Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ( 1ο από 3 μέρη)


Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ( 1ο από 3 μέρη)
Το πρώτο ρήγμα: Οι ανακωχές της Θεσσαλονίκης και του Μούδρου
(Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1918)
Jean – Claude Allain
    O συνασπισμός των Κεντρικών Δυνάμεων αποσυντίθεται ακολουθώντας συμμετρικά αντίστροφη φορά από εκείνη της συγκρότησής του. Η Βουλγαρία, τέταρτη και τελευταία χώρα, που προσχώρησε τον Σεπτέμβριο του 1915, είναι η πρώτη, η οποία εγκαταλείπει τον συνασπισμό ακριβώς τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1918. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε ενεργοποιήσει στις 29 Αυγούστου του 1914 τη μυστική συμφωνία, την οποία είχε συνάψει στις 2 Αυγούστου του ιδίου έτους με την Γερμανία, ακολουθεί το παράδειγμα της Βουλγαρίας τον Οκτώβριο του 1918. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, ο αρχαιότερος και πλέον αξιόπιστος σύμμαχος της Γερμανίας, με την οποία ήταν συνδεδεμένη με στρατιωτικές δεσμεύσεις ήδη από το 1879, καταθέτει τα όπλα στις 4 Νοεμβρίου 1918, δίχως, ωστόσο, να καταφέρει να αποφύγει τελικά τη διάλυσή της. Η ίδια η Γερμανία, απομονωμένη, αναγκάζεται να ζητήσει ανακωχή, προκειμένου να μην υποστεί στρατιωτική εισβολή εντός του εθνικού της εδάφους. Η ανακωχή υπογράφεται στις 11 Νοεμβρίου 1918. Η διαδικασία, η οποία ολοκληρώνει εντός χρονικού διαστήματος έξι, μόλις, εβδομάδων, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επαληθεύει την περίφημη θεωρία του “ντόμινο”, πολύ προτού αυτή εμφανιστεί τo 1954.
    Πώς διαγραφόταν, το φθινόπωρο του 1918, η κατάσταση στο Μακεδονικό μέτωπο; Η σκέψη για ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας σε βάρος μιας Βουλγαρίας, η οποία εκπέμπει μηνύματα αδυναμίας και πολιτικής αστάθειας, άρχισε να διαμορφώνεται από τον μήνα Ιούνιο. Στόχος ήταν να εξαναγκαστεί η χώρα να εγκαταλείψει τη συμμαχία της και να αποσυρθεί από τον πόλεμο. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Georges Clemenceau, διέταξε στις 23 τον στρατηγό Franchet d’ Espèrey, ανώτατο διοικητή του Θεάτρου Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, να αυξήσει την πίεση κατά μήκος του μετώπου με τη Βουλγαρία και να εκπονήσει ένα σχέδιο γενικής επίθεσης. Προς την ίδια κατεύθυνση έκλινε και το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίασή του της 2ας Ιουλίου 1918, στις Βερσαλλίες. Από την πλευρά των Βρετανών, ο  υπουργός Εξωτερικών Arthur Balfour και ο υφυπουργός Robert Cecil, υπογράμμισαν, κατά την ίδια συνεδρίαση, τις αποσταθεροποιητικές παρενέργειες επί της ασταθούς Βουλγαρικής κυβέρνησης, οι οποίες μπορούσαν να προκύψουν από μια ενδεχόμενη επίθεση. Οι αρχές της Σόφιας θα βρίσκονταν ενώπιον δυο επιλογών: α) μιας συνθηκολόγησης και β) του κινδύνου μιας γενικευμένης εξέγερσης στο εσωτερικό της χώρας. Αμφότερα τα ενδεχόμενα μπορούσαν να αποβούν ιδιαίτερα επωφελή για τους Συμμάχους. Ο προκάτοχος του  Franchet d’ Espèrey στη Θεσσαλονίκη, στρατηγός Guillaumat, είχε διαβλέψει προ πολλού μια τέτοια προοπτική, δίχως, ωστόσο, να τρέφει φιλοδοξίες προέλασης των στρατευμάτων του έως την πρωτεύουσα της Βουλγαρίας. Ο Clemenceau αξιοποίησε το επιχείρημα αυτό, πείθοντας τελικά το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο να ρίξει το βάρος στον τομέα της Θεσσαλονίκης. Έτσι, μέσω διαφορετικών αναλύσεων, προέκυψε ομοφωνία μεταξύ των δυνάμεων της Συνεννοήσεως σχετικά με την προπαρασκευή μιας γενικής επίθεσης σε βάρος της Βουλγαρίας, η οποία θα εξανάγκαζε την τελευταία να αναλάβει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της αναστολής των εχθροπραξιών.
Στρατηγός Louis Franchet d’ Espèrey.
    Στις 5 Αυγούστου 1918, έναν, μόλις, μήνα έπειτα από την ανάληψη της διοίκησης του μετώπου, ο  Franchet d’ Espèrey εξέθεσε το σχέδιο επίθεσης. Θεωρούσε το φθινόπωρο ως κατάλληλη εποχή, υπό την προϋπόθεση ενός διαρκούς και επαρκούς ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του. Στόχος ήταν η διάσπαση των γραμμών του αντιπάλου στον σερβικό τομέα, κατά μήκος της γραμμής Οχρίδας-Μοναστηρίου-Καϊμάκτσαλαν, με αξιοποίηση του ρήγματος προς την κατεύθυνση του οδικού άξονα Πρίλεπ-Βελεσών-Σκοπίων (έδρας της ΧΙης Γερμανικής Στρατιάς του στρατηγού von Scholz). Το βάρος της επίθεσης επρόκειτο να επωμιστούν οι Γάλλοι και οι Σέρβοι. Μια δεύτερη, ταυτόχρονη, ενέργεια του ιδίου είδους προβλεπόταν στον τομέα του ποταμού Αξιού, στο ύψος της λίμνης Δοϊράνης. Την πρωτοβουλία στο σημείο αυτό θα αναλάμβαναν οι Βρετανοί και οι Έλληνες. Παρά ταύτα, οι οδηγίες σχετικά με την προοπτική αξιοποίησης ενός πιθανού ρήγματος σε βάρος των γραμμών του αντιπάλου, παρέμεναν γενικές και αόριστες: “Να τεθούν υπό έλεγχο μακρινά και κομβικής σημασίας στρατηγικά σημεία του εχθρού”, προσδιόριζε χαρακτηριστικά η σχετική οδηγία του Γενικού Επιτελείου.
Η επίθεση της 14ης Σεπτεμβρίου 1918 στο Μακεδονικό Μέτωπο.
    Το καλοκαίρι του 1918, τα γαλλικά στρατεύματα στο Θέατρο της Θεσσαλονίκης ανέρχονται σε 258.000 άνδρες (16 Αυγούστου) και σε 196.000 (15 Σεπτεμβρίου, ημέρα εξαπόλυσης της επίθεσης). Η μείωση του αριθμού είναι συνεχής (έπειτα από την υπογραφή της ανακωχής το δυναμικό πέφτει στους 150.000 άνδρες) και θεωρείται φυσιολογικό φαινόμενο, παρά την ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων, προερχομένων από τις αφρικανικές κτήσεις (Σενεγαλέζοι και Μαροκινοί). Μάλιστα, η αριθμητική κάμψη των Γαλλων παρατηρείται ακριβώς τη στιγμή, που η συνολική ισχύς των Συμμάχων αγγίζει το υψηλότερο σημείο: 570.000 άνδρες, εκ των οποίων 130.000 Βρετανοί και Ινδοί, 40.000 Ιταλοί, 140.000 Σέρβοι και 150.000 Έλληνες. Αντιστρόφως ανάλογη φορά ακολουθεί η αριθμητική ισχύς των Ελλήνων και των Σέρβων.  Σημειώνει συνεχή ανοδική πορεία, γεγονός που εκτιμάται και με πολιτικά δεδομένα στην έδρα του Ανώτατου Συμμαχικού Στρατηγείου, στο Chantilly. Οι οδηγίες του Clemenceau τόσο πριν, όσο και έπειτα από την εκδήλωση της επίθεσης, είναι ενδεικτικές: “Το βάρος της όλης προσπάθειας αναλογεί ουσιαστικά στα βαλκανικά στρατεύματα, τα οποία έχουμε συμφέρον να ενεργοποιήσουμε κατά προτίμηση εντός του εθνικού τους εδάφους και οργανωμένα σε μονάδες υπό την υψηλή εποπτεία Γάλλων και Βρετανών αξιωματικών”.  Με αυτό, ακριβώς, το πνεύμα, ο  Franchet d’ Espèrey είχε προχωρήσει στην εκπόνηση του σχεδίου επίθεσης.
    Παρόλες τις αντιρρήσεις των Βρετανών, οι οποίοι δεν έκρυβαν την προτίμησή τους για μια επίθεση προς την κατεύθυνση της Κωνσταντινούπολης, που θα ανακούφιζε τα στρατεύματα του στρατηγού Allenby στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, το σχέδιο του Franchet d’ Espèrey υιοθετήθηκε τελικά από όλες τις πλευρές. Δεν απέμενε παρά η επιλογή της κατάλληλης ημερομηνίας. Όλες οι προπαρασκευαστικές ενέργειες διέφυγαν της προσοχής του εχθρού, το ηθικό του οποίου εκτιμάτο μέτριο (πρόκειται, ωστόσο, για έναν λανθασμένο υπολογισμό, με γνώμονα πληροφορίες αποσπασμένες από λιποτάκτες και αιχμαλώτους πολέμου). Αντίθετα, εκείνο των Συμμάχων εθεωρείτο άριστο και ενισχυμένο από τις πρόσφατες στρατιωτικές επιτυχίες των Γάλλων στο Δυτικό μέτωπο. Η έκπληξη ως προς τον απρόσμενα αποφασιστικό βαθμό αντίστασης των Βουλγάρων την κρίσιμη στιγμή θα είναι μεγάλη αργότερα, με αποτέλεσμα στις διάφορες αναφορές, με αποδέκτες τα ανώτατα κλιμάκια της ηγεσίας, να καταβληθεί προσπάθεια προκειμένου να υποβαθμιστεί.
    Πάντως, για την ώρα, όλα τα δεδομένα συνηγορούν πως οι συνθήκες είναι ιδανικές συμπεριλαμβανομένων και των μετεωρολογικών προβλέψεων. Στις 5 και 9 Σεπτεμβρίου, ο Franchet d’ Espèrey ζητεί επίμονα άδεια για έναρξη της επίθεσης: “Χρειαζόμαστε καλές καιρικές συνθήκες ούτως ώστε να επιτεθούμε, κυρίως δε, προκειμένου να συνεχίσουμε την προέλαση και να οργανώσουμε τις επικοινωνίες μας σε μια ορεινή περιοχή (…). Η επιχείρηση είναι ώριμη και οποιαδήποτε καθυστέρηση κινδυνεύει να αποβεί μοιραία”. Στις 10 του μηνός, ο Clemenceau, εφοδιασμένος με τη συγκατάθεση Βρετανών και Ιταλών, διαβίβασε προς τη Θεσσαλονίκη την πολυπόθητη άδεια (“Μπορείτε να εξαπολύσετε την επίθεση όποτε εσείς το κρίνετε σκόπιμο”). Τελικά, επελέγη η 14η Σεπτεμβρίου ως ημερομηνία έναρξης των προπαρασκευαστικών βομβαρδισμών από το πυροβολικό (εκ των υστέρων τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν πενιχρά εξαιτίας της καλής οχύρωσης των Βουλγάρων σε βραχώδες έδαφος).
    Η επίθεση αυτή καθεαυτή ορίστηκε για την επομένη, 15 Σεπτεμβρίου 1918. Την εξαπέλυσαν στον κεντρικό τομέα η ΙΙη Σερβική Στρατιά και δυο Μεραρχίες του Γαλλικού στρατού (η 122α Πεζικού και η 17η Ιππικού). Με τη δύση του ηλίου, το ρήγμα στις εχθρικές θέσεις ανέρχεται σε 7 χλμ. βάθους, σε ένα μέτωπο μήκους 25 χλμ.  Οι δυο Βουλγαρικές Μεραρχίες (2η και 3η) καθώς και ένα Γερμανικό Τάγμα, που είχαν αναλάβει την κάλυψη της περιοχής, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τα βόρεια. Το αποκτηθέν από τη μάχη του Σόκολ πλεονέκτημα, επιτρέπει στους Συμμάχους να εξαπολύσουν, στις 18 Σεπτεμβρίου, την δεύτερη προγραμματισμένη επίθεση, στον τομέα της Δοϊράνης, με τη σύμπραξη δύο Ελληνικών και δύο Βρετανικών Μεραρχιών. Πέντε ημέρες αργότερα, η υποχώρηση των Γερμανο-Βουλγάρων είναι γενική, μεταξύ Μοναστηρίου και  Δοϊράνης. Στον κάθετο άξονα Μοναστηρίου-Πρίλεπ-Βελεσών επικρατεί συμφόρηση εξαιτίας των υποχωρούντων στρατευμάτων, ενώ η σύγχυση στις γραμμές του αντιπάλου επιτείνεται από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς, στους οποίους προβαίνει η Συμμαχική αεροπορία. Το Πρίλεπ καταλαμβάνεται στις 24 Σεπτεμβρίου. Πέντε ημέρες αργότερα, στις 29, τα Συμμαχικά στρατεύματα εισέρχονται στα Σκόπια. Στον ανατολικό τομέα του μετώπου, η προέλαση είναι εξίσου νικηφόρα. Η κατάληψη της Στρώμνιτσας στις 26 Σεπτεμβρίου, σηματοδοτεί την είσοδο των Συμμαχικών στρατευμάτων εντός του Βουλγαρικού εδάφους.
Η μάχη του Σόκολ (15 Σεπτεμβρίου 1918)
    Ο  Franchet d’ Espèrey θριαμβολογεί: “Πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη νίκη”, τηλεγραφεί προς το Παρίσι στις 23 Σεπτεμβρίου, απαριθμώντας αιχμαλώτους και πυροβόλα, που έπεσαν στα χέρια των Συμμάχων. “Η υποχώρηση του εχθρού έπειτα από δεκατρείς ημέρες στρατιωτικών επιχειρήσεων, έχει προσλάβει διαστάσεις πανωλεθρίας”, διαπιστώνει την 1η Οκτωβρίου. Την ίδια, ακριβώς, αίσθηση έχει και ο Ludendorff στο αρχηγείο του Γερμανικού στρατού, στην πόλη Σπα. Επιθυμώντας να γεφυρώσει ένα ρήγμα, που μπορούσε να αποβεί επικίνδυνο τόσο για την ασφάλεια της Σόφιας όσο και για εκείνη της Κωνσταντινούπολης, διέταξε τη μεταφορά της 217ης Γερμανικής Μεραρχίας από την Ουκρανία και τη συγκέντρωση άλλων πέντε γύρω από την Νις. Ο τσάρος Φερδινάνδος εγκαταλείπει τα Σκόπια και αναζητεί την προστασία των Γερμανών, επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας. Ωστόσο, οι εξελίξεις τον ξεπερνούν, καθώς η κυβέρνηση της Σόφιας ενεργοποιεί τη διαδικασία της ανακωχής.
    Είναι γεγονός πως, πέρα από τις επιτυχίες στο πεδίο των μαχών, η Συμμαχική επίθεση του Σεπτεμβρίου εκπλήρωσε και τον πολιτικό της στόχο, θέτωντας τέλος σε μια ολόκληρη σειρά από παρασκηνιακές διεργασίες. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ, οι οποίες δεν τελούν υπό καθεστώς πολέμου με τη Βουλγαρία, βρίσκονται, από τον Ιανουάριο του 1918, σε επαφή μαζί της μέσω της πρεσβείας τους στη Βέρνη. Χρέη μεσάζοντος εκτελεί ο Teodor Sipkov, πρόσωπο του αμέσου περιβάλλοντος του τσάρου Φερδινάνδου. Οι Γερμανοί διατηρούσαν έναν δεύτερο δίαυλο επικοινωνίας με έναν Αμερικανό παρατηρητή, ονόματι George Herron. Η όλη υπόθεση αποκαλύφθηκε από την Washington Post. Τον Ιούνιο, οι Βρετανοί υπολογίζουν σε μια εξέγερση του Βουλγαρικού λαού, εάν όχι και σε κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και η τελική ευθυγράμμισή τους με την σχεδιαζόμενη επίθεση  του Franchet d’ Espèrey. Από τη δική τους πλευρά, Γάλλοι, Ιταλοί και Βαλκάνιοι είναι ιδιαίτερα σκεπτικοί και επιφυλακτικοί. Ειδικότερα, φοβούνται τους Βούλγαρους. Τους θεωρούν ειδήμονες στον τομέα της μηχανορραφίας. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Stephen Pichon, τυγχάνει να γνωρίζει προσωπικά τον Φερδινάνδο. Δεν τρέφει καθόλου εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Vittorio Emanuele Orlando, είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικός: H Βουλγαρία “είναι η πιο αναξιόπιστη χώρα αυτού του πολέμου. Λίγο δύσκολο, βέβαια, με την παρουσία της Γερμανίας στο πλευρό της. Πέρα ως πέρα αληθινό, ωστόσο”. Προσηλωμένος στον στόχο, δηλαδή τη θέση της Βουλγαρίας εκτός του συνασπισμού των Κεντρικών Δυνάμεων, ο Robert Cecil, είναι της άποψης πως οι Σύμμαχοι οφείλουν να δείξουν κάποιου είδους κατανόηση προς αυτήν. Προβαίνει, επομένως, σε έναν διαχωρισμό μεταξύ ηθικής και πολιτικής (“Ο δόλιος χαρακτήρας του βασιλέα δεν πρέπει να μας τυφλώνει”). Αντίθετα, ο Pichon είναι της άποψης πως, των όποιων διαπραγματεύσεων, οφείλει να προηγηθεί μια στρατιωτική ήττα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου