Οι δύο «αντίπαλοι» τσαγκάρηδες που έχουν γράψει την ιστορία του κρυφού
πεζοδρόμου της πόλης
Από Χριστίνα Παρασκευοπούλου
Στον μικρό πεζόδρομο της Αυγερινού, που κρύβεται ανάμεσα στα ξυλάδικα, τα παντοπωλεία και
τις ταβέρνες της πλατείας Άθωνος, άγνωστος ως προς τον αληθινό
του χαρακτήρα, παρά μόνο στους ανθρώπους της γειτονιάς, και επιφανειακά μόνο
γνωστός στους περαστικούς, συναντάς δύο μαγαζιά μινιατούρες θαρρείς μιας εποχής
που έχει εδώ και δεκαετίες χαθεί σαν εικόνα από το μεγαλύτερο μέρος της
Θεσσαλονίκης. Δύο ζωντανά στιγμιότυπα μνήμης του γνήσιου παλιού χαρακτήρα της Άθωνος και μια τέχνη που τείνει κι αυτή να εξαφανιστεί όπως κάποτε
την γνωρίζαμε.
Θα τους δεις καθημερινά έξω στις ξύλινες
καρέκλες τους, σκυμμένους πάνω από ένα ζευγάρι παπούτσια με ένα εργαλείο ή πάνω
στην ανέμελη κουβέντα της γειτονιάς που ζουν στο πετσί τους κυριολεκτικά από
παιδιά. Μια εικόνα, καλτ και νοσταλγία συνάμα, όπως οι φθαρμένες επιγραφές των
μικρών μαγαζιών τους που στέκουν το ένα απέναντι στο άλλο, και όλες οι
λεπτομέρειες που θα βρεις εντός των τοίχων τους.
Ο λόγος
για τους δύο ιστορικούς πια τσαγκάρηδες της οδού, τον κ. Λάζαρο και τον κ. Αντρέα, που εδώ και δεκαετίες
περνούν ώρες ατελείωτες σμιλεύοντας το δέρμα και ράβοντάς το με κλωστή, ο ένας
δίπλα στον άλλον, σε μια «ευγενή
άμιλλα». Παλιότερα, ολόκληρη η
οδός, αλλά και η γειτονιά γενικότερα, ήταν γεμάτη γαζωτήρια, μια που οι
βιοτεχνίες υποδημάτων ήταν το σήμα κατατεθέν της περιοχής.
Όπως εξηγεί ο κ. Λάζαρος,
και το δικό του μαγαζί ήταν παλιά καθαρά γαζωτήριο, μια που οι βιοτεχνίες δεν
διέθεταν τα κατάλληλα ειδικά μηχανήματα για να ράβουν τα παπούτσια, και τα
έδιναν στους γαζωτές της περιοχής για να ράβουν τις σόλες των ήδη
κατασκευασμένων καινούργιων υποδημάτων. Όσο ο καιρός περνούσε όμως και οι
βιοτεχνίες μία μία έκλεισαν τις πόρτες τους, με την σειρά τους εξαφανίστηκαν
και τα γαζωτήρια, καθώς οι ιδιοκτήτες τους έφτασαν πολλοί σε ηλικία σύνταξης
και δεν βρήκαν κάποιον να συνεχίσει το επάγγελμα. Άλλοι, όπως ο κ. Λάζαρος και ο κ. Αντρέας, επέλεξαν να συνεχίσουν
στον ίδιο δρόμο, στην ίδια γειτονιά, αλλάζοντας όμως τις υπηρεσίες τους,
προσαρμόζοντάς τις στις νέες επιταγές, κάνοντας πλέον επιδιορθώσεις υποδημάτων.
Ο κ. Λάζαρος
μετράει πάνω από έξι δεκαετίες στον δρόμο της Αυγερινού,
καθώς ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη στα 16 του, το 1954, μαζί με τον θείο του, ο οποίος εξασκούσε το
επάγγελμα στον δρόμο αυτό. Όπως αναφέρει, «Πήγαινα στο
Γυμνάσιο. Την τρίτη Γυμνασίου την έβγαλα και ο θείος μου είχε πει τότε τον
πατέρα μου, φέρτον εδώ, είναι καλή η δουλειά, θα φάει ψωμί. Με την παρότρυνση
αυτού και την συμβουλή του πατέρα μου, άφησα το Γυμνάσιο και ήρθα εδώ. Την
έμαθα γρήγορα τη δουλειά. Όταν είσαι νέος δίνεις προσοχή. Εν συνεχεία, με την
πείρα γίνεσαι ακόμα καλύτερος. Μετά μόνος μου βελτιώθηκα ακόμα πιο πολύ. Και
έγινα αυτός που είμαι, δηλαδή ο Λάζαρος με το όνομα. Ξυλουριστής υποδημάτων».
Όταν έμαθε την δουλειά, αποφάσισε να την
συνεχίσει, πηγαίνοντας όμως ένα βήμα παραδίπλα στον ίδιο δρόμο, σε άλλο
γαζωτήριο, με 90 δραχμές τότε μεροκάματο. Εκείνο το μαγαζί ήταν που αποφάσισε
μετά από λίγα χρόνια να αγοράσει, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, και να στήσει
την δική του επιχείρηση το ‘63-64. Εκεί
πέρασε δεκαετίες, προτού μετακινηθεί πριν 15 χρόνια στην σημερινή του θέση,
ακριβώς απέναντι από τον κ. Αντρέα. «Ήμασταν
κολλητά, είχαμε συναγωνισμό», λέει
χαμογελώντας.
Ήταν στο μαγαζί του θείου του κ. Λάζαρου που είχε πρωτοφτάσει το 1960 ο κ. Αντρέας, παιδί ακόμα, να μάθει κι αυτός την τέχνη. Όταν πάτησε στον
δρόμο της Αυγερινού ήταν
μόλις 12 χρονών. Έφτασε από το χωριό του, μεταξύ Λαγκαδά και Σοχού,
για να δουλέψει στο μαγαζί που κατέληξε να γίνει εν τέλει δικό του. «Τότε τα παιδιά ή
θα πήγαιναν να σπουδάσουν ή να δουλέψουν», αναφέρει. Εκείνος έμαθε την δουλειά «από το βλέπε βλέπε». Μετά από 5 χρόνια, ήταν στα 17 του που αγόρασε το μαγαζί.
Η
επιχείρηση «Τα Παιδιά», όπως την ονόμασε, πήρε το όνομά της ακριβώς
από το γεγονός ότι ήταν παιδιά όταν αυτός κι ο συνέταιρός του την ξεκίνησαν.
Μαζί δούλεψαν 35 χρόνια, κι ενώ εκείνος πήρε σύνταξη, ο κ. Αντρέας βρίσκεται ακόμα εκεί.
«Γύρω γύρω εδώ
ήταν εργοστάσια, εδώ γίνονταν τα παπούτσια», σημειώνει. «Στα εργοστάσια ολοκληρώνανε το
παπούτσι και το φέρνανε για να το ράψουμε, την σόλα του. Έρχονταν από όλη την
Θεσσαλονίκη και γαζώναμε τις σόλες τους, δεν είχαν εκείνοι μηχανές. Κι επειδή
δεν είχαν μηχανές, τα ράβαμε εμείς. Κάναμε ένα μέρος από τη δουλειά. Αργότερα,
με τον καιρό, φύγανε από εδώ, πήγανε στα Λαδάδικα, μετά στα Λαδάδικα πήραν μηχανές,
απλώθηκε το επάγγελμα και βγάζανε καλά παπούτσια. Η δική μας δουλειά κόπηκε κι
αναγκαστήκαμε και το γυρίσαμε στις επιδιορθώσεις. Ήταν τρία τέσσερα άτομα που
το κάναμε. Κι ο Λάζαρος, και πίσω από εδώ ήταν κάνα δύο. Από εδώ έβγαινε το
παπούτσι».
Όπως αναφέρει και ο κ. Λάζαρος, «Πριν 14 χρόνια περίπου, ήταν γεμάτο
μικροβιοτεχνίες καινούργιων παπουτσιών. Όλα τα πατάρια αυτά και τα μαγαζιά ήταν
μικροβιοτεχνίες που κάνανε παιδικά, γυναικεία, ανδρικά καινούργια παπούτσια, τα
οποία ξυλούριζα εγώ και γάζωνα. Μόνο με καινούργια ασχολούμουν εγώ. Τελειωμένο το παπούτσι, το γάζωνα ή το
ξυλούριζα αντί να το πάρουν αυτοί με το μαχαίρι στην μηχανή. Είχα βγάλει όνομα
καλού γαζωτή και ξυλουριστή. Αυτή ήταν η δουλειά μου».
Το ξυλούρισμα
είναι ουσιαστικά το ξύσιμο της σόλας με τα
«μαχαίρια» της μηχανής, όπως μου δείχνει στα αλλοτινό του μηχάνημα
μέσα στο μικρό του μαγαζί. «Τότε γαζώναμε μόνο και ξυλουρίζαμε,
με καινούργια παπούτσια ασχολούμασταν, δεν κάναμε άλλη δουλειά παλιά, όπως
τακούνια και τέτοια. Όλη μου η ζωή, εκτός από 12 χρόνια τώρα, πέρασε με τα
καινούργια παπούτσια από βιοτεχνία. Κλείνοντας οι βιοτεχνίες, δεν είχα τι άλλο
να κάνω, ξεκίνησα κι εγώ να κάνω σόλες, τακούνια, φερμουάρ».
Όπως αναφέρει για τα παλιά χρόνια, «Δεν
σταματούσα εγώ να γαζώνω. Μια φορά με έπιασε κι ένας χωροφύλακας, η ώρα 11 το
βράδυ. Τάχα διαμαρτυρήθηκαν οι οικοδομές από απέναντι ότι τους ενοχλούσε. Κάνει
θόρυβο η μηχανή, αλλά είχα κλειστή την πόρτα. Με είχε πιάσει. Λέω, χάλασε η
μηχανή και ξέμεινα, πρέπει να τα παραδώσω. Λέω, σταματάω, θα έρθω την άλλη μέρα
η ώρα 6 το πρωί, να τα ράψω, να τα δώσω, γιατί αυτοί περίμεναν να τους τα ράψω,
να βάλουν ένα τακούνι, να τα βάψουν και να τα δώσουν στα μαγαζιά. Ήρθα η ώρα 6,
τι βάρδια είχε, δεν ξέρω, αυτός, ήρθε πάλι ο ίδιος. Λέει, εσένα θα κυνηγάω; Και
μου έβαλε 500 δραχμές πρόστιμο».
«Δεν είχε ωράριο», σημειώνει. «Όταν
έραβα καινούργια παπούτσια, ούτε κι εγώ ξέρω πόσα έκανα. Πολλά. Αυτό που με
έπιασε εκείνη τη μέρα ο χωροφύλακας, ήταν 200 ζευγάρια που έραβα. Σε δύο ώρες
τα τελείωνα, 100-150 ζευγάρια. Μόνος μου δούλευα εγώ. Είχα και κανέναν βοηθό
καμιά φορά. Από την ορθοστασία, επειδή στεκόμουν σε ένα μέρος, οι αστράγαλοί
μου φουσκώνανε. Και μου λέει ένας από την Αμερική που είχε έρθει, να βάλεις
ημίμποτα, όλοι οι Αμερικανοί εργάτες φοράνε ημίμποτα, το φερμουάρ σου κρατάει
τον αστράγαλο. Από τότε δεν τα αλλάζω. Ούτε το καλοκαίρι τα βγάζω», λέει χαμογελώντας.
Όπως αναφέρει, «Καινούργια
παπούτσια ακόμα μου κουβαλάνε ορισμένοι για να τα ράψω, αλλά είναι
ελαχιστότατοι. Έχουν κλείσει πάνω από 2000 βιοτεχνίες που είχε η Θεσσαλονίκη.
Κι αυτό είναι απόρροια της αθρόας εισαγωγής κινέζικων και ψεύτικων παπουτσιών.
Σήμερα, δέκα ανθρώπους να δεις, οι έντεκα φοράνε πάνινα παπούτσια. Κάναμε τα
καλύτερα παπούτσια σαν Έλληνες, σαν βιοτεχνία. Ήταν μια βιοτεχνία που ανθούσε.
Στα Λαδάδικα, είχε πάνω από 2000 βιοτεχνίες. Έχει τέσσερα πέντε μέγαρα μεγάλα,
έσφυζαν ζωής, από βιοτεχνίες. Εκεί για να βρεις μια σάλα να εγκαθιδρύσεις μια
βιοτεχνία έπρεπε να έχεις μέσο. Τώρα αν πας εκεί το βράδυ, θα φοβηθείς να μπεις
μέσα. Νεκρή πολιτεία είναι. Σε τέτοια κατάντια έχει φτάσει το τσαγκαριό. Όση
φαντασία να είχες, Φώσκολος να ήσουν, δεν θα μπορούσες να φανταστείς την
κατάντια της βιοτεχνίας των παπουτσιών. Κατάντια άνευ προηγουμένου. Και δεν
ξέρουμε ποια θα είναι η συνέχεια».
Και
η γειτονιά της Άθωνος είχε βιοτεχνίες, ενώ «η
τελευταία πρέπει να έχει 15 χρόνια που έκλεισε».
Όπως αναφέρει και ο κ. Αντρέας, «Η περιοχή εδώ άλλαξε τρεις τέσσερις
όψεις. Τότε ήταν οι μανάβηδες εδώ, είχε τσαγκαράδικα, είχε όλα τα επαγγέλματα
εδώ. Και κόσκινα κάνανε, και ψάθες και ό,τι φανταστείς. Σιγά σιγά φύγανε.
Χαθήκανε τα επαγγέλματα αυτά. Τώρα τα τελευταία 20 χρόνια έγιναν ταβέρνες. Πώς
ήταν ο τόπος που έβγαινε το παπούτσι, έγινε ο τόπος που ερχόταν ο κόσμος να
διασκεδάσει. Και τώρα κλείσανε κάπου οι μισοί κι έμειναν πάλι έξι ταβερνάκια».
Όπως λέει ο κ. Αντρέας,
«Εγώ την αγαπώ την περιοχή. Και τον δρόμο που περπατάς κάθε μέρα,
αγαπιέσαι με το δρόμο, ερωτεύεσαι». Έτσι, ενώ οι υπόλοιποι τσαγκάρηδες έκλεισαν, εκείνος έμεινε. «Δεν
είχε δουλειά. Βγήκαν και στην σύνταξη, ήταν μεγάλοι. Οι μόνοι που μείναμε
είμαστε εγώ κι ο Λάζαρος. Το τελευταίο μαγαζί που έκλεισε έχει δεκαπενταετία», σημειώνει. «Δεν
έχει εκείνη τη δουλειά. Παλιά όλα δουλεύανε. Τώρα βλέπεις όλα είναι άδεια.
Μακάρι να γυρίσει πάλι, να δουλέψει ο κοσμάκης, να χαμογελάσει. Το πρωί βλέπω
περαστικούς, όλος ο κόσμος είναι κατσούφης. Ενώ πιο μπροστά ήταν χαμογελαστός,
πήγαινε στη δουλειά».
Γιατί ήθελε εκείνος να το συνεχίσει; «Μεράκι,
ξέρω εγώ; Αγαπάς τη δουλειά. Και ανάγκη είναι, και απ’όλα είναι. Τώρα
δουλεύουμε για την πλάκα μας, για να περάσουμε την ημέρα. Πιο μπροστά, ήθελες
να βγάλεις το μεροκάματο. Τώρα έχει πέσει η δουλειά. Παλιά μπορεί να περνούσαν
και 15 άτομα την ημέρα, αλλά τώρα δεν έχει, δυο-τρία άτομα και καλά είναι. Τόσα
κάνω τώρα, δύο τρία ζευγάρια. Παλιά δούλευα μέχρι τα μεσάνυχτα. Όλη μέρα. Όσο
αντέχεις. Θα καθίσεις να κάνεις και το καλαμπούρι σου, λίγο να ξεκουραστείς, αν
είναι πολλές ώρες. Όλοι δουλεύαμε έτσι, δεν είχε 8ωρο».
Όπως αναφέρει, θα συνεχίσει «όσο
πάει ακόμα, κάνα δυό χρόνια». Μετά
θα βγει στην σύνταξη, ενώ δεν έχει παιδιά που να θέλουν να αναλάβουν το
επάγγελμα. Όσο για τους νέους που κάνουν την δουλειά σήμερα, αναφέρει, «Δεν
έχει μαστοριά ο κόσμος. Μόνο κάτι παλιοί σαν κι εμένα, παλιοί σε όλα τα
επαγγέλματα, έχουν μεράκι. Αγαπήσανε αυτό που κάνανε. Εγώ όταν μπήκα στη
δουλειά, μου έδινε 30 δραχμές την εβδομάδα, δηλαδή 5 δραχμές την ημέρα. Το
εισιτήριο από το αστικό είχε 1,20 και 1,20, έβγαινε 2,5 δραχμές, δεν περίσσευε
ούτε μια φασολάδα να φας, το μεροκάματο. Κι αναγκαζόμουν και πηγαινοερχόμουν με
τα πόδια. Για να περισσέψει κάτι να φας. Ενώ σήμερα του λες έλα εδώ. Πόσα θα με
δώσεις; Δεν λέει να μάθω την τέχνη, λέει πόσα θα μου δώσεις. Πόσα να σε δώσω;
20-30 ευρώ; Αφού δεν μπορείς να τα βγάλεις. Γι’ αυτό δεν μαθαίνει ο κόσμος. Δεν
γίνεται μάστορας. Για να γίνει μάστορας πρέπει να δουλέψει αέρα. Να αγαπήσει το
αντικείμενο».
«Οι νέοι δεν
ζορίζονται»,
σημειώνει. «Έχει στο επάγγελμα αυτό νεαρά παιδιά.
Αλλά κοιτάνε να βγάλουν το μερακάματο. Δεν είναι ούτε μαστοριά, ούτε τίποτα.
Απλώς τους λείπει το μεράκι. Ξέρει κάποιος να το κάνει. Αλλά δεν το κάνει,
γιατί βιάζεται να τελειώσει και να πάει να πιει καφέ».
Ο ίδιος τα έμαθε όλα εμπειρικά. Όπως λέει,
«η πείρα, τα χρόνια τα πολλά, σε κάνουν μάστορα. Με τον χρόνο, σιγά
σιγά, και πράγματα που δεν ήξερες, τα μαθαίνεις. Πρώτα πρώτα είναι το μεράκι.
Αν δεν έχεις μεράκι, δεν μαθαίνεις».
Όπως λέει και ο κ. Λάζαρος,
«Τώρα είναι κατάντια. Ελάχιστοι είναι οι καλοί από τους νεότερους.
Όλοι είναι αρπακολατζήδες. Να κάνουν μια εύκολη δουλειά. Οι καλοί, που κάνουν
καλή δουλειά, είναι πολύ λίγοι. Η νεολαία από ότι βλέπω δεν ενδιαφέρεται. Έχει
καιρό που πήρε την κατιούσα η δική μου δουλειά εδώ. Έχει παπούτσια που τα έχουν
παρατήσει δύο χρόνια. Κάνεις ένα ζευγάρι τακούνια ή ένα ζευγάρι σόλες, μπορεί
να μην έρθει να τα πάρει, γιατί βρήκε ένα άλλο πιο φτηνό. Τώρα ζητάω έναντι.
Τότε έβγαζα μέχρι 70 χιλιάρικα. Είχα ρεκόρ 70 χιλιάρικα δραχμές την ημέρα».
Παρόλα αυτά, έχει να πει «Μου
αρέσει η δουλειά μου. Την αγαπώ την δουλειά, δεν την κάνω από αγγαρεία, πώς να
στο πω; Και να παρουσιάσεις ένα ωραίο πράγμα, μου αρέσει. Αυτός που θα το δει
θα τρίβει τα μάτια του».
«Εδώ έχει
περάσει όλη μου η ζωή, εκτός από δύο χρόνια που έκανα στρατό», σημειώνει
νοσταλγικά. «Για μένα είναι πηγή ζωής, δεν έχω ανάγκη άμεση από λεφτά. Μου
αρέσει η δουλειά, μου αρέσει ο τρόπος ζωής εδώ. Μαζεύονται φίλοι, είναι πολύ
ωραία. Εγώ είμαι ευχαριστημένος από τον τρόπο ζωής που κάνω. Με το μαγαζί, με
τις παρέες που έρχονται εδώ, με την δουλειά, με όλα».
Όσο για το μέλλον, «Μου
αρέσει και το κρατάω όσο έχω δυνάμεις. Και έχω, Δόξα τω Θεώ. Παρά την ηλικία
μου, νιώθω ζωντανός. Και ηθικά και σωματικά. Είναι μεγάλο ατού. Δεν κάνω τη
δουλειά για να την κάνω. Μου αρέσει η δουλειά. Κι αυτό είναι τόνωση ζωής. Σε
τονώνει ηθικά, η ζωντάνια. Όταν φεύγω από το σπίτι, κάνω τον σταυρό μου, φιλάω
και μια εικονίτσα από τα κλειδιά μου, της Παναγίας. Τα ίδια κι εδώ, κάνω τον
σταυρό μου και μπαίνω μέσα και ρίχνω και κάνα δίφραγκο μες στο συρτάρι.
Συνήθειες, για να πάει καλά η μέρα».
Αν περάσεις ποτέ τον μικρό πεζόδρομο της Αυγερινού, κάνε μια στάση και
παρατήρησέ τους. Πάνω στην δουλειά, πάνω στην κουβέντα και την
ζωντανή καθημερινότητα της γειτονιάς. Αυτή η εικόνα σε λίγα χρόνια θα είναι
παρελθόν. Μαζί με τις φθαρμένες σόλες των παπουτσιών που αλλάζουν ο κ. Λάζαρος και ο κ. Αντρέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου