Τι τιμή στο παλληκάρι…( 24
Σεπτεμβρίου 1969 )
Ανδρέας Μελεζιάδης
Ήταν Τετάρτη,
24 Σεπτεμβρίου του 1969, όταν από πολύ πρωί όλοι εμείς που είχαμε ‘’περάσει’’ στην Σχολή Ευελπίδων,
ήμασταν μαζεμένοι μπροστά στην πύλη της Σχολής, και περιμέναμε να μπούμε μέσα.
Οι περισσότεροι, είχαμε έρθει από τις
πόλεις και τα χωριά μας, την προηγούμενη.
Παρατηρούσα γύρω μου. Συνομήλικοί μου
περίπου ( ο μικρότερος από το μεγαλύτερο είχαν διαφορά 4 χρόνια το
πολύ ), άλλοι με μια μικρή τσάντα, άλλοι με τίποτα, περιμέναμε,
σχολιάζοντας μεταξύ μας το άγνωστο που μας περίμενε μέσα από την καγκελόπορτα.
Η πόρτα άνοιξε στις 7 το πρωί, και μπήκαμε
μέσα. Μας υποδέχτηκαν, με απόλυτη ευγένεια, οι τελειόφοιτοι Ευέλπιδες 4ης τάξεως, και μας
οδήγησαν ‘’δια τα περαιτέρω’’.
Πήγαμε λοιπόν στα τραπέζια που ήταν για την
υποδοχή, όπου δεν μας περίμενε κανένα wellcam dring, αλλά καταστάσεις
για να τσεκάρουν την παρουσία μας.
Αφού πιστοποιήθηκε ότι εμείς ήμασταν ΕΜΕΙΣ, και δώσαμε κάποια
δικαιολογητικά που έπρεπε να έχουμε μαζί μας ( ταυτότητα, απολυτήριο
γυμνασίου ), σε μικρές ομάδες και με την συνοδεία ευγενεστάτων
τεταρτοετών, πήγαμε για να παραλάβουμε τα υλικά μας. Φορτωθήκαμε ο καθένας όπλο
( το αξέχαστο Μ1, ακόμα θυμάμαι τον αριθμό του…) κράνος, στολές, σώβρακα, φανέλες, τζάκετ, ξυριστικά,
κτλ, κτλ και πήγαμε να τα αφήσουμε στις θέσεις μας, στους θαλάμους.
Από την αρχή, εμένα με συνόδευε ένας
τεταρτοετής Δεκανέας, που μου είπε ότι θα είναι ο ‘’διπλανός’’
μου, ο Σπύρος ο
Μαντούβαλος από τον Γερολιμένα .
Πήγαμε στους θαλάμους μας, εγώ στο ‘’16’’ ( 1ος
Λόχος, 3η Διμοιρία, 6ος Θάλαμος).
Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί για τους ‘’μη γνωρίζοντες’’ ότι κάθε λόχος είχε ένα
κτίριο και κάθε διμοιρία του είχε έναν
όροφο των δύο θαλάμων, με δεκαέξη κρεβάτια.
Μας έδειξαν τα κρεβάτια μας ( πράγματι,
το διπλανό κρεβάτι ήταν του ‘’διπλανού’’ μας ), βγάλαμε τα πολιτικά
μας ρούχα και ΝΤΥΘΗΚΑΜΕ
ΕΥΕΛΠΙΔΕΣ, με την φαιοπράσινη βέβαια, το μαύρο ‘’1’’ σε κίτρινο φόντο
στις επωμίδες μας, τις αρβύλες μας και το τζόκε’υ’. Όλα ήταν στα μέτρα μας, ή
περίπου, οπότε δεν είχαμε πρόβλημα. Το πρόβλημα, ήταν στο σώβρακο ( ‘’ΣΚΕΛΕΑ’’ στο εξής ) το οποίο ήταν υπερβολικά μεγάλο,
για πανύψηλους άνω των 2
μέτρων και 150 κιλών. Τέρμα το σλιπάκι, υποχρεωτικά
σκελέα ! Να και ο ‘’ορισμός’’ της
‘’ έστιν ουν σκελέα, τεμάχιον λευκού
υφάσματος, δις και τρις περιτυλισσόμενον πέριξ της μέσης, προφυλάσσον το
κλείστρον μετα του κινητού ουραίου…’’
Για τους αδαείς, ‘’κλείστρον’’ και ‘’κινητό
ουραίο’’ είναι τμήματα από το τυφέκιον ‘’Μ1’’.
Αφού ντυθήκαμε, έπρεπε να κουρευτούμε
κιόλας. Μερικοί υποψιασμένοι, είχαν κουρευτεί πρίν από την είσοδό μας, με πολύ
κοντό μαλλί, όπως έβλεπαν να κυκλοφορούν οι Ευέλπιδες
στην πόλη.
Ο κουρέας μας ρωτούσε, πώς θέλουμε να
κουρευτούμε. Και αφού του είπαμε τις επιθυμίες μας, μας εκούρεψεν ‘’εν χρώ’’,
τουτέστιν ‘’ΓΟΥΛΙ’’.
Πάνε περίπατο οι βόστρυχοι και οι παραγναθίδες ( φαβορίτες ), θυσιάστηκαν στο βωμό
του κουρέα…
Εν τω μεταξύ, κυκλοφορώντας στη Σχολή,
βλέπαμε τους Ευέλπιδες
των άλλων δύο τάξεων, να πηγαίνουν όπου πήγαιναν, τρέχοντας. Ρωτήσαμε τους
τεταρτοετείς, γιατί τρέχουν, και μας απάντησαν ότι ‘’βιάζονται’’.
Και κάποιο διάλειμμα ήταν απαραίτητο, για
να καπνίσουμε και κανένα τσιγάρο. Πήγαμε στο ΚΨΕ (
Κέντρο Ψυχαγωγίας Ευελπίδων ) πάντα με τους ‘’διπλανούς ‘’ μας, για κανένα αναψυκτικό ή γλυκό ή
τυρόπιττα, ότι είχε το κυλικείο, ή στην Αίθουσα Διασκεδάσεως.
Γυρίσαμε,
μετά το κουρεμα, στους θαλάμους μας, για να τακτοποιήσουμε τα πράγματά μας. Τα
πολιτικά ρούχα που είχαμε μαζί μας, τα βάλαμε σε σακκούλα και με μέριμνα της Σχολής στάλθηκαν
ταχυδρομικά στο ΜΕΧΡΙ ΕΧΘΕΣ σπίτι μας.
Οι ‘’διπλανοί’’
μας τεταρτοετείς, μας έδειξαν πώς είχαν τακτοποιημένα τα δικά τους ατομικά
είδη, ( με συγκεκριμένο τρόπο όλοι οι Ευέλπιδες ) ,
για να τακτοποιήσουμε και εμείς τα δικά μας, στο ξύλινο μπαούλο ( ατομικό κιβώτιο ) που ήταν στα
πόδια του κρεβατιού μας . Όλα, εμβάδες,
χειρόμακτρα, ποδόμακτρα, ρινόμακτρα, ποδεία, προσόψια, σκελέες,
κολόβιο, κτλ κτλ, μπήκαν
στη θέση τους. Με την χρήση του BRASSO εξοικειωθήκαμε από την πρώτη μέρα, για να γυαλίζουν τα
μεταλλικά μέρη της στολής ( πόρπη, κτλ ) γιατί έτσι
πρέπει.
Με αυτά και με αυτά, έφτασε το μεσημέρι,
ακούστηκε το γνωστό σάλπισμα ‘’φαντάρε πού πας’’,
και
πήγαμε για φαγητό στα
εστιατόρια.. Όχι όμως όπως – όπως.
Το μεσημέρι, γίνεται ΤΟ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ
του Τάγματος
Ευελπίδων, με διαδοχικές αναφορές μέχρι τον Αρχηγό
της Σχολής ( ο πρώτος τεταρτοετής ) και δική του αναφορά στον Αξιωματικό Υπηρεσίας. Ανάγνωση Ημερησίας Διαταγής της Σχολής,
και μετά είσοδος στα εστιατόρια κατά λόχους και διμοιρίες, για τα καθορισμένα
τραπέζια.
Το τραπέζι μας, όπως όλα, ήταν για 8 άτομα.
Δύο από κάθε τάξη. Στα ‘’κεφάλια’’ καθόταν οι τεταρτοετείς, και αμέσως δεξιά
τους οι ‘’διπλανοί’’ τους πρωτοετείς,
δηλαδή εμείς.
Στο τραπέζι υπήρχαν όλα όσα χρειάζοταν.
Πιάτα, μαχαιροπήρουνα, ποτήρια, ψωμί,
λάδια, ξύδια, αλάτια, πιπέρια, πετσέτες… Κάποια στιγμή, όπως
συνέβαινε κάθε μέρα , οι σερβιτόρες ( ‘’τραπεζοκόμοι’’
στο εξής ) έφερναν το
φαγητό. Εκείνη την ημέρα, είχαμε φακές, σαλάτα, εληές, τυρόπιτα, φρούτο ( ευτυχώς σταφύλια , γιατί εάν έφερναν μήλα ή πορτοκάλια, θα είχαμε
προβλήματα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία ). Κατά τη διάρκεια
του γεύματος, δεν μιλούσαν παρά μόνον οι τεταρτοετείς, οι δε υπόλοιποι
απαντούσαν εάν τους ρωτούσαν κάτι.
Ένας τεταρτοετής, από μικροφώνου, είπε την
προσευχή, και άρχισε το φαγητό. Με καθορισμένο τρόπο, αλλά και αυτό είναι ακόμα μια άλλη ιστορία.
Μετά το φαγητό, όταν ο Αρχηγός Σχολής
έδωσε το ‘’ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ’’,
σηκωθήκαμε να φύγουμε, αλλά μας φάνηκε παράξενο που όλοι οι άλλοι, εκτός από
τους τεταρτοετείς και εμάς, έφυγαν τρέχοντας. Ρωτήσαμε, γιατί τρέχουν πάλι,
και οι τεταρτοετείς μας είπαν ότι ‘΄’
ΤΡΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΝ’’. Δεν καταλάβαμε τι έτρεχαν να προλάβουν
εκείνη τη στιγμή , το καταλάβαμε την επομένη…
Μετά το φαγητό, πήγαμε στο ΚΨΕ
για λίγη ώρα, να καπνίσουμε, όσοι κάπνιζαν, και να κουβεντιάσουμε μεταξύ μας.
Σε λίγο, γυρίσαμε στους θαλάμους μας, να συνεχίσουμε την τακτοποίηση των ειδών
μας.
Όλες αυτές τις ώρες,
συζητούσαμε με τους ‘’διπλανούς’’ μας,
για την οικογενειακή μας κατάσταση, τα ‘’χόμπυ’’ μας, τον αθλητισμό, κτλ. Επι
παντός επιστητού.
Κατά τις 5 το απόγευμα, είχαμε το ‘’πρόδειπνο’’. Ξαναπήγαμε στα εστιατόρια,
χωρίς παρατάξεις, αναφορές κτλ. Αυτό γινόταν μόνο το μεσημέρι. Το πρόδειπνο,
την συγκεκριμένη ημέρα, δεν το θυμάμαι. Θα ήταν σίγουρα κρέμα ή ριζόγαλο, τσάι,
κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Με αυτά και μ’ αυτά, έφτασε και η ώρα του δείπνου,
γύρω στις 7.30 ή 8 το βράδυ. Ούτε το δείπνο θυμάμαι τι φάγαμε, με συγχωρείτε.
Μετά το δείπνο, και αφού πέρασε η μισή ώρα ‘’ελεύθερος
χρόνος’’ για όλους, οι δευτεροετείς και τριτοετείς πήγαν στα ‘’ΜΕΛΕΤΗΤΗΡΙΑ’’ για διάβασμα, μέχρι τις
9.30 το βράδυ. Σε εμάς, μας είπαν ότι έχει κινηματογραφική ταινία, και
συγκεκριμένα την ταινία ‘’Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΒΡΥΚΟΛΑΚΩΝ’’.Την είχα δεί πρόσφατα
και μου άρεσε, και θα την ξαναέβλεπα ευχαρίστως.
Η προβολή, θα γινόταν στο ΚΛΕΙΣΤΟ
Γυμναστήριο της Σχολής. Με τους ‘’διπλανούς’’ μας,
αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς το ΚΛΕΙΣΤΟ. Ο δικός μου ο ‘’διπλανός’’,
με ρωτούσε εάν ζεσταίνομαι, γιατί πράγματι έκανε ζέστη. Από καθωσπρεπισμό,
απαντούσα ότι δεν ζεσταίνομαι. Εκείνος επέμενε, και μου είπε να ξεκουμπώσω τα κουμπιά της στολής για να δροσιστώ.
Επειδή δεν ήθελα, μου τα ξεκούμπωσε ο ίδιος. Εκείνος τα ξεκούμπωνε, εγώ τα
κούμπωνα. Αργότερα, κατάλαβα το ‘’γιατί’’.
Φτάσαμε στο κλειστό γυμναστήριο, μπήκαμε
μέσα, αλλά, ούτε
καθίσματα είχε, ούτε οθόνη. Όσο για τους τεταρτοετείς, ήταν καμιά
δεκαπενταριά μόνον.
Ο Αρχηγός της Σχολής, ανέβηκε κάπου ψηλότερα, και
μας ευχήθηκε το ‘’καλωσόρισες’’
με λίγα λόγια. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι μας είπε, θυμάμαι όμως πώς τέλειωσε τον
λόγο του
‘’Και τώρα, σας καλωσορίζουμε
με την πατροπαράδοτη ΝΙΛΑ ! ‘’.
Με το που το είπε, άνοιξαν οι πόρτες του
γυμναστηρίου και εισέβαλαν μέσα οι
υπόλοιποι τεταρτοετείς, με σφυρίχτρες, τύμπανα και ότι άλλο θορυβώδες μπορεί να
φανταστεί κανένας. Επεκράτησε πανδαιμόνιο
στην κυριολεξία. Ο κάθε τεταρτοετής, ‘’περιέλαβε’’
έναν όποιονδήποτε από εμάς, τον πιο κοντινό του, και άρχισε το καψόνι. Τούμπες, πηδήματα, φωνές, όποιος δεν το
έζησε, δεν καταλαβαίνει.
Ένας από όλους, μου είπε να αναρριχηθώ σε
ένα από τα σχοινιά που κρεμόταν στην οροφή. Το έκανα, και βρέθηκα 6 – 7 μέτρα ψηλά. Προσπάθησα να δώ κάτω τι γίνεται,
αλλα δεν υπήρχαν φώτα. Κάθησα
εκεί, κρεμασμένος στο σχοινί για αρκετή ώρα. Κορό’ι’δο
ήμουν να κατεβώ ???
Πόσο κράτησε αυτό ? Μισή ώρα ? Μιάμιση ώρα
? δεν ξέρω. Όταν κάποτε τέλειωσε, βγήκαμε από το ΚΛΕΙΣΤΟ για να πάμε στους θαλάμους μας. Περπατώντας ? Πάει αυτό, για τρία χρόνια μας τέλειωσε…Ξαναπερπατήσαμε
όταν γίναμε και εμείς τεταρτοετείς, μέχρι τότε ΜΟΝΟ ΤΡΕΧΑΜΕ ! Το ‘’βάδην’’ απαγορεύεται, όπως και το ‘’νωχελικό τροχάδην’’
Στους θαλάμους, όταν γυρίσαμε, μας περίμενε
δεύτερος γύρος, σύντομος όμως. Ο
απολογισμός ήταν όλες οι στολές μας να είναι πλέον ΧΩΡΙΣ ΚΟΥΜΠΙΑ, γιατί ‘’τα πήρε ο αέρας’’.
Βέβαια, την επομένη έπρεπε να είναι ραμμένα.
Όταν ήρθε επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή που
σήμανε το Σιωπητήριο,
ακούστηκε σαν την καλύτερη μουσική και μεγαλύτερη ανακούφιση της ζωής μας.
Πέσαμε για ύπνο στα κρεβάτια μας, προσπαθώντας να καταλάβουμε ‘’τι είχε συμβεί’’.Ακόμα, δεν το
καταλάβαμε…
Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη από τις 1400 μέρες της Σχολής Ευελπίδων. Οι υπόλοιπες 1399 που ακολούθησαν, ήταν
άλλες καλύτερες, άλλες χειρότερες, όμως πέρασαν, και πιστεύω ότι όλοι μας τις
θυμόμαστε με νοσταλγία για χίλιους λόγους.
Λίγο – πολύ, όλες οι πρώτες μέρες και των
υπολοίπων Τάξεων
εκείνα τα χρόνια, κάπως έτσι ήταν.
Εκείνη την ημέρα, κλείσαμε μια σελίδα της
ζωής μας, και ανοίξαμε καινούρια. Για αυτή τη καινούρια σελίδα, που τώρα πια
πάλιωσε και αυτή, θα μπορούσα να γράψω τόμους ολόκληρους, ιδιαίτερα για τα
χρόνια της Σχολής. Αν με ρωτήσετε, εάν θα
ξαναπερνούσα την Πύλη, με τις γνώσεις και εμπειρίες που έχω σήμερα,
θα δυσκολευόμουν πολύ να σας απαντήσω. Το πιθανώτερο είναι πως ΝΑΙ, ΘΑ ΤΗΝ ΞΑΝΑΠΕΡΝΟΥΣΑ!
Εκείνη την ημέρα, μπήκαμε μέσα 172 νέοι άνθρωποι,
ποικίλης καταγωγής και επιπέδου, εντελώς άγνωστοι μεταξύ μας, Μετά από τέσσερα
χρόνια, βγήκαμε λιγώτεροι μεν, αλλα ΑΔΕΛΦΙΑ μεταξύ μας. Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια από τότε, και οι
εμπειρίες του καθενός είναι διαφορετικές. Όμως, σαν ονειροπόλος εκ φύσεως που
είμαι, πιστεύω ότι εκείνα
τα συναισθήματα εξακολουθούν να υπάρχουν, και θα εξακολουθούν όσο είμαστε στη
ζωή.
Δεν θα μπορούσα να βρώ καλύτερο επίλογο,
από ΤΟΝ ΥΜΝΟ
ΤΟΥ ΕΥΕΛΠΙΔΟΣ.
Τι τιμή στο παλληκάρι όταν έμπει στη Σχολή
και περήφανα φορέσει του Ευέλπιδος στολή .
Την στολή που ετιμήσαν τόσες άλλες γενεές
Και με δάφνες εστολίσαν ένδοξες παλιές μορφές
Κι’ όταν αύριο αφήσει τα θρανία της Σχολής
και στο Στράτευμα αρχίσει εποχή νέας ζωής
θα ‘χει έναν πόθο μέσ’ στην καρδιά, μια κρυφή ελπίδα
Να τιμήσει την Πατρίδα τη γλυκειά, να δοξάσει ηρω’ι’κά.
Ανδρέας
Λάζαρος – Κίμων Μπερβερίδης
Μέσα σε μια στιγμή, ήρθε το
πάνω κάτω
Και από την άλλη την
στιγμή, άρχισε το εν-δυο-κάτω.
47 χρόνια πέρασαν και οι
μνήμες επιστρέφουν
Την πύλη της σχολής
περάσαμε, παρθένα τα όνειρά μας
Η νιότη μας υποχωρεί
ασυλλόγιστα, μέσα στα πυκνά σκοτάδια
στέλνοντας μηνύματα η άφωνη
μιλιά μας.
Το εν- δυο –κάτω άρχισε,
στροφές, πολλές δοκιμασίες
Λυμένα στο κλειστό
δαιμόνια, επάνω μας ξεσπούν
Πλήθαιναν
οι μαρτυρίες και εμείς ζούσαμε με προσδοκίες
Υποβρύχια στους θαλάμους,
στολή κορέας, ασανσέρ τα γόνατα λυγούν.
Ένας χρόνος άχρονος, λάθη
και αλαζονείες.
Αφήνοντας απόγνωση
ξεχείλιζαν οι υποκρισίες
Όλα αυτά περάσανε,
σημάδια μελανά της μοίρας.
Νέοι αξιωματικοί, νιάτα
τρελά, νιάτα φευγάτα
Ζωή σταμάτα, μείνε στα
νιάτα, θέλω να χαρώ
Τα τέσσερα χρόνια της
σχολής χωρίς σταματημό
Αγαπημένη σκέψη, στου έρωτα
τα μονοπάτια.
Ο καθένας μας και μια
ιστορία στο απόηχο της ζωής.
Χαρές, λύπες και
καημοί κύλησαν σαν το τρεχούμενο νερό.
Μεταθέσεις, οικογένειες,
παιδιά, συγκινήσεις, αναμνήσεις
Ταξίδια, αποδράσεις,
όνειρα, τα αποστάγματα της ψυχής.
Δάκρυα, πόνοι, στεναγμοί,
βάλσαμο στάξε, όσο και όπου μπορείς.
47 χρόνια πέρασαν στου
καιρού την προσταγή.
Αποστρατεία, βαριά καρδιά,
την ώρα που την συναντώ.
Θλίψη στου καημού την δίνη,
ο πόνος είναι βουβός
Ποιος άραγε θα τον απαλύνει..
Απόστρατος, και τι με αυτό,
σαν το πουλί να φτερουγίζεις
Κοίτα μπρος, να δέχεσαι
γυμνός την κρύα την βροχή
Απόστρατος ,και τι με αυτό,
πάντα στη ζωή να χαρίζεις
Εμπειρίες, από την γλυκιά
τρέλα που λέγεται ζωή.
47 χρόνια πέρασαν, όλοι
μαζί να το γιορτάσουμε
Με ένα κρασί και μια ευχή,
όλοι να το φωνάξουμε
Χρόνια εκατό να ζήσουμε,
χρόνια, υγιή και ευτυχισμένα
Παρά τις δυσκολίες μας,
χρόνια αγαπημένα.
Λάζαρος
Να είσαστε καλά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚε Μελεζιάδη καλημέρα...όταν ήμουν άσσος το 80'είχαμε ένα ελαφρύ "καψώνι" λεγόταν "Κάνε Μαντούβαλο"...μήπως γνωρίζετε την ιστορία πίσω από αυτό;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο "καψόνι" το θυμάμαι, Γρηγόρη, αλλά δεν είχε σχέση το όνομά του με τον "διπλανό" μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΚ!Ευχαριστώ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΚ!Ευχαριστώ...
ΑπάντησηΔιαγραφή