Το μεγάλο παράδοξο με τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις
Το έστειλε ο Γιώργος Επιτήδειος
Tobias Buck (Βερολίνο)
Χρόνια απαξίωσης έχουν δημιουργήσει μια
ασφυκτική κατάσταση σε επίπεδο προσωπικού και εξοπλισμό. Η αδυναμία αύξησης του
προϋπολογισμού στο 2% του
ΑΕΠ, η
γραφειοκρατία και τα... τανκς που δεν δουλεύουν.
Η γερμανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει
αυξανόμενη πίεση τόσο στο εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, για να δαπανήσει
περισσότερα χρήματα στις ένοπλες δυνάμεις της. Στο Βερολίνο, ωστόσο, οι
αξιωματούχοι και οι αναλυτές έχουν αρχίσει να συζητούν ένα εντελώς διαφορετικό
ερώτημα: Αν βρεθούν τα χρήματα, μπορούν πραγματικά να χρησιμοποιηθούν;
Τέσσερα χρόνια πριν, η Άνγκελα Μέρκελ υπέγραψε ένα νέο στόχο του ΝΑΤΟ, που δεσμεύει τα κράτη μέλη για δαπάνες 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στην άμυνα. Το κάλεσμα για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών σήμερα είναι πιο επείγον, εν μέσω ενός σερί δημοσιευμάτων για τα κενά σε προσωπικό και εξοπλισμό στον Bundeswehr -τον γερμανικό στρατό. Η κυβέρνηση απάντησε αυτή την εβδομάδα, υποσχόμενη να αυξήσει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό της Γερμανίας από 1,2% του ΑΕΠ πέρυσι, στο 1,5% το 2025.
Η αύξηση θα σημαίνει δισεκατομμύρια επιπλέον ευρώ για την αγορά αρμάτων, drones και αεροπλάνων, καθώς και για την πρόσληψη και εκπαίδευση χιλιάδων επιπλέον στρατιωτών και πολιτικού προσωπικού. Αλλά ο νέος στόχος θα αφήνει ακόμη τη Γερμανία αρκετά μακριά από το σημείο του 2% και αρκετά χαμηλότερα, όσον αφορά τα επίπεδα δαπανών, από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τις περισσότερες δυτικές χώρες.
Ούτε η κα Μέρκελ ούτε η υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχουν μέχρι στιγμής τολμήσει να αμφισβητήσουν τη δέσμευση με το ΝΑΤΟ. Αλλά ειδικοί στον τομέα της άμυνας προειδοποιούν ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας, οι οποίες είναι στα όριά τους, θα δυσκολευθούν να απορροφήσουν ακόμη και τις μετριοπαθείς αυξήσεις που πήραν ως υπόσχεση τώρα. Η άνοδος των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, εν τω μεταξύ, θεωρείται ευρέως μη ρεαλιστική, ακόμη και αν υπάρχει η πολιτική βούληση «να ανοίξει η κάνουλα».
«Η Γερμανία δαπάνησε 37 δισ. ευρώ στην άμυνα πέρυσι. Αν θέλαμε να δαπανήσουμε 2% του ΑΕΠ στην άμυνα μέχρι το 2024, αυτό θα σήμαινε να διπλασιάσουμε σχεδόν τον προϋπολογισμό σε περίπου 72 δισ. ευρώ», είπε ο Hans-Peter Bartels, ο επίτροπος ενόπλων δυνάμεων του γερμανικού κοινοβουλίου. «Δεν μπορούμε απλά να διπλασιάσουμε το μέγεθος του γερμανικού στρατού. Πώς θα λειτουργήσει αυτό;».
Ο Marcel Dickow, ειδικός στην άμυνα στο Γερμανικό Ινστιτούτο για τις Διεθνείς Σχέσεις και την Ασφάλεια, σημειώνει κάτι παρόμοιο: «Ο γερμανικός στρατός δεν μπορεί να δαπανήσει αυτό το ποσόν των χρημάτων. Δεν έχει τις διαδικασίες και δεν θα ήξερε καν σε τι να τα ξοδέψει».
Με το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού για την άμυνα σταθερό (άνω του 20% δαπανάται μόνο σε ενοίκια και συντάξεις), η σημαντική μεταβλητή είναι το ποσοστό που θα κρατηθεί στην άκρη για να αγοραστούν όπλα και εξοπλισμός.
Ωστόσο, οι ελλείψεις σε προσωπικό, οι ανεπάρκειες και οι καθυστερήσεις στον διοικητικό τομέα σημαίνουν ότι το υπουργείο Άμυνας ήδη αγωνίζεται για να δαπανήσει τον προϋπολογισμό του για αγορές. Πέρυσι, για παράδειγμα, επρόκειτο να αποκτήσει οπλισμό και εξοπλισμό αξίας 5,9 δισ. ευρώ. Στο τέλος, κάποια 600 εκατ. ευρώ δεν δαπανήθηκαν -παρά τα προφανή κενά και τις ελλείψεις σε όλο τον στρατό.
Μέρος του προβλήματος βρίσκεται στο γραφείο αμυντικών προμηθειών της Γερμανίας στο Κόμπλεντς. Ένας βραδυκίνητος, υποστελεχωμένος οργανισμός, γνωστός με το πολύπλοκο ακρωνύμιο BAAINBw. Στα χαρτιά, το γραφείο έχει 6.500 προσωπικό, αλλά 1.100 από αυτές τις θέσεις δεν έχουν καλυφθεί, πατώντας φρένο σε διαδικασίες και προγράμματα.
Μία βαθύτερη ανησυχία, λένε οι κριτικοί, είναι η υπερ-γραφειοκρατική προσέγγιση του BAAINBw όσον αφορά την αγορά αμυντικών ειδών. Εκδίδει εξαιρετικά λεπτομερείς προδιαγραφές ακόμη και για απλά προϊόντα, όπως οι στρατιωτικές στολές. Για πιο σύνθετο εξοπλισμό, η λίστα των επίσημων απαιτήσεων μπορεί να αριθμεί χιλιάδες σελίδες.
«Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν είμαστε σε θέση να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας δεόντως, επειδή τα πράγματα που επειγόντως χρειαζόμαστε απλά δεν μπορούμε να τα αποκτήσουμε γρήγορα», είπε ο Christian Mölling, ειδικός στην άμυνα στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.
Είκοσι πέντε χρόνια περικοπών προϋπολογισμού έχουν αφήσει το σημάδι τους στους Γερμανούς προμηθευτές άμυνας, υποστήριξε ο κ. Mölling. «Μεταποιητικές δομές έχουν κλείσει και πολλοί παραγωγοί έχουν γυρίσει σε ένα μοντέλο "just in time". Αυτό σημαίνει ότι σε κάποιες περιοχές, η εφοδιαστική αλυσίδα για ανταλλακτικά έχει σπάσει. Για κάποια στρατιωτικά αεροσκάφη, παραδείγματος χάρη, τα ανταλλακτικά απλά δεν παράγονται πια». Πρόσθεσε: «Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς απλώς να τα διορθώσεις με περισσότερα χρήματα».
Η κατάσταση έχει γίνει τόσο σοβαρή, που αρκετά οπλικά συστήματα κρίσιμης σημασίας σχεδόν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση από το γραφείο του κ. Bartels, μόλις 95 από τα 255 Leopard II ήταν σε υπηρεσία πέρυσι.
Τέτοιες ελλείψεις, επιπλέον, έχουν συχνά άμεση επίπτωση στην ικανότητα του γερμανικού στρατού να στρατολογήσει και να διατηρήσει το προσωπικό του. «Τα αεροπλάνα είναι προσγειωμένα, οπότε οι πιλότοι δεν έχουν αρκετές ώρες πτήσεως, γεγονός που κάνει τη δουλειά τους λιγότερο ελκυστική και φεύγουν. Αλλά κάνει ακόμη πιο δύσκολη την εκπαίδευση νέων πιλότων. Όλα συνδέονται με τα πάντα», είπε ο κ. Bartels.
Για περίπου τον ίδιο λόγο, οι ειδικοί στην άμυνα βλέπουν λίγο νόημα στο να πιέσουν για επιτάχυνση των δαπανών. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο γερμανικός στρατός δεν έχει ούτε το τεχνικό προσωπικό για να επικυρώσει και να πιστοποιήσει το νέο εξοπλισμό προς χρήση.
«Ο πιο εύκολος τρόπος θα ήταν απλώς να αγοράσουμε αρκετό νέο εξοπλισμό, αλλά στο τέλος όλα καταλήγουν στο προσωπικό. Για κάθε νέο Α400Μ [μεταγωγικό αεροσκάφος] πρέπει να προσλάβεις και να εκπαιδεύσεις αρκετούς νέους ανθρώπους. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό μέσα σε μία νύχτα. Υπάρχουν διαδικασίες που παίρνουν 15 ή 20 χρόνια», είπε ο κ. Dickow. Σε μία εποχή που η Γερμανία είναι κοντά στην πλήρη απασχόληση, επιπλέον, ο γερμανικός στρατός δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να προσελκύσει τους στρατιώτες και τους εργαζόμενους που χρειάζεται.
Αναλυτές και οι αξιωματούχοι συμφωνούν ότι ο γερμανικός προϋπολογισμός άμυνας αξίας 2% του ΑΕΠ θα παραμείνει κάτι παραπάνω από μεγάλη φιλοδοξία τα χρόνια που έρχονται. Ωστόσο, μία σταδιακή αύξηση προς το 1,5%, όπως προτάθηκε από την κα Λάιεν, επιτυγχάνει περισσότερα, καθώς είναι και ρεαλιστική και επιθυμητή.
«Δεν χρειάζεται να δαπανήσουμε 2% του ΑΕΠ στην άμυνα για να εκπληρώνονται οι στόχοι που έχει θέσει ο γερμανικός στρατός», είπε ο κ. Mölling. «Αλλά πρέπει να δαπανήσουμε αρκετά περισσότερα από ό,τι δαπανούμε σήμερα, οπότε ας αρχίσουμε να το κάνουμε».
Τέσσερα χρόνια πριν, η Άνγκελα Μέρκελ υπέγραψε ένα νέο στόχο του ΝΑΤΟ, που δεσμεύει τα κράτη μέλη για δαπάνες 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στην άμυνα. Το κάλεσμα για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών σήμερα είναι πιο επείγον, εν μέσω ενός σερί δημοσιευμάτων για τα κενά σε προσωπικό και εξοπλισμό στον Bundeswehr -τον γερμανικό στρατό. Η κυβέρνηση απάντησε αυτή την εβδομάδα, υποσχόμενη να αυξήσει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό της Γερμανίας από 1,2% του ΑΕΠ πέρυσι, στο 1,5% το 2025.
Η αύξηση θα σημαίνει δισεκατομμύρια επιπλέον ευρώ για την αγορά αρμάτων, drones και αεροπλάνων, καθώς και για την πρόσληψη και εκπαίδευση χιλιάδων επιπλέον στρατιωτών και πολιτικού προσωπικού. Αλλά ο νέος στόχος θα αφήνει ακόμη τη Γερμανία αρκετά μακριά από το σημείο του 2% και αρκετά χαμηλότερα, όσον αφορά τα επίπεδα δαπανών, από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τις περισσότερες δυτικές χώρες.
Ούτε η κα Μέρκελ ούτε η υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχουν μέχρι στιγμής τολμήσει να αμφισβητήσουν τη δέσμευση με το ΝΑΤΟ. Αλλά ειδικοί στον τομέα της άμυνας προειδοποιούν ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας, οι οποίες είναι στα όριά τους, θα δυσκολευθούν να απορροφήσουν ακόμη και τις μετριοπαθείς αυξήσεις που πήραν ως υπόσχεση τώρα. Η άνοδος των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, εν τω μεταξύ, θεωρείται ευρέως μη ρεαλιστική, ακόμη και αν υπάρχει η πολιτική βούληση «να ανοίξει η κάνουλα».
«Η Γερμανία δαπάνησε 37 δισ. ευρώ στην άμυνα πέρυσι. Αν θέλαμε να δαπανήσουμε 2% του ΑΕΠ στην άμυνα μέχρι το 2024, αυτό θα σήμαινε να διπλασιάσουμε σχεδόν τον προϋπολογισμό σε περίπου 72 δισ. ευρώ», είπε ο Hans-Peter Bartels, ο επίτροπος ενόπλων δυνάμεων του γερμανικού κοινοβουλίου. «Δεν μπορούμε απλά να διπλασιάσουμε το μέγεθος του γερμανικού στρατού. Πώς θα λειτουργήσει αυτό;».
Ο Marcel Dickow, ειδικός στην άμυνα στο Γερμανικό Ινστιτούτο για τις Διεθνείς Σχέσεις και την Ασφάλεια, σημειώνει κάτι παρόμοιο: «Ο γερμανικός στρατός δεν μπορεί να δαπανήσει αυτό το ποσόν των χρημάτων. Δεν έχει τις διαδικασίες και δεν θα ήξερε καν σε τι να τα ξοδέψει».
Με το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού για την άμυνα σταθερό (άνω του 20% δαπανάται μόνο σε ενοίκια και συντάξεις), η σημαντική μεταβλητή είναι το ποσοστό που θα κρατηθεί στην άκρη για να αγοραστούν όπλα και εξοπλισμός.
Ωστόσο, οι ελλείψεις σε προσωπικό, οι ανεπάρκειες και οι καθυστερήσεις στον διοικητικό τομέα σημαίνουν ότι το υπουργείο Άμυνας ήδη αγωνίζεται για να δαπανήσει τον προϋπολογισμό του για αγορές. Πέρυσι, για παράδειγμα, επρόκειτο να αποκτήσει οπλισμό και εξοπλισμό αξίας 5,9 δισ. ευρώ. Στο τέλος, κάποια 600 εκατ. ευρώ δεν δαπανήθηκαν -παρά τα προφανή κενά και τις ελλείψεις σε όλο τον στρατό.
Μέρος του προβλήματος βρίσκεται στο γραφείο αμυντικών προμηθειών της Γερμανίας στο Κόμπλεντς. Ένας βραδυκίνητος, υποστελεχωμένος οργανισμός, γνωστός με το πολύπλοκο ακρωνύμιο BAAINBw. Στα χαρτιά, το γραφείο έχει 6.500 προσωπικό, αλλά 1.100 από αυτές τις θέσεις δεν έχουν καλυφθεί, πατώντας φρένο σε διαδικασίες και προγράμματα.
Μία βαθύτερη ανησυχία, λένε οι κριτικοί, είναι η υπερ-γραφειοκρατική προσέγγιση του BAAINBw όσον αφορά την αγορά αμυντικών ειδών. Εκδίδει εξαιρετικά λεπτομερείς προδιαγραφές ακόμη και για απλά προϊόντα, όπως οι στρατιωτικές στολές. Για πιο σύνθετο εξοπλισμό, η λίστα των επίσημων απαιτήσεων μπορεί να αριθμεί χιλιάδες σελίδες.
«Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν είμαστε σε θέση να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας δεόντως, επειδή τα πράγματα που επειγόντως χρειαζόμαστε απλά δεν μπορούμε να τα αποκτήσουμε γρήγορα», είπε ο Christian Mölling, ειδικός στην άμυνα στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.
Είκοσι πέντε χρόνια περικοπών προϋπολογισμού έχουν αφήσει το σημάδι τους στους Γερμανούς προμηθευτές άμυνας, υποστήριξε ο κ. Mölling. «Μεταποιητικές δομές έχουν κλείσει και πολλοί παραγωγοί έχουν γυρίσει σε ένα μοντέλο "just in time". Αυτό σημαίνει ότι σε κάποιες περιοχές, η εφοδιαστική αλυσίδα για ανταλλακτικά έχει σπάσει. Για κάποια στρατιωτικά αεροσκάφη, παραδείγματος χάρη, τα ανταλλακτικά απλά δεν παράγονται πια». Πρόσθεσε: «Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς απλώς να τα διορθώσεις με περισσότερα χρήματα».
Η κατάσταση έχει γίνει τόσο σοβαρή, που αρκετά οπλικά συστήματα κρίσιμης σημασίας σχεδόν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση από το γραφείο του κ. Bartels, μόλις 95 από τα 255 Leopard II ήταν σε υπηρεσία πέρυσι.
Τέτοιες ελλείψεις, επιπλέον, έχουν συχνά άμεση επίπτωση στην ικανότητα του γερμανικού στρατού να στρατολογήσει και να διατηρήσει το προσωπικό του. «Τα αεροπλάνα είναι προσγειωμένα, οπότε οι πιλότοι δεν έχουν αρκετές ώρες πτήσεως, γεγονός που κάνει τη δουλειά τους λιγότερο ελκυστική και φεύγουν. Αλλά κάνει ακόμη πιο δύσκολη την εκπαίδευση νέων πιλότων. Όλα συνδέονται με τα πάντα», είπε ο κ. Bartels.
Για περίπου τον ίδιο λόγο, οι ειδικοί στην άμυνα βλέπουν λίγο νόημα στο να πιέσουν για επιτάχυνση των δαπανών. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο γερμανικός στρατός δεν έχει ούτε το τεχνικό προσωπικό για να επικυρώσει και να πιστοποιήσει το νέο εξοπλισμό προς χρήση.
«Ο πιο εύκολος τρόπος θα ήταν απλώς να αγοράσουμε αρκετό νέο εξοπλισμό, αλλά στο τέλος όλα καταλήγουν στο προσωπικό. Για κάθε νέο Α400Μ [μεταγωγικό αεροσκάφος] πρέπει να προσλάβεις και να εκπαιδεύσεις αρκετούς νέους ανθρώπους. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό μέσα σε μία νύχτα. Υπάρχουν διαδικασίες που παίρνουν 15 ή 20 χρόνια», είπε ο κ. Dickow. Σε μία εποχή που η Γερμανία είναι κοντά στην πλήρη απασχόληση, επιπλέον, ο γερμανικός στρατός δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να προσελκύσει τους στρατιώτες και τους εργαζόμενους που χρειάζεται.
Αναλυτές και οι αξιωματούχοι συμφωνούν ότι ο γερμανικός προϋπολογισμός άμυνας αξίας 2% του ΑΕΠ θα παραμείνει κάτι παραπάνω από μεγάλη φιλοδοξία τα χρόνια που έρχονται. Ωστόσο, μία σταδιακή αύξηση προς το 1,5%, όπως προτάθηκε από την κα Λάιεν, επιτυγχάνει περισσότερα, καθώς είναι και ρεαλιστική και επιθυμητή.
«Δεν χρειάζεται να δαπανήσουμε 2% του ΑΕΠ στην άμυνα για να εκπληρώνονται οι στόχοι που έχει θέσει ο γερμανικός στρατός», είπε ο κ. Mölling. «Αλλά πρέπει να δαπανήσουμε αρκετά περισσότερα από ό,τι δαπανούμε σήμερα, οπότε ας αρχίσουμε να το κάνουμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου