Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
Αργύριος Ανδριώτης Ταξίαρχος ε.α.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, από
το 1566 που οι Τούρκοι κατέκτησαν το νησί
και παρά τα προνόμια που απολάμβαναν χάρη στην παραγωγή της μαστίχας, οι Χιώτες ανήσυχος λαός με ελεύθερο πνεύμα
πάντοτε, προσπαθούσαν να βρουν βοήθεια και τρόπους για να ελευθερωθούν από τον
τουρκικό ζυγό.
Οι πιο σοβαρές απ’ αυτές τις προσπάθειες
ήταν η κίνηση του Παντιά Ροδοκανάκη και του Νικόλαου Μυλωνά, το 1818, να
ζητήσουν από το Δημήτριο Υψηλάντη, ναυτική βοήθεια για να
απελευθερωθεί το νησί και το 1821, μετά την
κήρυξη της Ελληνικής επανάστασης, όταν
ο Υδραίος Ιάκωβος Τομπάζης έφθασε στη Χίο με 25 πλοία,
όπου μετά από συνεννόηση με τους Δημογέροντες του νησιού, εγκατέλειψε άπρακτος
το νησί, επειδή ο περισσότερος πληθυσμός ήταν άοπλος, άπειρος και
απροετοίμαστος και οι επιπτώσεις στον πληθυσμό των Ελλήνων κατοίκων της Χίου ,
όπως και των άλλων Χιωτών που είχαν εγκατασταθεί εκτός του νησιού (Κωνσταντινούπολη,
Σμύρνη), θα ήταν τραγικές.
Αποτέλεσμα αυτών ήταν, οι Τούρκοι:
Να
φυλακίσουν τους Δημογέροντες μαζί με άλλους προκρίτους του νησιού και τον ίδιο
τον μητροπολίτη Πλάτωνα με το διάκονο του Μακάριο Γαρρή, στη σκοτεινή
φυλακή του κάστρου.
Να
στείλουν τρεις Χιώτες πρόκριτους (Θ. Ράλλης, Ι. Σκυλίτζης και Π. Ροδοκανάκης) στην
Κωνσταντινούπολη ως ενέχυρα και να τους φυλακίσουν.
Ανάγκασαν τους Χιώτες να παραδώσουν ότι όπλα
είχαν και τους διέταξαν να μην
κυκλοφορούν τις βραδινές ώρες.
Ζήτησαν
στρατιωτική βοήθεια από το σουλτάνο. Πράγματι ήρθαν 1000 στρατιώτες από την
Κωνσταντινούπολη και 200 από την Κρήτη.
Στους επόμενους μήνες ο Χιώτης Αντώνιος Μπουρνιάς, πρώην αξιωματικός του Ναπολέοντα, πιέζει τον
αρχηγό της Σάμου Λυκούργο Λογοθέτη για να απελευθερώσουν τη
Χίο. Ο Λογοθέτης στέλνει επιστολή στον Υψηλάντη, εκείνος του συνιστά να περιμένει θεωρώντας την ιδέα άκαιρη και ο Λογοθέτης στα τέλη Γενάρη 1822
του ανταπαντά ότι αναβάλλει την εκστρατεία.
Μετά, όμως, την επιμονή του Μπουρνιά, αποφασίζει την
πραγματοποίηση της εκστρατείας χωρίς καμία περαιτέρω συνεννόηση με
την Ελληνική Επαναστατική Κυβέρνηση και παρά τα όσα δεσμεύτηκε εγγράφως στον Υψηλάντη.
Φτάνουν στη Χίο, με 2500-4500 άνδρες (ο στόλος ήταν 8
μπρίκια και 30 βοηθητικά πλοία) και αποβιβάζονται στις ακτές του
νησιού. Παράλληλα είχαν ειδοποιηθεί αρκετοί Χιώτες, οι οποίοι έσπευσαν να
ενωθούν με τους άνδρες του Λογοθέτη.
Στις 11 Μαρτίου
1822 και μετά τα 250 χρόνια της δεύτερης μεγάλης ακμής της ιστορίας της,
η προνομιούχα Χίος εξεγείρεται κατά των
Τούρκων. Ακολούθησαν σκληρές μάχες, σώμα με σώμα, που έφεραν τους
Έλληνες νικητές και ανάγκασαν τους Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο για 19
ημέρες.
Η απελευθέρωση της Χίου έγινε δεκτή από
τους Χιώτες με ένα
αίσθημα φόβου σχετικά με την έκβαση της επανάστασης. Πράγματι, μόλις
οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη μαθαίνουν το γεγονός της επανάστασης της
Χίου, στέλνουν τον Τουρκικό στόλο με ναύαρχο τον Καρά Αλή.
Στις 30
Μαρτίου 1822 ο Τουρκικός στόλος (46 πλοία και 7000 στρατιώτες) φτάνει στο
βόρειο τμήμα του νησιού. Λίγες ώρες μετά ενώνονται με άλλους ομοεθνείς τους που
βγήκαν από το κάστρο και ξεκινούν τη σφαγή , τις λεηλασίες και το κάψιμο της
πόλης. Ο Λογοθέτης και ο Μπουρνιάς
αποχώρησαν προς το εσωτερικό του νησιού, λέγοντας το γνωστό «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Αργότερα εγκατέλειψαν και το νησί.
Μεγάλη
Παρασκευή, 31 Μαρτίου 1822. Καίγεται ο ναός της Τουρλωτής και
δίνεται το σύνθημα στους Τούρκους για γενική αιματοχυσία και αποτέφρωση της
πόλης. Οι Τούρκοι προχωρούσαν λυσσαλέα στο έργο της καταστροφής και της σφαγής.
Μπήκαν στο λεπροκομείο και έσφαξαν τους ενοίκους,
δηλ. τους λεπρούς, προκαλώντας ένα χείμαρρο αίματος, ο οποίος έρεε από το
κατώφλι.
Από εκείνη τη
μέρα και για 4 μήνες φτάνουν Τούρκοι κατάδικοι από τις απέναντι Τουρκικές ακτές
με σκοπό το φόνο, τη λεηλασία και τα λάφυρα. Υπολογίζεται ότι κατέφθασαν 40.000
Τούρκοι άτακτοι αυτήν την περίοδο.
Ταυτόχρονα ο Βαχήτ
Πασάς αναγγέλλει τη διαταγή του
σουλτάνου να θανατώνονται βρέφη έως 3 ετών , αγόρια και άνδρες άνω των 12 ετών,
γυναίκες άνω των 40 ετών, να αιχμαλωτίζονται κορίτσια και γυναίκες από 3 έως 40
ετών και αγόρια από 3 έως 12 ετών.
Οι φωτιές εμαίνετο από σπίτι σε σπίτι.
Κραυγές ακούγονταν κι οι καπνοί ανέβαιναν στον ουρανό. Ολόκληρες οικογένειες
έκραζαν για έλεος. Οι κάτοικοι σε κατάσταση αλλοφροσύνης κρύβονταν ή έσπευδαν
να σωθούν. Γλίτωναν μόνο όσοι ασπάζονταν το μωαμεθανισμό.
Οι περισσότεροι Χιώτες άρχισαν να
μετακινούνται προς το εσωτερικό του νησιού για να σωθούν από το μένος των
Τούρκων. Τα καταφύγιά τους ήταν αρχικά οι Καρυές, το Αίπος, η Νέα Μονή, το μοναστήρι του Αγίου Μηνά και ο Άγιος Γεώργιος ο Συκούσης.
Μεγάλο
Σάββατο, 1η Απριλίου 1822. Καίγεται η Σχολή της
Χίου, σφαγιάζονται σχεδόν όλοι, ακόμα και οι λεπροί. Ο Βαχήτ Πασάς είχε
εκδώσει διαταγή ότι όσες γλώσσες και αυτιά του πήγαιναν, τόσα περισσότερα κέρδη
θα είχαν.
Πάσχα, 2 Απριλίου 1822. Ο Τούρκοι (15000 άνδρες) μπαίνουν στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά από ένα μικρό άνοιγμα που υπήρχε στον περίβολο και σφαγιάζουν τους 3000 Χιώτες που είχαν κρυφτεί. Στη συνέχεια πυρπολούν το μοναστήρι. Την ίδια μέρα το ίδιο γεγονός γίνεται και στη Νέα Μονή. Η κατάσταση γενικεύεται και σε άλλα χωριά της Χίου.
Πάσχα, 2 Απριλίου 1822. Ο Τούρκοι (15000 άνδρες) μπαίνουν στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά από ένα μικρό άνοιγμα που υπήρχε στον περίβολο και σφαγιάζουν τους 3000 Χιώτες που είχαν κρυφτεί. Στη συνέχεια πυρπολούν το μοναστήρι. Την ίδια μέρα το ίδιο γεγονός γίνεται και στη Νέα Μονή. Η κατάσταση γενικεύεται και σε άλλα χωριά της Χίου.
Τετάρτη 5
Απριλίου του 1822. Ο Καρά Αλής βγάζει ανακοίνωση, πως όσοι Χιώτες παραδώσουν τα όπλα τους και επιστρέψουν
στην πόλη, θα αφεθούν ελεύθεροι (αμνηστία). Μάλιστα εξασφάλισαν και επιστολή
του φυλακισμένου Μητροπολίτη και των Δημογερόντων, η οποία ανέφερε τις
ειλικρινές προθέσεις των Τούρκων. Οι
πρόξενοι της Αγγλίας , της Αυστρίας και
της Γαλλίας ανέλαβαν να μεταφέρουν την πρόταση στους Χιώτες και να τους
πείσουν. Οι Χιώτες εμπιστεύθηκαν τους πρόξενους και άρχισαν να επιστρέφουν και
να παραδίδουν τα όπλα τους. Βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, οι Τούρκοι αθέτησαν το λόγο τους και άρχισαν να
σφάζουν όσους κατέβαιναν στην πόλη. Η μεγάλη σφαγή συνεχίστηκε και
στην κεντρική Χίο (Βροντάδο, Πιτυός, Θυμιανά και μετά στα Βορειόχωρα). Στο ακρωτήρι του Κάβο Μελανιός, απέναντι από τα Ψαρά βρήκαν καταφύγιο περίπου 10.000 Χιώτες και περίμεναν τα ψαριανά πλοία να
τους μεταφέρουν στα Ψαρά. Δυστυχώς όμως η μεγάλη θαλασσοταραχή τους
στάθηκε εμπόδιο και σφαγιάσθηκαν σχεδόν
όλοι από τους Τούρκους με απερίγραπτη λύσσα. Ήταν τόσο πολύ το αίμα
των αθώων, που η θάλασσα «μελάνιασε» γύρω από τον κάβο και την παραλία.
Στις 18
Απριλίου στην Κωνσταντινούπολη σφαγιάζονται οι 3 Χιώτες όμηροι (Ράλλης, Σκυλίτζης , Ροδοκανάκης)
και άλλοι 60 Χιώτες επιφανείς.
Στις 23
Απριλίου του 1822 απαγχονίζονται
στην τάφρο του κάστρου της πόλης ο μητροπολίτης Πλάτων, ο διάκονός του Γαρρής και 9 πρόκριτοι. Στη
συνέχεια θανατώνονται με τον ίδιο τρόπο και οι δημογέροντες που ήταν
φυλακισμένοι. Τα σκοτωμένα σώματά τους χλευάζονται από τους Τούρκους , οι
οποίοι τα ρίχνουν μετά στη θάλασσα.
7 Ιουνίου
1822. Μετά την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη και τον σκοτωμό του Καρά Αλή, εξαπολύεται και τρίτο γιουρούσι των
μαινόμενων Τούρκων στα Μαστιχοχώρια και ολοκληρώνεται η καταστροφή του νησιού.
Το νησί ερημώθηκε. Από τους 117.000 Χριστιανούς που
ήταν ο τότε πληθυσμός της Χίου, έμειναν περίπου 1800-2000 άνθρωποι. 21.000 ήταν οι φυγάδες (κατέφυγαν στα Ψαρά, Τήνο, Σύρο, Άνδρο,
Αγκώνα, Τεργέστη, Μασσαλία, Οδησσό, Μάλτα, Λονδίνο) και 52.000 οι αιχμάλωτοι. Υπολογίζεται δηλαδή ότι
σφαγιάσθηκαν περίπου 52.000 Χιώτες.
Η καταστροφή της Χίου συγκλόνισε όχι μόνο
τον Ελληνισμό , αλλά και όλη την Ευρώπη. Η συμφορά της συγκίνησε όλο τον
πολιτισμένο κόσμο και έγινε αφορμή να πυκνωθεί το υπέρ της Ελλάδος φιλελληνικό
ρεύμα. Οι εφημερίδες έγραφαν άρθρα εκφράζοντας τον αποτροπιασμό τους για τη
μεγάλη σφαγή. Βιβλία κυκλοφορούσαν στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και οι
φιλέλληνες προσπαθούσαν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για να βοηθήσουν
τα θύματα.
Από τη μεγάλη σφαγή της Χίου εμπνεύστηκε ο
μεγάλος Γάλλος ζωγράφος Ντελακρουά που απεικόνισε με τον
πλέον γλαφυρό τρόπο τις φρικιαστικές σκηνές της σφαγής στο σχετικό πίνακα του
και ο Βίκτωρ Ουγκώ στο ποίημά του «Το Ελληνόπουλο», που περιγράφει στο πρόσωπο ενός παιδιού, την
απόγνωση αλλά και την ελπίδα για αναγέννηση.
Το
Ελληνόπουλο
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός,
θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα' όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Η Χίο, τα' όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου
εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο
στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις
να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα
το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ' έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ' απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ' έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ' απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μη το πουλί που κελαηδάει στο
δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.
H Xίος, ποτισμένη με αίμα ηρώων και
μαρτύρων, ζει και συνεχίζει την ιστορική, καθοριστική πορεία της στον Aιγαιακό, γιατί όχι και στον παγκόσμιο χώρο.
Βιβλιογραφία : Σημειώσεις
Βιβλιογραφία : Σημειώσεις
1 Εγκυκλοπαίδεια
Britannica
2. Μαρία Γ. Γιατράκου, Ειδήσεις από την καταστροφή της Χίου (1822) και την πυρπόληση της
τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Ανάτυπο από το περιοδικό «Παρνασσός» τόμ. ΚΗ’ (1986), σσ. 560, 563, 564 κ.ε.
3. Στυλιανός Γ. Βίος, Η Σφαγή της Χίου εις το στόμα του Χιακού Λαού, Χίος 1989
4. Ζολώτας Γ.Ι.(Ιστορία της Χίου,4 τόμοι), Καλβοκορέσης Γ.Κ.
3. Στυλιανός Γ. Βίος, Η Σφαγή της Χίου εις το στόμα του Χιακού Λαού, Χίος 1989
4. Ζολώτας Γ.Ι.(Ιστορία της Χίου,4 τόμοι), Καλβοκορέσης Γ.Κ.
ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΕΠΟΧΗ Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως στη σύγχρονη εποχή, αυτή που ζούμε τώρα
δεν είν’ καθόλου εύκολο να τα διανοηθείς
τόσα εγκλήματα φρικτά κατά του δούλου γένους
που διέπραττε κάθε στιγμή του μίσους η φυλή.
Ήταν ο εξισλαμισμός, ο βίαιος σαν χάρος
δηώσεις και καταστροφές, εξανδραποδισμοί
βαριά κι εξουθενωτική, ωμή φορολογία
ο φόρος ο του αίματος και ο κεφαλικός.
Καθ’ όλη τη μακραίωνη κι αβάσταχτη δουλεία
τόσα σκαμπανεβάσματα με όρτσα τον βοριά
αυλάκωναν τη σκέψη μου και την ψυχή, το σώμα
όπως χτυπούσε το ραβδί του Τούρκου η … «αρετή»
που έσφαζε, που βίαζε, και οικειοποιούταν
περιουσίες κι αγαθά, και όλα τα καλά
και άρπαζε ό,τ’ ήθελε, και ζώα και ανθρώπους
να τά ’χει για ευχαρίστηση, δικά του δουλικά.
Η απόδειξη ήταν χάρτινη κι έπρεπε να την έχεις
αν ήθελες να έμενες και πάλι εν ζωή
γιατί αυτή βεβαίωνε πως έχεις πάρει άδεια
κι αυτό το έτος που περνά να έχεις κεφαλή.
Και πλήρωνες φόρο βαρύ να πάρεις τέτοια άδεια
«χαράτσι» που το λεν αλλιώς, «φόρο κεφαλικό»
γιατί αλλιώς ω! δύσμοιρε, ω! δύστυχε αδερφέ μου
σου ελάφρυναν τους ώμους σου από την κεφαλή.
Κι ακόμα επαχθέστερος ήταν ο άλλος φόρος
το αισχρό το «παιδομάζωμα», που παίρναν τα παιδιά
τ’ άνθος του γένους το αβρό, με του αίματος τον φόρο
κι αφήναν οικογένειες στο πένθος το βαρύ.
Κι έτσι … «ωραία» πέρναγε η εποχή εκείνη
οι Τούρκοι με τους Έλληνες, … σύμπνοια αγαστή
θέλουνε να μας πείσουνε κάποιοι προσκυνημένοι
μα έκανε επανάσταση ο νους κι η λογική.
Κι έτσι το ξέρουν οι καιροί κι ο αντίλαλος του χρόνου
τί μαύρα χρόνια πέρασε του Έλληνα η ψυχή
με την Τουρκιά δερβέναγα, του Τούρκου το χατζάρι
να σφάζει σώμα κι όνειρα το γλεύκος τη ζωής.
Κι αν τα ξεχάσουν οι Γραικοί, ποτέ δε θα ξεχάσουν
οι αιώνες και οι ουρανοί το μέγα το κακό
που έπραξαν οι βάρβαροι σε κάθε ευκαιρία
σαν όταν ξεκινήσαμε για την ελευθεριά
που έκαψαν, που έσφαξαν που βίασαν και πάλι
κάθε ανθρώπινη πνοή και κάθε τι ανθηρό
στου εικοσιένα τη σπονδή γι’ ανάσταση του έθνους
και η ψυχή τους φάνηκε μαύρη μ’ απανθρωπιά.
14/8/20
Ιωάννης Παναγάκος