Διαχρονικές Βυζαντινές φράσεις λαϊκής σοφίας
Το έστειλε ο Γιάννης Κόντης
Θα γίνω χαλί να με πατήσεις.
Στην
Βυζαντινή εποχή υπήρχαν ειδικοί δάσκαλοι, που δίδασκαν την κολακεία σε
ενδιαφερόμενους, που ήθελαν να πετύχουν κάποια θέση στα ανάκτορα. Όλοι αυτοί
ονομάζονταν «αυλοκόλακες» και πολλές φορές με την κολακεία τους, κατάφερναν να
φτάσουν σε μεγάλα αξιώματα και να γίνουν τύραννοι του λαού. Κάποτε, σε μια
λαϊκή εξέγερση, μερικοί επαναστάτες έπιασαν τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το Β'
και του έκοψαν τη μύτη! Και οι εφτά τότε κόλακές του, έκοψαν κι αυτοί τη δική
τους μύτη, για να μη υπερέχουν σε τίποτα από αυτόν. Όταν ο Αυτοκράτορας ήθελε
να καβαλήσει το άλογό του, οι κόλακες μάλωναν μεταξύ τους ποιος θα πρωτοσκύψει
για να πατήσει επάνω στην πλάτη του ο αυτοκράτορας. Άλλοτε πάλι, για να μη
λερώσει τα κόκκινα σανδάλια του, οι κόλακες έπεφταν κατάχαμα μέσα στις λάσπες
και τις ακαθαρσίες, ενώ ο αφέντης πατούσε επάνω τους, για να μπει στο παλάτι
του. Από την τελευταία αυτή ταπεινή πράξη των αυλοκολάκων έμεινε ως τα χρόνια
μας η φράση: «θα γίνω
χαλί να με πατήσεις», που τη
λέμε συνήθως, όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον, από τον οποίο ζητάμε μια χάρη,
ή να τον ευχαριστήσουμε για κάποιο σκοπό.
Κάνει την πάπια.
Στη
βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδάτορας- ονομαζόταν
Παπίας. Με τον καιρό αυτό το όνομα έγινε τιμητικός τίτλος, που
δίνονταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Κάποτε – όταν αυτοκράτορας ήταν ο
Βασίλειος Β’ – Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης
Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη
στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες. Όταν κάποιος τού
παραπονιόταν πως τον αδίκησε έλεγε υποκριτικά «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Πως μπορούσα να πω εναντίον
σου στον αυτοκράτορα;» Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο
Βυζάντιο.
Γι’ αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να
λεει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του
έλεγαν ειρωνικά «Ποιείς τον Παπία;»
Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
Έμεινε στα κρύα του λουτρού.
Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο, και στα
μικτά (αντρών και γυναικών) ατμόλουτρα (χαμάμ) τα οποία ήταν πολύ διαδεδομένα. Με την σύνοδο της Λαοδικείας,
όμως και σύμφωνα με τον Λ' κανόνα της, απαγορεύτηκαν τα μικτά λουτρά. Τις
πρώτες, ωστόσο, μέρες της απαγόρευσης, παρόλο την απαγόρευση, πολλοί
αδιαφορούσαν και πήγαιναν να πάρουν εκεί το μπάνιο τους. Αλλά μόλις άρχιζαν το
λούσιμο τους, τους έκοβαν το ζεστό νερό και έτρεχε μόνο κρύο. Από αυτό, βγήκε
και η φράση: «έμεινε στα κρύα του λουτρού».
Έφαγε το ξύλο της χρονιάς.
Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι,
καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά
το χρόνο, τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα, για να ξαναρχίσουν πάλι
τέλη Σεπτεμβρίου. Έτσι κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον
παιδονόμο, για να φάει το ξύλο του. Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα,
που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό βγήκε και η φράση: «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του», που τη
λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.
Μάλλιασε η γλώσσα μου.
Στη
βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα.
Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε
τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο, που ήταν
υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως,
αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα
του πρηζόταν και η γλώσσα του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες,
κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε
και η παροιμιώδης φράση : «μάλλιασε η
γλώσσα μου», που την λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια
μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Μας άλλαξαν τα φώτα.
Οι
Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, με έναν απάνθρωπο τρόπο. Τους
κρέμαγαν και τους έβαζαν φωτιά στα πόδια, αφήνοντας τους να καίγονται σαν
λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για
ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα όμως η
τιμωρία αυτή θεώρησε βάρβαρη και οι εγκληματίες αντικαταστάθηκαν με αληθινούς
πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι:
«Μας άλλαξαν τα φώτα».
Τον έσπασα στο ξύλο.
Στο Βυζάντιο όταν ο δικαστής έβγαζε την
απόφαση να τιμωρηθεί κάποιος που είχε υποπέσει σε παράπτωμα, τότε του επέβαλλαν
την ποινή της μαστίγωσης. Το μαστίγωμα -που γινόταν συνήθως σε δημόσιο
χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός-ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί «ραβδισταί». Οι ραβδιστές
αυτοί έπαιρναν τον κατηγορούμενο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά
άρχιζαν να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι,
πόδια κλπ . Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις:
«τον έσπασα στο ξύλο» ή «τον τσάκισα στο ξύλο», που τις λένε
συνήθως αυτοί που έρχονται στα χέρια με κάποιον εχθρό τους.
Αυτός θέλει ξύλο με
βρεγμένη σανίδα/ Θα στις βρέξω.
Είναι συνηθισμένη η φράση που ακούμε από
μικρή ηλικία: «Κάτσε ήσυχα, γιατί θα στις
βρέξω» ή «τους τις έβρεξα για τα
καλά», δηλαδή τον ξυλοκόπησα για τα καλά. Θα σου τις βρέξω σημαίνει,
ότι θα του καταφέρω χτυπήματα βροχηδόν. Στα παλιά τα χρόνια, όταν κάποιον τον
έβαζαν στη φάλαγγα (τρόπος βασανισμού), πριν του χτυπήσουν τα πόδια του με μια
βίτσα, του τα έβρεχαν γιατί έτσι θα πονούσε περισσότερο. Γνωστό επίσης είναι
ότι στην Αρχαία Ελλάδα, καθώς και στο Βυζάντιο, οι λιποτάκτες, οι δειλοί, οι
προδότες, τιμωρούνταν με τη «φάλαγγα». Η φάλαγγα ήταν ένα ξύλινο ικρίωμα, ένα
μέτρο ψηλό, που είχε δυο τρύπες στη μέση. Στις τρύπες αυτές περνούσαν γυμνά τα
πόδια του τιμωρημένου, ο οποίος βρισκόταν έτσι μισοκρεμασμένος από το πίσω
μέρος του ικριώματος. Σε εκείνη τη θέση λοιπόν, όλοι οι συμπατριώτες του -
ακόμη και οι πιο στενοί συγγενείς του - ήταν υποχρεωμένοι με ειδικό νόμο, να
του δώσουν δεκατρία χτυπήματα, στις γυμνές πατούσες. Πριν όμως τον δείρουν
έβρεχαν τις βίτσες τους , κι αυτό γιατί τα χτυπήματα έτσι ήταν πιο οδυνηρά.
Άστον να κουρεύεται.
Στα
Βυζαντινά χρόνια ήταν συνηθισμένο και αγαπημένο το θέαμα της διαπόμπευσης. Οι
τιμωρούμενοι ήταν οι κλέφτες, οι μεθυσμένοι, και αντάρτες, πολλές φορές όμως
και εξέχοντα πρόσωπα. Πρώτα τους κούρευαν, τους μουτζούρωναν με τις παλάμες
τους που είχαν γεμίσει με κάρβουνο, (εξού και η Μούντζα), και ύστερα άρχιζε η περιφορά στους δρόμους
και στις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων. Γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο,
αφού τους πετούσαν τενεκέδες, σάπια φρούτα, λεμόνια, ενώ τους κρέμαγαν και
κουδούνια.
Βγήκε ασπροπρόσωπος.
Στο Βυζάντιο πολλές φορές, αντί να αλείψουν
το πρόσωπο του διαπομπευμένου με κάρβουνο, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος
κόκκινης μπογιάς. Όταν κατά την ανάκριση αποδεικνυόταν πώς κάποιος ήταν αθώος, τότε
παρουσιαζόταν στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος ήταν μουτζουρωμένος
(μαυροπρόσωπος). Έτσι
έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος»
και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις»
δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου.
Του έψησε το ψάρι στα χείλη.
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη
κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν
μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και
θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αλλά πολλοί καλόγεροι
κρυφά δεν τηρούσαν την νηστεία. Αν τύχαινε λοιπόν κάποιος απ’ αυτούς να πέσει
στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο
και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές. Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο
Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο
μοναστήρι Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενοσυμβούλιο τον καταδίκασε
τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα
και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο
Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους.
Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το
ψάρι στα χείλη» ή«Του έψησε το
ψάρι στα χείλη».
Τον πήραν στο ψηλό.
Στο
Βυζάντιο, συχνά ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν. Όταν μια λαϊκή εξέγερση
πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς
αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους. Στη «Βασιλεύουσα»
υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό,
όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα. Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν
πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες
έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ' ένα δέντρο
κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο. Μικροί και μεγάλοι,
περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες
κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα. Από το
περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους
τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο
ψηλό».
Τον κόλλησε στον τοίχο.
Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη,
ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους
του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του,
τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ' ένα είδος
ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι.
Το... αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την
ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους
δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από
τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον
κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο
αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του
αξίζει.
Του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι.
Όλοι
οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους
διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να
καταδικάσουν σε θάνατο ή ν' ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι
αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι,
σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους.
Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια
περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους
άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι
έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο
αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος.
Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του
έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι».
Του μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά.
Οι Βυζαντινοί ήταν άφθαστοι να εφευρίσκουν
πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό
λάδι στ' αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αισθανόταν φοβερή
απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά ένα«ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό
νόμο γι' αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον
έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε
ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή»
δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο
και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή
αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και
το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο Ιουλιανός
θύμωσε, μα παραδέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που,
ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν
αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ' αφτιά
του ωτακουστή.. ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο
λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο.
Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να
τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση: «του
μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά».
Πέθανε στην ψάθα.
Στην
Κωνσταντινούπολη, την περίοδο της παντοδυναμίας της, υπήρχαν αρκετές συνοικίες
που οι κάτοικοί της ζούσαν πολύ φτωχά. Αρκετοί μάλιστα δεν είχαν καν ρούχα να
φορέσουν και βολεύονταν με παλιοκούρελα, με τα οποία σκέπαζαν το γυμνό σώμα
τους. Τα σπίτια τους ήταν αληθινές τρώγλες και όταν τύχαινε να πέσει καμιά
επιδημία, πέθαιναν κάθε μέρα εκατοντάδες άνθρωποι χωρίς να τους παρασχεθεί
καμιά βοήθεια. H χειρότερη συνοικία της Κωνσταντινούπολης ήταν η Μπάρα, που την
κατοικούσαν αποκλειστικά εταίρες και άποροι. Οι τελευταίοι δεν είχαν δει στη
ζωή τους κρεβάτι και κοιμόντουσαν πάνω σε ψάθες που έφτιαχναν οι ίδιοι. Από
τότε όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός λέμε, «αυτός
πέθανε στην ψάθα».
Πήρε το κρίμα στον λαιμό
του
Στην
εποχή του Βυζαντίου, όταν κάποιος πλούσιος καταδικαζόταν να μείνει στη φυλακή
είχε το δικαίωμα να βάλει κάποιον άλλον στη θέση του, τον οποίο βέβαια πλήρωνε
πλουσιοπάροχα. Φυσικά το δικαίωμα αυτό δεν το είχαν οι βαρυποινίτες, αλλά μόνον
όσοι καταδικάζονταν με φυλάκιση το πολύ μέχρι έναν χρόνο. Οι άνθρωποι εκείνοι
που δέχονταν να μπουν στη φυλακή στη θέση των πλουσίων καταδικασθέντων
ονομάζονταν «κριματάρηδες», επειδή έπαιρναν τα αμαρτήματα των άλλων επάνω τους. Από τότε
έμεινε στις νεώτερες γενιές η φράση «πήρε
το κρίμα στον λαιμό του».
Τα έβγαλε στη φόρα.
Στη
Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος «κηρύκων», που έκαναν μια πολύ περίεργη
δουλειά. Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα
-χωρίς, όμως, αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά
στοιχεία- ο
«κήρυκας»αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την
ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν, σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σ' ένα πεζούλι κι
όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να τον ακούσει, άρχιζε με δυνατή φωνή το
κατηγορητήριο: «Αδελφοί
του Χριστού», έλεγε, «ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί
από το θεό και τους νόμους. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον
του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, γι' αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι
σχετικό με την υπόθεση, να 'ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να
παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή
και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά
τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό
κλπ.». Οι
«κήρυκες» αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως,
ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για
τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά («φόρουμ»
στα λατινικά), για να
έχει ήσυχη τη συνείδηση του. Δηλαδή, «του
τα έβγαλε στο φόρουμ που σημαίνει στη φόρα», όπως κατάντησε να
λέγεται τότε.
Τύπος και υπογραμμός.
Στα
σχολεία της κατώτερης εκπαίδευσης των Βυζαντινών χρόνων, ο δάσκαλος που
πρωτομάθαινε τους αρχάριους γραφή, έπαιρνε την πλάκα του μαθητή και έγραφε στην
αρχή της με όλη την καλλιγραφική ικανότητα, πρώτα γράμματα κι αργότερα λέξεις
και φράσεις Ύστερα τραβούσε μια γραμμή κάτω από αυτό το υπόδειγμα, για να
συνεχίσει κατόπιν ο μαθητής. Αυτό ακριβώς το υπόδειγμα λεγόταν τύπος και
υπογραμμός
Έγινε στο πι και φι.
Στα σχολεία του Μεσαίωνα οι δάσκαλοι ήταν
αυστηροί σε αφάνταστο βαθμό. Όταν μάθαιναν στα παιδιά τα χειλόφωνα σύμφωνα – δηλαδή
το πι, το βήτα και το φι – τους
έλεγαν ότι έπρεπε να τα απαγγείλουν γρήγορα και με καθαρή άρθρωση.
Και οι τοίχοι έχουν αφτιά.
Από
τα αρχαιότατα χρόνια και ως το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των
επιδρομέων, ήταν, κυρίως, τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά
χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που
συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό
περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι
πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόβουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη
του Πειραιά- ο
Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής,
που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα το Σγουρό. Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος από
τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο
φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμο του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν
τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο
Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα
σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν,
χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν
κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από κει ψηλά μπορούσε
ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που
ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, να πούμε, ένα είδος «μικρόφωνου»
της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία».
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα στην όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο». Εκεί
υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: «Έχουν και οι
τοίχοι αφτιά». Και ο
λόγος - η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης από το εξής περιστατικό: Σ’ ένα από τα
μουσικά απογευματινά που έδινε η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, έπαιξε
πιάνο και τραγούδησε η ανιψιά του Κωλέττη, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη.
Τελειώνοντας, λοιπόν, το τραγούδι με τη φράση «έχουνε
και οι τοίχοι αφτιά», οι αντιοθωνικοί βρήκαν την ευκαιρία να
διαδώσουν τη φράση αυτή σαν σύνθημα, λέγοντας, συγχρόνως, να φυλάγονται από
τους κατασκόπους των Βαυαρών.
Κάθομαι στ’ αγκάθια.
Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι -μετά
την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης- ήρθαν να κυριέψουν το Μωρία με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο,
πολλούς κόπους και θυσίες, κατόρθωσαν, ύστερα από σαρανταένα χρόνια, να
πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία
από το βασίλειο του Μωρία. Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ’
όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν
το κάστρο της. Μερικοί απ’ αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους
τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους. Αυτό, όμως,
θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ
Πίζος- τους
συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ' ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια.
Όταν ο Βιλλαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε
τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο
τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού
τους κι έμειναν. Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθομαι σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως,
όταν μας βασανίζει κάτι.
Τα βρήκε μπαστούνια.
Χρησιμοποιούμε σήμερα την παροιμιώδη φράση «τα βρήκα μπαστούνια», όταν θέλουμε να
πούμε ότι συναντήσαμε σοβαρά εμπόδια και δυσκολίες σε κάτι που επιχειρήσαμε να
κάνουμε. Ο πολύς κόσμος, πιστεύει λανθασμένα ότι με τον όρο «μπαστούνια» εννοούνται
οι φιγούρες τις τράπουλας ή τα πραγματικά μπαστούνια (μαγκούρες), κάτι όμως το οποίο δεν είναι σωστό. Η
προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά
την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια
μονομαχία. Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το
Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την
επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων
γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις
20 χρονών- και ο
Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος. Εκείνη την ημέρα κάλεσε
σε μονομαχία ο«Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της
Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να
χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον
ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ’ αυτό το ίδιο το άλογο κι
έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα,
καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν
αγύμναστο». Αυτό
βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος
έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο
πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι
αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι
Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια». Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο
Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το
πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι».Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον
τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος. Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια».
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.
Ίσως
η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας. Σύμφωνα με
ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: «Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα»,
που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην
κορυφή. Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη
πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του
λόφου.
Δεν περνά η μπογιά της.
Ο
Νικήτας Χανιώτης γράφει πως όταν οι Φράγκοι πήραν την θεοφύλακτη Πόλη κι
αντίκρισαν τις βυζαντινές δέσποινες, έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό.
Για να φαίνονται «γαϊτανοφρύδες», ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν από
πάνω. Έβαζαν μπλε σκιές στα μάτια και κόκκινο στα νύχια. Ξεκολλούσαν τις τρίχες
των ποδιών τους μ' ένα μίγμα καραμέλας και μαστίχας και ξάνθαιναν τα μαλλιά
τους με ένα άγνωστο υγρό. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλά
μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα. Οι
καλύτερες όμως αλοιφές ήταν εκείνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαού με
βότανα, γάλα, μέλι και μεδούλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά τ' αγόραζαν και
αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορφιά τους,
για να μη χάσουν την αγάπη του συζύγου τους. Ό,τι κι αν έκαναν όμως, όταν
περνούσε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγίνουν ωραίες, οι
αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλού την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο,
που τα παρατηρεί και τα σατιρίζει όλα, όταν έβλεπε το βασιλιά του να πηγαίνει
με άλλες γυναίκες, έλεγε ειρωνικά για τη βασίλισσα: «Δεν περνά πια η μπογιά της». Δηλαδή οι αλοιφές και τα
χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε.
Του τα 'ψαλα από την καλή κι από την ανάποδη
Το Σεπτεμβρίου του 1155, σε ένα μοναστήρι
της Κωνσταντινούπολης, συνέβησαν τέτοια έκτροπα, ώστε ο ίδιος ο αυτοκράτορας
του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνός διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές
ποινές της σκληρής εκείνης εποχής. Πολλοί τυφλώθηκαν τότε, άλλοι εξορίστηκαν κι
αυτοί που ρίχτηκαν στα φοβερά μπουντρούμια των φυλακών του Επταπυργίου, ήταν
υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά είκοσι ώρες το
εικοσιτετράωρο. Οι φύλακες παρακολουθούσαν άγρυπνα. Όσους έβλεπαν να σταματούν
έστω και για ένα λεπτό, τους βίαζαν να συνεχίσουν. Οι προσευχές διαβαζόντουσαν
μέσα σε χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν λοιπόν, οι προσευχές τελείωναν αντί
να τις πιάσουν από την αρχή, έπρεπε να τις διαβάσουν από το τέλος προς την
αρχή. Δηλαδή ανάποδα. Από αυτό βγήκαν οι φράσεις «του τα ψαλα από την καλή κι από την ανάποδη» και «τα έμαθα απ έξω κι ανακατωτά», γιατί οι
τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές,
να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου