ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ….
Ανδρέας Μελεζιάδης
Προχτές διάβασα σε κάποιο site για τα μακαρόνια, τον διαβήτη 2 και άλλα τινά…. Έγραψα κάτι σχόλια, που δημιούργησαν….
αντισχόλια! Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, και για να μην υπάρχει η
παραμικρή αμφισβήτηση, σας αναφέρω παρακάτω τέσσερεις
χαρακτηριστικές προσωπικές ιστορίες –
εμπειρίες, ώστε να διεκδικώ με αξιώσεις τοντίτλο του «μακαρονοφάγου»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ.
Το 1969, ήμουν
υποψήφιος για τη ΣΣΕ, και όπως όλοι, κατέβηκα στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις. Χωρίς καμία
Αθηναϊκή εμπειρία ακόμα, βρήκα ένα ξενοδοχείο ( χάνι καλύτερα) στην οδό ΞΟΥΘΟΥ, κοντά στην Ομόνοια. Στο ίδιο ξενοδοχείο, έμεναν και
αρκετοί ακόμα υποψήφιοι. Ήταν κάτι σαν «κοινόβιο».
Μετά τις καθημερινές εξετάσεις ( κράτησαν
περίπου 10 μέρες…) όλοι
επιστρέφαμε από την ΣΣΕ, και κάποιοι από εμάς πηγαίναμε για φαγητό στο εστιατόριο «ΤΑΫΓΕΤΟΣ». Κοντά στην Ομόνοια, οι περισσότεροι θα το ξέρουν.
Ένα μεσημέρι, μαζευτήκαμε 6-7 άτομα εκεί.
Ήρθε ο σερβιτόρος, και παραγείλαμε. Εγώ του είπα να μου φέρει μια διπλή μακαρονάδα σε βαθύ πιάτο, με σάλτσα από
κοκκινιστό. Ένας φίλος, μου λέει: «Καλά, θα μπορέσεις να την φάς;» Του απάντησα πως «όχι μια διπλή, αλλά
τρείς διπλές μακαρονάδες μπορώ να φάω». Λόγο στο λόγο, κουβέντα στην κουβέντα, φτάσαμε να βάλουμε στοίχημα. Εάν έτρωγα τρείς διπλές
μακαρονάδες, θα μου πλήρωναν τον λογαριασμό. Εάν δεν τα κατάφερνα, θα πλήρωνα
τον λογαριασμό όλων! Έτσι
και έγινε. Έρχεται η πρώτη, πάει….
Έρχεται η δεύτερη, πάει…. Έρχεται και η τρίτη, πάει και αυτή, χωρίς δυσκολία. Τότε, τους
λέω: «Παιδιά, εντάξει; Το κέρδισα το στοίχημα;» Το είχα κερδίσει. Και φωνάζω τον σερβιτόρο, και του παραγγέλνω ακόμα
μία μακαρονάδα, απλή αυτή τη φορά, την οποία και απόλαυσα χωρίς άγχος….
Ήμουν 19 χρονών, και 69 κιλά.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ.
Στη Σχολή Ευελπίδων, το 1969 πάλι,
ήμουν πρωτοετής. Το μεσημέρι, πηγαίναμε στα εστιατόρια για φαγητό. Σε τραπέζια
των 8 ατόμων, καθόμασταν 2 Ευέλπιδες
από κάθε τάξη.
Ερχόταν το φαγητό σε δίσκους, πιατέλες ή γαβάθες, και ο καθένας έβαζε στο πιάτο του
μία μερίδα. Των πρωτοετών, ήταν «ενισχυμένη», ενώ οι άλλοι έβαζαν όσο ήθελαν. Ήταν απολύτως
συνηθισμένο το φαινόμενο, όταν ο πρωτοετής «άδειαζε» το πιάτο του, ο
τεταρτοετής τραπεζάρχης έδινε εντολή να
ξαναγεμίσουν οι πρωτοετείς τα πιάτα τους ( υπήρχε
πάντα σχεδόν περίσσευμα ).
Την 2η ή 3η ημέρα
μετά την είσοδό μας, το γεύμα ήταν μακαρονάδα κτλ κτλ. Σεμνά
– σεμνα, έβαλα στο πιάτο μου μια κανονική μερίδα. Το ίδιο έκαναν και οι
υπόλοιποι. Στραβά – στραβά, κοίταζα την γαβάθα, για να δώ εάν υπήρχε
περίσσευμα. Υπήρχε πολύ, σχεδόν η μισή γαβάθα. Αφού «εξαφάνισα» αυτό που έβαλα, ο τραπεζάρχης
διέταξε: «Βάλε και άλλο!» Άλλο
που δεν ήθελα! Ξαναγέμισα το πιάτο, ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ! Ρώτησα τον τραπεζάρχη: «Να βάλω και άλλο;» Και έβαλα και άλλο…. Από τότε,
κανείς δεν με πίεσε να βάλω επιπλέον φαγητό στο πιάτο μου! Ήμουν πάλι 69 κιλά!
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ.
Το 1973,
ανθυπολοχαγός πλέον, νοίκιασα μια γκαρσονιέρα στη Λομβάρδου ( παράλληλη στην Λ. Αλεξάνδρας, κάθετη
στην Μουστοξύδη ) αφού
επρόκειτο να μείνω δυό χρόνια στην Αθήνα, εκπαιδευόμενος και εκπαιδευτής εν
συνεχεία στο ΚΕΔΒ ( Χαϊδάρι). Το μεσημέρι, κατά τις 3 η ώρα,
επέστρεφα στο σπίτι. Ήταν αρκετά συχνό φαινόμενο, όταν γύριζα, να έφτιαχνα ένα πακέτο μακαρόνια σε μία κατσαρόλα,
να έκανα και την σχετική σάλτσα σε ένα κατσαρολάκι, μετά να αδειάζω το
κατσαρολάκι στην κατσαρόλα, και η κατσαρόλα, ως δια μαγέιας, αδειαζε!
Δεν είχα καμιά όρεξη να πλένω πιάτα. Τι θα τρώγαμε το βράδυ; Αυτό είναι άλλο
θεμα…. Ήμουν 24 χρονών και 75 κιλά….
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ.
Τον Αύγουστο του 2008, με
ένα φιλικό ζευγάρι ( τον Γιώργο και την Τούλα) πήγαμε διακοπές στη Λήμνο. Εν συντομία, περάσαμε υπέροχα!
Όποιος πάει στη Λήμνο, μας είπαν, πρέπει
οπωσδήποτε να δοκιμάσει την αστακομακαρονάδα! Έ, εφόσον «πρέπει», το τολμήσαμε! Μας είπαν ένα μέρος
στο βόρειο τμήμα του νησιού, και ένα μαγαζί που ήταν φημισμένο. Πήγαμε λοιπόν,
και παραγγείλαμε. Σε λίγη ώρα, μας έρχονται δυό πιατέλες. Η μία με
αστακούς, και η δεύτερη με την μακαρονάδα των αστακών ( περίπου
8 πιάτα).
Μόλις τα είδα, πανηγύρισα! Η γυναίκα μου,
δεν κάνει «αμάν» για μακαρόνια. Η Τούλα τρώει
κανονικά, και ο Γιώργος τρώει σαν σπουργίτι! Οπότε, θα περίσσευε
αρκετή για εμένα! Βάζω στον Γιώργο
κανονική μερίδα, μου λέει: «Και άλλο βάλε!» Βάζω στην Τούλα,
κανονικά. Βάζω και στην γυναίκα μου, κανονική μερίδα και αυτή. Άρχισα να ανησυχώ! Αφού «εξαφάνισα» την δική μου
ενισχυμένη μερίδα, μόλις πρόλαβα να βάλω
ακόμα λίγα. Είχαν τελειώσει, και έμεινα με την λαχτάρα! Όσο για τον αστακό, τον παραχώρησα στους
υπόλοιπους, γιατί δεν κάνω και «αμάν»! Ηταν μια υπέροχη αστακομακαρονάδα, ήμουν 59 χρονών και…. 106 κιλά!
Όλα αυτά, σας τα γράφω για να διαπιστώσετε
τις «σχέσεις στοργής» που έχω με
την μακαρονάδα. Για αυτό, ας μην μου λένε πώς γίνεται καλή, πώς πρέπει να
τρώγεται και άλλα διηγήματα. Εάν θέλουν, μπορώ να τους κάνω σεμινάριο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου