Ο Γιάννης και η Αν, ο Τζόνι και η Σιλβί.
ΗΜΟΥΝ ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΚΕΙ ! Ηταν το 1968….
Το τραγούδι ήταν το ‘’ Noir C´est Noir ‘’. Σας το βάζω, για να το θυμηθείτε οι
‘’συνομηλικοι’’.
Σαν σε όνειρο θυμάμαι τα μεγαλύτερα παιδιά
που πήγαιναν στο γυμνάσιο να περιγράφουν μια σκηνή από τη συναυλία, όταν ο «Γάλλος Έλβις» πέταξε το πουκάμισό του στα
αφιονισμένα πλήθη ύστερα από την αποθέωση που γνώρισε για ένα τραγούδι. Άλλοι
λένε ότι το τραγούδι αυτό ήταν το «À Tout Casser» που σάρωνε στα τζουκμπόξ της Θεσσαλονίκης
και άλλοι το «Black is Black»
των Los Lobos, στα γαλλικά όμως. Noir c’ est Noir!
Το πουκάμισο, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των
τότε εφήβων, έγινε αμέσως χίλια κομμάτια, αφού όλοι ήθελαν να κρατήσουν ένα
σουβενίρ.
Ο μύθος αυτής της συναυλίας ακόμα υπάρχει
στη Θεσσαλονίκη. Ο Τζόνι ήταν
μόλις 25 και η Σιλβί, που
τραγουδούσε με εντυπωσιακά show-dance, 24
χρονών. Ο διεθνής Τύπος τους χαρακτήρισε ως «χρυσό ζευγάρι». Χώρισαν το 1980, αλλά
ακόμη αντέχουν στη σκηνή, αυτός στα 73 και αυτή στα 72!
Το ανερχόμενο όμως τότε Φεστιβάλ Κινηματογράφου έμπαινε στην 9η διοργάνωσή του, με τα πλήθη να συρρέουν στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών για να δουν
από κοντά τα αστέρια του ελληνικού κινηματογράφου. Η νεολαία είχε αποφασίσει για την ταινία της χρονιάς. Ήταν
η απλή, μεστή, καλογυρισμένη ταινία του Βασίλη
Γεωργιάδη «Κορίτσια
στον ήλιο», με τον αρρενωπό 31χρονο τότε Γιάννη Βόγλη στο ρόλο του βοσκού και την πανέμορφη Αν Λόμπεργκ στο ρόλο της νεαρής αγγλίδας
τουρίστριας. Το σενάριο είναι του Ιάκωβου
Καμπανέλλη.
Η ταινία γυρίστηκε κατά το ήμισυ στο Μπατσί της Άνδρου, γενέτειρα της μητέρας του Βόγλη, ένα απόμακρο τότε, σχεδόν ερημικό αλλά
και όμορφο μέρος, το οποίο βέβαια σήμερα με την ανάπτυξη δεν αναγνωρίζεται.
Παραμένει πάντως τόπος κινηματογραφικού τουρισμού, αφού κι εγώ ο ίδιος όταν
βρέθηκα στην Άνδρο ζήτησα να πάμε στα
μέρη όπου η Άναμπελ ερωτεύθηκε τον βοσκό
ξενυχτώντας έξω από το ιδιότυπο κρατητήριό του! Το ίδιο έκαναν και
άλλοι τουρίστες, που ρωτούσαν τους κατοίκους σχετικά... Η άλλη μισή ταινία
γυρίστηκε στην Αθήνα, ενώ τη μουσική
έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο οποίος
χάρισε στη νεολαία της εποχής αλλά και στους μεγαλύτερους ένα από τα μεγαλύτερα
σουξέ του σινεμά: το «Ένα
πρωινό». Τραγούδησε η 17χρονη τότε μαθήτρια Μαρία Δημητριάδη σε στίχους του Γιώργου
Παπαστεφάνου, ο οποίος εκείνο τον καιρό θεωρούνταν ειδικός στο «Νέο Κύμα»:
«Ένα
πρωινό η Παναγιά μου
θα
’ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά.
Πέλαγο
κρυφό τα όνειρά μου
κι
έστειλες εσύ βάρκα με πανί.
Πόσο
σ’ αγαπώ κανείς δεν ξέρει
κι
αν θα μ’ αγαπάς, μικρό μου ταίρι καλοκαιρινό,
σ’
αγαπώ».
Ο Σταύρος
Ξαρχάκος είχε συνεργαστεί πριν από πέντε χρόνια με τον ικανότατο Βασίλη Γεωργιάδη στα «Κόκκινα φανάρια», τα οποία
βέβαια έντυσε με «λαϊκούς δρόμους» και τραγούδια. Στα «Κορίτσια στον ήλιο» όμως
ακούγονται ποπ μελωδίες και ρυθμοί. Ας μην ξεχνάμε ότι η ταινία γυρίστηκε την
εποχή της ποπ ψυχεδέλειας, των «χίπις»
και των κινημάτων για τη γυναικεία απελευθέρωση.
Για να έλθουμε πίσω στη Θεσσαλονίκη του 1968, δεύτερη χρονιά με
τη δικτατορία του Παπαδόπουλου, πρέπει να πούμε ότι η ταινία «Κορίτσια στον ήλιο»
μοιράστηκε το Α’
Βραβείο του Φεστιβάλ με την ταινία «Παρένθεση» του Τάκη
Κανελλόπουλου,( ποιος τη
θυμάται άραγε ? ) ενώ πήρε και το βραβείο μουσικής (Ξαρχάκος) και β’ ανδρικού ρόλου (Μπάκας).
Έξω πήγε επίσης πολύ καλά, αφού ήταν
υποψήφια για Όσκαρ ξένης ταινίας και υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα ξένης ταινίας
(1969).
Τις ίδιες περίπου μέρες διοργανώθηκε στο Παλαί Ντε Σπορ και το 7ο Φεστιβάλ Τραγουδιού, με το α’ βραβείο να πηγαίνει
επαξίως στον Τώνη Στρατή για το
μελαγχολικό όσο και μελωδικό «Το
καλοκαίρι εκείνο».
Βέβαια ο Γιάννης Βόγλης από το μακρινό 1968 και τα 31 χρόνια του μέχρι την περασμένη
Τετάρτη διέγραψε μια λαμπερή τροχιά στον πολιτισμό. Εκπληκτική υπήρξε η
ερμηνεία του στην ταινία «Το
χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Βασίλη
Γεωργιάδη. Εργάστηκε κυρίως στο θέατρο (όπου και συνεργάστηκε με πρωταγωνιστές όπως
ο Μάνος Κατράκης, η Έλλη Λαμπέτη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης κ.ά.), το
οποίο τίμησε όσο λίγοι, ενώ υπήρξε για μία πενταετία (1973-1977)
βασικό στέλεχος του Κρατικού
Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Είχε ασχοληθεί επίσης και με τη σκηνοθεσία.
Η Αν
Λόμπεργκ έρχεται συνεχώς στην Ελλάδα, κράτησε επαφή με τον
συμπρωταγωνιστή της, ενώ πριν από μερικά χρόνια έκαναν κοινή τηλεοπτική
εμφάνιση ενθυμούμενοι τα γυρίσματα και την ατμόσφαιρα της ταινίας.
Αμερικανο-σουηδικής καταγωγής ηθοποιός, ήταν μόλις 20 ετών τότε. Έπαιξε στην
ταινία Μποντ «Moonraker»
(1979), με πρωταγωνιστή τον Ρότζερ Μουρ, και έκανε και έναν προσωπικό
δίσκο στη Γαλλία το 1969.
Και τα «μύγδαλα»;
Ο Γιάννης Βόγλης άφησε πίσω του έργο
ζωής στο θέατρο και το σινεμά, αλλά η εικόνα του
βοσκού στο έργο που κυνηγά την τουρίστρια για να της προφέρει μύγδαλα -και τελικά
κατηγορείται γα απόπειρα βιασμού- θεωρείται από τις πιο
αναγνωρίσιμες και αγαπητές στο κοινό όλων των εποχών.
Παλιότερα είχε αποκαλύψει ότι η ατάκα «Στάσου, μύγδαλα» προστέθηκε την τελευταία
στιγμή και μάλιστα είχε βαρεθεί να την επαναλαμβάνει στα γυρίσματα: «Φορούσα την κάπα και ήταν πολύ βαριά. Το γυρίζαμε πάνω κάτω
συνέχεια. Κάποια στιγμή μπάφιασα και είπα στον Γεωργιάδη: ‘΄Ελα, ρε Βασίλη, αφού το ’χουμε το πλάνο, βαρέθηκα
πια, στάσου μύγδαλα, στάσου μύγδαλα’. Κι εκείνος γυρνά και μου λέει: ‘Βόγλη! Αυτή η φράση θα σε
κυνηγάει σ’ όλη σου τη ζωή’. Και είχε δίκιο. Γιατί ο Βασίλης είχε μια
εκπληκτική αίσθηση για τα πράγματα. Δεν νομίζω ότι υπήρχε άλλος σκηνοθέτης που
να έχει την αίσθηση της λαϊκής ποιότητας, της ποιότητας δηλαδή που μπορούσε να
ακουμπήσει τον κόσμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου