«ΑΠΑΝΤΑ» ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ.
32. ΑΣ
ΡΙΞΩΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ - ΣΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΜΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ( Γεώργιος Σουρής )
Κοντὰ
στὴ μιὰ καταστροφὴ καινούργια μᾶς προφθάνει,
κοντὰ
στὶς τόσες συμφορὲς καὶ στὶς πολλὲς θυσίες,
δὲν
ξέρω τίνος βάλθηκε παντοῦ φωτιὲς νὰ βάνει
καὶ
κάθε βράδι νἄχουμε φρικτὲς φωτοχυσίες.
Καὶ
δός του νέα πυρκαγιὰ καὶ κάτω στὸ παζάρι,
καὶ
μέσα στὴ σαρακοστὴ ἐκάη τὸ χαβιάρι.
Ἐκάηκαν
τὰ βούτυρα, τὰ μῆλα καὶ τ᾿ ἀχλάδια,
οἱ
μπάμιες τὰ πετρέλαια, τὰ ραζακιὰ σταφύλια,
οἱ
λεμονάδες, οἱ ἐλιὲς τὸ γιάτσο καὶ τὰ λάδια,
ἡ
ζάχαρη καὶ ὁ καφές, λουμίνια καὶ φυτίλια.
Γιατ᾿
ἦλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια,
νὰ
ψήνονται στὴν ἀγορὰ καὶ τ᾿ ἄγουρα πεπόνια
Ἦτο
σχεδὸν μεσάνυχτα καὶ λίγο περασμένα,
ὁ
Ταβουλάρης ἔπαιζε στὸ θέατρο ἀκόμα,
ὅταν
μπὰμ μποὺμ ἀκούσθηκαν στὰ ὕψη σκορπισμένα,
κι ὅλος
ὁ κόσμος φώναξε ἀμέσως μ᾿ ἕνα στόμα:
Συναθροισθῆτε,
σκαπανεῖς, ὁρμήσετε φαντάροι,
ἀπ᾿ ἄκρη
σ᾿ ἄκρη χαλασμός... φωτιὰ καὶ στὸ παζάρι.
Κι ἰδοὺ
μὲ σκούφους ναυτικούς, μὲ νυχτικὰ φουστάνια,
γυναῖκες
κι ἄνδρες ὤρμησαν μέσα στοὺς δρόμους ὅλοι,
μὲ
στάμνες, μὲ πλατύσταμνα, καὶ μὲ τὰ γιαταγάνια,
κι ἔβλεπες
σὰν στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν τὴν πόλη.
Ἐν
τούτοις μὲς στὴν ταραχὴ πολὺ παρετηρεῖτο,
πὼς
μόνον ὁ πρωθυπουργὸς στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἦτο.
Ὡς τὰ
ἑπτὰ οὐράνια ἀνέβαιναν οἱ φλόγες,
κι ἐφώτιζαν
τὰ τέσσερα τῆς πόλεως σημεῖα,
σὰν
σκάγια ἐσκορπίζονταν τῶν σταφυλιῶν οἱ ρόγες,
καὶ
πέριξ διεχέετο μεγάλη εὐθυμία.
Κοκκίνζ᾿
ἡ Ἀκρόπολις ἀπ᾿ τὴν πολλὴ χαρά της,
ποὺ ἔβλεπε
νὰ καίεται τὸ δῶρον τοῦ Ἐλγίνου,
γιατί
αὐτὴ δὲν ξέχασε ἀκόμη τὰ παλιά της,
πῶς
θαῦμα ἔγιν᾿ ἄλλοτε τοῦ κλέφτη της ἐκείνου.
Ἂν τὸ
ξεχνοῦνε οἱ Ρωμιοί, οἱ πέτρες δὲν ξεχνοῦνε
μὲ
ποιοὺς ἐζοῦσαν ἄλλοτε καὶ τώρα μὲ ποιοὺς ζοῦνε.
Ὢ
τόσων ἀναμνήσεων καημένο μου παζάρι,
μὲ τ᾿
ἀκριβά σου κρέατα, τὰ βρώμια σου τὰ ψάρια,
τὶς
ξύλινες παράγκες σου, τὸν κάθε μακελάρη,
τὶς
ζυγαριὲς τὶς ξύγκικες, τὰ ξύγκικα καντάρια,
αἰώνια
στὴ μνήμη του κανεὶς θὰ σὲ φυλάττει
καὶ
γαῖαν ἔχεις ἐλαφράν, ὦ Ἀγορὰ φιλτάτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου