Σημαντική απόφαση του ΕΔΔΑ για Έλληνα αξιωματικό του στρατού
Το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η υποχρεωτική
εξαγορά του συνόλου της εναπομείνασας υπηρεσίας παραιτηθέντος αξιωματικού
μπορεί να οδηγεί σε απαγορευμένη
εξαναγκασμένη εργασία υπό ψυχολογική απειλή
Μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα απόφαση για την
Ελλάδα εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πριν από λίγες ημέρες.
Η υπόθεση αφορά έναν αξιωματικό του ελληνικού στρατού, ο
οποίος είχε αναγκαστεί να πληρώσει ένα τέλος προς το ελληνικό κράτος,
προκειμένου να μπορέσει να παραιτηθεί πριν από το τέλος της περιόδου υπηρεσίας
του.
Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Χήτος κατά Ελλάδoς (αρ.
προσφυγής 51637/12 (link is external)), το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 4 § 2
(απαγόρευση
της αναγκαστικής εργασίας) της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή είναι
η πρώτη φορά που το Δικαστήριο αποφαίνεται για τέτοιας φύσεως θέμα.
Ιστορικό
Ο προσφεύγων, Γεώργιος
Χήτος, έγινε δεκτός στο Ιατρικό
Τμήμα της Στρατιωτικής Σχολής
Αξιωματικών Σωμάτων (ΣΣΑΣ) το 1986,
όπου πέραν του μισθού και των κοινωνικών επιδομάτων που λάμβανε, απέκτησε τη
δυνατότητα δωρεάν σπουδών στην Ιατρική Σχολή
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της
Θεσσαλονίκης.
Ο κύριος Χήτος
ήταν υποχρεωμένος από το νόμο Ν. 3257/2004 (που τροποποίησε το ΠΔ 1400/1973)
να υπηρετήσει εν συνεχεία στις ένοπλες
δυνάμεις για μια περίοδο που αντιστοιχούσε στο διπλάσιο της διάρκειας των
σπουδών του, δηλαδή, 12 χρόνια, προβλέποντας μία πρόσθετη διάρκεια 5 ετών σε
όσους είχαν αποκτήσει μία συγκεκριμένη ειδικότητα.
Παράλληλα, ο νόμος παρείχε
τη δυνατότητα σε όσους είχαν αποκτήσει ειδικότητα, είτε να υπηρετήσουν στις στρατιωτικές δυνάμεις
για όλη την προβλεπόμενη διάρκεια είτε να
αποδεσμευτούν από την υποχρέωση αυτή, καταβάλλοντας στο κράτος ένα συγκεκριμένο
ποσό αποζημίωσης, το ύψος της οποίας υπολογιζόταν με πολλαπλασιασμό
του βασικού μισθού του εκάστοτε στελέχους (ανάλογα με το βαθμό αξιώματός του) επί
τον αριθμό των μηνών που καταλείπονταν για την υπηρεσία του.
Σημειωτέον μάλιστα ότι ήδη με την απόφαση 1571/2010
το ΣτΕ είχε κρίνει ότι το άρθρο 64
του προϊσχύσαντος ΠΔ 1400/1973 που προέβλεπε την υποχρέωση παραμονής στην υπηρεσία χωρίς παράλληλη δυνατότητα
αποδέσμευσης από τις υποχρεώσεις έναντι των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν αντίθετο στο άρθρο 1 § 2 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που απαγορεύει τον εξαναγκασμό
οποιουδήποτε εργαζομένου να συνεχίζει να εργάζεται σε μία απασχόληση που πλέον
δεν επιθυμεί.
Το 1996
ο προσφεύγων ξεκίνησε την εκπαίδευση για απόκτηση ιατρικής ειδικότητας, η οποία
διήρκεσε για περίπου πέντε χρόνια. Ο κ Χήτος
παραιτήθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις τον Ιανουάριο
του 2006, με το βαθμό του αναισθησιολόγου-συνταγματάρχη, ενώ τον Μάιο του 2007 πληροφορήθηκε
ότι έπρεπε να υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις για ακόμη εννέα χρόνια, τέσσερις
μήνες και 12 ημέρες, ειδάλλως να καταβάλει το ποσό των 107.000 ευρώ
ως αποζημίωση λόγω της πρόωρης αποχώρησής του.
Ο κύριος Χήτος
προσέφυγε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το
οποίο, του χορήγησε τον Μάιο του 2007
αναστολή εκτέλεσης της εις βάρος του απόφασης. Στο μεταξύ όμως, το Μάιο του 2010, ο κύριος Χήτος ενημερώθηκε
από τις φορολογικές αρχές ότι η οφειλή του είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και ως εκ
τούτου το ποσό τοκιζόταν, ενώ προκειμένου να αποφύγει την καταβολή
του συνόλου των τόκων, ο Χήτος προέβη
στην καταβολή του ποσού των 112.156 ευρώ.
Το Ελεγκτικό
Συνέδριο, με απόφασή του τον Δεκέμβριο
του 2013, έκρινε τελικώς ότι τα πέντε έτη εκπαίδευσης για απόκτηση
ιατρικής ειδικότητας του κυρίου Χήτου,
συνιστούν πραγματική στρατιωτική υπηρεσία
και θα πρέπει να υπολογιστούν ως μέρος της συνολικής διάρκειας της υποχρεωτικής
υπηρεσίας, μειώνοντας το ποσό της αποζημίωσης σε 49.978 ευρώ.
Επικαλούμενος το άρθρο 4 § 2 (απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας),
ο κ Χήτος προσέφυγε το 2012 στο Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καταγγέλλοντας το γεγονός ότι
αναγκάστηκε να επιλέξει να παραμείνει στις ένοπλες δυνάμεις για ένα, κατά τη
γνώμη του, ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα, ή να καταβάλει ένα υπέρογκο ποσό
σε περίπτωση παραίτησής του.
Απόφαση
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο όρος «εξαναγκασμένη υποχρεωτική εργασία»
συνεπάγεται φυσικό ή ψυχολογικό εξαναγκασμό, ο δε τελευταίος όρος δεν
περιλαμβάνει κάθε είδους εξαναγκαστή νομική υποχρέωση (όπως λόγου χάρη η εκτέλεση μίας ειλημμένης
συμβατικής υποχρέωσης) αλλά μονάχα μία φυσική απασχόληση η οποία
παρέχεται υπό την απειλή μίας ποινής οποιασδήποτε φύσεως, αντίθετα
στη βούληση του εργαζομένου ο οποίος δεν προσφέρθηκε εκούσια για την
παροχή αυτή (βλ.
υπόθεση Van der Mussele, § 34).
Σύμφωνα με το άρθρο 4 § 3 β΄ της ΕΣΔΑ, δεv θεωρείται ως "αvαγκαστική ή υπoχρεωτική εργασία"
υπό τηv έvvoιαv τoυ παρόvτoς άρθρoυ πάσα υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως ή, εις
τηv περίπτωσιv τωv εχόvτωv αvτιρρήσεις συvειδήσεως εις τας χώρας όπoυ τoύτo
αvαγvωρίζεται ως vόµιµov, πάσα άλλη υπηρεσία εις αvτικατάστασιv της
υπoχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας.
Στην υπόθεση δε W., X., Y. et Z. κατά
Ηνωμένου Βασιλείου (αριθ. προσφυγής 3435/67, 3436/67, 3437/67, 3438/67, 19
Ιουλίου 1968) η Επιτροπή Δικαιωμάτων του ανθρώπου έκρινε ότι το άρθρο 4 § 3 β΄
εφαρμόζεται όχι μόνο σε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία αλλά σε κάθε είδους
στρατωτική θητεία,συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών στρατιωτικών («στρατιωτικοί
καριέρας»).
Παρά ταύτα, και εν όψει του γεγονότος ότι η
Κυβέρνηση δεν προέβαλε την παραπάνω ιδιαιτέρως ευρεία ερμηνεία της παραγράφου 3,
το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περιορισμοί στο δικαίωμα απαγόρευσης εξαναγκασμένης
εργασίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά, και ως εκ τούτου, υπό το φως του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και της Σύμβασης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας
(ILO) υπ’
αριθμ. 29, η εξαίρεση του άρθρου 4 § 3 β΄ δεν εφαρμόζεται σε
επαγγελματίες στρατιωτικούς ιατρούς, οι οποίοι υπόκεινται στο ίδιο νομικό
καθεστώς με τους κοινούς εργαζόμενους όσον αφορά το άρθρο 4 της Σύμβασης.
Το άρθρο 4 §
2 της Σύμβασης προβλέπει ότι
ουδείς δύvαται vα υπoχρεωθή εις αvαγκαστικήv ή υπoχρεωτικήv εργασίαv.
Εν προκειμένω, κρίσιμο είναι να εξεταστεί εάν ο απασχολούμενος προσφέρθηκε εκουσίως να παράσχει
τη συγκεκριμένη εργασία, έχοντας εκ των προτέρων επίγνωση των εννόμων
συνεπειών της επιλογής του καθώς και εάν η επιλογή του να σταματήσει να
προσφέρει την εργασία του μέχρι το τέλος της προβλεπόμενης χρονικής περιόδου
από τον νόμο θα μπορούσε να μεταβληθεί υπό την «απειλή μίας ποινής».
Το Δικαστήριο έκρινε, κατ' αρχάς, ότι ο
κύριος Χήτος δεν μπορούσε νομίμως να
ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε πως θα ήταν υποχρεωμένος να υπηρετήσει για ένα
καθορισμένο χρονικό διάστημα στις Ένοπλες
Δυνάμεις μετά το πέρας της εκπαίδευσής του.
Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της εγγραφής
στις στρατιωτικές σχολές είναι η δωρεάν παροχή
εκπαίδευσης. Πράγματι, οι ένοπλες δυνάμεις αναλαμβάνουν το κόστος
των σπουδών του ενδιαφερομένου όσο εκείνος σπουδάζει, παρέχοντάς του ορισμένο
μισθό και του αναγνωρίζουν κοινωνικές παροχές με την ιδιότητα του στρατιωτικού
‘καριέρας’. Σε αντάλλαγμα, απαιτούν από τον
ενδιαφερόμενο να εργάζεται στην υπηρεσία του για ένα συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα μετά την απόκτηση του τίτλου σπουδών του.
Σύμφωνα με την απόφαση, η επιδίωξη του κράτους να εξασφαλίσει μια
απόδοση της επένδυσης που έχει πραγματοποιήσει στην εκπαίδευση των αξιωματικών
του στρατού και των στρατιωτικών ιατρών, καθώς και να διασφαλίσει την ύπαρξη
ενός επαρκούς αριθμού προσωπικού, απαγορεύοντας την παραίτησή τους για μια - καθοριζόμενη από
το ίδιο - χρονική περίοδο και υποχρεώνοντάς τους σε καταβολή τέλους
για την κάλυψη των εξόδων συντήρησης και εκπαίδευσής τους, είναι δικαιολογημένη και εμπίπτει κατά
πρώτον στην διακριτική του ευχέρεια, εν όψει της προρηθείσης επένδυσής του.
Έτσι,
το Κράτος κατ’ αρχήν δικαιολογείται να απαγορεύσει την αποδέσμευση των
στρατιωτικών για μία συγκεκριμένη περίοδο και να απαιτήσει την καταβολή μίας
αποζημίωσης προκειμένου να καλύψει το κόστος διαβίωσης, το κόστος σπουδών,
το μισθό και τις κοινωνικές παροχές που κατέβαλε για όλα τα
χρόνια των σπουδών του. Εξάλλου, υπάρχει λόγος μείζονος
δημοσίου συμφέροντος για την εθνική ασφάλεια της χώρας να αποτραπούν οι μαζικές
έξοδοι των αξιωματικών από τις Ένοπλες
Δυνάμεις. Εντούτοις, το Κράτος, εντός της διακριτικής του ευχέρειας,
οφείλει να επιτύχει μία «δίκαιη εξισορρόπηση»
ανάμεσα στα δικαιώματα του ιδιώτη αφενός και στα συμφέροντα του κράτους
αφετέρου. Στα πλαίσια αυτά, μολονότι το ποσό των 49.978 ευρώ, το οποίο
κλήθηκε να καταβάλει τελικώς ο κ Χήτος,
δεν ήταν παράλογο, αναγκάστηκε
να καταβάλει, παρά την αναστολή εκτέλεσης που του είχε χορηγηθεί, το ποσό των 112.156 ευρώ,
με τον κίνδυνο το ποσό αυτό να αυξηθεί περαιτέρω εξαιτίας των τόκων υπερημερίας
που θα προέκυπταν λόγω του χρόνου που απαιτείται για την έκδοση της απόφασης
από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η
απόφαση υπολογισμού του ποσού αποζημίωσης από την οικονομική υπηρεσία του
Στρατού δεν είχε αναφέρει τη δυνατότητα
πληρωμής σε δόσεις.
Υποχρεώνοντας τον κύριο Χήτο να καταβάλει το ποσό των 112,156 ευρώ
άμεσα, οι φορολογικές αρχές, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ
επέβαλαν μία δυσανάλογη επιβάρυνση στον
προσφεύγοντα, κατά παράβαση του άρθρου 4 § 2. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία
εξαγοράς του εναπομείναντος χρόνου υπηρεσίας δεν ισορρόπησε με δίκαιο τρόπο την
προστασία των ατομικών δικαιωμάτων του κυρίου Χήτου και του γενικού συμφέροντος.
Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων ενήργησε υπό το κράτος της απειλής μίας ποινής
(ψυχολογικός
εξαναγκασμός) με τη μορφή δυο δικαστικών αποφάσεων που
εξανάγκασαν τον ιδιώτη να συμμορφωθεί με την υποχρέωση αποζημίωσης άνευ
ανασταλτικού αποτελέσματος, ακόμα και αν ασκούσε κάποια προσφυγή στα εσωτερικά
δικαστήρια. Αυτή η επιβολή υποχρέωσης άμεσης καταβολής 109.527 ευρώ,
με προσαύξηση 112.155,69 με τόκους από την φορολογική αρχή, ισοδυναμεί με
ένα δυσανάλογο βάρος σε βάρος του προσφεύγοντος και ως εκ τούτου συντρέχει παραβίαση του άρθρου 4 § 2
της Σύμβασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου