Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

ΑΡΧΑΙΑ ΧΩΡΑΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ : Ο Διονύσιος των Συρακουσών και ο Φιλόξενος ο Κυθήριος


ΑΡΧΑΙΑ ΧΩΡΑΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ : Ο Διονύσιος των Συρακουσών και ο Φιλόξενος ο Κυθήριος
Κώστας Παπανικολάου
Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης (Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημ. Σαραντάκου πατέρα του Νικ. Σαραντάκου)
    Ο Διονύσιος ο γιος του Ερμοκράτη, που για να τον ξεχωρίζουμε από τον ομώνυμο γιο και διάδοχό του, η ιστορία τον αναφέρει ως Πρεσβύτερο, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες κατόρθωσε να γίνει τύραννος των Συρακουσών και εν συνεχεία δημιούργησε ένα πολύ μεγάλο κράτος, που περιλάμβανε ολόκληρη σχεδόν τη Σικελία, εκτός από τη δυτικότατη γωνία της, που την κρατούσαν οι Καρχηδόνιοι, την χερσόνησο της Καλαβρίας και πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Αδριατικής, ενώ η χερσόνησος της Απουλίας και εκτεταμένες περιοχές της Ιλλυρίας και της Ηπείρου, ήταν τρόπον τινά προτεκτοράτα του.
    Μολονότι ξεκίνησε ως εκλεκτός του λαού, όταν πήρε την εξουσία την άσκησε απολυταρχικά και με μεγάλη σκληρότητα. Είχε γεμίσει τις Συρακούσες με χαφιέδες και πληροφοριοδότες, που καθώς του μετέφεραν ό,τι άκουγαν είχαν ονομαστεί «Διονύσου ώτα». Ταυτόχρονα όντας καχύποπτος και νοιώθοντας συνεχώς ανασφάλεια, όποιον υποπτευόταν ως μέλλοντα ή ενδεχόμενο αντίπαλο, είτε τον εξόριζε από την επικράτειά του, είτε τον έστελνε στα διαβόητα λατομεία των Συρακουσών, όπου τρεις δεκαετίες πιο μπροστά είχαν βασανιστεί πολλοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι της άτυχης εκστρατείας του 415.
    Από την άλλη πλευρά ο Διονύσιος είχε την πετριά πως ήταν μεγάλος καλλιτέχνης και σπουδαίος δραματικός ποιητής. Έγραψε μάλιστα και τέσσερις τραγωδίες, «Λύτρα Έκτορος», «Αλκμήνη», «Λήδα» και «Αδωνις», για την ποιότητα των οποίων δεν μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη, καθώς τα κείμενά τους έχουν χαθεί και τα όσα ξέρουμε γι΄ αυτές προέρχονται από έναν ορκισμένο εχθρό του, τον Τίμαιο και από έναν γλοιώδη κόλακά του, τον Φίλιστο. Το γεγονός είναι πως η παρουσίαση μιας τραγωδίας του στην Ολυμπία, στα πλαίσια των Ολυμπιακών αγώνων του 384, γνώρισε παταγώδη αποτυχία, σε σημείο που οι αγανακτισμένοι θεατές έδειραν τους τραγωδούς και έκαψαν τις σκηνές της «θεωρίας» του Διονύσιου.
    Καθώς ισχυριζόταν πως ήταν πνευματικός άνθρωπος, άκουσε τον συγγενή του τον Δίωνα και κάλεσε στις Συρακούσες τον Αθηναίο φιλόσοφο Πλάτωνα, αλλά πολύ σύντομα διαφώνησε μαζί του και τον ξαπόστειλε πίσω με σπαρτιατική τριήρη. Συνεννοήθηκε όμως με τον πλοίαρχο του πλοίου, τον Πόλλι και εκείνος αντί να μεταφέρει τον φιλόσοφο στην Αθήνα, τον παράδωσε σε Αιγινήτες δουλεμπόρους, που τον πούλησαν δούλο στην Αίγινα. Ευτυχώς το μάθανε οι μαθητές του και ο Κυρηναίος Αννίκερις, ήρθε στην Αίγινα και εξαγόρασε την ελευθερία του αγαπημένου του δασκάλου.
    Ανεξαρτήτως αυτού ο Διονύσιος συνήθιζε να καλεί στο παλάτι του τους γνωστότερους ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες της Σικελίας και να τους απαγγέλλει ποιήματά του. Φυσικά όλοι χειροκροτούσαν με θαυμασμό τα αριστουργήματα του αφεντικού τους και γι΄ αυτό ονομάστηκαν «διονυσιοκόλακες».    Διασημότεροι τέτοιοι κόλακες ήταν ο μιμογράφος Ξέναρχος, ο ηδονιστής φιλόσοφος Αρίστιππος και ο Δαμοκλής, ο οποίος κάποτε είπε στον Διονύσιο πως μόνο κοντά του ένοιωθε ασφαλής και πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να χαθεί έστω και μία τρίχα του Διονύσιου. Εκείνος τότε έκοψε από τα μαλλιά του μερικές τρίχες και μ΄αυτές κρέμασε πάνω από το ανάκλιντρο του Δαμοκλή ένα σπαθί. Από το επεισόδιο αυτό βγήκε η έκφραση «Δαμόκλειος σπάθη».
    Μια φορά όμως, σε μια τέτοια σύναξη, ο Διονύσιος παρατήρησε πως ένας από τους προσκεκλημένους του ο ποιητής Φιλόξενος ο Κυθήριος, γνωστός «διθυραμβοποιός» δεν χειροκροτούσε. Του ζήτησε να πει τη γνώμη για την ποιότητα των ποιημάτων που άκουσε και εκείνος με παρρησία είπε απερίφραστα πως δεν άξιζαν τίποτα. Ο Διονύσιος έξω φρενών τον έστειλε αμέσως στα λατομεία. Επενέβησαν όμως κάποιοι φίλοι του Φιλόξενου και ο Διονύσιος ανακάλεσε λίγες μέρες μετά την απόφασή του. Και όχι μόνο συγχώρησε τον ποιητή, αλλά τον κάλεσε στην επόμενη φιλολογική συγκέντρωσή, στο παλάτι του.
    Όπως ήταν επόμενο άρχισε πάλι να απαγγέλλει στους καλεσμένους του ποιήματά του και τότε είδε πως ο Φιλόξενος σηκώθηκε και τράβηξε προς την έξοδο.
«Πού πας Φιλόξενε» τον ρώτησε
«Στα λατομεία» απάντησε αυτός και βγήκε από το παλάτι.
    Την ιστορία αυτή την ψάρεψα εν μέρει από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (Ιστορική βιβλιοθήκη 15.6) αλλά και από το Ανθολόγιο του Στοβαίου (13.3).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου