Sir Michael Llewellyn-Smith: Η απόβαση στη Σμύρνη: μια εμβληματική
ημέρα για την Ελλάδα (14/5/1919)
Το έστειλε ο Γιάννης Κόντης
Sir Michael Llewellyn-Smith
Lloyd George: “Έχετε
διαθέσιμες δυνάμεις;”
Βενιζέλος: “Έχουμε.
Για ποιό σκοπό;”
Lloyd George: “Ο
Πρόεδρος Wilson, ο κ. Clemenceau κι εγώ αποφασίσαμε πως πρέπει να καταλάβετε τη
Σμύρνη”.
Βενιζέλος: “Είμαστε έτοιμοι”.¹
Στις 14 Μαΐου 1919, Συμμαχικά αγήματα, υπό
τις διαταγές του Βρετανού Ναυάρχου Calthorpe, αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, στα
ανατολικά παράλια της Τουρκίας. Ο Calthorpe ενημέρωσε πάραυτα τον Τούρκο Βαλή
της πόλης σχετικά με τις προθέσεις των Συμμάχων της Συνεννοήσεως. Οι άνδρες
του έθεσαν υπό έλεγχο τις αμυντικές οχυρώσεις της πόλης και ανέλαβαν τη
φύλαξη των ξένων προξενείων. Ταυτόχρονα, φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν για τα
σχέδια των Συμμάχων ως προς το μέλλον της πόλης και της ευρύτερης ενδοχώρας,
που αποτελούσαν μέρος των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων, έτσι όπως αυτές
παρουσιάστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο πλαίσιο των εργασιών του Συνεδρίου της Ειρήνης, στο Παρίσι. Προς
το τέλος της ημέρας διαδόθηκε η είδηση πως το ελληνικό σώμα κατοχής βρισκόταν
ήδη καθ οδόν. Άλλωστε, η Σμύρνη ήταν η προεξέχουσα ελληνική πολιτιστική και
εμπορική πόλη της Ανατολής.
“Το
επόμενο πρωϊνό” όπως αργότερα περιέγραψε χαρακτηριστικά ένας ιστορικός,
“ανέτειλε όμορφα και ηλιόλουστα. Χιλιάδες ‘Ελληνες συνέκλιναν προς
την παραλία. Γαλανόλευκες σημαίες κυμάτιζαν στην προκυμαία και στόλιζαν τα
κτήρια κατά μήκος του θαλασσίου μετώπου. Για τους Έλληνες κατοίκους της πόλης
ήταν μια άνευ προηγουμένου συγκινητική περίσταση. Επρόκειτο για την υλοποίηση
ενός οράματος. Ουδείς διανοείτο πως η
εκεί παρουσία του ελληνικού στρατού μπορούσε να διαθέτει ημερομηνία λήξης. Με
τις σημαίες και τις γιρλάντες να πάλλονται μέσα στο πρωϊνό φως του ηλίου, η
ατμόσφαιρα ήταν πανηγυρική. Ένα μικρό
απόσπασμα, το οποίο αποβιβάστηκε πρώτο με σκοπό να θέσει υπό έλεγχο τα σημεία
της αποβίβασης, απέτυχε να κρατήσει το πλήθος σε απόσταση ασφαλείας. Ο καπνός
που ανέβαινε στον ορίζοντα, ήταν η πρώτη ένδειξη πως ο στόλος πλησίαζε. Στις
επτά ακριβώς, τα μεταγωγικά πλοία άρχισαν να διακρίνονται στο βάθος του κόλπου.
Μισή ώρα αργότερα, το επιβατηγό Πατρίς προσέγγισε στην προκυμαία. Από τη
γέφυρα, ακούστηκε ένα σάλπισμα. Την ίδια στιγμή, άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες
από όλα τα παραπλήσια ατμόπλοια”.
Μόλις ο
στολίσκος εισήλθε στο λιμάνι της Σμύρνης, ξεκίνησε η επιχείρηση αποβίβασης του
σώματος κατοχής. Σε αντιδιαστολή με τον αρχικό σχεδιασμό του ασκούντος τη διοίκηση
Έλληνα Συνταγματάρχη, ένα απόσπασμα, κινούμενο κατά μήκος της προκυμαίας,
πέρασε μπροστά από το στρατώνα, όπου η τουρκική φρουρά της πόλης τελούσε υπό
περιορισμό. Αίφνης, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ακολούθησε ομαδικό πυρ
εναντίον των εγκαταστάσεων από την πλευρά των Ελλήνων, με αποτέλεσμα την άμεση
παράδοση των εγκλείστων εκεί Τούρκων. Μέχρι σήμερα δεν εχει εξακριβωθεί η
ταυτότητα του προσώπου, το οποίο πυροβόλησε πρώτο. Προς στιγμή, οι ελληνικές
δυνάμεις απώλεσαν τον έλεγχο της όλης κατάστασης. Ορισμένοι Τούρκοι κακοποιήθηκαν καθώς
σπρώχθηκαν προς την προκυμαία. Βιαιοπραγίες, εξαιτίας των οποίων καταμετρήθηκαν θύματα εκατέρωθεν (καμιά
εκατοστή Τούρκοι, κάπως λιγότεροι Έλληνες) εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την πόλη. Επρόκειτο
για μια ατυχή απαρχή για την ελληνική στρατιωτική παρουσία, η οποία, όπως
ο Βενιζέλος την εκλάμβανε απευθυνόμενος προς τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας,
προοριζόταν να αναδειχθεί σε σημείο αναφοράς για τον ελληνικό πολιτισμό και να
λειτουργήσει μελλοντικά ως υπόδειγμα διακυβέρνησης ενός έθνους από ένα άλλο.
Πως βρέθηκε,
όμως, ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη; Οι αποφάσεις, οι οποίες οδήγησαν στη
στρατιωτική κατοχή της πόλης συγκροτούν από μόνες τους ένα δράμα, που
εντάσσεται σε ένα κατά πολύ μεγαλύτερο ομόλογό του: εκείνο της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού, από τις
σημαντικότερες του είδους στην παγκόσμια ιστορία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Woodrow
Wilson και οι πρωθυπουργοί της Μεγ. Βρετανίας, David Lloyd George, και της
Γαλλίας, Georges Clemenceau αγωνίστηκαν σκληρά, προκειμένου να καταφέρουν να
προσαρμόσουν στα δικά τους εθνικά συμφέροντα δίκαιες και μακρόπνοες επιλογές
για τη σφυρηλάτηση του μεταπολεμικού κόσμου. Η απόφαση περί αποστολής ελληνικών
στρατιωτικών δυνάμεων εντός της τουρκικής Μικράς Ασίας πήγαζε από τα διάφορα
διπλωματικά στρατηγήματα της εποχής του Πρώτου
Παγκοσμίου Πολέμου. Η υπόθεση της Σμύρνης αναδύθηκε στην επιφάνεια χάρη
σε ένα μοιραίο συνδυασμό: την επιθυμία
του συνασπισμού της Συνεννοήσεως να προσδέσει την Ελλάδα στο δικό του άρμα και
την εμμονή του Ελευθερίου Βενιζέλου να ευθυγραμμιστεί με αυτόν. Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση της Σμύρνης διέθετε όλες τις προδιαγραφές
προκειμένου να λειτουργήσει ως δόλωμα. Ένα δόλωμα, το οποίο θα επέτρεπε, ενδεχομένως, στον
Βενιζέλο να μεταπείσει τον βασιλέα Κωνσταντίνο κάνοντάς τον να αποδεχθεί την
πρόταση των Συμμάχων.
Η προσφορά της Σμύρνης
Οι πρώτοι μήνες
του πολέμου υπήρξαν μια περίοδος έντονης διπλωματικής κινητικότητας για όλα τα
εμπλεκόμενα κράτη. Τόσο ο συνασπισμός της Συνεννοήσεως όσο και εκείνος των
Κεντρικών Αυτοκρατοριών είχαν επιδοθεί σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού
περιφερειακών κρατών. Στις αρχές του 1915, στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, οι δυνάμεις της
Συνεννοήσεως είχαν εστιάσει την προσοχή τους πάνω σε τρεις χώρες: την Ελλάδα,
τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Αντικειμενικός τους στόχος ήταν να πείσουν μια ή
και περισσότερες από αυτές να προστρέξουν σε βοήθεια της
ευρισκόμενης υπό
αυστριακή επίθεση και άσχημα δοκιμαζόμενης, τότε, Σερβίας. Για να πετύχουν,
όμως, κάτι τέτοιο, έπρεπε να προτείνουν κάποιο αντίτιμο, υπό τη μορφή εδαφικών
ανταλλαγμάτων. Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, ο προαλειφόμενος, για
κάτι τέτοιο, χώρος, βρισκόταν προς βορρά (π.χ. Ανατολική Θράκη), και φάνταζε ως φυσική
προέκταση των προσαρτήσεων της εποχής των Βαλκανικών
Πολέμων. Μια προοπτική του είδους αυτού ερχόταν σε αντιδιαστολή με τα
συμφέροντα της Βουλγαρίας, στο ποσοστό, κατά το οποίο οι Σύμμαχοι προσδοκούσαν
και τη δική της προσχώρηση ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, την τήρηση
ευμενούς ουδετερότητας έναντι του πολέμου. Ως εκ τούτου, μοναδική
προσφερόμενη εναλλακτική λύση ήταν η Μικρά Ασία. Η παρέμβαση της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων απάλλαξε
τους Συμμάχους από κάθε είδους αναστολές. Ήταν, πλέον, σε θέση να προσφέρουν
στους Έλληνες τουρκικό έδαφος. Επιπρόσθετα, η εξέλιξη αυτή κατέστησε ακόμα πιο
ελκυστική τη σύμπραξη της Ελλάδας. Έτσι έχει το ιστορικό της ασυνήθιστης
προσφοράς προς την τελευταία, στην οποία προέβη στς 23 Ιανουαρίου 1915 ο υπουργός Εξωτερικών
της Μεγ. Βρετανίας, Sir Edward Grey. Συγκεκριμένα, σε τηλεγράφημα, που απηύθηνε
προς τον πρεσβευτή του στην Αθήνα, ο Grey τον εξουσιοδότησε να προσφέρει “υψίστης σημασίας εδαφικά ανταλλάγματα στα παράλια της Μικράς Ασίας” έναντι μιας εξόδου της
Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό του συνασπισμού της Συνεννοήσεως.
Η πρωτοβουλία
του Grey προκάλεσε πυρετώδεις συζητήσεις στην Αθήνα. Ο Βενιζέλος δεν εξέφρασε
απολύτως καμία επιφύλαξη. Ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί την πρόταση και να σύρει
την Ελλάδα στον πόλεμο. Ήδη από το 1912, την επομένη ακριβώς του Πρώτου
Βαλκανικού Πολέμου και τη συνάντηση που είχε με τον Lloyd George, έβλεπε
στο πρόσωπο της Μεγ. Βρετανίας έναν ισχυρό και αξιόπιστο επίδοξο προστάτη των
ελληνικών συμφερόντων. Διακατεχόμενος από μια τέτοια ψυχολογία, είχε
δρομολογήσει διμερείς συνομιλίες ενόψει μιας ευρύτερης ελληνοβρετανικής
συνεργασίας στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Φιλοδοξία του ήταν να
αξιοποιήσει οποιαδήποτε ευκαιρία, που θα επέτρεπε μια εδαφική επέκταση του
ελληνικού κράτους καθώς και τη συμπερίληψη, εντός των νέων ορίων του
τελευταίου, των Ελλήνων, που κατοικούσαν εντός της οθωμανικής επικράτειας. Με
τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θα αναβαθμιζόταν σε αξιόλογη μεσογειακή δύναμη. Η
απόκτηση της Σμύρνης και σημαντικού τμήματος του οθωμανικού εδάφους, όπου,
μεταξύ άλλων, κατοικούσε μια πολυπληθής και σχετικά ακμάζουσα ελληνική
κοινότητα, συνιστούσε το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Στο αντίπαλο
στρατόπεδο, εκείνο του βασιλέα και των κορυφαίων συμβούλων του Γεωργίου Στρέϊτ,
υπουργού Εξωτερικών και Ιωάννη Μεταξά, ανώτατου επιτελικού αξιωματικού και
πρώην στρατιωτικού συμβούλου του Βενιζέλου, υπήρχε έντονος προβληματισμός. Η
προσφορά της Σμύρνης ήταν
ασφαλώς ελκυστική. Μάλιστα, μπορούσε να εκληφθεί ως
το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της υλοποίησης του μεγάλου ελληνικού
οράματος: της απελευθέρωσης της
Κωνσταντινούπολης και της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, πέραν της, ούτως ή άλλως, υφισταμένης πολιτικής
αντιπαλότητας, τα μεγαλεπήβολα όνειρα του Βενιζέλου ενεργοποιούσαν αντιδράσεις
καχυποψίας. Πόσο μάλλον που η καλή πρόθεση των χωρών της Συνεννοήσεως τελούσε
υπό αμφισβήτηση. Αν μη τι άλλο, προεξοφλούσε την ήττα της Γερμανίας και της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που ο Κωνσταντίνος και το περιβάλλον του
δυσκολεύονταν να αποδεχτούν. Να λοιπόν, γιατί η καχυποψία και ο προβληματισμός
υπερίσχυσαν τελικά του πειρασμού.
Οι παραπάνω
επιφυλάξεις αποκρυσταλλώθηκαν σε μια ολόκληρη σειρά συνεδριάσεων και
υπομνημάτων περί τα τέλη Ιανουαρίου και εντός του Φεβρουαρίου 1915.⁴ Η επιχειρηματολογία στρεφόταν εν μέρει γύρω από την
υπάρχουσα πολιτική και στρατιωτική κατάσταση και τους συσχετισμούς και εν μέρει
γύρω από τις μακροπρόθεσμες συνέπειες ενδεχόμενης αποδοχής της προσφοράς του
Sir Edward Grey. Συνέπειες, οι οποίες αντανακλούν την εν γένει κατάσταση έτσι
όπως αυτή διαμορφώθηκε στο Παρίσι και στη Σμύρνη αργά την άνοιξη του 1919. Η ισορροοπία των επιχειρημάτων
αποτυπώνεται στις τοποθετήσεις των Βενιζέλου και Μεταξά, οι σταδιοδρομίες των
οποίων διαπλέκονταν σε πολλά σημεία. Ωστόσο, οι δυο άνδρες διακατέχονταν από
συναίσθημα αμοιβαίου σεβασμού, ακόμη και όταν συγκρούονταν μεταξύ τους
ανελέητα. Ο
Βενιζέλος, συνεπαρμένος υπέρμετρα από την προοπτική μιας εδαφικής
επέκτασης, θεωρούσε πως η απόκτηση της
Σμύρνης και της Δυτικής Μικράς Ασίας ήταν κάτι το εφικτό. Πόσο
μάλλον εάν έχαιρε της υποστήριξης της Μεγ. Βρετανίας. Σε αυτή την προοπτική, ο Μεταξάς αντέτασσε τα στρατιωτικής φύσεως εμπόδια
ως προς το γεωγραφικό και εθνογραφικό γίγνεσθαι της μεταπολεμικής Τουρκίας
καθώς και το πνεύμα, από το οποίο διακατεχόταν ο τουρκικός λαός.
Οι
διαφοροποιήσεις Βενιζέλου και Κωνσταντίνου οδήγησαν στη διαίρεση του ελληνικού
λαού και στον επονομαζόμενο “Εθνικό Διχασμό”, καθώς και σε μια μετατόπιση του κέντρου
βάρους στη Μακεδονία, όπου από τα τέλη του 1915 έως τα τέλη του 1918, ένα διεθνές εκστρατευτικό σώμα απαρτιζόμενο από
Γάλλους, Βρετανούς, Σέρβους, Έλληνες, Ιταλούς και Ρώσους, υπό γαλλική διοίκηση,
αντιπαρατάθηκε με στρατεύματα προερχόμενα από τη Γερμανία, την Αυστρία και τη
Βουλγαρία. Η προσφορά της Σμύρνης είχε ουσιαστικά πάψει να υφίσταται, σε μεγάλο
βαθμό εξαιτίας της απροθυμίας του βασιλέα να την αποδεχθεί και ως εκ τούτου της
αδυναμίας της Ελλάδας να μπορέσει να ανταποκριθεί. Όμως, ο Βενιζέλος δεν την
είχε λησμονήσει. Αρκούσε μια συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο, στο πλευρό των
χωρών της Συνεννοήσεως, προκειμένου να ενεργοποιηθεί εκ νέου και να
συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων μετά το πέρας
των
εχθροπραξιών. Την επομένη των επιτυχιών των Συμμάχων στο μακεδονικό μέτωπο,
ο Βενιζέλος επισκέφτηκε το Λονδίνο και, κατόπιν, το Παρίσι, όπου και
εκπροσώπησε τη χώρα του στις εργασίες του Συνεδρίου της Ειρήνης. Τότε ακριβώς
καθορίστηκε η μοίρα των ηττημένων, έπειτα από μήνες ολόκληρους εντατικών
διαπραγματεύσεων. Μεταξύ των ηττημένων συγκαταλεγόταν και η Οθωμανική
Αυτοκρατορία, η οποία περιέκλειε το μεγάλο τρόπαιο, που ο Έλληνας πρωθυπουργός
προόριζε για τη χώρα του: τη
Σμύρνη.
Οι διαπραγματεύσεις της ειρήνης στο
Παρίσι
Το κύρος του
Βενιζέλου είχε φτάσει τότε στο απόγειό του. Είχε καταφέρει να εξασφαλίσει
εξέχουσα θέση ανάμεσα στους ηγέτες των δευτερευόντων κρατών, χάρη στην
προσωπική γοητεία που εξέπεμπε αλλά και στη σκληρή προσπάθεια, στην οποία είχε
επιδοθεί. Συνάμα, όμως, και να εξαργυρώσει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο το γεγονός,
ότι χάρη σε αυτόν, η Ελλάδα είχε μετεξελιχθεί σε αξιόπιστο σύμμαχο της
Συνεννοήσεως. Ως προς αυτό το τελευταίο, συνέδραμε τα μέγιστα η φιλική του
σχέση με τον Lloyd George, όπως και η διαπραγματευτική του ικανότητα, όποτε
συναλλασσόταν με τους υπόλοιπους μεγάλους. Αυτό ακριβώς υπήρξε το σκηνικό για
την απόφαση περί Σμύρνης. Όταν έφτασε η στιγμή της υποστήριξης των ελληνικών
διεκδικήσεων, ο Βενιζέλος έκανε χρήση, τόσο σε πολυμερές όσο και σε διμερές
επίπεδο, μιας μεθοδικά προετοιμασμένης επιχειρηματολογίας. Εξέφρασε την
υποστήριξή του προς τον θεσμό της Κοινωνίας των Εθνών
(το πνευματικό τέκνο του προέδρου Wilson), συμμετείχε
στρατιωτικά στη Συμμαχική εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία (η
πατρότητα της οποίας ανήκε στον Clemenceau), γοήτευσε τον Lloyd George και τα υπόλοιπα
μέλη της βρετανικής αντιπροσωπείας.
Εργασίες της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στην αίθουσα των
κατόπτρων του ανακτόρου των Βερσαλλιών.
Θύματα της γοητείας του, οι ηγέτες της Δύσης θέλησαν να
τον βοηθήσουν. Ακόμα και η απόφαση σχετικά με την εκχώρηση της Σμύρνης, πάρθηκε
με βεβιασμένο, σχεδόν επιπόλαιο τρόπο. Είχε προηγηθεί μακρύς και επίπονος
στοχασμός, προκειμένου να βρεθεί μια φόρμουλα, που θα εξασφάλιζε τη διάλυση της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ικανοποίηση των ελληνικών επιδιώξεων. Την
ανεύρεση της παραπάνω φόρμουλας ανέλαβε μια ειδική επιτροπή του Συμβουλίου των
Τεσσάρων, η οποία, από βρετανικής πλευράς, περιλάμβανε στους κόλπους της τους
Arnold Toynbee και Harold Nicolson. Η επιτροπή κινήθηκε προς την κατεύθυνση
ενός συμβιβασμού ανάμεσα στην εθνική υπερηφάνεια των Τούρκων και τις
διεκδικήσεις των Ελλήνων, συνυπολογίζοντας την οικονομική και στρατιωτική
παράμετρο. Μόλις, όμως, η Ιταλία, μια χώρα ευρισκόμενη σε αναζήτηση αποικιών,
έστειλε τον πολεμικό της στόλο επιτόπου, σε μια εμφανή προσπάθεια να εκβιάσει
υπέρ των δικών της συμφερόντων τις αποφάσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου, οι Lloyd
George, Clemenceau και Wilson αντέδρασαν πάραυτα, αποφασίζοντας την άμεση
αποστολή του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Επρόκειτο για μια μοιραία απόφαση.
Ο Lloyd George εκμεταλλεύτηκε το στραβοπάτημα των Ιταλών, όπως και την εις
βάρος τους αγανάκτηση του Wilson. Με τον τρόπο αυτό, κατάφερε να αποσπάσει την
έγκριση των δυο συναδέλφων του και να εξουσιοδοτήσει τους Έλληνες να καταλάβουν
τη Σμύρνη. Η σχετική στιχομυθία έχει
καταγραφεί πλήρως στα πρακτικά της Συνδιάσκεψης:
Lloyd George: Επιμένω
πως δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην Ιταλία να μας θέσει προ τετελεσμένου στην
Ασία. Ας εξουσιοδοτήσουμε τους Έλληνες να αποβιβάσουν στρατεύματα στη Σμύρνη…
Wilson: Γιατί
δεν τους λέμε να το πράξουν ευθύς αμέσως; Έχετε κάποια αντίρρηση ως προς αυτό;
Lloyd George: Απολύτως
καμία.
Clemenceau: Ούτε
κι εγώ. Μήπως, ωστόσο, οφείλουμε να ενημερώσουμε προηγουμένως τους Ιταλούς;
Lloyd George: Κατά
την άποψή μου, όχι.⁷
Με γνώμονα τα
μετέπειτα διαδραματισθέντα, δηλαδή την μακρά και επίπονη ελληνική εκστρατεία,
όπως και την ατυχή της έκβαση τον Αύγουστο του 1922, η προαναφερθείσα απόφαση φαντάζει εκ πρώτης όψεως
παράδοξη έως και λανθασμένη. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για προϊόν
αυτοσχεδιασμού, δίχως πρόνοια για τις συνακόλουθες συνέπειες μέσα στην ίδια την
Τουρκία. Υπάρχουν, όμως, και παράγοντες, που λειτουργούν ως ελαφρυντικό.
Σχετίζονται με την ισχυρή πίεση, υπό την οποία τελούσαν εκείνοι που την έλαβαν,
ειδικότερα ως προς τα ζητήματα της ολοκλήρωσης του κύκλου των διαπραγματεύσεων
για τη συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία, της απειλητικής εξέλιξης της κατάστασης
στη Ρωσία, τέλος, τη διαμόρφωση της μεταπολεμικής πραγματικότητας στην
Κεντρική
και ΝΑ Ευρώπη. Οι όποιες λανθασμένες ενέργειες δεν οφείλονται σε ανεπάρκειες
και ελλείψεις του μηχανισμού της Συνδιάσκεψης. Είναι αποτέλεσμα πίεσης και
δυσκολίας εύρεσης λύσης σε πολλά και σημαντικά εκκρεμή ζητήματα. Στην περίπτωση
που μας απασχολεί, η Συνδιάσκεψη κινούνταν σε αχαρτογράφητο τοπίο: την
επικείμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την (προσωρινή) υπαγωγή του τουρκικού
στρατού στις επιταγές της συνθηκολόγησης, τις εκτιμήσεις ως προς την ικανότητα
της Ελλάδας να εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία, τη χρονική διάρκεια της στρατιωτικής
υπεροχής των Συμμάχων.
Στα παραπάνω
οφείλει κανείς να προσθέσει και μια εξαιρετικά ανησυχητική οικονομική διάσταση.
Τη στιγμή της έναρξης της ελληνικής κατοχής, η κατάσταση των οικονομικών της
χώρας ακολουθούσε φθίνουσα πορεία. Η τριετία 1919-1922, υπήρξε μια περίοδος σταθερής και αργότερα ταχείας
επιδείνωσης. Ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου 1919, ο Έλληνας υπουργός
Οικονομικών είχε προειδοποιήσει τον Βενιζέλο ως προς την επιβάρυνση, την οποία
επέφερε το κόστος της στρατιωτικής εκστρατείας, επισημαίνοντας πως, κάτω από
παρόμοιες συνθήκες, ήταν αδύνατο για τη χώρα να προσφύγει σε εξωτερικό
δανεισμό.
Με δεδομένη την
πατροπαράδοτη ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, θα περίμενε
κανείς επίδειξη μεγαλύτερης μέριμνας εκ μέρους των Συμμάχων της Συννενοήσεως
για μια ειρηνική κατοχή της Σμύρνης. Θα μπορούσαν, λ.χ., να αναθέσουν την
τελευταία σε μια μεικτή δύναμη, αποτελούμενη από Βρετανούς, Γάλλους,
Αμερικανούς και Ιταλούς. Τα πραγματα προσέλαβαν διαφορετική τροπή. Ο
πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν αποφασισμένος να χειριστεί την όλη υπόθεση ως
ευκαιρία επίδειξης ισχύος, προοίμιο για μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία.
Απασχολημένοι με πολλά άλλα ζητήματα, οι Σύμμαχοι έσπευσαν να αφήσουν τον
έλεγχο της όλης κατάστασης στον Βενιζέλο. Το αποτέλεσμα, που προέκυψε, ήταν ταραχές και σκοτωμοί μέσα στους δρόμους της Σμύρνης.
Η βία εξαπλώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς στην ευρύτερη ενδοχώρα. Η λογική της
ελληνικής εντολής πρέσβευε τη διατήρηση της τάξης και της ησυχίας σε ολόκληρη
τη ζώνη κατοχής. Η ελληνική διοίκηση και τα ελληνικά όπλα επέκτειναν την
επιρροή και παρουσία τους σε μια περιοχή, όπου οι Έλληνες αποτελούσαν
αριθμητικά μειοψηφία, οι δε Τούρκοι, πλειοψηφία.
Αντιδράσεις σε βάρος της ελληνικής
κατοχής
Παρόλη την
αρχική κακοτυχία, ο Βενιζέλος αντιμετώπισε την εντολή του Ανωτάτου Συμβουλίου
των Συμμάχων προς την Ελλάδα ως το πρώτο βήμα προς την πλήρη προσάρτηση της
Σμύρνης και της ενδοχώρας. Επιπρόσθετα, επρόκειτο για μια πολλά υποσχόμενη
περιοχή, ικανή να τροφοδοτήσει τη χώρα με προϊόντα, πολιτισμό και ανθρώπινο
δυναμικό. Η επικύρωση της ελληνικής εντολής εκκρεμούσε ενόψει της υπογραφής της
συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την οποία χρειάστηκε να
παρέλθει άνω του ενός έτους έως ότου λάβει χώρα, τον Αύγουστο του 1920. Μέσα
στο χρονικό αυτό διάστημα η κατάσταση επιτόπου είχε επιδεινωθεί για την Ελλάδα,
καθιστώντας αδύνατη την επικύρωση της συνθήκης. Ο κύριος υποκινητής της
ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Σμύρνη, Lloyd George, ήταν ευτυχής που
είχε καταφέρει να βοηθήσει τον προσωπικό του φίλο,
Βενιζέλο, και μέσω του
τελευταίου να προωθήσει αυτά που ο ίδιος εκλάμβανε ως βρετανικά στρατηγικά
συμφέροντα. Υπήρχαν, όμως, και άλλοι με διαφορετική οπτική. Η πλειοψηφία της
βρετανικής στρατιωτικής ηγεσίας θεωρούσε την ελληνική εντολή ως ασύμφορη. Ανάλογη
υπήρξε και η στάση των αμερικανικών διπλωματικών και στρατιωτικών υπηρεσιών. Με
την πάροδο του χρόνου κατέστη σαφές πως, σε αυστηρά πολιτικό και διπλωματικό
επίπεδο, οι Γάλλοι θα επέλεγαν τους Τούρκους και όχι τους Έλληνες. Όσο για τους
Ιταλούς, οι οποίοι είχαν εξαιρεθεί από τη διαδικασία της εκχώρησης της εντολής
προς την Ελλάδα, καιροφυλακτούσαν, προκειμένου να υπονομεύσουν την ελληνική
κατοχή.
Από τουρκικής
πλευράς ήταν επόμενο να κυριαρχεί μια αίσθηση εθνικής ταπείνωσης. Η αίσθηση
αυτή εκπροσωπούσε τόσο μια εξαντλημένη και ευθυγραμμισμένη με τις
επιταγές της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης
κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, όσο και ένα νεοφερμένο στο στερέωμα παράγοντα.
Το καλοκαίρι του 1919, ο στρατηγός Μουσταφά
Κεμάλ, ο οποίος είχε σταλεί ως επιθεωρητής του στρατού στις ανατολικές επαρχίες
της αυτοκρατορίας, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του, εγκαινίασε μια προσπάθεια
αναδιοργάνωσης των καταλοίπων του τουρκικού στρατού, αποστασιοποίησης από τις
θέσεις της επίσημης κυβέρνησης και αναπτέρωσης του ηθικού προς την κατεύθυνση
ενός αγώνα ανεξαρτησίας και αποτίναξης της ελληνικής παρουσίας.
Την ίδια εποχή,
ο Βενιζέλος ήταν, ως επί το πλείστον, απών από την Αθήνα. Εκπροσωπούσε τα
ελληνικά συμφέροντα στο Παρίσι. Τη διακυβέρνηση ασκούσαν οι συνεργάτες, τους
οποίους είχε αφήσει πίσω, στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος
Γούναρης και ο πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Ιωάννης Μεταξάς,
βρίσκονταν εξόριστοι στην Κορσική, όπου τελούσαν υπό την επιτήρηση των γαλλικών
αστυνομικών αρχών. Δεν ήταν, συνεπώς, σε θέση να τοποθετηθούν έναντι
της αποστολής των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη. Παρά ταύτα, στο Ημερολόγιο του Μεταξά είναι
καταγεγραμμένη η αρνητική τους διάθεση. Συγκεκριμένα, στις 5/18 Μαΐου υπάρχει η ακόλουθη
καταχώριση: “ …Το βράδυ αι
εφημερίδες: Οι Έλληνες
κατέλαβον την Σμύρνην! Στρατιωτική κατοχή. Βεβαιότης ότι θα την λάβη.
Ετελείωσε! Ημείς ηττήθημεν οριστικώς πολιτικώς, αλλά ας μεγαλυνθή η Ελλάς, και
ας ευδαιμονήση, όπως αυτή νομίζει καλλίτερον. Ημείς θα ζήσωμεν εν εξορία,
φυγάδες, πτωχοί, καταδιωκόμενοι…”.⁹
Πρώτες δυσκολίες: Η Διεθνής Ανακριτική
Επιτροπή
Οι αρχικοί
πέντε μήνες της κατοχής αποδείχτηκαν δύσκολοι για τους Έλληνες. Λίγοι ήταν
εκείνοι, που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα εκχώρησης της εντολής εκ μέρους των
Τριών Μεγάλων. Πήγαζε, άλλωστε, από το δίκαιο του νικητή. Ωστόσο, τα κρούσματα
βίας, τα οποία πλαισίωσαν την άφιξη των ελληνικών στρατευμάτων, συνέπεσαν με
την εμφάνιση των πρώτων επιφυλάξεων ως προς τον βαθμό εμπιστοσύνης έναντι των
ελληνικών διοικητικών αρχών της Δυτικής Μικράς Ασίας, καθώς επρόκειτο για μια
περιοχή, όπου κατοικούσε μεγάλος αριθμός Τούρκων Μουσουλμάνων. Οι ειρηνοποιοί
αντέδρασαν όπως κάθε κυβερνήτης που αντιμετωπίζει προβλήματα και δυσκολίες.
Συγκεκριμένα, αποφάσισαν τη σύσταση μιας Ανακριτικής Επιτροπής, επιφορτισμένης
με την αποστολή να διερευνήσει τα έκτροπα της 15ης Μαΐου 1919. Μήπως, προσφεύγοντας σε αυτό το μέτρο, είχαν κατά νου
κάποια μεταβολή προς την κατεύθυνση μιας αναστολής ή, ακόμα, μιας αποχώρησης
της ελληνικής διοίκησης; Οι εξελίξεις συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Η
εγκαθιδρυθείσα δύναμη διαθέτει, πάντοτε, πλεονεκτήματα. Στη δε συγκεκριμένη
περίπτωση, εγκαθιδρυθείσα δύναμη ήταν η Ελλάδα. Πόσο μάλλον που έχαιρε της
αμέριστης συμπαράστασης της Μεγ. Βρετανίας και εκείνης, περισσότερο
αμφιλεγόμενης, της Γαλλίας. Μια διαταγή του Ανωτάτου Συμβουλίου για αποχώρηση
των ελληνικών αρχών από τη Σμύρνη, θα ισοδυναμούσε με ομολογία αποτυχίας.
Την Ανακριτική Επιτροπή στελέχωναν ένας Αμερικανός ναύαρχος και
ένας Βρετανός, Γάλλος και Ιταλός στρατηγός. Χρειάστηκαν 46 συνεδριάσεις,
ακροάσεις μαρτύρων από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και αυτοψίες στη Σμύρνη και,
γενικότερα, εντός των ορίων της ελληνικής ζώνης κατοχής. Τον Οκτώβριο 1919, η Επιτροπή κατέθεσε το πόρισμά της. Ήταν εξόχως επιβλαβές για την ελληνική υπόθεση. Η Επιτροπή κάλεσε το Ανώτατο Συμβούλιο να αποδεχθεί
μια πραγματικότητα: την ατέρμονη αντίσταση των Τούρκων ενάντια στην ελληνική
κατοχή. Το πόρισμα διακατεχόταν από μια στυγνή λογική: η ελληνική
κατοχή ήταν αδύνατο να διαιωνιστεί, παρά μόνο στην περίπτωση εκείνη, κατά την
οποία το Συνέδριο της Ειρήνης
ανακοίνωνε την “οριστική
και πλήρη προσάρτηση” της περιοχής στην Ελλάδα. Όμως, μια προσάρτηση του
είδους αυτού αντέβαινε στο σεβασμό της αρχής των εθνοτήτων, από τη στιγμή που
σε ολόκληρο το βιλαέτι του Αϊδινίου (με μοναδική εξαίρεση τη Σμύρνη
και το Αϊβαλί), η αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στοιχείου έναντι
του ελληνικού, ήταν “αδιαμφισβήτητη”. Η Επιτροπή προχωρούσε
περαιτέρω, επισημαίνοντας πως το τουρκικό εθνικό φρόνημα “ουδέποτε θα αποδεχόταν μια
τέτοια προσάρτηση, παρά μόνο δια της βίας”. Κατά συνέπεια, η ελληνική κατοχή έπρεπε να
λάβει τέλος.¹º
Όταν, στις 8 Νοεμβρίου, το Ανώτατο Συμβούλιο έλαβε γνώση του
τελικού πορίσματος, ο Clemenceau ζήτησε, για πρώτη φορά, εξηγήσεις σχετικά με
την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος αντέδρασε με σφοδρότητα, τόσο
σε προφορικό όσο και σε γραπτό επίπεδο. Επρόκειτο για μια κομβική συγκυρία. Τη
μοναδική, ίσως, όπου με αφορμή την επίκληση του πορίσματος της Επιτροπής, η
Ελλάδα μπορούσε να έχει αποπεμφθεί από τη Μικρά Ασία, τηρώντας τα προσχήματα.
Με τί είδους τίμημα, όμως, σε βάρος των εκεί ελληνικών κοινοτήτων; Η ευκαιρία
χάθηκε, και η Ελλάδα συνέχισε να ασκεί την εντολή, η οποία της είχε ανατεθεί,
κάτω από ολοένα και πιο αντίξοες συνθήκες.
Αριστείδης Στεργιάδης: ένας
αμφιλεγόμενος ΄Υπατος Αρμοστής
Από την πρώτη
στιγμή, ο Βενιζέλος είχε κοινοποιήσει προς κάθε κατεύθυνση, πως δεν επρόκειτο
να ανεχθεί κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των στρατιωτικών. Όμως, η στρατιωτική
διάσταση δεν ήταν η μόνη του όλου προβλήματος. Η Ελλάδα όφειλε, επίσης, να
εγκαταστήσει μια ρωμαλέα και αμερόληπτη διοίκηση. Ο κλήρος για την αποστολή
αυτή έπεσε σε έναν ευυπόληπτο Κρητικό, τον Αριστείδη Στεργιάδη.
Ο Στεργιάδης
υπήρξε προσωπική επιλογή του Βενιζέλου. Οι δυο άνδρες γνωρίζονταν από την εποχή
της διεθνούς κατοχής της Κρήτης από βρετανικές, γαλλικές, ιταλικές και ρωσικές
στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Στεργιάδης ασκούσε, τότε, χρέη εκπροσώπου του
Βενιζέλου στην ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου. Αργότερα, προς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε ως
Γενικός Διοικητής της Ηπείρου, αποσπώντας την εμπιστοσύνη του Βενιζέλου χάρη
στην πάταξη της ληστείας και την ορθή επιβολή του Νόμου, ενέργειες, στις οποίες
προέβη με τρόπο αποτελεσματικό. Συγχρόνως με την αποστολή ελληνικών δυνάμεων
στη Σμύρνη, ο Βενιζέλος τον κάλεσε να μεταβεί κατεπειγόντως επιτόπου.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την εγκατάστασή του, ο Στεργιάδης αποκατέστησε την τάξη,
απαιτώντας από τα τοπικά δικαστήρια και από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές να
επιδείξουν πνεύμα ισότιμης μεταχείρισης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Με τη στάση του αυτή, έδωσε σε πολλούς επώνυμους
συμπατριώτες του το πρόσχημα, προκειμένου να τον επικρίνουν για μεροληπτική
συμπεριφορά υπέρ του τουρκικού στοιχείου. Διέθετε, ωστόσο, τη συμπαράσταση του
Βενιζέλου, ο οποίος, ευκαιρίας δοθείσης, τον προστάτευε δημόσια ενάντια σε κάθε
είδους κριτική με προέλευση τη Σμύρνη και την Αθήνα
Η ελληνική
διοίκηση πληρούσε τις προδιαγραφές για να διαλύσει την καταιγίδα, που είχαν
προκαλέσει τα συμβάντα της 15ης Μαΐου και των επομένων
ημερών. Το καλοκαίρι του 1919 επικράτησε μια
εύθραυστη ισορροπία σε ολόκληρη τη ζώνη της ελληνικής εντολής. Βέβαια,
κρούσματα βίας, προερχόμενα από Τούρκους ατάκτους, δεν εξέλειπαν. Όμως, η
ελληνική στρατιωτική ισχύς στην περιοχή ήταν επαρκής, ούτως ώστε να μπορέσει να
διασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία της διοίκησης και του Ύπατου Αρμοστή. Το
όραμα του Στεργιάδη συμπεριλάμβανε την ίδρυση ενός Ιωνικού
Πανεπιστημίου, πρώτος πρύτανης του οποίου διετέλεσε ο διακεκριμένος
μαθηματικός Κωνσταντίνος
Καραθεοδωρή. Μόνο που ήταν αδύνατο για την εκπολιτιστική πολιτική
του Στεργιάδη, και της Ελλάδας γενικότερα, να επιζήσει των εγγενών προστριβών
του ιδίου με τις ελληνικές στρατιωτικές και εκκλησιαστικές αρχές, όπως και της
αντιπαράθεσης μεταξύ ελληνικού και μουσουλμανικού πληθυσμού.
Η πορεία προς τον όλεθρο
Η στρατιωτική
προσπάθεια των Ελλήνων με στόχο την καταστολή του κεμαλικού κινήματος, χρεώθηκε
με μια ολοκληρωτική ήττα. Ο τερματισμός της ελληνικής διοίκησης συνέπεσε με την
καταστροφή της Σμύρνης τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1922. Πώς και γιατί, άραγε,
τα πράγματα έφτασαν μέχρις αυτού του σημείου;
Η διήγηση
ξεκινά από τις εξελίξεις μεταξύ καλοκαιριού και φθινωπόρου 1920 και τις αντιδράσεις του Βενιζέλου, μόλις
συνειδητοποίησε το αδιέξοδο, το οποίο απειλούσε ευθέως την ευόδωση της
ελληνικής παρουσίας και κατοχής. Ήταν η στιγμή, που μέσα στο νου του Έλληνα
πρωθυπουργού έκρουσε ο κώδωνας του κινδύνου, καθώς προσμετρούσε το μέγεθος των
δυνάμεων εκείνων, οι οποίες είχαν παραταχθεί απέναντί του και ενώ οι δικοί του
σύμμαχοι εξέφραζαν ολοένα και μεγαλύτερη έλλειψη προθυμίας να προστρέξουν σε
βοήθειά του. Η συνομολόγηση της Συνθήκης
των Σεβρών στις 10
Αυγούστου 1920, προσέλαβε στην Ελλάδα μορφή επιβεβαίωσης της επιτυχούς
πολιτικής του. Μέσα, όμως, από την ανταλλαγείσα αλληλογραφία του με τον Lloyd
George κατά τους δύσκολους αυτούς μήνες, αναδεικνύονται ανάγλυφα στοιχεία
απόγνωσης μπροστά στον διαρκώς ανερχόμενο κεμαλικό κίνδυνο. Την ίδια, πάντοτε,
εποχή, ήταν αισθητές οι εξουθενωτικές επιπτώσεις της παρατεταμένης στρατιωτικής
κατοχής σε βάρος της ελληνικής οικονομίας. Ο
Βενιζέλος προτίμησε να αγνοήσει αυτά τα προειδοποιητικά σημάδια.
Είχε ψυχολογικά κλονιστεί από μια δολοφονική απόπειρα, που λίγο έλειψε να του
κοστίσει τη ζωή. Στις 12
Αυγούστου, τη μεθεπομένη, μόλις, της υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών, δυο βασιλικοί απότακτοι
αξιωματικοί τον πυροβόλησαν στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, στο Παρίσι.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, την προσοχή του μονοπώλησε η προετοιμασία των
εκλογών. Η ημερομηνία των τελευταίων είχε επιλεγεί από τον ίδιο.
Πίστευε
ακράδαντα πως οι συγκυρίες ευνοούσαν την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Η
υπογραφή της Συνθήκης, εμφανίστηκε ως δικαίωση της εξωτερικής του πολιτικής και
αναγορεύτηκε σε αιχμή του δόρατος της προεκλογικής του εκστρατείας. Ωστόσο,
φαίνεται πως δεν κατάφερε να πείσει το εκλογικό σώμα. Ο ίδιος και το κόμμα των
Φιλελευθέρων, του οποίου ηγείτο, υπέστησαν οδυνηρή ήττα. Σχεδόν αμέσως, επέλεξε
την οδό της αυτοεξορίας.
Η επάνοδος του Κωνσταντίνου
Από το
εκλογικό αποτέλεσμα προέκυψε καθεστωτική μεταβολή. Την επαύριο ενός
δημοψηφίσματος, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η διαχείριση
της εξουσίας περιήλθε στην αντιβενιζελική παράταξη. Το παράδοξο της όλης
υπόθεσης συνίσταται στο ότι η νέα κυβέρνηση, στους κόλπους της οποίας ξεχώριζε
ως ισχυρός άνδρας ο Δημήτριος Γούναρης, συνέχισε να εφαρμόζει, στον τομέα της
εξωτερικής πολιτικής, το πρόγραμμα του Βενιζέλου. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι
η εκλογική αποτυχία και η αναχώρηση του Βενιζέλου από την Ελλάδα θα μπορούσαν
να λειτουργήσουν ως αξιοποιήσιμη ευκαιρία για μια απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία
και τον τερματισμό μιας δαπανηρής, από κάθε άποψη, εκστρατείας.
Η παλινόρθωση
του Κωνσταντίνου κατέστησε ακόμα πιο δυσχερή τη θέση της νέας κυβέρνησης.
Κατόπιν πρωτοβουλίας των Γάλλων, οι οποίοι καταλόγιζαν στον Έλληνα μονάρχη την
γερμανόφιλη στάση, που είχε υιοθετήσει του κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (το
1916, Γάλλοι στρατιώτες είχαν απωλέσει τη ζωή τους μέσα στους δρόμους της
Αθήνας κατά τα γνωστά “Νοεμβριανά”), διακόπηκε
κάθε οικονομική παροχή προς τη χώρα. Κατόπιν τούτου, το κόστος
διατήρησης επί ποδός πολέμου ενός στρατού κατοχής εντός ξένου εδάφους,
μετέτρεψε την μικρασιατική εμπλοκή σε μια εμφανώς μη βιώσιμη υπόθεση. Στους κύκλους των βενιζελικών, υπήρχαν ακόμη
άτομα, τα οποία οραματίζονταν μια παραίτηση του Κωνσταντίνου υπέρ κάποιου από
τους γιούς του. Διέφευγε από την αντίληψή τους το γεγονός ότι ο τελευταίος
αποτελούσε το σύμβολο της αντιβενιζελικής παράταξης και της πρόσφατης εκλογικής
της επιτυχίας. Ήταν, επομένως, αδιανόητο να αναμένει κανείς από αυτόν να θυσιαστεί
οικειοθελώς υπό παρόμοιες συνθήκες. Ο Γούναρης επιδόθηκε σε μια προσπάθεια
αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των Συμμάχων έναντι της (κωνσταντινικής
πλέον) Ελλάδας. Για την επίτευξη του σκοπού του, είχε
επενδύσει στην υπάρχουσα, ακόμη, πεποίθηση του Lloyd George ως προς την
ικανότητα της χώρας να φέρει εις πέρας το φιλόδοξο πρόγραμμα του Βενιζέλου.
Προσέκρουε, όμως, σε μια ολόκληρη σειρά από παραμέτρους, οι οποίες
λειτουργούσαν ανασταλτικά, όπως ήταν η ανεπάρκεια των ιδίων των διαδοχικών
βασιλικών κυβερνήσεων, η οικονομική ευθραυστότητα, τέλος, η ακλόνητη
αποφασιστικότητα του Κεμάλ να θέσει τέλος στην ελληνική παρουσία στη Μικρά
Ασία.
Όπως και να
έχει, πάντως, το ζήτημα, η κυβερνητική μεταβολή του Νοεμβρίου 1920, προσέδωσε μια νέα
οπτική στην όλη υπόθεση. Η μικρασιατική εμπλοκή αντιμετωπιζόταν, πλέον, ως πρόβλημα και όχι ως ένδοξη πρόκληση. Με
την πάροδο του χρόνου, οι μεν βενιζελικοί συνειδητοποιούσαν ολοένα και
περισσότερο πως δεν υπήρχαν προοπτικές, προκειμένου να μπορέσει η
κυβέρνηση να επωμιστεί το φορτίο της Μικράς Ασίας, οι δε βασιλικοί
διακατέχονταν από ένα διαρκώς αυξανόμενο συναίσθημα απαισιοδοξίας ως προς το
επιχειρησιακό σκέλος. Οι όποιες πρωτοβουλίες των Βρετανών προς την κατεύθυνση
ανεύρεσης διπλωματικής λύσης στο αδιέξοδο ναυάγησαν, εξαιτίας της αδιαλλαξίας
των Τούρκων έναντι πάσης φύσεως συμβιβασμού. Η επιτάχυνση της επίλυσης των
διαφορών στο πεδίο των εχθροπραξιών φάνταζε ως η μόνη εναλλακτική επιλογή. Για
τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση Γούναρη αναγκάστηκε να στραφεί προς αναζήτηση
στρατιωτικής λύσης, προσβλέποντας στην καταστροφή του κεμαλικού κινήματος.
Δυστυχώς, και η νέα αυτή ελληνική εκστρατεία έμελλε να χρεωθεί με αποτυχία.
1921: Προς αναζήτηση στρατιωτικής
λύσης
Φαίνεται πως,
κατά κάποιο βαθμό, είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη του Γούναρη προς τον
αρχιστράτηγο του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, στρατηγό Αναστάσιο
Παπούλα. Έτσι εξηγείται γιατί ο πρωθυπουργός και οι συνάδελφοί του
βολιδοσκόπησαν, προβαίνοντας σε μια αιφνίδια και εντυπωσιακή πρωτοβουλία, τον
Ιωάννη Μεταξά. Ο Μεταξάς είχε αποδείξει τις αδιαμφισβήτητες επιτελικές του
αρετές στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Διέθετε, επομένως, όλες τις προδιαγραφές προκειμένου, για μια ακόμη φορά, να
αντιστρέψει τους στρατιωτικούς συσχετισμούς. Σε δυο περιπτώσεις, στις 25 και 29 Μαρτίου 1921, οι κυβερνητικοί
ιθύνοντες συναντήθηκαν μαζί του στην οικία του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Οι συνομιλίες έχουν καταχωριστεί λεπτομερώς
στο Ημερολόγιο του Μεταξά και
αναδεικνύουν ανάγλυφα την ανικανότητα των υπουργών να αξιολογήσουν την εν γένει
κατάσταση, την έλλειψη ιδεών που τους διέκρινε, τη μάταιη προσήλωσή τους σε μια
πολιτική, στην οποία ούτε οι ίδιοι πίστευαν στην πραγματικότητα, τέλος, τον
φόβο τους ότι, σε περίπτωση απώλειας του ελέγχου, θα διαμορφώνονταν συνθήκες,
ικανές να επαναφέρουν τον μισητό Βενιζέλο στην εξουσία. Η καταγραφή των
συνομιλιών από τον Μεταξά αποδίδουν εύγλωττα τις στρατηγικές και τακτικές
επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης όπως και τη χρεοκοπία των υπουργών. Για τους
τελευταίους, η πλέον επίφοβη εξέλιξη ήταν μια πτώση του βασιλικού καθεστώτος
και του ιδίου του βασιλέα ως επακόλουθο μιας στρατιωτικής ήττας στη Μικρά Ασία.
Η απάντηση του Μεταξά σε όλα αυτά υπήρξε δηκτική. Διακύβευμα του υπό διεξαγωγή
πολέμου δεν ήταν η επιβίωση του συγκεκριμένου πολιτικού καθεστώτος. Εάν ο πόλεμος
μπορούσε να προσλάβει νικηφόρα έκβαση χάρη σε μια επάνοδο του Βενιζέλου στην
εξουσία, τότε δεν έπρεπε να αποκλειστεί ούτε αυτό, ακόμα, το ενδεχόμενο.
Τα
επιχειρήματα, που ο Μεταξάς αντιπαρέβαλε, υπήρξαν απόλυτα συνεπή με εκείνα, τα
οποία είχε επικαλεστεί το 1915 και είχαν καταγραφεί σε
ένα υπόμνημα με αποδέκτη τον Βενιζέλο. Η φιλοδοξία της Ελλάδας ως προς τον
έλεγχο της Μικράς Ασίας ήταν ανέφικτη. Τούτο υπαγόρευαν εθνολογικοί,
γεωγραφικοί και ψυχολογικοί παράγοντες. Ο πληθυσμός, στη μεγάλη του πλειοψηφία,
ήταν τουρκικός και μουσουλμανικός. Ο ελληνικός στρατός θα ήταν υποχρεωμένος να
επιχειρεί σε αφιλόξενο έδαφος, ενώ την ίδια στιγμή οι Τούρκοι θα διέθεταν
άπλετο χώρο για να υποχωρήσουν και να ανασυνταχθούν. Τέλος, η Ελλάδα θα
βρισκόταν αντιμέτωπη με έναν τουρκικό εθνικισμό, αποφασισμένο να υπερασπιστεί
με κάθε κόστος την ίδια του τη χώρα. Ο Μεταξάς δεν ήταν διατεθειμένος να
ενστερνιστεί μια πολιτική, στην αξία της οποίας ο ίδιος δεν έτρεφε την
παραμικρή εμπιστοσύνη. Για το λόγο αυτό απέρριψε την πρόταση να αναλάβει το
αξίωμα του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου ή ακόμα εκείνο του Αρχιστρατήγου της
Στρατιάς της Μικράς Ασίας. Οι ατέρμονες και εξαντλητικές συζητήσεις της 25ης και 29ης Μαρτίου κατέληξαν σε παταγώδη
αποτυχία. Ο πόλεμος συνεχίστηκε έως την επώδυνη κατάληξή του δίχως τη συμπραξη
του Μεταξά.
1922: Η καταστροφή
Ο διάλογος
ανάμεσα στους Μεταξά και Γούναρη (αν και φαίνεται πως τη
μεγαλύτερη συμμετοχή στην όλη συζήτηση εκ μέρους των κυβερνητικών είχαν ο
οικοδεσπότης Πρωτοπαπαδάκης και ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης) επέτρεψε να διαφανούν
τα διλήμματα της επίσημης ελληνικής πλευράς. Ταυτόχρονα, έδωσαν μια πρόγευση όσων έμελλαν
να ακολουθήσουν ανάμεσα στην άνοιξη-καλοκαίρι 1921 και την καταληκτική
καταστροφή του Σεπτεμβρίου
1922. Ο
Μεταξάς δεν είχε προβλέψει την ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου. Είχε
διαγνώσει, απλώς, τις δυσκολίες των θερινών επιχειρήσεων του 1921, όταν ο ελληνικός στρατός αναλώθηκε σε μια
εξουθενωτική πορεία εντός της μικρασιατικής ενδοχώρας δια μέσου της Αλμυράς
Ερήμου. Η προέλαση είχε ως αντικειμενικό στόχο τη διάσπαση του τουρκικού
μετώπου στο ύψος του ποταμού Σαγγάριου και τη στρατιωτική κατάληψη της Άγκυρας,
της πρωτεύουσας του κεμαλικού κινήματος. Το σχέδιο απέτυχε, με αποτέλεσμα ο
ελληνικός στρατός να επανέλθει στη γραμμή εκκίνησης και να περιοριστεί σε
αμυντικής φύσεως επιχειρήσεις για ολόκληρο το υπόλοιπο 1921 και για το πρώτο ήμισυ του 1922. Στο
μεταξύ, η ελληνική οικονομία είχε αγγίξει το όριο της χρεοκοπίας.
Ενόσω το ηθικό
των Ελλήνων, τόσο στην πρώτη γραμμή όσο και στο εσωτερικό μέτωπο, βρισκόταν υπό
καθεστώς κατάρρευσης, οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την προετοιμασία της
τουρκικής αντεπίθεσης. Η τελευταία εκδηλώθηκε προς το τέλος του καλοκαιριού του
1922, υπό τις διαταγές του
Ismet Inönü. Ολοκληρώθηκε με την
πυρπόληση και καταστροφή της Σμύρνης, την εκκένωση από τον ελληνικό πληθυσμό
και τον τερματισμό της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας σε ολόκληρη τη Μικρά
Ασία.
Έτσι είχε η
καταστροφή της Σμύρνης, που σηματοδότησε το μέλλον της Ελλάδας και της Μικράς
Ασίας, τοποθετώντας, συνάμα, την οριστική ταφόπλακα στο όραμα της Μεγάλης
Ιδέας.
Ο Sir Michael Llewellyn-Smith παρακολούθησε
κλασσικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εισήλθε στη
βρετανική διπλωματική υπηρεσία το 1970 και υπηρέτησε επί τριάντα χρόνια στις
πρεσβείες της Μόσχας, του Παρισιού, της Βαρσοβίας, της Αθήνας καθώς και στην
Κεντρική Υπηρεσία, στο Λονδίνο. Διετέλεσε πρέσβης στην Πολωνία
(1991-1996) και στην Ελλάδα (1996-1999). Ως φοιτητής, δάσκαλος, διπλωμάτης
και περιηγητής έχει αφιερώσει περισσότερα από έντεκα χρόνια της ζωής του στην
Ελλάδα. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων με θέματα της ελληνικής ιστορίας
και πολιτισμού. Γνωστότερη είναι οι πραγματεία του για την ελληνική
εμπλοκή στη Μικρά Ασία με τίτλο: Ionian
Vision. Greece in Asia Minor, 1919-1922 (ελληνική έκδοση: Το Όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία,
1919-1922, Αθήνα, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, 2009). Άλλες του μελέτες
αναφέρονται στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, στην εξέλιξη
της πόλης των Αθηνών δια μέσου των αιώνων, στην ιστορία του κτηρίου της
βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα (πρώην οικίας Βενιζέλου). Ο Sir Michael
Llewellyn-Smith τιμήθηκε με τις διακρίσεις CMG το 1990 και το KCVO (Knight
Commander of the Victorian Order) το 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου