Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

7.ΕΙΠΑΝ….(7)



7.ΕΙΠΑΝ….(7)
Το έστειλε η Ελεάνα Νυκταράκη
Έλ. Αλεξίου είπε:
    Θυμόμουν συχνά την περίπτωση του Νίκου του Καζαντζάκη, που με τίποτα δε δεσμεύτηκε σ’ όλη του τη ζωή. Δε σκλαβώθηκε τριάντα χρόνια πάνω στην έδρα, όπως ο Λευτέρης κι εγώ. Ετεροκίνητα ζήσαμε του κουδουνιού. Πεινούσαν κυριολεκτικά, άμα πρωτοπήρε τη Γαλάτεια κοντά του, μα αδιαφόρησε.
    Τον διόρισε ο Βενιζέλος Γραμματέα στο Υπουργείο της Παιδείας, σωτήρια λύση για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τότε, μα βρήκε πρόφαση πως έπρεπε να τον κάμουν διευθυντή με το πρώτο και δε δέχτηκε το διορισμό. Υπουργό να τον έκαναν δε θα δεχόταν. Ήταν πλασμένος για να ασχολείται με ό,τι τον έσπρωχνε μπροστά. Έτσι είχε γεννηθεί. Όπου ο καημένος ο πατέρας μου υποχρεώθηκε να τους στέλνει από το υστέρημά του…
    Θυμούμαι που και τον καφέ ακόμα τους τον στέλναμε από το Ηράκλειο… και στο Ηράκλειο στέλνανε τα ρούχα τους και τους τα πλύναμε… Έζησαν τότε στην αρχή μαύρες μέρες φοβερής ανέχειας και δυστυχίας. Όταν το καλοκαίρι του 1911 αντίκρυσα τη Γαλάτεια στα Πατήσια που ζούσαν, μου φάνηκε το πρόσωπό της σαν κρανίο… Τις μέρες που κάναμε εκεί -είχαμε πάει εγώ κι ο Λευτέρης- γνωρίσαμε κι εμείς πρώτη φορά τι θα πει πείνα…
    Ύστερα τους πήραμε και κατεβήκαμε όλοι μαζί στην Κρήτη, και γαλήνεψε κάπως η Γαλάτεια από κείνη την ανομολόγητη συμβίωση με έναν άνθρωπο τόσο ασυνεννόητο στην κοινή ζωή. Και με τη Γαλάτεια δίπλα του εξακολουθούσε να ζει με τις έξεις και την ψυχολογία του εργένη. Με την ταχτική που ακολουθούσε ζώντας τόσα χρόνια φοιτητής ή σπουδαστής στο εξωτερικό. Και φυσικά αμίλητος.
    Μόλις ξυπνούσε, είχε δίπλα του στο τραπέζι το καμινέτο με το τσαγερό. Το άναβε κι έφτιαχνε το τσάι του. Έτρωγε ξαπλωτός στο κρεβάτι και συνέχιζε το διάβασμα ή το γράψιμό του. Δε μιλούσε τα πρωινά σε κανένα για να μη χάνει χρόνο. Αυτό κράτησε σ’ όλη τη ζωή του. Πώς λοιπόν θα ‘μπαινε στο ζυγό της υπαλληλίας, να πηγαινοέρχεται σε περιβάλλοντα που δεν τον ενδιέφεραν, να κάνει γραψίματα άσχετα από το δημιουργικό του στόχο; Δεν υπήρχε δύναμη για το Νίκο, ικανή να τον κάμει να ξεκόψει από τους στόχους του τους δημιουργικούς. Όλος ο κόσμος βέβαια έχει επιθυμίες και φροντίζει να τις ικανοποιεί. Η διαφορά με τον Νίκο έγκειται σέ τούτο: είχε τη δύναμη να ζει έξω από τις καταστάσεις που υπήρχαν γύρω του. Έμεινε πάντα αδέσμευτος προς ό,τι οι άνθρωποι ονομάζουν καθήκοντα στους γονείς, στη γυναίκα σου, καθήκοντα στο διπλανό σου…
Φ. Γερμανός είπε:
    Δεν μπορώ εδώ να μην κάνω μία ερώτηση, γιατί υπήρχε η φήμη ότι ήταν σκληρή.
    Ναι, ήταν. Αλλά ήταν με τον εαυτό της πιο πολύ απ’ όλους. Όταν ανέβασε τη “Μικρή μας Πόλη” που ήταν ένα πολύ ωραίο έργο, παίχτηκε τελευταία, του Θόρντον Γουάιλντερ, ήταν μεγάλη αποτυχία, εδώ είναι το μυστήριο, δηλαδή σε δέκα μέρες μέσα έπρεπε το έργο να κατέβει και της λένε: πρέπει να το κατεβάσουμε, και είπε εντάξει, θα ανεβάσουμε “Το ανοιξιάτικο τραγούδι” του Τζων Βαν Ντρούτεν… και κάποια στιγμή, λίγο πριν κατέβει το έργο, έρχεται ο Ψαθάς, να δει το έργο, ο Ψαθάς τότε ήταν η ηλεκτρονική δύναμη του Τύπου, δηλαδή όταν το έγραφε ο Ψαθάς ήταν σα να λέμε σήμερα…
    Σα να λέμε σήμερα για ποιον;
…Το ‘πε η τηλεόραση…
    Μάλιστα.
    Κάτι τέτοιο… Και ο Ψαθάς, αυτός ο πολύ τραχύς εισαγγελέας του ελληνικού Τύπου, δάκρυσε σε μία μάλιστα σκηνή που λέει: “αυτά που ζήσαμε τι κρίμα που δεν καταλαβαίναμε τότε τι αξία είχαν”, μία πραγματικά πολύ δυνατή σκηνή… και γράφει ένα χρονογράφημα – ύμνο την άλλη μέρα. Και αμέσως οι εισπράξεις ανεβαίνουν κάθετα. Και γίνεται ΤΟ πρώτο θέατρο. Και κρατάει αυτό για μέρες. Και βεβαίως όλοι περιμένουν ότι η Έλλη θα αλλάξει γραμμή και θα κρατήσει το έργο… και συνεχίζει τις πρόβες κι όταν την ρωτάνε: μα γιατί, αφού το έργο πάει τόσο καλά; λέει: αφού δεν μπόρεσε το έργο να το κρατήσει η παράσταση και το κράτησε ο Ψαθάς τότε πρέπει το έργο να κατέβει…
Κ. Παλαμάς είπε:
Γύριζε
Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια
η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη
κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.
Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μαναταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!
Χ. Μαλεβίτσης είπε:
    Οι Δυτικές κοινωνίες εισέρχονται πλησίστιες στον πολιτισμό της ευχέρειας. Ενώ όλοι οι μέχρι τώρα πολιτισμοί ήσαν πολιτισμοί της δυσχέρειας. Η διαφορά είναι κρίσιμη. Διότι η δυσχέρεια συνθέτει τους πολιτισμούς, η δε ευχέρεια τους αποσυνθέτει.
    Βέβαια, ο πολιτισμός έγινε από τον άνθρωπο για να μετατρέψει τη δυσχέρεια σε ευχέρεια. Οι παλιοί πολιτισμοί το καταφέρανε τούτο σε περιορισμένο βαθμό και για περιορισμένο αριθμό ανθρώπων. Μόνον ο δικός μας πολιτισμός στη δεύτερη φάση του, σε αυτήν της καταναλωτικής κοινωνίας, επέτυχε να μεταστοιχειώσει τη δυσχέρεια σε ευχέρεια σε μεγάλο βαθμό και για μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Με τον καιρό δε αυξάνει και ο βαθμός της ευχέρειας. και ο αριθμός των ανθρώπων που την απολαμβάνουν. Αυτό ονειρευόταν ο άνθρωπος από καταβολής του· τώρα το επέτυχε· δεν νιώθει ευτυχής;
    Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη αποκάλυψη: ότι στον πολιτισμό της ευχέρειας ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ευτυχής. Αλλά και κάτι παραπάνω: δεν αισθάνεται ασφαλής. Και την πλέον ταπεινή συνείδηση του πολιτισμού της ευχέρειας την έχει σταυρώσει η κατήφεια και την έχει χαράξει η υποψία, ή και η βεβαιότητα της ριζικής ανασφάλειας. Πράγματι, αυτό το τελευταίο είναι πολύ απογοητευτικό· ατενίζομε πλέον και στις αμέτοχες συνειδήσεις τον κατοπτρισμό της ματαιότητας του πολιτισμού μας.
Χ. Μίσσιος είπε:
    Αλλά σου έλεγα για τις λαχτάρες που έκανα στη μάνα μου. Όταν, που λες, είσαι για εκτέλεση, έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο. Ε, ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου την πρώτη μέρα να με δει. Για να πάω στο στρατοδικείο, μου είχαν φέρει ένα κοστούμι του αδερφού μου, γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα.
    Αφού είδα τη μάνα μου, την αγκάλιασα, της λέω, κοίτα να δεις, αύριο που θα ‘ρθεις, να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω, γιατί, ε, αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν, να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι.  
    Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή. Κάναμε επισκεπτήριο μαζί με τον Μαύρο, οπότε μου σφυρίζει μια σφαλιάρα, και μου λέει, τι λες, ρε τσόγλανε, στη μάνα σου, είναι κουβέντες αυτές; Όχι, δεν το ‘κανα επίτηδες, τα είχα χαμένα και γω ο φουκαράς, δεν ήξερα τι να της πω όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου… Τέλος, χέσ’ τα. Το κακό είναι πως ποτέ δεν μπόρεσα να της εξηγήσω μερικά πράγματα, όπως να πούμε πόσο πολύ την αγαπούσα και τι καταφύγιο ήταν για μένα στα μεγάλα μου ζορίσματα…
Μ. Λουντέμης είπε:
    Το σωστό είναι ότι οι τωρινοί άνθρωποι και με τις μηχανές θα πρεπε να ναι πιο ευτυχισμένοι. Και δεν είναι…
    Γιατί δίνοντας την εμπιστοσύνη τους στη μηχανή, της έδωσαν μαζί και την ψυχή τους.
    Κι έτσι έγιναν κι αυτοί μηχανές. Δηλαδή πλάσματα άκαρδα, ασυμπόνευτα κι εγωιστικά.
    Oι άνθρωποι σήμερα, αντί να διορθώσουν τον εαυτό τους, διορθώνουν τις μηχανές τους. Τελειοποιούν, δηλαδή, την καταστροφή τους. Το κακό αυτό θα σταματήσει, τάχα, πότε;
    Και θα ‘ρθει μια μέρα, που ο άνθρωπος θα πάψει να ‘ναι δούλος της μηχανής του και θα γίνει αφέντης της;   Ναι. Αλλά πότε;
    Όταν ο άνθρωπος ξαναπάρει πίσω την ψυχή που της έδωσε.
    Κι ακούσει την καρδιά του να χτυπά ξανά στο στήθος.
    Τότε θα νιώσει ξανά πόνο και το διπλανό του, και -μαζί- θα νιώσει και τον πόθο να ομορφύνει τον κόσμο....
Ο Σ. Δούσμανης είπε:
(Για το θωρηκτό Αβέρωφ κατά τη ναυμαχία της Λήμνου, Ιαν. 1913)
    Ο “Αβέρωφ” εξακολουθεί μόνος διώκων τα εχθρικά σκάφη, βάλλων πάντοτε δι’ ομοβροντιών πότε εκ της μιας και πότε εκ της άλλης πλευράς… Τοιουτοτρόπως η πλεύσις του “Αβέρωφ” σχηματίζει είδος μαιάνδρου και είναι έξοχον το θέαμα, αλλά και πολύ σπάνιον συνάμα, αν όχι μοναδικόν εις την ναυτικήν Ιστορίαν, να βλέπη τις δηλ. ολόκληρον στόλον, εκ πολλών αποτελούμενων σκαφών, να φεύγη καταδιωκόμενος υφ’ ενός μόνον πλοίου, και τούτου ουχί ανωτέρου (κατωτέρου μάλιστα) κατά την επιθετικήν δύναμιν των αντιπάλων του…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου