Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Σουλιώτες



Σουλιώτες
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
    Οι Σουλιώτες είναι Ελληνες της περιοχής του Σουλίου, (στην πραγματικότητα μιας ομοσπονδίας χωριών, καλούμενα και Σουλιωτοχώρια), που βρίσκεται στη νότια Ήπειρο στη βορειοδυτική Ελλάδα. Από το 1550 έως το 1803 έντεκα χωριά αποτελούσαν τη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Οι Σουλιώτες διακρίθηκαν κυρίως ως πολεμικός λαός κατά το 19ο αιώνα, αρχικά ως ανένταχτοι κατά του Αλή Πασά και στη συνέχεια για την σθεναρή αντίστασή τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ετυμολογία
    Σουλιώτης - Σουλιώτισσα χαρακτηρίζεται ο/η κάτοικος του Σουλίου. Η λέξη Σούλι προέρχεται από την Λατινική λέξη shul, που μεταξύ άλλων σημαίνει πάσσαλος, δοκάρι, κορυφή, λόφος. Έχουν βέβαια αναφερθεί κατά καιρούς κι άλλες απόψεις: ο Χριστόφορος Περραιβός   πιστεύει ότι οφείλεται σε κάποιον Τουρκαλβανό Σούλη ή Σούλιον, που είχε φονευθεί σ' αυτή την τοποθεσία. Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Πανταζής   ότι στην περιοχή της Ηπείρου κατοικούσε μια από τις πρώτες αρχαίες ελληνικές φυλές οι Σελλοί, (Ιλιάδα Η 234), περίπου το 800 π.Χ. Από τους Σελλούς εικάζεται   ότι πήρανε το όνομα οι Έλληνες. Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος στην ωδή του "Eις Σούλι" συνδέει το Σούλι με τη χώρα των Σελλών. Άλλοι   σχετίζουν το Σούλι με τους Συλίονες που αναφέρει ο Στέφανος ο Βυζάντιος, ενώ άλλοι  με την πόλη "Σόλιον", που αναφέρει ο Θουκυδίδης, (Β 30). Ο Π. Φουρίκης θεωρεί την ονομασία Λατινική εκ του "σούλα" που σημαίνει άκρη σκοπιάς, βίγλα, όνομα που έδωσαν στην περιοχή αυτή οι πρώτοι αλβανόφωνοι οικιστές της. Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης ετυμολογεί το Σούλι από το αλβανικό suli, που σημαίνει αιχμηρή κορυφή (βουνού).
Ιστορία
    Περί το 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Κατά τον Αθανάσιο Γούδα οι αρχικοί αλβανόφωνοι οικιστές ήταν λείψανα των μαχητών του Σκεντέρ Μπέη ή Σκεντέρμπεη, που κατέβηκαν στην Ήπειρο μετά τον θάνατο αυτού και την κατάλυση της ηγεμονίας του από τους Τούρκους, όπου κατά τον Περραιβό, (όπως άκουσε από γέροντες Σουλιώτες), τούτο συνέβη μεταξύ του 1500 και 1600.
Καταγωγή
    Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι Έλληνες που μιλούσαν ελληνικά και αλβανικά εξαιτίας των Τουρκοαλβανών οπου ήταν υπο κατοχή των, ενώ έγραφαν μόνο στα ελληνικά.. Ο μελετητής και περιηγητής της Ηπείρου Ι. Λαμπρίδης θεωρεί ότι οι Σουλιώτες ήταν ένα κράμα μιας αρχικής Αλβανικής πατριάς και αλβανόφωνων και ελληνόφωνων χριστιανών που κατέφυγαν στο Σούλι τον 17ο αιώνα. Ο Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (1984) από τη μελέτη του ημερολογίου του Φώτου Τζαβέλλα του 1792 που είναι γραμμένο στο νότιο ιδίωμα της Ελληνικής, συνάγει ότι οι πρώτοι Σουλιώτες κατέβηκαν από το Αργυρόκαστρο ή τη Χειμάρα όπου ομιλείται αυτό το ιδίωμα. Η ελληνοφωνία μαρτυρείται και από τοπωνύμια όπως Συκιά, Καστανιά, Νερό Προβατίνας κ.ά. που μαρτυρούνται πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα. Οι Τσάμηδες και οι Βλάχοι αποκαλούσαν τους Σουλιώτες "Γραικούς".
    Ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν τις ρωμαϊκές δυνάμεις.
    Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί πως το Σούλι (
ή Κακοσούλι) είχε Γραίκους πολεμιστές που πάλευαν τους Αλβανούς για πολλά χρόνια. Ένας άγνωστος συγγραφέας δήλωσε πως, Η διαυθέντευσις των Σουλιωτών κατά του της Ηπείρου τυράννου αρκετώς θέλει αποδείξει, ότι η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς. Εκτός από τις σύγχρονες μαρτυρίες, οι Σουλιώτες ήταν γνωστοί ως Έλληνες ακόμη και από τους εχθρούς τους. Ο Μελί πασάς, γιος του Αλή πασά, έστειλε επιστολές στον πατέρα του από τον Απρίλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1803, στις οποίες αποκαλεί τους Σουλιώτες Ρωμαίους, ή Ρωμιούς αλλά και Ρωμέγους. Όλοι αυτοί οι όροι δηλώνουν ότι η σουλιωτική συνομοσπονδία αποτελούταν από Έλληνες. Ο Αχμέτ Μουφίτ, μεγάλος-εγγονός του Αλή πασά, προσπάθησε να μετατρέψει τους Σουλιώτες σε ορθόδοξους Αλβανούς, σε δικούς του, αναφέρει κατά γράμμα. Αναφερόταν οργισμένος στο πώς οι Σουλιώτες προκάλεσαν την επίθεση του Αλή πασά 1789, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς Έλληνες, ενώ έγιναν και πολιτικά εργαλεία της Ρωσίας.
    Μετά από την πρώτη του επαφή με τους Σουλιώτες, ο Byron (
Λόρδος Βύρων) περιγράφει τους Σουλιώτες ως "κακότροπους Ρωμιούς που μιλούν λίγα Ιλλυρικά".
Εγκατάσταση
    Κατά την επικρατέστερη άποψη, σύμφωνα με τα παραπάνω οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη ορεινή αυτή περιοχή δημιούργησαν στη σειρά τέσσερα χωριά, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίνο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο, και που όλα μαζί καλούνταν, εκ του αριθμού τους, «Τετραχώρι».
    Αργότερα, αυξανόμενου του πληθυσμού, δημιουργήθηκαν άλλα επτά νέα χωριά, τα: Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Γκονάλα, Περιχάτι, Βίλια και Κοντάντες, όπου όλα μαζί αυτά αποτελούσαν το «Εφταχώρι». Οι Σουλιώτες όλων των χωριών αυτών συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν, την λεγόμενη από τους ερευνητές, «ομοσπονδία», ή «συμπολιτεία του Σουλίου» που συγκροτούσαν τα 11 Σουλιωτοχώρια.
Διοίκηση
    Οι Σουλιώτες είχαν μια δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τη λεγόμενη φάρα (= πατριά), που έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, που αντιπροσώπευαν 150 οικογένειες.  Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζάρμπα, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά.
    Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό κατ΄ αρρενογονία. Οι αρχηγοί των "φαρών" συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο.
    Ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο» στο οποίο λάμβαναν μέρος εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί σε ανδραγαθία. Αυτό αποφάσιζε θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχίας και οτιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο παραπάνω οργάνων.
    Για τα ήθη και τα έθιμα των Σουλιωτών χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που άφησε ο Χριστόφορος Περραιβός στην ιστορική συγγραφή του, που άντλησε κατά την επιτόπια έρευνά του όταν στάλθηκε εκεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να τους μυήσει στο ξεσηκωμό του Γένους. Σημειώνει λοιπόν ο Περραιβός: «Κανένας από τους Σουλιώτες καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις από παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν».
(Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη τα Σουλιωτοχώρια συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους λιτοδίαιτους, σκληραγωγημένους και ολιγαρκείς, οι οποίοι και αποτελούσαν εγγύηση της ασφάλειας της περιοχής, έναντι των Τούρκων, ο δε συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται πως έφθανε περί τους 10.000 έως 12.000).
    Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβολιθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα.
    Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές (
κοινώς: μπεσαλήδες), και θανάτωναν όσους παρέμβαιναν τις αρχές τους. Η αντεκδίκηση (κοινώς βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος (ιερός). Γενικά όμως ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες, αλλά και εξ ανάγκης αφοσιωμένοι σε ...επιδρομές και λαφυραγωγήσεις.
    Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν ότι δεν κουρεύονταν, φορούσαν και αυτοί φουστανέλα και στολίζονταν στο στήθος με «τσαπράζια». Τα δε ρούχα των γυναικών ήταν όλα κεντητά. Αγαπημένο μουσικό όργανο των Σουλιωτών ήταν ο ταμπουράς. Ζούσαν με πολύ περιορισμένα προϊόντα λόγω του άγονου του ορεινού εδάφους με συνέπεια αυτή η ίδια η φύση να τους εξαναγκάζει πολλές φορές να προβαίνουν σε επιδρομές στις πεδινές περιοχές να ληστεύουν και να λαφυραγωγούν υποχρεώνοντας τους κατοίκους των περιοχών που υπέτασσαν να τους πληρώνουν φόρους σε χρήμα αλλά και σε είδος. Οι δε κάτοικοι αυτών των 70 περίπου κατακτηθέντων χωριών καλούνταν «Παρασουλιώτες». Η δε σχέση μεταξύ Σουλιωτών και Παρασουλιωτών έφερνε στη μνήμη, όπως σημειώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εκείνη μεταξύ των αρχαίων Σπαρτιατών και των Περιοίκων.
    Το δε άκρον άωτον των Σουλιωτών ήταν ότι και αυτοί πλήρωναν στον Σουλτάνο ετήσιο φόρο, τον λεγόμενο κεφαλικό και τον λεγόμενο "προβατικόν", (που προηγουμένως μάζευαν από τους Παρασουλιώτες), και αυτό για να μη τους ενοχλεί (!), παρουσιάζοντας έτσι μια περίεργη εικόνα αρχόντων και αρχομένων. Η κατάσταση όμως αυτή δεν μπορούσε πλέον να συνεχιστεί άλλο, μέσα στην επικράτεια (Πασαλήκι) του Αλή Πασά που δικαιολογημένα, για ευνομούμενους λόγους, στράφηκε εναντίον τους.

Πόλεμοι
    Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να κατακτήσουν τα εδάφη της συνομοσπονδίας των Σουλιωτών, όχι βέβαια για να επιβάλλουν φόρους σε μια τελείως άγονη περιοχή, όσο για να εξουδετερώσουν τους ανυπότακτους Σουλιώτες για τις συνεχείς παράνομες δραστηριότητες. Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών (συμπεριλαμβανομένων Αλβανών μουσουλμάνων) άρχισαν, κατά την τοπική παράδοση, περίπου στα 1635, αν όχι νωρίτερα. Οι πρώτες όμως ιστορικές αναφορές για αντιτουρκική δράση των Σουλιωτών ανάγονται στην περίοδο του Ενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699), όπου οι επιτυχίες των Ενετών δημιούργησαν, φυσικό επόμενο, μια αναστάτωση και έναν αναβρασμό σ΄ όλες τις ΝΑ. περιοχές της Δαλματίας μέχρι της Ηπείρου, χωρίς όμως ιδιαίτερες λεπτομέρειες.
Πόλεμοι προ Αλή Πασά
    Γενικά οι πόλεμοι των Σουλιωτών προ του Αλή Πασά χαρακτηρίζονται περισσότερο ως αμυντικοί.
    To
1721 ο Ζατζή Αχμέτ (ή Χατζή Αχμέτ), Πασάς των Ιωαννίνων μετά την απόρριψη της πρότασής του για υποταγή των Σουλιωτών πολιόρκησε το Σούλι με ισχυρή δύναμη (8.000 ανδρών) πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει μετά από αιφνιδιαστική νυκτερινή αντεπίθεση των Σουλιωτών όπου και είχε πολύ μεγάλες απώλειες.
    Το
1731, κατ΄ άλλους το 1732, με υποκίνηση των Ενετών ξεσηκώθηκαν οι Σουλιώτες καθώς και οι κάτοικοι του χωριού Μαργαρίτι. Kατά διαταγή τότε του Σουλτάνου ακολούθησαν διάφορες εκστρατείες, τόσο από τον Χατζή Αχμέτ, όσο και από άλλους Μπέηδες και Αγάδες της περιοχής χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
    Το
1754, ο Μουσταφά Πασάς, o νέος Πασάς των Ιωαννίνων, επιχειρεί και αυτός εκστρατεία που είχε την ίδια τύχη των προηγουμένων.
    Στα επόμενα χρόνια ο Τουρκαλβανός Μουσταφά Κόκκα επιτέθηκε με 4.000 στρατιώτες και ο Μπεκίρ Πασάς με 5.000 στρατιώτες. Και οι δύο, ωστόσο, απέτυχαν να νικήσουν τους Σουλιώτες.
    Το
1759 ο Ντόστ μπέης, του Γαρδικίου, της Παραμυθιάς που ήταν και διοικητής του Δέλβινου, νικήθηκε από τους Σουλιώτες.
    To
1762, ο Μαξούντ Αγάς (ή Μαζούντ Αγάς) του Μαργαριτίου, που ήταν Βοεβόδας, (= κυβερνήτης) της Αρτας, είχε την ίδια μοίρα, μετά από ήττα που υπέστη στην περιοχή Λάκκα των Λελόβων, καταφέρνοντας όμως ν΄ αποσπάσει τα γύρω χωριά Λέλοβας και Λακοπούλας.
    Το
1772, ο Αγάς του Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσαπάρη ή Τζαπάρκα, επιτέθηκε στους Σουλιώτες με στρατό 8.000 - 9.000 ατόμων, που είχαν ξεσηκωθεί, όταν τον προηγούμενο Φθινόπωρο (1771), κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, τους είχε επισκεφεί κάποιος απεσταλμένος των Ρώσων με γράμματα του Αλέξιου Ορλώφ καθώς και με αρκετά πολεμοφόδια. Η εκστρατεία αυτή όχι μόνο απέτυχε, όπως όλες οι προηγούμενες, αλλά και ο ίδιος ο Αγάς αχμαλωτίσθηκε, ενώ οι απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους τούρκους υπήρξε πολύ μεγάλος. Τελικά ο Αγάς και κάποιοι εκ των αιχμαλώτων απελευθερώθηκαν με λύτρα που στάλθηκαν από Ιωάννινα, και Κωνσταντινούπολη, ενώ κάποιοι άλλοι ανταλλάχθηκαν με υποσχέσεις ανεξαρτησίας.
    Το
1775 ακολούθησε επιχείρηση του Κούρτ Πασά που έφτασε μέχρι την περιοχή της Ρουσιάτσας πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει.
    Εκτός των παραπάνω που είναι οι σημαντικότεροι, οι διάφοροι συγγραφείς ανεφέρουν κι άλλους μικρότερης έκτασης - αψιμαχίες, από διάφους Αγάδες που δεν σταμάτησαν να συμβαίνουν σ΄ όλη αυτή την περίοδο, όπου αναγκάζονταν έτσι οι Σουλιώτες "
με τα όπλα να τρώνε, μ΄ αυτά να κοιμούνται και μ΄ αυτά να ξυπνούν", (κατά Χ. Περραιβό)
Πόλεμοι του Αλή Πασά
    Το 1788 ήδη Πασάς Ιωαννίνων είναι ο Αλή Πασάς. Οι δε πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν έγιναν εντονότερες και σφοδρότερες. Αιτία αυτών στάθηκε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792), στην αρχή του οποίου, τον Σεπτέμβριο του 1788, φθάνει στο Σούλι, ο Λουίζης Σωτήρης, απεσταλμένος της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας Μεγάλης Αικατερίνης, προκειμένου να ξεσηκώσει για επανάσταση τους Σουλιώτες. Έτσι τον Μάρτιο του 1789 ονομαστοί οπλαρχηγοί μεταξύ των οποίων οι Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλλας, Βέικος Ζάρμπας, Νικολός Ζέρβας, Δήμος Δράκος κ.ά. δηλώνουν εγγράφως προς την Αυτοκράτειρα, δια των απεσταλμένων της ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
    Μαθαίνοντας ο Αλή Πασάς τα γεγονότα αυτά, αμέσως και οργάνωσε την πρώτη εναντίον των Σουλιωτών εκστρατεία.
1η εκστρατεία - 1789
    Έτσι τον ίδιο χρόνο την Άνοιξη του 1789, ο Αλή Πασάς εκστρατεύει κατά των Σουλιωτών με 10.000 Τουρκαλβανούς. Η εκστρατεία αυτή κράτησε τέσσερις μήνες, οι δε Σουλιώτες επέδειξαν μοναδική δύναμη αντίστασης και εξαιρετική πολεμική ικανότητα με συνέπεια αφενός μεν η εκστρατεία αυτή να λήξει άδοξα αφετέρου με νεότερα στοιχεία (έγγραφα της περιόδου εκείνης) που ήλθαν στο φως φαίνεται ότι ο Αλή Πασάς τον Ιούλιο, μετά την υποχώρησή του, συνομολόγησε συνθήκη με τους Σουλιώτες όπου και ανέλαβε να καταβάλει μισθούς στους οπλαρχηγούς προκειμένου αυτοί ν΄ αναλάβουν την ασφάλεια της περιοχής, παίρνοντας όμως εχέγγυα πέντε παιδιά, (ομήρους), από τις οικογένειες των οπλαρχηγών.
2η εκστρατεία - 1792
    Το 1792 με τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, όπου και συνομολογήθηκε η Συνθήκη Ιασίου, μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Αλή Πασάς προκειμένου να παγιώσει μια πλήρη ευνομούμενη κατάσταση στο Πασαλήκι του επιχειρεί δεύτερη εκστρατεία κατά των Σουλιωτών με δύναμη 10.000 Τουλκαλβανών, που και αυτή υπήρξε ατυχής. Αν και είχε ομήρους (όπως τον Φώτο Τζαβέλλα που ήταν ο γιος του Λάμπρου Τζαβέλλα), οι Σουλιώτες κάτω από τη διοίκηση του Γεωργίου Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου αγωνίστηκαν θαρραλέα. Ακόμη και οι γυναίκες, κάτω από την εντολή της Μόσχως (σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλλα), συμμετείχαν στη μάχη. Τελικά, 2.000 Τουρκαλβανοί και 74 Σουλιώτες σκοτώθηκαν.
Μουχτάρ πασάς: ο Μουχτάρ, γιος του Αλή Πασά.
Σελιχτάρη: ο Σιλιχτάρ Πότας, αλβανός οπλαρχηγός.
Μπιτσομπόνος: Αλβανός οπλαρχηγός.
 "Χάιδω": Θρυλική Σουλιωτοπούλα που τροφοδοτούσε τους πολεμιστές με νερό και τους εμψύχωνε τον αγώνα τους.
"Μετερίζι: πρόχειρη οχύρωση, χαράκωμα.
 "ανάψαν τα τουφέκια": αδυναμία συνέχισης βολών μετά 4ωρο αδειάλειπτο πυρ, λόγω υπερθέρμανσης των τουφεκίων, καθιστάμενα έτσι άχρηστα.
 "Σπαΐδες ή Σπαχίδες": οι Τουρκαλβανοί ιππείς τιμαριούχοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπόχρεοι στράτευσης σε ανάγκες της κρατικής διοίκησης, αντίστοιχοι με τους φεουδάρχες της Δύσης.
"Χόρμοβο και Λαμποβίτσα": πόλεις που είχε καταστρεψει ο Αλή πασάς το 1788.
"Τζαβέλαινα": η σύζυγος του Τζαβέλα η θρυλική Μόσκω.
"Μενζίλι": ταχυκίνητο ή ταχυδρομικό απόσπασμα, (παρομοίωση άτακτης φυγής).
"Κιάφα": πόλη Σουλιώτικης συμπολιτείας.
    Έτσι ανεπιτυχής υπήρξε και αυτή η εκστρατεία για την οποία σημείωνε ο Ενετός προνοητής (= αρμοστής) της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας): "στα ορεινά καταφύγια που αποτελούν την άμυνα των Σουλιωτών, κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερηφάνου (Αλή) Πασά". Ο δε Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημά του "Φυγή" περιγράφει ποιητικά ακριβώς αυτή την εκστρατεία μετά την οποία ο Αλή Πασάς αναγκάσθηκε να δεχθεί κάποιες προτάσεις των Σουλιωτών σχετικά με τη διοίκηση (μοίρασμα) της περιοχής.
    Οι Σουλιώτες έπαιρναν όλες τις προμήθειές τους από την Πάργα, ενώ απέκτησαν υποστήριξη από την Ευρώπη με τη Ρωσία και τη Γαλλία να τους παρέχουν τα απαραίτητα όπλα και πυρομαχικά. Για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις οι Σουλιώτες ήταν ένα όργανο για να αποδυναμώσουν την οθωμανική αυτοκρατορία.   Όταν οι Βρετανοί πολιτικοί άλλαξαν διαθέσεις απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία, προκειμένου να ενισχύσουν τις δυνάμεις εναντίον του Ναπολέοντα, οι προμήθειες όπλων και πυρομαχικών διακόπηκαν.  Χωρίς υποστήριξη από το εξωτερικό και με τους Σουλιώτες καταπονημένους από τη χρόνια πολιορκία, η ενότητα των γενών τους άρχισε πλέον να διασπάται.
3η εκστρατεία - 1803
    Η 3η εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών ξεκίνησε στην πραγματικότητα το 1800. Στο μεταξύ είχαν διαμορφωθεί οι ακόλουθες συνθήκες: οι Ενετοί είχαν ήδη απομακρυνθεί από την Επτάνησο και τη θέση τους είχαν πάρει οι Γάλλοι, από το 1797. Μετά όμως από την καταστροφή που υπέστησαν στη ναυμαχία του Αμπουκίρ το 1798 (στην Αίγυπτο), ο Αλή Πασάς άρχισε να γίνεται ο κυρίαρχος της περιοχής. Έτσι προκειμένου να προλάβει διείσδυση των Άγγλων στην προσβλέπουσα περιοχή του, εκστράτευσε στην Ήπειρο αφού προηγουμένως είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου, (1798), με διπλάσιο στρατό απ΄ ότι είχε ζητήσει ο Σουλτάνος, γεγονός που του είχε προσδώσει νέο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
    Έτσι ο Αλή Πασάς εκστρατεύοντας το 1800 στη Ήπειρο και καταλαμβάνοντας το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα ενίσχυσε τη θέση του στην περιοχή ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε τον έλεγχο των Σουλιωτών κάνοντας στενότερο τον αποκλεισμό τους. Παρόλα αυτά οι Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και αποφάσισαν ή να νικήσουν ή να πεθάνουν. Ήταν λιγότεροι από 2.000 οπλισμένοι. Οι κύριοι ηγέτες τους ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας, ο Δήμος Δράκος, ο Τάσος Ζέρβας, ο Κουτσονίκας, ο Δαγκλής, ο Γιαννάκης Σέχος, ο Φωτομάρας, ο Βέικος Ζάρμπας, ο Τζαβάρας, ο Ζυγούρης Διαμάδης και ο Γιώργος Μπούζγος. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο αγώνας τους. Οι Σουλιώτες κέρδιζαν όλες τις αποφασιστικές μάχες, όμως ο Αλή Πασάς έχτιζε κάστρα στα γειτονικά χωριά για μακροχρόνια πολιορκία. Οι Σουλιώτες έκαναν τότε εκκλήσεις για βοήθεια στη Γαλλία και τη Ρωσία, που όμως δεν τελεσφόρησαν. Επακολούθησαν και νέες μάχες πολύ πιο σκληρές, με τελευταία στις 7 Δεκεμβρίου γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα που είχαν αποσυρθεί. Μένοντας όμως χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά αναγκάστηκαν τελικά να συνθηκολογήσουν.
    Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους με όλη την κινητή ιδιοκτησία τους, ακόμη και τα όπλα τους, φτάνει να εγκατέλειπαν μαζί με τις οικογένειές τους, το ταχύτερο τα πατρώα εδάφη τους. Έτσι τέσσερις μέρες μετά, στις 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες χωρίζονται σε τρεις φάλαγγες όπου και αναχώρησαν για τις ακτές της Ηπείρου.
    Η πρώτη φάλαγγα υπό τον Φώτο Τζαβέλλα και άλλους επικεφαλής των φαρών Δαγκλή, Βέικο Ζάρμπα, Δήμο Δράκο, Πανομάρα, έφθασε χωρίς καμία απώλεια στην Πάργα, που βρισκόταν υπό ρωσικό έλεγχο, και από εκεί πέρασε στην Κέρκυρα.
    Η δεύτερη φάλαγγα υπό τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα χτυπήθηκε στο Ζάλογγο, 16 Δεκεμβρίου του 1803, όπου και ακολούθησε μια απέλπιδα μάχη  στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί Σουλιώτες ενώ περίπου 60 Σουλιώτισσες προτίμησαν, αντί την αιχμαλωσία, να γκρεμιστούν με τα παιδιά τους σ' ένα "χορό θανάτου" που έμεινε στην ιστορία ως χορός του Ζαλόγγου. Σήμερα ένα μνημείο έχει στηθεί στους βράχους του Zαλόγγου ως φόρος τιμής στο ακαταδάμαστο πνεύμα των γυναικών αυτών.
    Η τρίτη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους έφθασε στο Βουργαρέλι όπου ήταν το άντρο των Μποτσαραίων. Από εκεί αναχώρησαν τον Ιανουάριο, προς τα Άγραφα, φοβούμενοι παρασπονδία του Αλή Πασά, όπου και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Μονή Σέλτσου. Τελικά στις 4 Απριλίου (1804) οι Τούρκοι περικυκλώνουν την περιοχή και ακολουθεί η περίφημη μάχη του Σέλτσου κατά την οποία πολλοί Σουλιώτες σφαγιάστηκαν και περισσότερες από 200 Σουλιώτισσες ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων του Ζαλόγγου.
    Έτσι έληξε η 3η εκστρατεία η οποία και κατέστη τελικά νικηφόρα για τον Αλή Πασά μετά από τόσους αγώνες . Όταν οι Σουλιώτες έφυγαν ένας γέρος μοναχός, ο καλόγερος Σαμουήλ, κλείστηκε σε ένα οχυρό μοναστήρι σε μια απόκρημνη βουνοκορφή, στο Κούγκι. και περίμενε το στρατό του Αλή Πασά να πάρει τα πολεμοφόδια. Όταν τους έδειξε την μπαρουταποθήκη αμέσως πέταξε ένα αναμμένο κερί στα βαρέλια η φονικη έκρηξη που έγινε τίναξε τους Τούρκους, τον Σαμουήλ και το μοναστήρι στον αέρα.
    Πολλοί Σουλιώτες της 1ης κυρίως φάλαγγας εισήλθαν στην υπηρεσία των Ρώσων στην Κέρκυρα, όπου αποτέλεσαν ένα σημαντικό κομμάτι της λεγεώνας των ελαφρών τυφεκιοφόρων. Αυτό ήταν ένα σύνταγμα ατάκτων στρατιωτών, που οργανώθηκε από τους Ρώσους και συστάθηκε από πρόσφυγες των ηπειρωτικών χωρών. Δεν περιέλαβε μόνο Σουλιώτες, αλλά και Χειμαριώτες, Μανιάτες, κλέφτες και αρματωλούς. Οι Σουλιώτες συμμετείχαν στις εκστρατείες στη Νάπολη το 1805, την Τένεδο το 1806, τη Δαλματία το 1806 και κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης της Λευκάδας το 1807.
    Με τη Συνθήκη του Τίλσιτ το 1807 και την ύφεση μεταξύ της Ρωσίας και της Γαλλίας, οι ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τα Επτάνησα και τα κατέλαβαν οι Γάλλοι. Οι Σουλιώτες και άλλα τμήματα των ρωσικών μονάδων εισήλθαν στην υπηρεσία των Γάλλων, σε μια μονάδα γνωστή ως σύνταγμα Σουλιωτών (Régiment Souliot). Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής διένεξης, μεταξύ 1810 και 1814, οι Σουλιώτες, ευρισκόμενοι στη γαλλική υπηρεσία, αντιμετώπισαν άλλους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν οργανωθεί από τους Βρετανούς σε ελαφρύ σύνταγμα πεζικού. Με δεδομένο ότι οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν ως φρουρά στην Κέρκυρα, η οποία παρέμεινε υπό γαλλικό έλεγχο μέχρι το 1814, πολύ λίγοι εντάχθηκαν στην υπηρεσία των Βρετανών.
Επιστροφή στα πάτρια
    Όταν υπήρξαν σαφή σημάδια επικείμενης ελληνικής εξέγερσης εναντίον των Τούρκων, ο Αλή Πασάς θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή για να καταστήσει την Ήπειρο ανεξάρτητο κράτος. Το 1820, ζήτησε από τους Σουλιώτες βοήθεια και αυτοί επέστρεψαν στην ηπειρωτική χώρα, για να υποστηρίξουν τον προηγούμενο εχθρό τους ενάντια στο σουλτάνο. Εντούτοις, τα σχέδια του Αλή απέτυχαν και αυτός σκοτώθηκε, ενώ οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Ιωάννινα. Οι Σουλιώτες στήριξαν τελικά την ελληνική επανάσταση, που άρχισε το Μάρτιο του 1821. Οι ηγέτες των Σουλιωτών, Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλλας, Λάμπρος Βέικος Ζάρμπας έγιναν γνωστοί στρατηγοί κατά ελληνική επανάσταση και πολλοί Σουλιώτες έχασαν τις ζωές τους υπερασπιζόμενοι το Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρων, ένας από τους πιο γνωστούς Ευρωπαίους εθελοντές φιλέλληνες και διοικητής του ελληνικού στρατού στη δυτική Ελλάδα, προσπάθησε να οργανώσει τους Σουλιώτες σε τακτικό στρατό.
    Έως το 1909 οι Τούρκοι διατήρησαν μια στρατιωτική βάση στο φρούριο της Κιάφας. Τελικά, το 1913, κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε ολόκληρη τη νότια Ήπειρο.
Οικογένειες
    Στο Σούλι, σύμφωνα με τον Χρ. Περραιβό, κατοικούσαν τετρακόσιες πενήντα οικογένειες με κυριότερες φάρες τις:
    Τζαβελάται, Μποτσαράται, Δρακάται, Δαγκλιάται, Κουτζονικάται, Καραμπινάται, Μπουτζάται, Σεάται, Καλογεράται, Ζαρμπάται (υποκλάδος αυτής είναι οι Βεϊκαίοι), Βελιάται, Θανασάται, Κασκαράται, Τοράται, Μαλαμαίοι, Μαντζάται, Παπαγιανάται, Βασιάται, Τοντάται, Σαχινάται, Παλαμάται, Ματάται, Βενέται.
    Στην Κιάφα κατοικούσαν οικογένειες ενενήντα, φυλές δε τέσσερις:
Ζερβάται, Νικάται, Φωτάται, Πανταζάται.
   Στον Αβαρίκο οικογένειες εξήντα πέντε, φυλές τρεις:
Σαλαράται, Μπουφάται, Τζιορίται.
    Στην Σαμονίβα πενήντα οικογένειες, φυλές τρεις:
Μπεκάται, Δαγκλιανάται, Ηράται.
    Σύμφωνα με τον Λ. Κουτσονίκα (Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τύποις "Ευαγγελισμός", Καρακατζάνη, Αθήνα, 1864), οι κυριότερες φάρες ήταν οι: Μποτσαραίοι, Τζασφαίοι, Δαγκλαίοι, Καραμπινάται, Πανομαράται, Ζορμπάται, Καλογεράτοι, Βενέται και Βασιάται, ενώ στα γύρω χωριά (οι μαχαλιώτες) ήταν οι Ζερβάτοι, Πανταζάται, Φωτομαράται, Σπατουλάται, Κολιοδημήτραι, Τζωρτάται, Πατσάται, Λεμονάται, Τζακαλάται και Καλησπεράται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου