Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΑΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΤΡΑΓΙΚΑ.


ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΑΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΤΡΑΓΙΚΑ.
(Ιδιαίτερα στο Πυροσβέστη που κάνοντας το καθήκον του έχασε τη γυναίκα και το έξη μηνών βρέφος του.)
Γράφει ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ Αντιστράτηγος ε.α.




Καυτό τ` απομεσήμερο, στη μάχη  ο πυροσβέστης,
που παραμόνευαν η φωτιά κι ο χάρος του τρόμου αφέτης,
κι ανήμποροι να τον κάψουν ,  θεριεύουν και πεισμώνουν,
με σύμμαχο τον άνεμο στο σπίτι του ζυγώνουν.

Σέρνει ο δράκος της φωτιάς, ύπουλος σαν το φίδι,
κατηφορίζει απ` το βουνό, το μάτι του γυαλίζει!!
Ζυγιάζεται σαν τον αϊτό, σάρκες γυρεύει κι αίμα,
πύρινο άτι γίνεται σ` ανεμοδρόμιο ρέμα .           

Άνεμος έντεκα μποφόρ κι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Μπροστά γκρεμός, παντού  φωτιά, καπνοί, ουρλιαχτά,
ρεσάλτο θανάτου ή  κάρβουνο, η θάλασσα φονιάς,
κι ο δόλιος, ο άτυχος  Έλλην «γρηγορήτω».

Μα που να τρέξει να σωθεί, όλα τα `χουν κλεισμένα,
οι δρόμοι σ` αδιέξοδο, τα ρέματα κτισμένα,
τα δάση ατημέλητα, παγίδες, φλογοβόλα,
τα πεύκα ακαθάριστα, πυκνά και πυροβόλα. 

Ολιγωρήσαν κι οι «ταγοί» να διώξουνε το κόσμο,
να ειδοποιήσουν το λαό  πως έρχεται οργή,
η Πολιτεία ατείχιστη αφού δεν τηρούν τον νόμο,
λειψά είναι τα σχέδια κι ανύπαρκτη η Aρχή .

Στο τέλος Ζόφος κι έρεβος και οι νεκροί εκατόμβη
εικόνες αποκάλυψης, η κόλαση στη γη,
καρβουνιασμένα σώματα, ψυχές αγκαλιασμένες,
κι η ώρα μες  τη θάλασσα είναι μαύρη και φρικτή.

Μια μικρομάνα κολυμπά με το μωρό στο χέρι,
είναι καμένη η πλάτη της μα έχει ψυχή θεριό!!!
Το βύζαξε μες το νερό  ξορκίζοντας το χάρο,
κι αυτός σαν γύπας τ` άρπαξε ψηλά στον ουρανό.
Κείνο  μονάχο δε μπορεί την τράβηξε κοντά του,
κι ο πυροσβέστης  απόμεινε στη πίκρα στον καημό.       

Χριστέ μου γιατί δεν έβρεξες, δεν κόπασες το κύμα
δε σφάλισες τον άνεμο, δε του `κοψες  το βήμα??
Γιατί άφησες να  οδηγούν  άφρονες, φαρισαίοι
ανίκανοι, σημαδιακοί, τεμπέληδες, μοιραίοι??

 «Εγώ μυαλό σας έδωσα, σας δίδαξα  σοφία  
αντίληψη και στοχασμό στην κάθε υποκρισία,
μα σείς κάνατε σύστημα το ψέμα, τη σοφιστεία,
κουρέλι σαθρό το Σύνταγμα, φαύλη τη Δημοκρατία!!»

Πέρασαν μέρες,  η συμφορά κι ο πόνος σαν νυστέρι
κι ο πυροσβέστης ο άμοιρος στ‘ άστρα μοιρολογεί:
«Γυιέ μου τ` απομεσήμερο θα`ρχομαι να σε παίζω 
συ θα πετάς στoν ουρανό και `γω θα κλαίω στη γη»!!!
Σημείωση. Κάποιοι έκαναν το καθήκον τους,
και κάποιες ευθύνες είναι διαχρονικές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου