Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
"Ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, ει
άνθρωπος ή". Μένανδρος
Ιωάννης Παναγάκος
Μου
ζήτησαν, αν το μπορώ, να γράψω για τα ζώα·
να φτιάξω
ένα ποίημα γι’ αυτά, το πώς τα βλέπω·
προς τα
πού, γέρν’ η κρίση μου στη ζυγαριά, πού ρέπω
κι αν το
γνωρίζω, να το πω: είν’ ένοχα ή αθώα;
Μα εγώ,
για ένα, μοναχά, απ’ όλα θα μιλήσω
κι είναι
γι’ αυτό, που σύμπαντα τα ζώα το θαυμάζουν·
στη δύναμή
του τη σκληρή μπροστά, όλα τρομάζουν·
στο
τρέξιμό του; Άπιαστο. Με μιας τ’ αφήσει πίσω.
Την
αρχοντιά του σέβονται στη ζούγκλα ή στην πόλη
και
βασιλιά το έχουνε, σαν σκλάβοι το θωρούνε·
στα δάση
αν τύχει και το δουν, μπροστά του σπαρταρούνε
και στην
καρδιά, φαρμακερό, είν’ η ματιά του, βόλι.
Σαν βγει
κυνήγι, παγωνιά απλώνει στον αγέρα,
στα όρη,
στα τρανά βουνά, στις λίμνες, στα ποτάμια,
κι ακόμα
και στις θάλασσες απλώνει τα πλοκάμια,
κι όλα τα
σκιάζει η σκοτεινιά, η καταχνιά, η φοβέρα.
Σαν
γεννηθεί είν’ απαλό, σαν άκουσμα φλογέρας,
είναι της
πλάσης η ομορφιά, του γέλιου το στολίδι
όλοι το
θέλουν αγκαλιά, το έχουν σαν παιχνίδι
σαν τη
ματιά του δειλινού, σαν χάραμα της μέρας.
Μα είναι
απροστάτευτο, των άλλων έχει χρεία·
το
βύζαξαν, κατά καιρούς, λιοντάρια, λύκοι, αρκούδες,
μαζί του
έπαιζαν συχνά, γιαγιάδες και παππούδες,
και κάπως
έτσι του ’μαθαν τα όπλα και τη βία.
Και κει
που ήταν άκακο, ονείρου αγγελούδι,
σαν
εμεγάλωσε άλλαξε, τρικύμισε η ψυχή του,
αφέντης
έγινε τρανός, κι όλα στη δούλεψή του,
λουρί,
κλουβί, μαστίγιο, θα πουν κι ένα τραγούδι!
Έτσι,
λοιπόν, περνά ο καιρός κι ο άρχοντας του κόσμου
έχει τα
ζώα κτήμα του, τα δένει, τα μαντρώνει
και δε τον
νοιάζει, δε ρωτά, εάν τα μαραζώνει,
αν τα
πληγώνει, αν τα πονά - να, ορκίζομαι στο φως μου!
Δε με
πιστεύετε; Καλά! Κοιτάξτε όμως τριγύρω…
Θα δείτε
φόλες, απονιά, γατάκια τσακισμένα,
λιοντάρια
σε χρυσά κλουβιά κλειδο-αμπαρωμένα
και πάνω
απ’ όλα, ο φίλος μας να κάμει μέγα τζίρο.
Κι έχει
στο σπίτι φύλακα, τον Λέοντα το σκύλο
και μια
σκυλίτσα τη Μπουμπού που είναι στειρωμένη,
δεσμώτες
είναι μια ζωή – των ζώων η ειμαρμένη -
ζωή
σκυλήσια και τα δυο, μες στης ζωής τον μύλο!
Να, κι αν
τα δέρνει, αν τα χτυπά, αμέσως το ξεχνούνε·
μ’ ένα του
νεύμα, μια μιλιά, θ’ ανασκιρτήσουν, Θεέ μου,
θα
πεταχτούν ολόχαρα – το σκέφτεσαι, καλέ μου; -
στα πόδια
του θα έρθουνε αμέσως να τριφτούνε.
Μ’ αυτός
εδώ ο άρχοντας δε νοιάζεται και τόσο·
τη μια
τους δίνει φαγητό, την άλλη αγριάδα,
κατά πως
είν’ τα κέφια του, μαντρώνει τη λιακάδα
και
σπαταλά, χωρίς φειδώ, και του νερού τη δρόσο.
Κάποτε πού
’χε δυο γατιά, ω, πώς δεινοπαθούσαν!
Μέχρι που
τα ξεφτέρια του τα κρέμασαν και πάνε.
Και τόσα
άλλα οικόσιτα - τί πόνος, πώς βογκάνε -
σταλιά-σταλιά
τη γούνα τους την καίγαν, τη μαδούσαν.
Μα όταν
κουραζότανε να πολεμά στο σπίτι,
έπαιρνε
την κιθάρα του, με βόλια στολισμένη,
να μελωδεί
στο ύπαιθρο, μπαρουτοκαπνισμένη,
μπας και
σκοτώσει κάνα οχτρό, ας είναι και σπουργίτι.
Και
συναγωνιζότανε με άλλους σαν και κείνον,
ποιος θα
αφαιρέσει πιο πολλές ζωές, δημιουργίες,
τα
Σάββατα, τις Κυριακές και όλες τις αργίες,
να έρθει
πίσω ένδοξος, να πιει και καπουτσίνον.
Μόνο στο
τσίρκο γέλαγε μαζί τους σαν πηδούσαν,
στους
ήχους του μαστίγιου πού ’σκιζε μες στο γέρμα,
με
γραμμοκόκκινες ματιές στο ξεσκισμένο δέρμα,
κάθε αξία
της ζωής! Κι αυτά, πώς θρηνωδούσαν!
Γι’ αυτό
το ζώο το τρανό και για την αρχοντιά του,
τί να
μπορέσω, άλλο να πω και τί να ομολογήσω!
Από τα ζώα
τα πολλά, αυτό θα προτιμήσω.
Ένα του
λείπει, μοναχά: κι αυτή ’ναι… η ανθρωπιά του!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου