10.ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
Πειρασμός
Μικρός δαίμων μεγάλη πειρασία.
Θέλω ν’ αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ’ αφήνει.
Πάθη &
Αμαρτίες
Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία.
Αμαρτίες πο ‘χεις άντρα και ξυπνάς τη νύχτα πάντα.
Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα.
Αν αρτυθείς να είν’ αρνί, αν κλέψεις ναν’ χρυσάφι κι αν
αγαπήσεις και καμιά, να τη ζηλεύει η γειτονιά.
Ελαττώματα
Η καμήλα από τ’ αυτί δεν κουτσαίνει.
Αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του.
Κι ο ωραιότερος κώλος, πορδές κλάνει.
Τα δικά μας ελαττώματα είναι σύκα και δεν βροντούν, των
άλλων είναι καρύδια και τρίζουν.
Άγνοια
Θαρρείς τ’ αυγά αλωνίζονται και το κρασί λιχνιέται.
Δεν γνωρίζουν οι γαϊδάροι πώς το τρώνε το χαβιάρι.
Ματαιοδοξία
Χόρτασ’ η ψείρα και βγήκε στον γιακά.
Έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σακούλια του.
Το μυρμήγκι, σαν είναι να χαθεί, βγάζει φτερά.
Έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου.
Άβρακος βρακί δεν είχε, το ‘βαλε και χέστηκε.
Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαρία το Γιάννη.
Τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι.
Ας με λένε Βοϊβοντίνα, κι ας ψοφώ απ’ την πείνα.
Μαγκιά, κλανιά και κώλος φινιστρίνι.
Είδε η ψείρα αλώνι, περπατεί και καμαρώνει.
Εβγήκε και το τζίτζιφο και παριστάν’ το φρούτο.
Και το πουλί ψηλά πετάει, μα στη γη θα βρει να φάει.
Άμαθος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το εθώρει.
Όποιος ψηλώνεται, πέφτει και σκοτώνεται.
Ο κώλος μας ξεβράκωτος κι η σκούφια μας με φιόρα.
Ο ποντικός στην τρύπα του μεγάλος άρχος είναι.
Ψηλά παπά μου τ’ άρχισες και δεν το βγάζεις πέρα.
Μην το περηφανεύεσαι και μην το κάνεις νάζι, γιατί ο Θεός
την ομορφιά σαν άνθος την τινάζει.
Σ’ αυτόν τον τόπο τον στραβό άλλος δεν ήταν κι ήρθα εγώ.
Καυχησιολογία
Άβρακος έβαλε βρακί, σε κάθε πόρτα το έδειχνε.
Για δέστε με, γειτόνισσες, πλεμόνια τηγανίζω.
Όλο το αυγό στην πίτα.
Μην καμαρώνεις στην αρχή προτού ιδείς το τέλος.
Μες στα πολλά παινέματα τα πιο πολλά είναι ψέματα.
Εγώ είμαι εδώ, που σπάω το αυγό.
Γέρος και ξένος για πολλά καυχιέται.
Έκανε κι ο κόκορας αυγό και δεν έχει πού να το βάλει.
Βλακεία
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια.
Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.
Δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα.
Να ‘χαν οι κουρούνες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.
Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή.
Χαζό παιδί, χαρά γεμάτο.
Σ' έναν δίνουν και δεν παίρνει, άλλον δέρνουν και δε
φεύγει.
Ουδείς μωρότερος των ιατρών, εάν δεν υπήρχαν οι
διδάσκαλοι.
Αδυναμία
Κυλά η πέτρα εις τ’ αυγό, αλίμονο στ’ αυγό. Κυλά τ’ αυγό
στην πέτρα αλίμονο στ’ αυγό.
Αναποτελεσματικότητα
Έκανε τ’ άχυρα κομμάτια.
Όποιος πάει ανάγυρα, πάει σπίτι του.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.
Στραβός στραβόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο το βράχο.
Της νύχτας τη δουλειά τη βλέπει η μέρα και γελά.
Τυφλός τυφλό οδήγαγε κι οι δυο στο λάκκο πέσαν.
Δεμένο σκυλί, πρόβατα δε φυλάει.
Φάγαμε το βόδι κι αφήσαμε την ουρά του.
Ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
Τον κώλο βάζει ο μάγειρας, σκατά θα μαγειρέψει.
Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.
Έκαψ’ την καλύβα του να μη τον τρων’ οι ψύλλοι.
Πάρε την κάργια οδηγό, να φας σκατό με το κιλό.
Κίνησε ο Οβριός για το παζάρι κι έτυχε να ‘ναι Σάββατο.
Με τις πορδές δε βάφονται αβγά.
Με κουβαλητό νερό ο μύλος δε γυρίζει.
Κι εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι.
Κουτσός στον κάμπο έτρεχε να πιάσει καβαλάρη.
Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς μένει στο νοικοκύρη.
Διάλεξε, ξεδιάλεξε, στην κοπριά κατάντησε.
Αλάτι πάει στην αλυκή και φρύγανα στο λόγγο.
Αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά
δουλειά θα κάνει.
Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε; Με ήλιο τα μπάζουμε, με ήλιο
τα βγάζουμε.
Ανικανότητα
Δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα.
Σαράντα χρόνια μάστορας και μάστορα γυρεύω.
Χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται.
Όποιος δεν ξέρει να γδάρει, χαλάει και κρέας και τομάρι.
Διστακτικότητα
Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
Ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο τρελός.
Πλεονεξία
Όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
Κλαίν’ οι χήρες, κλαίν’ κι οι παντρεμένες.
Του παπά η κοιλιά είν’ αμπάρι, θέλει να φάει και να
πάρει.
Καλόμαθε η γριά στα σύκα και εμπαινόβγαινε κι εζήτα
Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
Και γαλάτα και μαλάτα και θηλυκά τ’ αρνιά.
Τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι.
Αντί να βογκάει ο γάιδαρος βογκάει ο καβαλάρης.
Τα πολλά και τα περίσσια μας χαλάσανε τα ίσια.
Αν δεν πεινάσουν οι φτωχοί, οι πλούσιοι δε χορταίνουν.
Δώκαν του χωριάτη αυγό και το ‘θελε και ρουφηχτό.
Κουμπάρε φάε και ψωμί· καλά είν’ και τα κοψίδια.
Που ‘χει πολλά τα γρόσια, θέλει πάντα κι άλλα τόσα.
Εφτά νομάτοι δυο ψωμιά κι εγώ ο καημένος ένα.
Φιλαργυρία
Αβγά και μη πουλιά.
Ισχυρογνωμοσύνη
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Θέλω την κι ας είναι χήρα και φτωχή και κακομοίρα.
Όποιος δε βάζει νερό στο κρασί του, το πληρώνει διπλά το
φαΐ του.
Απάθεια
Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι.
Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.
Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί.
Χέστηκε ο Πολύδωρος που ‘ναι στα πόδια γρήγορος.
Μακριά απ’ τον κώλο μου, κι ας είναι δέκα μέτρα.
Σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι.
Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί.
Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
Ας γυρίζει ο μύλος, κι ας τρώει ο χοίρος.
Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει.
Όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντα αλέθει.
Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ!
Καημό που το ‘χε η ρίγανη, που εκάη το καταράχι.
Το χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε.
Παράνοια & Τρέλα
Η τρέλα δεν πάει στα βουνά.
Γελά ο τρελός στ’ αγέλαστα.
Ο τρελός με την τρελάρα του, γεμίζει την κοιλάρα του.
Δειλία
Το μάτι δειλό μα το χέρι τολμηρό.
Ο φοβητσιάρης άνθρωπος φοβάται και το δίκιο του.
Κακία
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει.
Στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει.
Του κακού, κακό μην κάνεις, το δικό του τόνε φτάνει.
Όσες πράσινες φοράδες, τόσες καλοπεθεράδες.
Ο κακός κακά λογιάζει.
Κάλλιο να ζεις με το διάολο παρά με κακιά γυναίκα.
Φθόνος & Ζήλια
Το μάτι σπάει την πέτρα.
Να ‘ταν η ζήλια ψώρα, θα ξυνόταν όλη η χώρα.
Μία αλεπού κοψονούρα, όλες τις θέλει κοψονούρες.
Ν’ άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα
ψοφούσαν.
Μητ’ ο σκύλος τρώει τ’ άχυρο μήτε τον γάιδαρο αφήνει.
Άσπρο κώλο που ‘χει η νύφη, να ‘χαμε και μεις οι γύφτοι.
Παπάς παπά καλό δεν θέλει.
Η ζούλια να ‘τανε κασίδα, θα κατέβαινε ως τα φρύδια.
Μικροπρέπεια
Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι.
Το γύφτο κάναν βασιλιά κι αυτός γύρευε ρείκια.
Αν φτύσεις πάνω, φτύνεις τα μούτρα σου κι αν φτύσεις κάτω
φτύνεις τα γένια σου.
Υποκρισία
Απορία ψάλτου βηξ.
Να σε χέσω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι να γιάνει.
Γάτος γαμάει και γάτος σκούζει.
Ο πρωτομυριστής και πρωτοκλαστής.
Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι.
Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
Ο κουφός και ο κλανιάρης πάνε δίπλα στα νταούλια
Ας πηδάμε κι ας γελάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
Θέλω ν’ αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ’ αφήνει.
Αντί να βογκάει ο γάιδαρος βογκάει ο καβαλάρης.
Ο άντρας μου είναι κερατάς κι εγώ καλή γυναίκα.
Κλαίει η αλεπού που πήρε ο αετός την κλώσα.
Ανάθελα ξεκίνησε και θελητά του πήγε.
Μάσκες
Κι αλευρωμένος να ‘ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου