Η Πνευματική Διάσταση της Φυσιογνωμίας του Παύλου Μελά.
Δυστυχώς, το πήρα σήμερα,
κάπως καθυστερημένα, αλλά αυτό δεν μειώνει την αιώνια επικαιρότητα σε ό
τι αφορά την ζωή του Ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα.
Από το περιοδικό της Ιστορικής και
Λαογραφικής Εταιρείας Γιαννιτσών «Ο Φίλιππος» τεύχος 45 Οκτώβριος 2004 σελ 30.
Του Παύλου Νταφούλη, Στρατιωτικού Ιατρού.
Για κάθε ήρωα – ορόσημο κάποιας φάσης της Ελληνικής
ιστορίας γράφονται και γίνονται γνωστά πολλά στοιχεία γύρω από το βίο και τα
έργα του. Καθώς όμως σήμερα δεν βρισκόμαστε σε εμπόλεμους εθνικούς αγώνες,
παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον η μελέτη της Ψυχικής διάστασης, της
προσωπικότητας των ηρώων, αυτής που τελικά τους οδήγησε στα όποια ανδραγαθήματα
τους.
Σε µία τέτοια προσέγγιση της πνευματικής
διάστασης της φυσιογνωμίας του Παύλου Μελά
κύρια πηγή είναι το βιβλίο της συζύγου του Ναταλίας,
όπου εκτίθενται μεταξύ άλλων και τα γραπτά του ήρωα, οι επιστολές που έστειλε
και το ημερολόγιο που κράτησε ο Μελάς,
τα οποία ανευρίσκονται σήμερα στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.
Ας επιτραπεί η υπόμνηση ορισμένων στοιχείων του βίου του Μελά που αναδεικνύουν την πνευματική διάσταση
του «ήρωα των Μακεδονοµάχων».
Ο Παύλος γεννήθηκε το 1870 στην Μασσαλία. Ήταν ένα από τα 7 παιδιά του Μιχαήλ και της Ελένης Μελά. Όταν ο φιλότιμος
και ευαίσθητος Παύλος ήταν 4 ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Μιχαήλ Μελάς ήταν μεγάλος έμπορος της εποχής, βουλευτής και
Δήμαρχος Αθηναίων, ενώ παράλληλα ανέπτυξε πλούσια εθνική δράση. Το αρχοντικό των Μελάδων ήταν ένα
πολυτελέστατο σπίτι, αλλά και ένα κέντρο πατριωτικής δραστηριότητας. Εκεί
αποθηκευόταν οπλισμός για τους επαναστάτες της Κρήτης. Ο Παύλος μεγάλωσε µε αγαπημένο ανάγνωσμα το
βιβλίο του θείου του Λέοντος Μελά, το «Γεροστάθη». Στην τελευταία
τάξη του Γυμνασίου πήρε μέρος σε στρατιωτικά γυμνάσια που συμμετείχαν οι
μαθητές των Αθηνών. Εκεί ατυχώς έσπασε το πόδι του και απογοητεύτηκε, αλλά από
την άλλη πλευρά βρήκε χρόνο, για να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις της σχολής Ευελπίδων,
όπου τον ώθησαν να σπουδάσει τα ιδανικά του. Τα επόμενα πέντε χρόνια της Σχολής ήταν
µία δοκιμασία για τον ιδεολόγο Παύλο.
Δύσκολα, αλλά και χρήσιμα. Έμαθε τα του στρατού, συνήθισε τους αποχωρισμούς από
τους αγαπημένους του, τις τιμωρίες στις επιθεωρήσεις, την πειθαρχία και την
υπακοή στους ανωτέρους.
Το 1891
ο Μελάς ορκίστηκε Ανθυπολοχαγός.
Περιχαρής, µε μεγάλα όνειρα, πολύ σύντομα ολοκλήρωσε τη χαρά του, καθώς ήλθε σε
γάμο µε την Ναταλία Δραγούμη, την κόρη
του υπουργού Εξωτερικών Στέφανου Δραγούμη, παρά τις
αντιρρήσεις των οικογενειών λόγω του νεαρού της ηλικίας του ζεύγους. Ενδιαφέρον και πως την γνώρισε: σε µία εκδήλωση για τον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων η Ναταλία
πουλούσε σηµειωµατάρια για να αποπερατωθεί ο ναός και εκεί την πρόσεξε ο Παύλος.
Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Μελάς πολέμησε στην Θεσσαλία, όσο του
επετράπη δηλαδή να πολεμήσει, αφού ο στρατός µας υποχωρούσε χωρίς να μάχεται.
Στις παραμονές μάλιστα της εκρήξεως του πολέμου παρ” ολίγον να τιμωρηθεί, γιατί
από τον ενθουσιασμό του δεν εκτέλεσε διαταγές και συνέδραμε ανταρτικά σώματα
που εισέρχονταν στην Μακεδονία. Με την λήξη του πολέμου σε κακή Ψυχολογική κατάσταση
επέστρεψε στην Αθήνα. Έμεινε αξύριστος εκδηλώνοντας το πένθος του για το χαμό
εκείνη την χρονιά του πατέρα του, αλλά και για την εθνική ντροπή. Σκεπτόταν
ακόμα και την παραίτηση από τον στρατό. Ήταν ευερέθιστος, θυμώδης. Έφθασε στο
σημείο να «είναι υβριστικός» προς την πολιτική και
στρατιωτική ηγεσία, γεγονός για το οποίο αργότερα μετάνιωσε. Η Ναταλία προσπάθησε να του αλλάξει διάθεση,
αλλά ο Παύλος διάθεση άλλαζε µόνο όταν
σκεφτόταν τους υπόδουλους Έλληνες της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που ήταν
άλλωστε η ιδιαίτερη πατρίδα του. Από το 1897
έως το 1903, ο Παύλος
προετοιμαζόταν. Μάθαινε
Βουλγαρικά, αγόραζε χάρτες, συναναστρεφόταν Μακεδόνες που βρίσκονταν στην
Αθήνα, ενημέρωνε τους άλλους αξιωματικούς για όσα συνέβαιναν, ενώ έκανε εράνους
για αγορά οπλισμού για την Μακεδονία. Το 1904
επιτέλους το όνειρό του έγινε πραγματικότητα. Εισήλθε
3 φορές στην Μακεδονία, έγιναν τρεις περιοδείες του εθναποστόλου αξιωματικού.
Άθροισμα: 110 μέρες στην γη των ονείρων του, λίγες μέρες, αλλά αρκετές. Κι αυτό
γιατί η τελευταία περιοδεία του ήταν και η μοιραία.
Ο Παύλος
σε αυτές τις περιοδείες του συνέχισε να κρατά ημερολόγιο, ενώ έγραψε πολλές
επιστολές στους δικούς του. Τα ημερολόγια και οι επιστολές είναι γραπτά που
παρουσιάζουν όλες τις διαστάσεις του ανθρώπου και είναι αυτά που αποκαλύπτουν
την άγνωστη σχετικά διάσταση της φυσιογνωμίας του Παύλου
Μελά, την πνευματική. Σημειολογικά ένα πρώτο στοιχείο της στενής σχέσης
του Μελά µε την Ελληνορθόδοξη
πνευµατικότητα είναι η σφραγίδα που παρήγγειλε στο Μητροπολίτη Καστορίας Γερµανό Καραβαγγέλη. Σε αυτήν ο καπετάνιος «Μίκης Ζέζας», χρησιµοποιεί ως µαχόµενο σύµβολο το σταυρό µε τη γνωστή ρήση
«Εν τούτω νίκα» .
Ένα σταθερό σημείο στις επιστολές του Παύλου είναι η επίκληση του Θεού. Οι φράσεις
«αν
θέλη ο Θεός, πρώτα ο Θεός, ο Θεός να δώση» είναι συχνότατες. Σχετικά µε
όσα συµβαίνουν κατά την διάρκεια ενός πολέµου γράφει ο Παύλος το 1897: “ας
γνωρίζοµεν ότι αυτά που λέγονται δυστυχήµατα εις τον συνήθη βίον, είναι, εν
καιρώ πολέµου, ευτυχία που µας στέλνει ο Θεός”. Εντυπωσιάζει η βαθιά
πίστη του Παύλου στον Θεό. Γράφει στην Ναταλία τον Μάρτιο
του 1904. «Ουδέποτε σε βεβαιώ επίστευσα τόσον εις την Θείαν Πρόνοια, όσον
χθες την νύκτα. Όταν εξεκινήσαµε ήταν σκότος βαθύ οι οδηγοί αµφέβαλλαν και
πάλιν περί του δυνατού της πορείας αλλά, επειδή επεµένοµεν, υπήκουσαν. Μόλις
όμως διήλθοµεν εις το σκότος την επικίνδυνον τουρκικήν ζώνην αµέσως, ως δια
µαγείας, τα πυκνά νέφη διελύθησαν και η σελήνη και τα άστρα µας εφώτισαν τον
φοβερώτατον δρόµον, τον οποίον επί 3 ώρας ηκολουθήσαµεν δια µέσου παρθένων
δασών, κρηµνών, ανωφερειών και λοιπών. Ναι, Νότα µου, επιστεύσαµεν όλοι, µε
όλην την Ψυχήν µας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγµήν ευλόγει το έργον µας και δια
των αστέρων Του εφώτιζε τον δρόμον µας».
Ο Παύλος
προσευχόταν. Αρχές του 1897 εν αναµονή του
πολέµου ο Παύλος προσεύχεται «Θεέ µου
κάµε να σωθή αυτός ο δυστυχής ο τόπος». Τον Μάρτιο
του 1904 γράφει στην Ναταλία από
την Μακεδονία. «Φεύγω µε την καρδίαν µου ελαφράν. Δεν αφήνω πίσω µου κανέναν
καηµόν, διότι σας συµπεριλαµβάνω όλους µαζί ως την καρδιά µου και ως τον νουν
µου. Με όλην την δύναµιν της ψυχής µου, παρακαλώ τον Θεόν να σας κάµη όλους
ευτυχείς. Έχω την πεποίθησιν οτι και ημάς και την αγίαν υπόθεσιν θα ευλογήση ο
Θεός αν όµως τυχόν δεν θελήση να επιστρέψωµεν, να μη λυπηθής και σένα όπως και
τον µικρόν µου Μίκην, θα σκέπτωµαι πάντα θα εύχωµαι δε πάντα δια την
απελευθέρωσιν των δυστυχών µας αδελφών και διά την υγείαν σας. Ο Θεός να σας
προστατεύη». Στην Κοζάνη το 1904
στην δεύτερη µυστική περιοδεία του στην Μακεδονία σε στιγµές δύσκολες τόσο ως
προς το έργο του όσο και ως προς την στέρηση των δικών του ανθρώπων γράφει: «Η Ψυχή
µου έγινε περίλυπος έως θανάτου. Θεέ µου, Θεέ µου, βοηθησε µε!» Ενώ
κάπου αλλού ο Μελάς γράφει στο
ηµερολόγιό του την προσευχή προς την Υπέρµαχο
Στρατηγό: «εκ Παντοίων µε κινδύνων ελευθέρωσον». Ευγενής όµως ο νεαρός
αξιωµατικός και σε πνευματικό επίπεδο δεν είχε µόνο αιτήματα στις προσευχές
του. Ευχαριστούσε τον Θεό µε κάθε ευκαιρία, νουθετώντας τους άνδρες του σώματός
του. Γράφει: «μόλις επεράσα µεν τον ποταμόν [Αλιάκµονα], έβαλα τους άνδρας µου να κάµουν τον
σταυρόν τους και να ευχαριστήσουν τον Θεόν, εις την βοήθειαν του, οποίου προ
Πάντων χρεωστούμεν την αισίαν άφιξίν µας…τους είπα ότι ως βάσιν…θα έχωμεν την
θρησκείαν…ένεκα τούτου ηξίωσα να τηρούν ευλαβώς τα παραγγέλματα της θρησκείας
μας, να µην βλασφημούν» κτλ….
Μία σημαντική παράμετρος της
πνευματικότητας του Παύλου Μελά είναι η
συµµετοχη του στην Θεία Μετάληψη. Γράφει στην Νάτα
«…είμαι
βέβαιος ότι µε την θέληση του Θεού θα παν όλα καλά. Ειπέ εις την μητέρα µου ότι
μετάλαβα και ότι η συνείδησίς µου είναι ήσυχη». Στην πρώτη είσοδό του
στην Μακεδονία ο Μελάς και οι σύντροφοί του εκκλησιάστηκαν και μετέλαβαν σε ένα
ερηµοκκλήσι κοντά στην Καλαμπάκα. Στην
τρίτη και τελευταία είσοδό του στην Μακεδονία ο Μελάς
μετέλαβε στην Μονή Σταγιάδών. Γράφει στην Ναταλία:
«Ουδέποτε
µε τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νους µου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον ο οποίος
χάριν ημών και της θείας θρησκείας Του υπέστη το µαρτύρων. Το μέγεθος της
θυσίας Του, το μέγεθος της αποστολής Του µε έκαµναν να αισθάνωμαι πόσον μικροί
και πόσον μακρά Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά και συγχρόνως µε ενεθάρρυναν. Πάντοτε
Τον ελάτρευσα δια την θρησκεία Του και Τον εθαύµασα δια την θυσίαν Του. Ελπίζω
να µας βοηθήση. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος» έτοιμος δε να
κάνω τα Πάντα. Μετά την Μετάληψιν… επεράσαμεν τα σύνορα».
Μέσα στον πόλεμο του 1897 ο Παύλος δεν παραμελεί τον εκκλησιασµό του.
Μεγάλη Παρασκευή και ενώ αναμένονται ανακατατάξεις στο μέτωπο στην περιοχή της
Λαρίσης γράφει στους γονείς του «η ημέρα ήτο τόσον ωραία, ώστε ελέγαµεν όλοι
ότι ήτο καλός οιωνός και ότι ο Θεός δεν θα ηθελε να καταστραφη ο λαός ο κλαίων
κατά την ημέραν εκείνην τον θάνατον του Υιού Του…εγώ ζητησας την άδειαν,
µετέβην εις τας 7 1/2 µ.µ. εις τον Άγιον Νικόλαον ν” ακούσω την ακολουθίαν του
Επιταφίου…». Το 1904 από το Βογατσικό
της Δυτικής Μακεδονίας ο Παύλος γράφει
στην Ναταλία. «Την ερχομόνην εβδοµάδα θα
έχωµεν Μεγάλην Εβδοµάδα…δεν γνωρίζω που θ’ ακολουθήσωμεν τας λειτουργίας της. Αλλά
οπωσδήποτε θα παρευρεθώµεν αφεύκτως. Την Μ. Παρασκευήν γνώριζε ότι κατά την
ακολουθίαν ολόψυχως θα σας σκέπτωµαι και θα προσεύχομαι δι” όλους σας και δια
την επιτυχίαν µας». Στην πρώτη περιοδεία του μάλιστα στην Μακεδονία ο Μελάς στο χωριό Τρίγωνο πηγαίνει στον
εσπερινό του Σαββάτου µε τον πρόεδρο του χωριού, ανάβει κερί και ασπάζεται τις
εικόνες. Την Κυριακή των Βαίων του 1904 ο Μελάς
επιθυμεί να κοινωνήσει στο χωριό Ανταρτικό γράφει «εξυπνήσαµεν σήµερον εις
τας 5 1/2 π.µ., διότι επρόκειτο να µεταλάβωμεν. Αλλά ο πνευματικός απήτησε να νηστεύσωµεν επί
τρεις ηµέρας το ανεβάλαµεν λοιπόν δια την Μεγάλην Πέμπτην». Αξιοπρόσεκτο πως ο Μελάς δεν γράφει ο ιερέας, αλλά ο πνευματικός,
δηλαδή υπήρχε προσέλευση και στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Επίσης και το θέμα
της νηστείας είναι συγκινητικό. Με τόσες πορείες, µε αντίξοες καιρικές συνθήκες
και µε πλήθος ασθενειών ο Μελάς
προτιμούσε τα νηστίσιμα εδέσματα που του έφτιαχναν πρόθυμα οι Μακεδόνισσες.
Σημαντική ήταν για το Μελά και η μελέτη. Ο ίδιος αναφέρει ότι σε
µία περιοδεία του στην Κοζάνη, δύο ήταν τα αναγνώσματα που τον ανέπαυαν και του
προκαλούσαν ενδιαφέρον: η Εκκλησιαστική
Ιστορία του Διομήδους και ο ΄Υμνος εις την Ελευθερίαν
του Σολωμού. Η ανάγνωση του εθνικού ύμνου
αναπτέρωνε το ηθικό του και τον «έτρεφε συναισθηματικά». Ο Παύλος ήξερε επίσης καλά το ευαγγέλιο, το
οποίο χρησιμοποιούσε στις κηρυγματικές ομιλίες του στους χωρικούς της Δυτικής
Μακεδονίας. Ο νεαρός ανθυπολοχαγός χρησιμοποιώντας εκκλησιαστικούς όρους και
αγιογραφικές παραβολές συµβούλευε και τους άνδρες του. Κάποτε ο Καραβίτης,
μετέπειτα αρχηγός σώματος και διακεκριμένος καπετάνιος, ένας απλός µαχητής
τότε, διατύπωσε στον αρχηγό παράπονο πως ο Μελάς
είχε πιο κοντά του τους Μακεδόνες αντάρτες. Γράφει στα απομνηµονεύµατά του ο
Καραβίτης την απάντηση του Μελά. «Βρε
κουτέ, µου λέγει, δεν γνωρίζεις από το Ευαγγέλιο ότι ο υγιής δεν έχει ανάγκη
ιατρού; Σεις [οι
Κρητικοί] δεν έχετε ανάγκη από εμένα. Να σας κάμω θεωρία η να σας εμπνεύσω
θάρρος»; εννοώντας πως έπρεπε να νουθετήσει πιο πολύ τους Μακεδόνες
αντάρτες που χρόνια άκουγαν τα βουλγαρικά κηρύγματα.
Στοιχείο πνευματικότητας ήταν και η
συμπεριφορά του Παύλου προς τους
εχθρούς. Οι αιχμάλωτοι τύγχαναν καλής συμπεριφοράς παρά τις αντιρρήσεις των
ανδρών του σώματος που επιθυμούσαν την τιμωρία των σχισματικών. Ο Μελάς ανεξίκακος όχι µόνο δεν ήθελε να
σκοτώσει τους κομιτατζήδες που συνελάμβανε, αλλά απαγόρευε ύβρεις και
βασανιστήρια στους Βουλγάρους. Και επειδή ο αγώνας συμπεριελάμβανε αναπόφευκτα
και φόνους, ο Μελάς βρέθηκε να κλαίει
θρηνών για την αφαίρεση μίας ανθρώπινης ζωής αντιπάλου του, όπως θρηνούσε και
για τα δικά του παλικάρια.
Άλλο στοιχείο της πνευματικής διάστασης του
Παύλου είναι η σχέση του µε τους γονείς
του, την σύζυγο και τα παιδιά του, αλλά και γενικά την οικογένειά του. Στην προετοιμασία
για την πρώτη του έξοδο στην Μακεδονία επισκέφτηκε το μνήµα του πατέρα του, ενώ
στο σηµειωματάριό του γράφει «απεχαιρέτησα την καλήν µου µητέρα…ο Θεός να
την φυλάττη». Συνέχεια θυμάται την Νάτα,
την Ζωή και τον Μίκη.
Γράφει στην Νάτα. «Εσώκλεισα
και δύο γράμματα δια τα παιδάκια µου, αν πρόκειται να µην επιστρέψω». «Φίλησε την μητέρα µου και τους αδελφούς
µου, ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικην και χριστιανικήν οικογένειάν σου».
Αλλά και µία επιστολή προς τον πεθερό του τον Στέφανο Δραγούµη
είναι ενδεικτική των ζεστών οικογενειακών σχέσεων που διατηρούσε ο Μελάς.
«Αγαπητέ
µου πατέρα, η συγκίνησις χθες δεν µε άφηκε να σας ειπώ πόσον σας ευγνωμονώ διά
την αγάπην και την ευτυχίαν, τας οποίας εύρον εις την αγίαν οικογένειάν σας.
Ό,τι απώλεσα µε τον θάνατον του πατρός µου, το επανεύρον εν τη οικογένεια σας,
και μάλιστα υπέρ το δέον, διότι όλοι σας µε ηγαπήσατε περισσότερον αφ” ότι
αξίζω…όσον αφορά εµέ, αν θέληση ο Θεός να επιστρέψω, έχω απόφασιν αφού εκτελέσω
το προς την πατρίδα µου καθήκον, να εργασθώ πλέον φρονίµως και διά την
οικογένειάν μου…
Ζήτω η Μακεδονία.
Ο υιός σας Παύλος».
Όπως επιτυχημένα έχει επισημανθεί η
οικογενειακή ευτυχία του Μελά ήταν
μεγάλη, γι΄ αυτό και η θυσία της στον βωμό της Πατρίδος ήταν ανυπολόγιστα
οδυνηρή .
Ο Μελάς
και στις πιο δύσκολες στιγμές, σε καταστάσεις μεγάλης σωματικής κόπωσης και
ψυχικής έντασης, σκεφτόταν τους άλλους. Γράφει ο Σουηδός παρατηρητής πολέμου,
φίλος του Μελά, υπολοχαγός Κλέεν στο ημερολόγιό του το 1897.
«Συνήντησα
τον Παύλον στον καταυλισμό. Δεν είχε κοιμηθή καθ” όλην την νύκτα …συνεννοείτο
τηλεγραφικώς µε Αγίαν Μαρίναν δια να σταλή αμαξοστοιχία εις Λαµίαν να παραλάβη
τους τραυματίας και να τους μεταφέρη εις τον λιμένα. Εφρόντιζεν επίσης διά τας
Ελληνίδας και ξένας νοσοκόμους του Ερυθρού Σταυρού. Ο φίλος µου πάντα σκέπτεται
πρώτα τους άλλους και κατόπιν τον εαυτόν του, ως και την νύκταν αυτήν ακόμη,
όπου-όλοι σχεδόν απέθνησκαν από την εξάντλησιν».
Άλλο χαρακτηριστικό του Μελά ήταν η αφιλοχρηματία
του σε συνδυασμό µε την ελεημοσύνη.
Πληροφορεί σε επιστολή του το 1897 τους
οικείους του, πως δεν έλαβε τα χρήματα και τις φωτογραφίες του γιου του που του
έστειλαν. Γράφει: «ουδέν έλαβα, δεν µε πειράζει διά τα χρήµατα». Ένα μήνα
αργότερα στην Αγία Μαρίνα ο Παύλος
συνάντησε πλήθος τρομαγμένων και ταλαιπωρημένων προσφύγων. Γράφει: «έμεινα
αρκετήν ώραν παρατηρών µε δάκρυα το οικτρόν αυτό θέαμα και δίδων εις τους
δυστυχείς αυτούς ό,τι χρήµα είχα». Το ίδιο θα κάνει και την επόμενη
χρονιά, όταν ο στρατός µας επιστρέφει στην Λάρισα. «Πλήθος Προσφύγων
επιστρέφουν… έρχονται πεζή… µε τα παιδιά των ρακένδυτα.. .δεν ευρίσκουν παρά τα
ερείπια της πτωχής των κατοικίας…Έδωσα σχεδόν ό,τι είχα δεξιά και αριστερά» µα
τι να σου κάμουν ολίγαι δεκάδες δραχμών;». Και λίγο αργότερα στην
περιοδεία του για την καταγραφή των ζημιών των ναών στα χωριά της Θεσσαλίας ο
ήρωας γράφει «εγώ έδωκα εξ ιδίων 200 [δραχμάς] τας οποίας είχα εκ καθυστερημένων
μισθών, αλλά τι είναι αυτά προ των χιλιάδων αστέγων οι οποίοι δεν έχουν ούτε
ψωµί;». Στην πρώτη περιοδεία του Παύλου
στην Μακεδονία ο ίδιος αναφέρει πως έδωσε µία λίρα α λά γιαγιά (όπως δηλαδή η γιαγιά Δραγούμη έδινε στο χέρι κρυφά τα
χρήματα στους έχοντας ανάγκην), στην χήρα ενός παλικαριού του
σώματος του Κώτα, γεγονός που σχολιάστηκε πολύ θετικά από τους ντόπιους. Γράφει
στην Νάτα. «…δεν αφήνω περιουσίαν εις
την οικογένειάν µου, αλλ” έχω συναίσθησιν ότι αφήνω εκείνο, το οποίον
εκληρονόμησα από τον πατέρα µου άθικτον, όνομα τίμιον και αγαπητόν».
Ενδιαφέρουσα είναι και η διάθεση για άσκηση
και αγώνα του Μελά. Κατά την παραμονή
του στην Λαμία λίγο πριν από την αποχώρηση των Τούρκων το 1898 από την Θεσσαλία, ο Παύλος εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχικό σπίτι. Προτιμούσε να
κοιμάται στις γυμνές σανίδες, δεν είχε σκεπάσματα, ενώ πολλές φορές αρνείτο να
φάει από το συσσίτιο των αξιωματικών. “Ενας ανθυπολοχαγός της εποχής θα ήταν
αναμενόμενο να ντύνεται µε πολυτελείς στολές. Όμως ο Παύλος δεν έραβε νέα ρούχα, παρά τροποποιούσε τα παλιά…. Και
είναι σηµαντικό να αναφερθεί πως ο Μελάς
διαχειριζόταν μεγάλα ποσά που διάφορα πρόσωπα του εμπιστεύονταν, για να
βοηθήσει τους Μακεδόνες. Μόνο η κόμισσα Λουίζα Ριανκούρ,
γνωστή φιλέλληνας της εποχής, του έδωσε χιλιάδες Γαλλικά φράγκα. Πλούσιες
βέβαια ήταν και οι οικογένειες των Μελάδων και των Δραγούμηδων. Αλλά ο Παύλος
προτιμούσε να βασανίζεται από τις κακουχίες στα Μακεδονικά βουνά παρά να κάνει
περιπάτους στο Ζάππειο. Ο γιος του
βαθύπλουτου Δημάρχου Αθηναίων και γαμπρός του Υπουργού Εξωτερικών προτιμούσε τα
ορμητικά ποτάμια της Δυτικής Μακεδονίας από τα ειδυλλιακά ρυάκια στο Κεφαλάρι.
Η µάλλον εύκολη µε τέτοιες οικογενειακές καταβολές ανέλιξη στα υψηλότερα
στρατιωτικά αξιώματα δεν τον συγκινούσε τόσο, όσο οι εκκλήσεις των υπόδουλων
Μακεδόνων που απελπισμένοι κατέφθαναν στην οικία του πεθερού του. Αλλά ήταν
ξεκάθαρο:
«Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα µε όλην µου την
ψυχήν και µε την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχον και έχω την
ακράδαντον πεποίθησιν ότι δυνάμεθα να εργασθώµεν εν Μακεδονία και να σώσομεν
πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρ τα τον καθήκον να
θυσιάσω το παν όπως πείσω και Κυβέρνησιν και κοινήν γνώμην περί τούτου…».
Ο Μελάς
πέρα από την αφοσίωσή του στην πατρίδα, διακρινόταν και για την σεμνότητά του.
Ενώ πρώτος ανελάμβανε τον αγώνα, δεν διεκδικούσε πρωτοκαθεδρίες. Την ώρα που
βρισκόταν δεύτερη φορά στην Μακεδονία µε μεγάλο προσωπικό κίνδυνο, σημείωνε: «Είναι
ανάγκη και δίκαιον δια εκατομμυριοστήν φοράν να εξαρθή το έργον του ΄Ιωνος.
Χάρις εις αυτόν όλα γίνονται εύκολα.» Και τον καπετάν
Κώττα, τον περίφημο Σλαβόφωνο οπλαρχηγό, τον κέρδισε µε την
διαβεβαίωση πως ο Κώττας θα παρέμενε αρχηγός παρά την έλευση του Έλληνα
αξιωματικού. Γράφει επίσης ο Μελάς
σχετικά µε το Μακεδονικό Κομιτάτο των Αθηνών, όπου είχαν
αρχίσει τα πρώτα προβλήματα σχετικά µε το ποιος θα διευθύνει τον αγώνα. «Ας
γνωρίζουν επίσης ότι υπό ουδεμιάς φιλοδοξίας διαπνέομαι και, αν στείλωσι και
αυτοι, κανένα σώµα αργότερον, θα θέσω εις την διάθεσίν των την εργασίαν μου και
θα ταχθώ και εγώ υπό τας διαταγάς των». Γράφει σε ένα φίλο του πως δεν τον ενδιέφερε,
αν οι κοσμικοί κύκλοι των Αθηνών νόμιζαν πως ο Μελάς
διασκέδαζε στο εξωτερικό, αφού επισήμως έπαιρνε άδεια εξωτερικού και κρυφά
πήγαινε στην Μακεδονία. Είναι
χαρακτηριστικό πως η γνωστή φωτογραφία στην οποία ο Μελάς φοράει τα ρούχα του Μακεδόνα αντάρτη, τον δοξασμένο «ντουλαμά», τραβήχτηκε
µετά από πολλή πίεση του ανθυπολοχαγού Λούφα στην Λάρισα. Ο Μελάς γράφει στην Ναταλία «σου
στέλλω σήμερον το πρώτον αντίτυπον, αλλ΄ υπό τον όρον να µην ιδή το φως της
ηµέρας. Αν πέσω εκεί ας είναι µια ανάμνησις εις σε και τα παιδάκια µου».
Την 13η Οκτωβρίου 1904 ο Μελάς άφησε την τελευταία του πνοή στο χωριό Στάτιτσα. Βρήκε ηρωικό θάνατο για την πατρίδα. Ο απανταχού
Ελληνισμός τον έκλαψε. Οι ντόπιες Μακεδόνισσες τον μοιρολόγησαν. Οι
δημοσιογράφοι των Αθηνών στις στήλες των εφημερίδων της εποχής θρήνησαν το
παλικάρι και όλος ο λαός στα κατά τόπους μνημόσυνα προσευχήθηκε για την ψυχή
του. Οι ποιητές δεν έμειναν ασυγκίνητοι και ο Κωστής Παλαμάς
έγραψε το γνωστό «Σε κλαίει
λαός». Το πένθος της Ναταλίας
και των παιδιών τους μοιράστηκε µε όλους τους Έλληνες. Το σπουδαιότερο όμως
ήταν, πως οι μιμητές του ήταν άφθονοι και η θυσία του αποδείχθηκε σωτήρια για
τη Μακεδονία.
Αυτός ήταν ο Παύλος
Μελάς, ο ήρωας µε την πνευματική διάσταση, ο πατριώτης µε την βαθιά
πίστη και τον πλούσιο συναισθηματικό, αγαπητικό κόσμο, ο παρορμητικός
αξιωματικός που θυσίαζε τα πάντα και λυπόταν τους εχθρούς του, που προσευχόταν
και κοινωνούσε, που ασκητικός ο ίδιος μοίραζε απλόχερα στους άλλους. Το
ημερολόγιό του και οι αιματοβαμμένες επιστολές του βοούν. Χριστός, Ελλάδα,
οικογένεια. Αυτές ήταν οι αγάπες του, και γι αυτές θυσιάστηκε. Ο Θεός ας
αναπαύει την ψυχή του ήρωα των Μακεδονομάχων.
Σε κλαίει λαός
Σε
κλαίει λαός
Σε
κλαίει λαός πάντα χλωρό
Να
σειέται το χορτάρι
Στον
τόπο που σε πλάγιασε
Το
βόλι, ω παλληκάρι
Πανάλαφρος
ο ύπνος σου
Τ’
Απρίλη τα πουλιά
Σαν
του σπιτιού σου να τ’ ακούς
Λογάκια
και φιλιά
Και
να σου φτάνουν του Χειμώνα οι καταρράχτες
Σαν
τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολεμοκράχτες
Πλατειά
του ονείρου μας η γη
Κι
απόμακρη και γέρνεις
Εκεί
και σβεις γοργά ιερή στιγμή
Σαν
πιο πλατειά
Την
δείχνεις και τη φέρνεις
Σαν
πιο κοντά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου