μερζιφούντας και βρέθηκε
φημισμένος οπλαρχηγός στην περιοχή. Έλαβε μέρος στις μάχες Νεπιέν, Παλίκ Γκιολ,
Κουρού Κοκτσέ, Τσατσούρ δίπλα στον Αντών Πασά.
Ο Μπαϊρακταρίδης Αναστάσης. Ο 18 χρονος το 1920 από την
περιοχή της Πάφρας, ανδείχθηκκε σε καπετάνιο, τραυματίστηκε τέσσερις φορές,
διέφυγε στη Ρωσία και από εκεί ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη συνοριακή
Μικροκλεισούρα Δράμας, επειδή –ομολογούσε- ότι δεν είχε Σταθμό
Χωροφυλακής.
Για το
συγκεκριμένο λόγο, στο Παρανέστι, το Σιδηρόνερο, το Νικηφόρο, το Κ. Νευροκόπι
και τα χωριά τους είχαν εγκατασταθεί και κάλυψαν τον ορεινό όγκο του νομού
Δράμας καπετάνιοι και αντάρτες. Αλλά και από τον κάμπο δεν έλειπαν οι
αγωνιστές του Πόντιου.
Από την
εφημερίδα «Πρωινός Τύπος» Δράμας της 29.9.2017, που δημοσιεύει κείμενο της
εφημερίδας «ΝΕΟΛΟΓΟΣ», στις αρχές Οκτωβρίου 1926, μαθαίνουμε ότι:
Ο Θεόδωρος
Λαμπρίδης, κάτοικος Καβακλί, κατέλαβε και εγκαταστάθηκε αυθαίρετα σ’
ένα «καταλληλότατον και ευρύχωρον οίκημα», στο οποίο ο
Πρόεδρος ήθελε να στεγάσει πολλές άστεγες προσφυγικές οικογένειες. Ο Αστυνόμος
ενωμοτάρχης Μελίδης πήρε το μπαστούνι ενός επιστάτη και ξυλοκόπησε τους
κατοίκους του χωριού Κουρτζίδη και Παπαδόπουλο.
Βρέθηκε εκεί ο
οπλαρχηγός του Πόντου Παναγιώτης Θεοδωρίδης και πρόεδρος του Γεωργικού
συνεταιρισμού «Αγάπη» και απέτρεψε το λιντζάρισμα του Αστυνόμου από τους
πρόσφυγες Κατοίκους.
Ο Θεοδωρίδης κατευθύνθηκε προς την οικία του
Αστυνόμου Δοξάτου ανθυπομοίραρχου Λεφάκη. Τον πρόλαβε ο αστυνόμος, τον κλώτσησε
και τον γρονθοκόπησε σε όλο του το σώμα. «Το αίμα έρρεεν από το στόμα και
την μύτην του δυστυχούς κ. Θεοδωρίδου».
Ο Αστυνόμος
φοβήθηκε και ζήτησε συγγνώμη. Το θέμα παραπέμφθηκε στο Διευθυντή της Αστυνομίας
Σταυριανό και τη Δικαιοσύνη.
Στην ίδια
εφημερίδα, συγκεκριμένα διαβάζουμε:
«Ο Παναγιώτης Θεοδωρίδης… είναι εξ εκείνων
των ανταρτών του Πόντου οίτινες εθέριζαν τας φάλαγγας του Κεμάλ. Πέρισυ δε,
κατά το ελληνοβουλγαρικόν επεισόδιον, ως υπαρχηγός των Ποντίων Πολιτοφυλάκων,
πρώτος ετέθη εις την διάθεσιν της ΙΧ Μεραρχίας».
Ο ίδιος δε,
κατά την απολογία του –μεταξύ άλλων- είπε:
«Οκτώ
έτη εις τα βουνά του Πόντου και τέσσερα εις την Μακεδονίαν, δε με ήγγισε
κανείς. Τώρα ας είδομεν τι θα πράξη η δικαιοσύνη».
Υποβλήθηκαν
τέσσερις μηνύσεις εναντίον του Λεφάκη και του Μελίδη και ανακρίθηκαν από το
Διοικητή Χωροφυλακής Δράμας Ταγματάρχη Σταυριανό, ο οποίος τους υποσχέθηκε παραδειγματική
τιμωρία του «δικτάτορος αστυνομικού».
Ένας μεγάλος
αριθμός των αγωνιστών από εκείνο το αντάρτικο, που επέζησαν και ήρθαν στην
Ελλάδα, στελέχωσαν σχεδόν από την αρχή της τριπλής Κατοχής, της ομάδες Εθνικής
Αντίστασης εναντίον των κατακτητών. Και όχι μόνο εντάχθηκαν, αλλά οργάνωσαν
κυριολεκτικά σε μεγάλο ποσοστό τα αντιστασιακά τμήματα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΠΑΟ, τις
ΕΑΟ-ΕΣΕΑ της περιοχής μας και πολλές αυτόνομες ομάδες και οργανώσεις. Το ίδιο
έγινε και σε όλη την Ελλάδα.
Στο Νομό
Δράμας, από το καλοκαίρι του 1941 εμφανίζονται οι πρώτοι ανυπότακτοι. Άλλοι από
αυτοάμυνα, όταν απειλήθηκε η ζωή τους, άλλοι από αυτοδικία, όταν
κακοποίησαν τους ίδιους ή του δικούς τους και άλλοι, όταν αρνήθηκαν να
καταταγούν στα τάγματα εργασίας (ντουρντουβάκια) ή λιποτάκτησαν από
αυτά για να μην πεθάνουν από το κρύο, την πείνα και τη απάνθρωπη δουλειά σε
καταναγκαστικά έργα.
Θα επιχειρηθεί μια εντελώς ενδεικτική
παρουσίασή τους:
Αβραμίδης Παναγιώτης, πατέρας του Αναστάση, Αρχηγού του
Αρχηγείου Φαλακρού (Μποζ Νταγ), η προτομή του οποίου βρίσκεται στην είσοδο του
παλαιού δημαρχιακού κτιρίου Κ. Νευροκοπίου, δίπλα σ’ εκείνη του Μητροπολίτη
Θεοδώρητου. Γεννήθηκε στην Τοκάτη (Ευδοκιάδα, θυγατέρα του
Ηρακλείου) και εγκαταστάθηκε στο μικρό οικισμό Δέλτα
Ποταμών. Ζούσε 6 χρόνια αντάρτης στο βουνό, όπου σκοτώθηκε όταν ο Αναστάσης
ήταν 6 ετών.
Βασιλειάδης Ιωάννης. Γεννήθηκε στον Πόντο το 1894, έμεινε
δυο χρόνια αντάρτης στα βουνά και εγκαταστάθηκε στην Προσοτσάνη Δράμας.
Βασιλειάδης Κων. (Μπελί Κιρίκ). Γεννήθηκε στην
περιοχή της Αμισού του Πόντου το 1900 και εγκαταστάθηκε στην Ψηλή
Ράχη Δράμας. Η αναγνώριση της εμπειρίας του από το αντάρτικο του Πόντου τον
ανέδειξαν σύντομα υπαρχηγό του Αρχηγείου Καρά Ντερέ. Με την είσοδο των Γερμανών
και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, τα άφθονα Οχυρά της περιοχής ήταν
γεμάτα όπλα και παντός είδους πολεμικού υλικού. Ο Βασιλειάδης θυμήθηκε πόση
μεγάλη αξία είχε ένα καλό όπλο στο αντάρτικο του Πόντου. Μήνες περίμεναν –έλεγε- να καταπλεύσει μέσα σε
άγρια μεσάνυχτα και κύμα ένα πλεούμενο, για να τους φέρει πανάκριβα όπλα από τη
Ρωσία. Γι αυτό συγκέντρωσε και έκρυψε οπλισμό για ένα λόχο.
Την άνοιξη
κιόλας του 1941 συγκρότησε ένοπλη ομάδα αντίστασης. Οι Βούλγαροι τον συνέλαβαν,
τον έδειραν άγρια μπροστά στα παιδιά του και τον άφησαν αναίσθητο Και όταν
συνήλθε τον έκλεισαν στη φυλακή. Άλλη φορά κακοποίησαν την κόρη του Σοφία, η
οποία μαράζωνε συνεχώς και πέθανε το 1956. Οι κάτοικοι της περιοχής Νικηφόρου
Δράμας, συγκέντρωσαν χρήματα, δωροδόκησαν Βουλγάρους και τον απελευθέρωσαν. Και
μετά τον Πόλεμο, πάλι συγκέντρωσαν χρήματα και έστησαν την προτομή του στην
είσοδο του Νικηφόρου. Πέθανε το 1953 μετά από πτώση από δέντρο.
Γεωργιάδης Μιχάλης (Σπάρτακος). Γεννήθηκε στον
Πόντο στη δεκαετία του 1880 και μυήθηκε στο αντάρτικό του. Στην Ελλάδα
εγκαταστάθηκε στο Νικηφόρο Δράμας και το καλοκαίρι του 1941 συγκρότησε ένοπλη
ομάδα την οποία έστρεψε εναντίον των ανταρτών του Αντώνη Φωστηρίδη. Από τον
Σπύρο Κουζινόπουλο αναφέρεται ως «καλός κομμουνιστής». Σκοτώθηκε την
Πρωτοχρονιά του 1944 από μη αναμενόμενη επίθεση του Φωστηρίδη.
Κουτσίδης Μιχαήλ (Μουχάλ αγάς), επίσης από την
Τοκάτη, θείος του Αναστάση Αβραμίδη, γεννημένος περί το 1880, και πολύτιμος
καθοδηγητής του στην ηγεσία του εδώ κατοχικού αντάρτικου. Στην Ελλάδα
εγκαταστάθηκε Δέλτα Ποταμών, ένα οικισμό 15 οικιών, ανάμεσα στο μικρό δέλτα του
Νέστου ποταμού και του παραποτάμου του Δοσπάτη. Στο Δημοτικό Σχολείο του
υπηρέτησα και δίδαξα 13 μαθητές και μαθήτριες το σχολικό έτος 1959-1960.
Δεν είναι τόσο εύκολο να λησμονήσω ότι την 1η Σεπτεμβρίου ως την
31η Δεκεμβρίου, μου προσέφεραν εκ περιτροπής φαγητό, γιατί τους είπε ο
Επιθεωρητής ότι δεν θα πληρώνομαι για το διάστημα αυτό, λόγω μη πρόβλεψης της
σχετικής δαπάνης στο Προϋπολογισμό της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Κ.
Νευροκοπίου. Με ρώτησε μάλιστα αν θέλω να εργαστώ αμισθί για το διάστημα αυτό
και δέχτηκα. Σήμερα το χωριουδάκι είναι έρημο.
Λαζαρίδης Κυριάκος (Σαρί Κυριάκος) από την Πάφρα του
Πόντου, κάτοικος του συνοικισμού Διπλοχώρι Ποταμών Δράμας. Γεννήθηκε το 1912
και στερήθηκε τη στοργή του πατέρα του που ήταν αντάρτης, μαζί με το θείο του.
Την άνοιξη του 1942, όταν κλήθηκε για στράτευση από τους Βουλγάρους, κατέφυγε
στα Γιαννιτσά Θεσσαλονίκης μαζί με άλλους πέντε. Επέστρεψαν τον επόμενο χρόνο,
εντάχθηκαν όλοι μαζί στο αντάρτικο τμήμα του Αναστάση Αβραμίδη, με τον οποίο
ήταν και στα Γιαννιτσά και ορίστηκε υπαρχηγός.
Λαφτσίδης Ιωάννης. Γεννήθκε στην Αμισό του Πόντου το 1901,
εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Σιδηρόνερου και σκοτώθηκε ως οπλαρχηγός στη
μεγάλη μάχη της Γέφυρας Παπάδων, στις 11.5.1944.
Λεοντιάδης Στάθης. Γεννήθηκε το 1892 στον Πόντο, όπου
αγωνίστηκε ως αναγνωρισμένος οπλαρχηγός. Εγκαταστάθηκε στα Περιστέρια της
περιοχής Νικηφόρου –Πλατανιάς. Στις 26.5.1942 καταδικάστηκε σε θάνατο και
επικηρύχθηκε έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού και δολοφονήθηκε από ένοπλους
Βουλγάρους.
Μακρίδης Οδυσσέας (Μπάρμπας). Γεννήθηκε στο
Ορτάκιοϊ Μ. Ασίας το 1889 και αγωνίστηκε με τους Κιρκάσιους από το 1917 ως το
1922. Γνωρίστηκε με τον καπετάν Παντελή, τον Παπαδάκη, αρχηγό του Αρχηγείου
Φαλακρού (Μοζ Νταγ) το καλοκαίρι του 1941, στον τόπο εγκατάστασής του, το
Καστανόχωμα, όπου ζούσε με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Ορίστηκε υπαρχηγός και
μόνιμος σύμβουλός του Παπαδάκη ως το τέλος της Κατοχής. Στην Πετρούσα Δράμας,
όπου ζούσαμε πρόσφυγες από το 1944 ως το 1950 που πέθανε, συμπάθησε πολύ τον
αδελφό μου Θεοφύλακτο. Του έδωσε ένα ζευγάρι καινούργια, μαύρα εγγλέζικα άρβυλα
που τα πρόσεχε και τα φρόντιζε πολλά χρόνια σαν ακριβά κοσμήματα.
Μικρόπουλος Θεόδωρος (1904-1981). Γεννήθηκε στην Έρπαα της
Αμισού του Πότου. Το 1921 στη γενέτειρά του συγκέντρωσαν οι Τούρκοι
γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους του χωριού μέσα στην εκκλησία και τα εκτέλεσαν.
Δυο χιλιόμετρα μακριά από το χωριό συγκέντρωσαν και πάρα πολλούς άλλους
κατοίκους της περιοχής και τους οδήγησαν στην εξορία του θανάτου. Ο νεαρός
Θόδωρος, ο γιός του πολέμαρχου Παρασκευά, δεν είναι απλά μυημένος στο αντάρτικο
της περιοχής του, αλλά ένας γενναίος μαχητής. Αποδείχτηκε πολύ νωρίς ικανός μαχητής κατά των
Τούρκων. Παρά το νερό της ηλικίας έγινε δεινός καπετάνιος.
Με τις Σφαγές
της Δράμας στα τέλη Σεπτέμβρη 1941, πίστεψε μαζί με άλλους πως η αναμέτρηση με
τον εχθρό είναι μονόδρομος. Την άνοιξη του 1942 τον ψάχνουν οι Βούλγαροι να τον
στείλουν στα τάγματα εργασίας. Οργανώνει ένοπλο τμήμα στην περιοχή Μπαϊράμ
Τεπέ, ανάμεσα στη Δράμα και το Παρανέστι και από την άνοιξη του 1943 τον
επιλέγουν οι σύντροφοί του ως αρχηγό. Το 1945 στρατεύεται με το βαθμό του
λοχαγού και απολύεται το 1949. Το 1950 μαζί με όλους τους καπετάνιους και
ομαδάρχες που στρατεύτηκαν και πολέμησαν το Δημοκρατικό Στρατό με το βαθμό του
ανθυπολοχαγού ως το βαθμό του ταγματάρχη, καθαιρέθηκαν και αποστρατεύτηκαν με
το βαθμό του στρατιώτη. Μόνο ο Αντώνης Φωστηρίδης διατήρησε το βαθμό του με
εντολή το Σκόμπυ στα Δεκεμβριανά, όπου πολέμησε στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη.
Το διαμπερές
τραύμα του Μικρόπουλου στο στήθος, τον βασάνιζε συχνά. Πέθανε στην Αθήνα, στις
31.1.1981. Η σορός του μεταφέρθηκε με χρήματα εράνου και κηδεύτηκε στο χωριό
του, τον Πρινόλοφο Δράμας.
Παπαδόπουλος Κων/νος (Μπάρμπα Κώστας). Γεννήθηκε στον
Πόντο το 1900, υπήρξε αντάρτης δυο χρόνια και στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον
Καλλίκαρπο Σιδηρόνερου Δράμας. Στην κατοχή εντάχθηκε στα ανταρτικά τμήματα του
Καρά Ντερέ.
Παπαδόπουλος Σωκράτης (Σωκράτ αγάς). Γεννήθηκε στον
Πόντο στη δεκαετία του 1880, αγωνίστηκε εναντίον των Τούρκων και στην Ελλάδα
εγκαταστάθηκε στα Κοκκινόγια Δράμας. Σε όλα τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και
του Εμφυλίου, αγωνίστηκε ειρηνικά για τη γαλήνη και την προκοπή του τόπου. Η
Κοινότητα των τίμησε μετά θάνατον. Έδωσε το όνομά του σε οδό του χωριού.
Πασχαλίδης Γεώργιος. Γεννήθηκε το 1890 στην Περιοχή της
Αμισού του Πόντου, και εδώ εγκαταστάθηκε στο μικρό οικισμό Τιμόθεος,
δίπλα στους Ταξιάρχες και εντάχθηκε στο αντάρτικο του Καρά Ντερέ το 1943.
Τσακιρίδης Θεόδωρος (Μπάρμπα Θόδωρος). Γεννήθηκε στη
Πάφρα του Πόντου το 1894, όπου βρέθηκε στο βουνό και αγωνίστηκε για να
περιορίσει τις διώξεις του Τοπάλ Οσμάν και να προστατέψει τον ελληνικό πληθυσμό
που εξοντώνονταν. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Μπάφρα και από τους πρώτους οργάνωσε
ένοπλο τμήμα στο Παγγαίο. Ανακηρύχθηκε Αρχηγός και πολέμησε τους Βουλγάρους.
Αγωνίστηκε με το βαθμό του λοχαγού εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού στον
Εμφύλιο και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του στρατιώτη το 1950.
Φωστηρίδης Κυριάκος, πατέρας του Αντών
Τσαούς. Γεννήθηκε στο Ερικλί της Πάφρας του Πόντου γύρω στα 1890 και
αγωνίστηκε με αυτοθυσία στα βουνά της περιοχής. Με την Ανταλλαγή εγκαταστάθηκε
στο Οροπέδιο, ένα μικρό χωριό πάνω από το Σιδηρόνερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου