Περασμένα και χαμένα
Ξέρετε ποιο
είναι το μόνον ασφαλές φάρμακο για να σώσετε τα πρόβατά σας από την κλαπάτσαν;
Μα φυσικά το «Διστόλ».
Γνωρίζετε πως
ό,τι μοντέρνο σε γυναικείες κάλτσες, τσάντες και γάντια, θα το βρίσκατε κάποτε
στου «Δραγώνα»;
Είχατε ακούσει
για τα τσιγάρα Ματσάγγου,
ή τα Κιρέτσιλερ, ή
τα Σαντέ, ή τα «Νύμφη», ή τα «Νίκη», ή τα Σέρτικα Λαμίας;
Είχατε ακούσει
ότι το παυσίπονο «Αλζίν»
παρασκευαζόταν στην Ελλάδα;
Τα κρασιά «Καμπά» και τα «Βότρυς» ίσως τα
προλάβατε. Τα αναψυκτικά ΕΛΒΑ
(Ελληνική Βιομηχανία Αναψυκτικών) ή τα ΜΕΚΟ (Μεσσηνιακή
Κονσερβοποιία) τα έχετε δοκιμάσει;
Σας λέει κάτι
το «Θερμοσίφωνες Soulis»;
Είχατε ψωνίσει
ποτέ στο Μινιόν, ή
στου Λαμπρόπουλου,
ή στο Κατράντζος σπορ;
Είχατε ράψει με
κλωστές «Πεταλούδα»
του Ελ. Μουζάκη, ή με κλωστές «Κιθάρας»;
Είχατε ψωνίσει
από τα «Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ;»
Είχατε φορέσει
«υποκάμισον samforized
Πειραϊκής Πατραϊκής;».
Είχατε
μεταχειριστεί τις γκαζιέρες Πίτσος,
που σιγά σιγά μετεξελίχθηκαν σε ηλεκτρικές συσκευές παγκοσμίου φήμης;
Αν για πολλούς
αυτά είναι μάλλον «κινέζικα»,
ας μάθουν ότι ακριβώς σ’ αυτά τα ονόματα
κλείνεται όλη η οικονομία μας, της οποίας η αναγέννηση ξεκίνησε
αμέσως μετά τον συμμοριτοπόλεμο, το 1949 και τερματίστηκε το 1974. Διότι ναι: Κάποτε η
Ελλάδα είχε βιομηχανίες και μάλιστα υγιέστατες. Κάποτε
εγκαταστάθηκαν στην χώρα μας και ξένες βιομηχανίες, όπως η Pirelli και η Good year. Όμως το ΚΚΕ με τα συνδικαλιστικά όργανά του, άλλα επρέσβευε. Νόμιζε
ότι με συνθήματα του στιλ «Κάτω τα αφεντικά» και τις πολυήμερες
απεργίες, θα φόβιζε τους κουτόφραγκους και θα έπαιρνε τις διοικήσεις των
εργοστασίων στα χέρια του εγκαθιστώντας σοβιετικό σύστημα διοικήσεως. Και
πράγματι οι κουτόφραγκοι φοβήθηκαν και τα μάζεψαν και έφυγαν. Και οι μεν
συνδικαλισταραίοι ουδέν έπαθαν, όμως οι εργαζόμενοι έμειναν χωρίς δουλειές.
Κάποτε υπήρχε η
πανίσχυρη Ολυμπιακή
Αεροπορία, μία από τις καλύτερες του κόσμου. Όμως η μεταπολιτευτική
λαίλαπα την παρέσυρε κι’ αυτήν (…φοροφυγάς ο Ωνάσης…) και σήμερα είναι κάτι παραπάνω από ένα επαρχιακό ΚΤΕΛ. Και αν η βιομηχανική εικόνα
της Ελλάδος τότε ήταν στα πολύ πάνω της, κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην
Ελληνική κοινωνία.
Έβλεπα μία
ταινία του 1963, με τίτλο «Αγάπησα και
πόνεσα». Ήταν ένα αντιπροσωπευτικό μελό εκείνης της εποχής, που
ενώ στην αρχή όλα πάνε στραβά για τους πρωταγωνιστές Νίκο
Ξανθόπουλο (Γιάγκος) και Άντζελα Ζήλια
(Βάσω), στο τέλος τα πάντα όλα φτιάχνουν και μάλιστα λίγο
άγαρμπα, αφού ο χρόνος της ταινίας είναι περιορισμένος. Έτσι, Ο Γιάγκος αποφυλακίζεται και σε λίγο γίνεται πρώτη
φίρμα του τραγουδιού, κάτι σαν την Φουρέϊρα της εποχής, ενώ αυτοί που πριν λίγο
χρωστούσαν σε όσους μίλαγαν Ελληνικά, βρίσκονται μυστηριωδώς ιδιοκτήτες
πολυτελούς κοσμικού κέντρου. Η κακάσχημη, αλλά καλόκαρδη προξενήτρα της
γειτονιάς κυρά
Δόμνα (Γ. Βασιλειάδου), παντρεύεται τον χασάπη κ. Ερμή (Βασ. Αυλωνίτης), ενώ ο εύπορος
νέος Λάκης (Κ. Κακαβάς), που πολιορκούσε στενά την Βάσω, εξαφανίζεται
μυστηριωδώς και ησυχάσαμε απ’ αυτόν.
Μνημειώδης
είναι η σκηνή που ένας (!) αστυφύλακας παραφυλάει πίσω από κάτι βάρκες και
συλλαμβάνει δύο τύπους (ο ένας είναι ο Γιάγκος), που συναλλάσσονται
περί πονηρό, με τους δύο απλώς και ως αρσακειάδες, να απλώνουνε τα χέρια να
τους περάσει τις χειροπέδες και να τους οδηγήσει πεζούς όπου δει. Όμως σ’ αυτές τις ταινίες, βλέπει κανείς
μερικές μικρολεπτομέρειες από τις οποίες βγάζει τέτοια συμπεράσματα, που ούτε
οι μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί μαϊντανοί που παριστάνουν τους αναλυτές, δεν μπορούν
να φανταστούν.
Τι ήταν λοιπόν
εκείνο που μου έκανε το μεγαλύτερο κλικ
σ’ εκείνη την ταινία. Η σκηνή στη φτωχική αυλή, όπου ο Γιάγκος τραγουδά μία τελευταία επιτυχία του
παίζοντας με την κιθάρα του. Το ότι
ακούγονται δεύτερη φωνή, χωρίς να φαίνεται ουδείς, αλλά και η… συμφωνική
ορχήστρα του Απόστολου Καλδάρα, χωρίς να φαίνεται τίποτα, δεν πολυενδιαφέρει
τον σκηνοθέτη. Ούτε κι’ εμένα άλλωστε. Δίπλα η μητέρα του Γιάγκου (Μαλαίνα Ανουσάκη), ψευτοκλαίει (αυτή η
γυναίκα είχε γεννηθεί κλαίγοντας) απ’ την συγκίνηση. Όταν τελειώνει το
τραγούδι μάνα και γιός σηκώνονται να μπούνε στο σπίτι για φαγητό. Κι’ εκεί, δίπλα στην εξώπορτα, είναι κρεμασμένο το
κλειδί του σπιτιού. Για φανταστείτε σήμερα να φεύγετε από το σπίτι
και να αφήνετε το κλειδί έτσι. Εδώ με πόρτες ασφαλείας, συναγερμούς, σκυλιά και
ενίοτε κροκοδείλους και είμαστε έρμαια στα χέρια του κάθε ευπαθή.
Εκεί στο
μακρινό 1968, τότε που η Αστυνομία ήταν αστυνομία
και όχι σωματοφύλακας του «Ρουβίκωνα»,
ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε γράψει κάποιους
θαυμάσιους στίχους, που τους έντυσε με την μαγευτική μουσική του ο Ευάγγελος Πιτσιλαδής. Τίτλος, του όχι πολύ γνωστού αυτού τραγουδιού:
«Έχω στην
πόρτα τα κλειδιά», που αξίζει να το ψάξετε στο διαδίκτυο και να το
ακούσετε. Όπως αξίζει και να θυμηθούμε την πρώτη στροφή:
Έχω στην
πόρτα τα κλειδιά
να τα `βρεις σαν γυρίσεις
σού ‘χω φυλάξει στην καρδιά
στοργή για ν’ ακουμπήσεις
και στο φανάρι έχω ψωμί
κι ένα ποτήρι υπομονή
να πιείς και να δειπνήσεις
να τα `βρεις σαν γυρίσεις
σού ‘χω φυλάξει στην καρδιά
στοργή για ν’ ακουμπήσεις
και στο φανάρι έχω ψωμί
κι ένα ποτήρι υπομονή
να πιείς και να δειπνήσεις
Για τολμήστε
σήμερα να κάνετε κάτι τέτοιο. Όχι φανάρι με το ψωμί δεν θα μείνει, αλλά κι’
εσάς τους ίδιους θα σηκώσουν.
Εκτός αν κάνετε πως κοιμόσαστε...
Εκτός αν κάνετε πως κοιμόσαστε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου