ΕΠΕΤΕΙΑΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Μαρίνος Αντύπας
Από τη Βικιπαίδεια,
Ο Μαρίνος
Αντύπας γεννήθηκε στο χωριό Φερεντινάτα της
περιοχής Πυλάρου στην Κεφαλονιά το1872 από μικροαστούς γονείς. Αποφοίτησε το 1897 από τη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν υπέρμαχος των λαϊκών ελευθεριών και των
φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως των ανθρώπων του μόχθου. Αγωνίστηκε σ'
όλη του τη ζωή για την αφύπνιση του λαού, και μάλιστα των αγροτικών και
εργατικών τάξεων.
Κατά την Κρητική Επανάσταση του
1896, πολέμησε μαζί με άλλους φοιτητές στο πλευρό
των Κρητών. Πολιτικοί και κοινωνικοί
αγώνες αποτελούν ένα βασικό γνώρισμά του: πραγματοποιεί
συλλαλητήρια όπου διώκεται, δικάζεται αλλά τελικά αποφυλακίζεται.
Το 1906, μετά
την αποτυχία του στις εκλογές στην Κεφαλλονιά (ως βουλευτής
Κρανιάς), φτάνει
στη Θεσσαλία και διευθύνει τα κτήματα
του θείου του, Γ. Σκιαδαρέση.
Εκεί αγωνίζεται για τα δικαιώματα των εξαθλιωμένων αγροτών της Θεσσαλίας. Οι ενέργειές του προκαλούν το
μίσος των τσιφλικάδων, που προσπαθούν να τον εκμηδενίσουν.
Ο Μ.
Αντύπας διατρέχει τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου και κινητοποιεί τους
αγρότες για τα δίκαιά τους, με αποκορύφωμα το συλλαλητήριο στο Λασποχώρι στις αρχές του 1907.
Οι τσιφλικάδες της Θεσσαλίας, βλέποντας πως με κανένα μέσο δεν μπορούν να τον
κάμψουν, αποφασίζουν τη δολοφονία του στις 8 Μαρτίου 1907 στον Πυργετό Λάρισας. Ηθικός αυτουργός ο Ιωάννης Κυριακός.
Οι τελευταίες λέξεις του Μαρίνου Αντύπα ήταν: "Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία".
Η δολοφονία του προκαλεί λαϊκές εκδηλώσεις και αντιδράσεις σε όλη την Ελλάδα.
Αφού
λοιπόν διαβάσατε την ‘’ΜΟΥΦΑ’’ παραπάνω, για τον ‘’γιαλαντζί ήρωα’’, διαβάστε και την αλήθεια.
Μαρίνος
Αντύπας – Ο μεγάλος απών του Κιλελέρ
Ο
Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το έτος 1872
στο χωριό Φερεντινάτα της Κεφαλλονιάς.
Ήταν μέλος της σοσιαλιστικής ομάδας του Καλλέργη και συμμετείχε στις
ιδεολογικές ζυμώσεις των σοσιαλιστικών κύκλων της πρωτεύουσας.
Το
έτος 1900 εξέδωσε στο Αργοστόλι
της Κεφαλλονιάς την εφημερίδα «Ανάστασις», η οποία εξέφραζε σοσιαλιστικές και αναρχικές απόψεις. (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 1 Μαρτίου 2001,
Ιστορικά σελ. 72).
Στη
Θεσσαλία ήρθε το καλοκαίρι του έτους 1906 σε
ηλικία 34 ετών και εγκαταστάθηκε στο χωριό Λασποχώρι (σημερινό Ομόλιο)
ως επιστάτης στο τσιφλίκι του θείου του (αδελφού της μητέρας του) Γεωργίου Σκιαδαρέση από την Κεφαλλονιά. Ο
θείος του, που ήταν γεωπόνος, ζούσε χρόνια στη Ρουμανία όπου καλλιεργούσε
μεγάλες εκτάσεις.
Ο
Πηνειός χώριζε στα δύο το τσιφλίκι του θείου του. Ο Μ. Αντύπας τοποθετήθηκε ως επιστάτης του τσιφλικιού στη δεξιά όχθη
του ποταμού και ο πρώτος του εξάδελφος Παναγιώτης
Σκιαδαρέσης στην αριστερή όχθη.
Ο
Παναγιώτης Σκιαδαρέσης εγκαταστάθηκε στο χωριό Πυργετός στον Πύργο (κούλια) κονάκι, που ήταν
ιδιοκτησία των δύο τσιφλικάδων Σκιαδαρέση και Μεταξά.
Στο
τσιφλίκι του Αριστείδη Μεταξά, που καταγόταν κι αυτός από
την Κεφαλλονιά, επιστάτης ήταν ο Ιωάννης Κυριάκος
από τον Αστακό Μεσολογγίου και διέμενε στον ίδιο Πύργο (κονάκι) με τον Παναγιώτη Σκιαδαρέση.
Ο
Αντύπας βρέθηκε στη Θεσσαλία την εποχή που οι αγρότες
ήταν εξοργισμένοι από τη μορτή, αλλά δεν φαίνεται να τον απασχόλησε ιδιαίτερα.
Δεν ήταν παρά ένας ωραίος και ρομαντικός
επαναστάτης. Δεν παρότρυνε τους αγρότες ούτε σε καταλήψεις, ούτε σε
ξεσηκωμούς εναντίον των τσιφλικάδων. Πίστευε
σε μεταρρυθμίσεις του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με διανομή των τσιφλικιών και
αποζημίωση των τσιφλικάδων.
Δεν πρόσθεσε τίποτε το νεώτερο στο ιδεολογικό περιεχόμενο του αγροτικού
κινήματος της Θεσσαλίας, αποδεχόμενος απλά και ο ίδιος το ιδεολογικό
περιεχόμενο, το οποίο είχε διαμορφωθεί από τους Θεσσαλούς αγρότες από τους
προηγούμενους αγώνες τους.
Το
αγροτικό κίνημα στη Λάρισα, με επικεφαλής το γιατρό Καραπαναγιώτη,
ήταν δικτυωμένο με όλα τα χωριά του νομού, οι δε αγρότες κολλήγοι είχαν αρχίσει
τον αγώνα τους από το έτος 1881, δηλαδή
αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Ο
Λάζαρος Αρσενίου στο Βιβλίο του «ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ
ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΤΟΥΣ 1881 -1993, σελ.187», γράφει για τον Μαρίνο Αντύπα:
«Έζησε δέκα περίπου
μήνες στη Θεσσαλία. Μερικοί του αποδίδουν μυθικές
διαστάσεις. Μετέδωσε, γράφουν, εκεί την ιδέα του σοσιαλισμού,
την ιδέα της εξεγέρσεως των αγροτών, αυτός προετοίμασε το Κιλελέρ, ήταν
πρωτεργάτης κλπ. Ασφαλώς πρόσθεσε και τη δική του φλόγα στον αγώνα των
Θεσσαλών, αλλά πολλά, από όσα αποδίδονται σ’ αυτόν, είχαν προηγηθεί. Έπειτα, η
εξέγερση δεν αποτελεί γεγονός αυθαίρετο, ούτε προσδιορίζεται όπως μια γιορτή ή
άλλη εκδήλωση, ούτε εκτελείται όπως μια στρατιωτική άσκηση με εντολές και
μάλιστα εντολές εκφωνημένες πριν από τρία χρόνια. Αποτελεί κατάληξη πολλών
αγώνων και όταν ξεσπάσει κάπου ξαφνικά, φαινομενικά είναι ξαφνική. Προϋπάρχουν
αίτια και παράγοντες, όπως οργανωμένη συγκέντρωση δυνάμεων, συνειδητοποιημένος
στόχος, κλιμακωμένοι αγώνες από απλούστερες μέχρι ανώτερες μορφές πάλης.
Προϋπάρχουν με άλλα λόγια
μακροχρόνιες «αγωνιστικές επιδόσεις»
της τάξης ή των τάξεων, που καλούνται να την αναλάβουν. Αλλά ούτε αυτό αρκεί.
Απαιτούνται και κατάλληλες
συνθήκες. Στη Θεσσαλία, όπως είναι γνωστό, ξέσπασαν μεγάλες εξεγέρσεις. Όμως δεν ξέσπασαν τον καιρό του Αντύπα το 1907,
ούτε τον επόμενο ή τον μεθεπόμενο χρόνο, αλλά το1910, όταν δηλαδή δημιουργήθηκε
απροσδόκητα η ευκαιρία. Και δεν ξεκίνησαν από εκεί που δρούσε ο Αντύπας, δηλαδή
από την περιοχή Λαρίσης αλλά από την
Καρδίτσα. Όχι τυχαία. Εκεί, όπως είδαμε, ανελήφθη κατάλληλη
οργανωτική προσπάθεια.
Κάποια κόμματα ανακήρυξαν ήρωα το Αντύπα. Δικαίωμα τους. Η Ιστορία
όμως διατηρεί «κριτήρια» δικά της».
Ο
Μαρίνος Αντύπας παρέμεινε επιστάτης στο Ομόλιο
για χρονικό διάστημα οκτώ περίπου μηνών. Τη νύχτα της 7ης προς 8η Μαρτίου 1907
τον σκότωσε με κυνηγετικό όπλο ο Ιωάννης Κυριάκος τη στιγμή κατά την οποία ο Αντύπας επιχειρούσε να φύγει κρυφά από την κατοικία του Κυριάκου, πυροβολώντας τον από κοντά δύο φορές, στην οσφυϊκή
και μετωπική χώρα.
Η εφημερίδα «Θεσσαλία» στις 13 Μαρτίου 1907
δημοσιεύει τα παρακάτω:
«Φίλος της
Θεσσαλίας (χωρίς να κατονομάζεται) ήλθε χθες από τη Λάρισα και μας είπε ότι είδε σε
δωμάτιο της αστυνομίας τον Κυριάκο, ο
οποίος του αφηγήθηκε τα εξής:
Εκείνο το βράδυ εκοιμώμεθα όλοι, δηλαδή εγώ, η
σύζυγος μου, η υπηρέτρια και το τέκνον μου εις ένα και το αυτό δωμάτιον, το
οποίον ήτο αρκετά ευρύχωρον. Κατά τας ενδεκάμιση η γυναίκα μου ήκουσε να
κρούουν δυνατά την θύραν του διαδρόμου. Εγώ βυθισμένος εις τον ύπνον δεν
ήκουσα. Ηγέρθη, λοιπόν, μόνη της η γυναίκα μου, ήνοιξε την θύραν του δωματίου μας
και ηρώτησε ποιος κτυπά:
- Εγώ είμαι, απήντησε ο Αντύπας.
Την στιγμήν εκείνην εξύπνησα και εγώ και ηρώτησα την
σύζυγον μου τι συνέβαινε.
- Κτυπούν την πόρτα, μου απάντησε. Μου φαίνεται ότι είναι ο κ. Αντύπας.
Να του ανοίξω; - Όχι, της απαντώ, του
ανοίγω εγώ.
Και εσηκώθηκα αμέσως, όπως ήμουνα με τα νυχτικά μου,
επήγα και άνοιξα ».
Να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη, δίχως
ηλεκτροφωτισμό, η ενδεκάτη νυχτερινή ώρα αποτελούσε για τα χωριά
«βαθειά μεσάνυχτα». Οι κάτοικοι τους έπεφταν για ύπνο νωρίς.
«Μόλις ήνοιξα την θύραν», συνεχίζει ο Κυριάκος, «ευρέθην αντιμέτωπος προς τον Αντύπαν
και όπισθεν αυτού είδον τον κ. Παν. Σκιαδαρέσην, έναν αγροφύλακα οπλισμένον και
τον μάγειρον του Σκιαδαρέση.
– Τι θέλεις; ερωτώ τον Αντύπαν.
– Και εν τίνι δικαιώματι μ’ ερωτάς
τι θέλω στο σπίτι μου; με απαντά με
απειλητικόν ύφος.
– Όρεξη δια καυγάδες δεν έχω, του απαντώ και ηθέλησα να κλείσω την
θύραν. Τότε εκείνος με έσπρωξε, εισήλθε βιαίως εντός του διαδρόμου του σπιτιού
μου. Εγώ ηθέλησα να αντιστώ, ότε εκείνος επέπεσε κατ’ εμού και με ράπισε δις,
υβρίζων με. Εν τω μεταξύ παρενέβη η γυναίκα μου, η οποία εκράτησε τον Αντύπαν
λέγουσα:
- Προς Θεού! Τι κάμνετε κ.
Αντύπα!
Εγώ έφθασα εις την θύραν του δωματίου μου. Και τότε
ο Αντύπας με είπε:
- Θα σε σκότωνα απόψε βρε
κ….., αλλά να έχης χάρη στην γυναίκα σου. Εγώ τότε εθύμωσα περισσότερο και είπα εις την γυναίκα μου:
- Άφησε τον αυτόν κι έλα μέσα.
Αλλ’ αυτός διηυθύνθη κατ’ επάνω μου, εντός του
δωματίου μου. Τότε εγώ αμυνόμενος εξεκρέμασα ένα επαναληπτικό όπλο κυνηγετικό και
τον πυροβόλησα, τραυματίσας αυτόν εις την κεφαλήν. Φως εις το δωμάτιον δεν
υπήρχε, αλλ’ αι ακτίνες (του κανδυλίου) του εικονίσματος του διαδρόμου. Ο
Αντύπας τότε με μαχαίρι εις τας χείρας όρμησε κατ’ επάνω μου και εγώ τότε
πυροβόλησα εκ δευτέρου κατ’ αυτού εξ ελαχίστης αποστάσεως, διότι είχε πλησιάσει
σχεδόν εις την κάννην του όπλου. Με τον δεύτερον πυροβολισμόν εξήλθε του
δωματίου τραυματισμένος και διελθών τον διάδρομον παρελήφθη από τον εξάδελφόν
του και τους άλλους, εγώ δε φοβηθείς αντεκδίκησιν έκλεισα την θύραν του
διαδρόμου και ηπείλησα ότι θα εφόνευα πάντα πλησιάζοντα. Την επομένην, λίαν
πρωΐ, παρήγγειλα και ήλθον στρατιώται εις ους και παρεδόθην».
Σε ερώτηση «Οι άλλοι που συνόδευαν
τον Αντύπαν τι έκαμαν;» απάντησε:
«Οι άλλοι καθ’ όλον το διάστημα της
σκηνής ταύτης έμειναν απαθείς. Λυπούμαι διότι διέπραξα φόνον, αλλά διέπραξα
τούτον εν αμύνη». Και η εφημερίδα προσθέτει: «Και
ταύτα μεν λέγει ο φονεύς. Ίδωμεν τώρα τι θα είπη και ο κ. Σκιαδαρέσης, μετά του
οποίου θα λάβη συνέντευξιν ο εν Λαρίση ανταποκριτής μας».
Ο ανταποκριτής δεν κατονομάζεται.
Υπογράφει με το ψευδώνυμο «Πελασγός».
Πήγε όμως και συνάντησε τον νεαρό Σκιαδαρέση. Τον βρήκε με τον
θείο του Γ. Σκιαδαρέση, ο οποίος ήταν θείος και του Αντύπα. Ο Γ. Σκιαδαρέσης είχε καταπλεύσει
το πρωΐ του Σαββάτου στον Βόλο, αγνοώντας τον φόνο του ανεψιού
του. Τον έμαθε στον Βόλο από φιλικό του πρόσωπο και
αναχώρησε αμέσως για την Λάρισα. Ρώτησε λοιπόν τον νεαρό Σκιαδαρέση ο ανταποκριτής σχετικά, αλλά, όπως γράφει η εφημερίδα, «ο
κ. Π. Σκιαδαρέσης ηρνήθη να χορηγήση πληροφορίας, διότι δεν τω επέτρεψεν ο
θείος του, επί τω λόγω ότι αι συνεντεύξεις δημοσιευόμεναι δύνανται να
παραβλάψωσι το έργον της δικαιοσύνης».
Δυο
μέρες νωρίτερα, στις 11 Μαρτίου 1907, δημοσιεύεται στην αθηναϊκή εφημερίδα «Άστυ» η κατωτέρω συνέντευξη του νεαρού Σκιαδαρέση: «Εκαθήμεθα
εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την ενδεκάτην ο Αντύπας
εγερθείς μετέβη όπως παραλάβη εκ του δωματίου του επιστολήν τινα, πλην εύρε την
θύραν του διαδρόμου κλειστήν και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος
Ι. Κυριάκος εγερθείς του ύπνου, ηρνήθη να
του ανοίξη. Είτα, όμως, ανοίξας είπεν εις τον Αντύπαν
ότι ουδέν δικαίωμα έχει να ανέλθη εις την οικίαν του. Εκ τούτου προυκλήθη
φιλονικία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις, μεθ’ ας ο Κυριάκος
λαμβάνει όπλον δι’ ου πυροβολεί και κτυπά τον Αντύπαν
ελαφρώς εις την κεφαλήν, ότε όμως ούτος έφευγε εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν,
διά δικάννου όπλου εις την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου. Μετά
μίαν ώραν εξέπνευσεν».
Ο
Ι. Κυριάκος είχε πει, επί πλέον, στον φίλο της «Θεσσαλίας»,
ότι ο Γεώργιος Σκιαδαρέσης αγόρασε λίγα μερίδια
από το τσιφλίκι του Πυργετού και ανέθεσε τη διαχείριση
τους στον ανεψιό του Μαρίνο. Ο ίδιος διατηρούσε
φιλικές σχέσεις με τον Μαρίνο και «πολλάκις τον
επεριποιήθη» στο σπίτι του. Πριν από λίγο χρόνο ο Αντύπας είχε παρατηρήσει αυστηρά τον Κυριάκο
ότι υποστήριζε τα συμφέροντα του άλλου τσιφλικά Αρ. Μεταξά.
«Αλλά»,
πρόσθεσε ο Κυριάκος, «απέδειξα ότι δεν είχε
δίκαιο ο Αντύπας».
Στις
15 Μαρτίου
η «Θεσσαλία»
επανέρχεται και γράφει: «Η συγκίνησις και το ενδιαφέρον του κοινού
εισιν μεγαλύτερα, διότι ακόμα δεν εξηκριβώθη υπό ποίας περιστάσεις διεπράχθη το
έγκλημα. Εν μόνον είναι βέβαιον: ότι δεν έλαβε χώραν
δολοφονία, όπως υπετέθη, αλλ’ ότι ο Αντύπας εφονεύθη κατόπιν σφοδράς λογομαχίας
μετά του Κυριάκου. Οι
χωρικοί, όταν έμαθον τον φόνον του Αντύπα, περιεκύκλωσαν την επιστασίαν και θα
επετίθεντο κατ’ αυτής όπως κακοποιήσωσι τον φονέα, εάν δεν επενέβαινε ο
εξάδελφος του Παν. Σκιαδαρέσης να καθησυχάση αυτούς και ούτω απεσόβησε την
μελετωμένην αντεκδίκησιν. Ο φονεύς Ι. Κυριάκος είναι ησύχου χαρακτήρος και
ουδόλως ευερέθιστος, δια να προβή εις το έγκλημα, πιθανώς να υβρίσθη βαναύσως,
ίσως να ευρέθη και εν αμύνη».
Κάποιος
μη κατονομαζόμενος συνομιλητής του ανταποκριτού της «Θεσσαλίας» στην Λάρισα περιγράφει στις 11 Μαρτίου
ως εξής τον φονέα: «Ο Ι. Κυριάκος, πρέπει να σημειώσητε,
είναι ησυχοτάτου χαρακτήρος άνθρωπος, ως βεβαιούν όλοι οι γνωρίζοντες αυτόν,
και μολονότι διηύθυνεν επί τόσα έτη το δυσκολότερον των κτημάτων, υπό έποψιν
σχέσεων μετά των γεωργών, εν τούτοις ουδέποτε διεπληκτίσθη με κανένα».
Και
προσθέτει: «ο Κυριάκος είχε ειδοποιήσει τον Μεταξά ότι
μετά τον αλωνισμό θα έφευγε, επειδή οι σχέσεις του τσιφλικά αυτού με τους
κολλήγους του είχαν εκτραχυνθεί. Ο Αντύπας αντιθέτως είχε ειπεί σε γνωστούς του
ότι ο Κυριάκος κατάκλεβε τον Μεταξά, όπως άλλωστε έκαναν όλοι οι επιστάτες των
τσιφλικιών».
Από
όσα λοιπόν ισχυρίζεται ο δολοφόνος και γράφει η εφημερίδα, ο Αντύπας μάλλον έβρισε και απείλησε τον Ι.
Κυριάκο μπροστά στη γυναίκα του και μέσα στην κατοικία του.
Στις
17 Νοεμβρίου 1907
άρχισε στο κακουργιοδικείο Λάρισας η δίκη για το φόνο
του Αντύπα με νέα σύνθεση δικαστών και ενόρκων.
Πρόεδρος ήταν ο Εφέτης Κόκκορης
και μέλη ο δικαστής Βασιλειάδης και ο δικηγόρος Ζάχος.
Εισαγγελέας, ο Εισαγγελέας Εφετών Πρωτοπαππάς.
Ο Γραμματέας διάβασε το βούλευμα, το οποίο είχε δημοσιευτεί ολόκληρο στην
Εφημερίδα «Θεσσαλία»
της 8ης Νοεμβρίου 1907. Η δίκη αναβλήθηκε όπως και άλλες τρεις φορές,
επειδή δεν προσήλθαν οι κύριοι μάρτυρες Παναγιώτης
Σκιαδαρέσης και Μωραΐτης.
Στις
19 Μαΐου 1908
στις 8. 30 ΄ πμ ξανάρχισε η δίκη για τέταρτη φορά στο κακουργιοδικείο Λάρισας.
Ο εισαγγελέας εισηγήθηκε να μην αναβληθεί και πάλι η δίκη, γιατί ο μάρτυρας Π. Σκιαδαρέσης απουσιάζει συστηματικά στο εξωτερικό και η δίκη δεν
είναι δυνατόν να αναβάλλεται συνεχώς.
Η
δίκη συνεχίστηκε και στις 3 μετά τα μεσάνυχτα ο προϊστάμενος των ενόρκων Τσαπραλής διάβασε την ετυμηγορία τους: «Οι ένορκοι παρεδέχθησαν πλήρη σύγχυσιν δια τον
κατηγορούμενον». Ο κατηγορούμενος Ιωάννης Κυριάκος
δεν κατάλαβε τι σημαίνει αυτό και τα είχε χαμένα. Τότε ο πρόεδρος του
δικαστηρίου Οικονομίδης του είπε: «Είσαι αθώος».
Από το καλοκαίρι του 1906 που ήρθε
ο Αντύπας στη Θεσσαλία μέχρι την ημέρα που
σκοτώθηκε από τον Ιωάννη Κυριάκο στις 7/8 Μαρτίου
1907, μεσολαβούν οκτώ περίπου μήνες. Μπορεί να είχε τις όποιες
συζητήσιμες «σοσιαλιστικές» αντιλήψεις αλλά αυτό δε
σημαίνει ότι πρόλαβε κιόλας να μεταδώσει στους αγρότες «και τη δική του φλόγα». Κρίνεται σκόπιμο
να επισημανθεί ότι αφ’ ενός μεν ήταν παντελώς άγνωστος στους τότε Θεσσαλούς
αγρότες και αφ’ ετέρου (και το σπουδαιότερο) ήταν επιστάτης (ο σούμπασης της τουρκοκρατίας) στο τσιφλίκι του θείου του, ήταν δηλαδή με την πλευρά των εκμεταλλευτών και καταπιεστών τσιφλικάδων.
Κατά τεκμήριο λοιπόν τα συμφέροντα του συνέπλεαν με τα συμφέροντα του τσιφλικά
θείου του και όχι με εκείνα των κολλήγων. Εξ άλλου στην περιοχή που διέμενε ο Αντύπας δεν υπήρξε αγροτικός σύλλογος, ούτε εκδηλώθηκε ακόμη και
παραμικρή εξέγερση αγροτών.
Φυσικό λοιπόν θα ήταν, αν προσπαθούσε να
προσεγγίσει τους κολλήγους, χωρίς να είναι βέβαιο ότι το επεχείρησε ποτέ, να
αντιμετωπισθεί με επιφυλακτικότητα.
Οι παλιότεροι αλλά και οι σημερινοί
σοσιαλιστές και κυρίως κομμουνιστές, «επιστήμονες»
στην παραχάραξη και διαστρέβλωση της ιστορίας όταν πρόκειται να
εξυπηρετηθούν οι δικές τους ιδεολογικοπολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες,
κατόρθωσαν να περάσουν στον πολύ κόσμο την άποψη ότι ο Μαρίνος
Αντύπας ήταν ο εμψυχωτής και υποκινητής της εξέγερσης των κολλήγων της
Θεσσαλίας κατά των τσιφλικάδων.
Του έστησαν αγάλματα, δώσανε το όνομα του
σε ένα μικρό δρομάκι της Λάρισας (δεξιά του Δικαστικού Μεγάρου, στην Κεντρική Πλατεία), μέχρι
και κινηματογραφικό έργο έχει «γυριστεί», όπου φαίνεται ότι ο Αντύπας δολοφονήθηκε
στο δρόμο από τους τσιφλικάδες «επειδή ξεσήκωνε τους
κολλήγους εναντίον τους».
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Λάζαρος Αρσενίου, «κάποια
κόμματα ανακήρυξαν ήρωα το Αντύπα. Δικαίωμα τους. Η Ιστορία όμως διατηρεί
«κριτήρια» δικά της».
Αν ξαναδιαβάσει κανείς την αφήγηση του μη
κατονομαζόμενου «φίλου» της εφημερίδας «Θεσσαλία», εύκολα μπορεί να διαπιστώσει τα κενά και τον πραγματικό σκοπό της, που δεν
ήταν άλλος από τη συγκάλυψη των πραγματικών λόγων του φόνου του
Αντύπα.
Στην κλειστή και πουριτανική κοινωνία
εκείνης της εποχής, το ξέσπασμα ενός σκανδάλου θα είχε αναμφίβολα καταστροφικές
συνέπειες για την οικογένεια του Κυριάκου. Υπάρχει βάσιμη εκδοχή ότι ο Αντύπας είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με τη σύζυγο
του Κυριάκου, ο οποίος τον
σκότωσε την στιγμή που διέφευγε από το παράθυρο του σπιτιού, έχοντας
σκαρφαλώσει στην παρακείμενη μουριά. Ο Κυριάκος θα
πρέπει να είχε βάσιμες υποψίες, γιατί ενώ είχε πει ότι θα πήγαινε στη Λάρισα,
δεν πήγε αλλά έμεινε στην περιοχή για να συλλάβει τους μοιχούς επ’ αυτοφώρω,
όπως και έγινε, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου