Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

ΑΡΧΑΙΑ ΧΩΡΑΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ : Ο Επαμεινώνδας


ΑΡΧΑΙΑ ΧΩΡΑΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ : Ο Επαμεινώνδας
Κώστας Παπανικολάου
Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης (Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημ. Σαραντάκου πατέρα του Νικ. Σαραντάκου)
    Εγώ θέλω να επισημάνω τις αρετές του ανδρός και κυρίως την ανωτερότητά του απέναντι στο χρήμα. Αρετή δυσεύρετη στις μέρες μας.
    Ο Επαμεινώνδας σε όλη του τη ζωή και παρά το γεγονός πως έφτασε στα ανώτατα αξιώματα της πόλης του, έμεινε φτωχός. Όπως μας πληροφορεί ο Αιλιανός στην Ποικίλη Ιστορία του, μεταξύ των αρίστων Ελλήνων πάμπτωχοι ήταν ο Αριστείδης ο λεγόμενος Δίκαιος, ο Φωκίων, ο Επαμεινώνδας, ο Πελοπίδας, ο Λάμαχος, ο Σωκράτης και ο Εφιάλτης (όχι εκείνος ο προδότης αλλά ο επιφανής Αθηναίος πολιτικός, ο θεμελιωτής, μαζί με τον Κλεισθένη, της Δημοκρατίας).
    Ο Επαμεινώνδας είχε ένα και μοναδικό ρούχο, έναν τρίβωνα και όταν κάποτε  χρειάστηκε να τον στείλει στο γναφείον, στο καθαριστήριο σα να λέμε, έμεινε κλεισμένος στο σπίτι, γιατί δεν είχε άλλο να φορέσει.
    Παρά τη φτώχια του ήταν αδέκαστος. Όταν ο Δαρείος, ο «Μέγας Βασιλεύς» του έστειλε πολύ χρυσάφι, για να ταχθεί με το μέρος του, αρνήθηκε και να το αγγίξει
     «Πέστε του πως αυτός που αρνείται να πάρει κάτι είναι πολύ ανώτερος από αυτόν που το δίνει».
    Όταν μιαν άλλη φορά ο Ιάσων του έστειλε πενήντα χρυσά νομίσματα, τα αρνήθηκε λέγοντάς του «άρχεις αδίκων χειρών», δηλαδή πως μ΄αυτή τη χειρονομία το πας για καυγά.
    Ξεκινώντας την εκστρατεία στην Πελοπόννησο, δανείστηκε από κάποιο γνωστό του πενήντα δραχμές για τα προσωπικά του έξοδα. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας έμαθε πως ο υπασπιστής του πήρε από κάποιον αιχμάλωτο λεφτά. Τον φώναξε τότε και του λέει πως τον καθαιρεί και τον διώχνει από το στρατό:
    «Δώσ’μου την ασπίδα σου και τράβα να αγοράσεις καμιά ταβέρνα να ζήσεις χωρίς κινδύνους και να κάνεις και λεφτά».
    Δεν ήταν μόνο υπεράνω χρημάτων, αλλά γενικά δε χαριζόταν σε κανέναν.  Όταν κάποτε ο στενός φίλος και συνεργάτης του Πελοπίδας, τον παρακάλεσε να βγάλει από τη φυλακή κάποιον απατεώνα, αρνήθηκε, αργότερα δε σαν έμαθε πως τελικά εκείνος τον αποφυλάκισε, υποκύπτοντας στα θέλγητρα της ερωμένης του φυλακισμένου τού είπε:
    «Τέτοιες χάρες Πελοπίδα ταιριάζουν σε πουτανίτσες, όχι σε στρατηγούς
    Όσον καιρό πολεμούσε στην Πελοπόννησο, αναγκάστηκε να παρατείνει κατά τέσσερις μήνες τη θητεία του (και του Πελοπίδα και των λοιπών συναγωνιστών του) στο αξίωμα του «βοιωτάρχη». Αυτό όμως ήταν παράνομο και η προβλεπόμενη ποινή ήταν θάνατος. Οι ολιγαρχικοί εχθροί του πέτυχαν να παραπεμφθεί ο Επαμεινώνδας και οι συνάρχοντές του στο δικαστήριο.
    Ο Επαμεινώνδας πήρε επάνω του την ευθύνη και παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. Εκεί είπε στους δικαστές πως τα πολλά λόγια περιττεύουν όταν μιλούν τα έργα και αν τελικά τον καταδικάσουν να γράψουν στον τάφο του:
    «Ο Επαμεινώνδας ανάγκασε τους Θηβαίους, παρά τη θέλησή τους, να πυρπολήσουν τη Λακωνική, που επί πεντακόσια χρόνια δεν την είχε πατήσει πόδι εχθρού, να ξαναχτίσουν τη Μεσσήνη, ύστερα από διακόσια τριάντα χρόνια που έμεινε έρημη, να ενώσουν τους Αρκάδες και να ελευθερώσουν όλους τους Έλληνες».
    Οι δικαστές τότε ντράπηκαν και τον απάλλαξαν από κάθε κατηγορία. Βγαίνοντας από το δικαστήριο τον υποδέχτηκε κουνώντας την ουρά του το μαλτέζικο σκυλάκι του. Αυτός το χάιδεψε και είπε στους παριστάμενους
    «Τούτο το ζωντανό αισθάνεται πως μου χρωστά ευγνωμοσύνη, οι Θηβαίοι αντίθετα θέλανε να με δικάσουνε σε θάνατο».
    Τα παραπάνω τα βρήκα στην Ποικίλη Ιστορία του Αιλιανού και τα συμπλήρωσα από όσα αναφέρει ο Πλούταρχος  στους «Βίους» του Αγησίλαου και του Πελοπίδα, γιατί ο «Βίος» του Επαμεινώνδα έχει χαθεί.
Υστερόγραφο: Το επεισόδιο με τον απατεώνα που τον ελευθέρωσαν, εγώ το βρήκα κάπως διαφορετικό, στα «Αποφθέγματα…» του Πλούταρχου. Ήταν κάποιος φυλακισμένος και ο Πελοπίδας παρακάλεσε τον Επαμεινώνδα να τον αφήσουν ελεύθερο. Ο Επαμεινώνδας αρνήθηκε. Ύστερα όμως ήρθε η φιλενάδα του απατεώνα και παρακάλεσε τον Επαμεινώνδα, κι αυτός έκανε δεκτό το αίτημά της και τον άφησε. Και είπε στον Πελοπίδα, πως τέτοιες χάρες ταιριάζει να τις ζητάνε πουτανίτσες κι όχι στρατηγοί.
     (Ἄνθρωπον δὲ φαῦλον ἐξημαρτηκότα τι τῶν μετρίων τοῦ μὲν Πελοπίδου παρακαλοῦντος οὐκ ἀφῆκε͵ τῆς δ΄ ἐρωμένης δεηθείσης ἀφῆκεν͵ εἰπὼν ὅτι τοιαῦτα πρέπει λαμβάνειν ἑταιριδίοις͵ ἀλλὰ μὴ στρατηγοῖς).
    Και συμπληρώνω την ιστορία με μιαν ακόμα έξυπνη απάντηση του Επαμεινώνδα, και πάλι από τα Αποφθέγματα του Πλούταρχου.
    Κάποτε οι Αργείοι είχαν συμμαχήσει με τους Θηβαίους και οι Αθηναίοι τούς κατηγορούσαν, κι ένας ρήτορας, ο Καλλίστρατος, είπε πως πρέπει να ντρέπονται αυτές οι πόλεις, που βγάλανε εγκληματίες σαν τον Ορέστη και τον Οιδίποδα. Ο Επαμεινώνδας απάντησε πως παραδεχόμαστε πως βγάλαμε πατροκτόνο, κι οι Αργείοι πως ανέδειξαν μητροκτόνο -αλλά εμείς τους δράστες αυτών των πράξεων τους διώξαμε από τις πόλεις μας, κι εσείς οι Αθηναίοι τους καλοδεχτήκατε (ὁμολογοῦμεν ἔφη καὶ παρ΄ ἡμῖν πατροκτόνον γενέσθαι καὶ παρ΄ Ἀργείοις μητροκτόνον· ἀλλὰ τοὺς ταῦτα δράσαντας ἡμεῖς μὲν ἐξεβάλομεν͵ Ἀθηναῖοι δὲ ὑπεδέξαντο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου