Δρ. Ιωάννης Παρίσης
(Το άρθρο αυτό προέρχεται κυρίως από το βιβλίο μου Η ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑ, Εκδόσεις Λιβάνη, Απρ. 2013)
Αυτό που κατ’ ευφημισμό μάλλον απεκλήθη «Αραβική άνοιξη», εξελίχθηκε στη Συρία κατά τρόπο τελείως διαφορετικό από τις άλλες αραβικές χώρες. Μάλλον δεν υπήρξε καθόλου «άνοιξη», αλλά η χώρα πέρασε κατευθείαν σε έναν βαρύ «χειμώνα». Τα αντικρουόμενα συμφέροντα της ΕΕ και των ΗΠΑ με εκείνα της Ρωσίας και της Κίνας δεν επέτρεψαν την οποιαδήποτε δυναμική παρέμβαση των Ηνωμένων Εθνών. Τα πράγματα περιπλέχθηκαν ακόμη περισσότερο εξαιτίας της υποστήριξης που παρέχει το Ιράν προς το καθεστώς Άσαντ, που οφείλεται, φαινομενικά τουλάχιστον, στο κοινό σιιτικό δόγμα-άξονα. Αυτό προκαλεί ανησυχίες στο Ισραήλ, ενώ ενδιαφέρον, για τα δικά τους διαφορετικά συμφέροντα, προβάλλουν η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία.
Σε αντίθεση με τις σχεδόν ομοιογενείς κοινωνίες των χωρών της Βόρειας Αφρικής, στη Συρία υπάρχουν 18 διαφορετικές θρησκείες ή δόγματα και εθνικές ομάδες. Σουνίτες 70%, Αλαουίτες 13%, Χριστιανοί 10%, Δρούζοι 3%. Από πλευράς εθνικών ομάδων οι Άραβες είναι η πλειονότητα, ακολουθούμενοι από τους Κούρδους. Υπάρχουν ακόμη μειονότητες Αρμενίων, Ασσυρίων, Κιρκασίων, Παλαιστινίων και Τουρκμενίων. Οι Αλαουίτες ως επί το πλείστον είναι εγκατεστημένοι στη μεσογειακή ακτή, ενώ οι Δρούζοι βρίσκονται στο νότιο τμήμα της χώρας και οι Κούρδοι στα βορειοανατολικά, κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία και το Ιράκ. Το γεγονός ότι οι Σουνίτες αποτελούν την πλειονότητα, ενώ εκείνοι που κατέχουν τις θέσεις εξουσίας, όπως ο Πρόεδρος της χώρας, ανήκουν κυρίως στους Αλαουίτες αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για την εσωτερική σταθερότητα στη Συρία.
Στην πράξη, η Συρία βιώνει έναν εμφύλιο πόλεμο, κυρίως σε θρησκευτικό επίπεδο. Από τη μία, η πλειοψηφία των Αράβων Σουνιτών που επιδιώκουν την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, και από την άλλη, οι συνασπισμένες μειονότητες των Αλαουιτών, Δρούζων και Χριστιανών που στηρίζουν το καθεστώς, το οποίο βρίσκεται στην εξουσία από το 1970. Από στρατηγικής πλευράς, σχεδόν όλες οι κατευθύνσεις των αντιπαραθέσεων διασταυρώνονται στη Συρία, η οποία αποτελεί το κέντρο ενός περίπλοκου πλαισίου ανταγωνισμού ισχύος και σύγκρουσης συμφερόντων.
Οι κύριοι εμπλεκόμενοι στην κρίση
H αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας στην ανατροπή του συριακού καθεστώτος οφείλεται κυρίως στην άποψη ότι αυτό θα αποτελούσε ένα στρατηγικό κτύπημα στην Τεχεράνη και θα άνοιγε την πόρτα στην κυριαρχία του δυτικού κόσμου στη Μέση Ανατολή υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Η σκληρή πραγματικότητα δείχνει ότι η Συρία ήταν, ουσιαστικά, ένα πιόνι στη σκακιέρα ενός περιφερειακού ανταγωνισμού ισχύος. Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί ότι οι αντιδράσεις του Πεκίνου και της Μόσχας οφείλονται κυρίως σε γεωπολιτικούς λόγους και όχι κατ’ ανάγκην σε εμπορικά συμφέροντα ή ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η κατάσταση στη Συρία εγκυμονεί κινδύνους ευρύτερης αστάθειας ή και ανάφλεξης στο εσωτερικό των γειτονικών χωρών. Οι κίνδυνοι αυτοί μπορεί να προέλθουν από πολλαπλές κατευθύνσεις και για διαφορετικούς λόγους:
α) Το Ισραήλ είναι προφανές ότι ανησυχεί για οποιαδήποτε εξέλιξη θα είχε ως συνέπεια την ανάληψη της εξουσίας στη Συρία από φανατικές ισλαμικές παρατάξεις, την ενδυνάμωση της Χεζμπολά στον νότιο Λίβανο ή την εμπλοκή της τελευταίας στη συριακή κρίση. Το Τελ Αβίβ ανησυχεί για το γεγονός ότι τα Υψώματα του Γκολάν (Golan Heights), τα οποία το Ισραήλ κατέλαβε από τη Συρία κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, θα καταστούν το επίκεντρο μιας επίθεσης κατά των συνόρων του. Ανησυχία επίσης προκαλεί το ενδεχόμενο να αντικατασταθεί το καθεστώς του Άσαντ –με το οποίο είχε δημιουργηθεί ένα σχετικά ειρηνικό πλαίσιο– από ένα ισλαμιστικό καθεστώς πιο επιθετικό κατά του Ισραήλ.
β) Ο Λίβανος, που είχε καταληφθεί στρατιωτικά από τη Συρία, από το 1976 έως το 2005, έχει υιοθετήσει μια πολιτική «αποστασιοποίησης» στην κρίση της γειτονικής του χώρας, από το φόβο του χάους που θα μπορούσε να διαχυθεί πέραν των συνόρων της. Έχουν ήδη υπάρξει ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ υποστηρικτών του Άσαντ και Σύριων ανταρτών στο βόρειο τμήμα του Λιβάνου, το οποίο οι αντάρτες χρησιμοποιούν ως βάση των επιχειρήσεών τους και όπου έχουν καταφύγει περισσότεροι από 200.000 πρόσφυγες από τη Συρία. Οι Σουνίτες του Λιβάνου –που συντάσσονται με τους αντιπάλους του Άσαντ– έχουν ήδη ενθαρρυνθεί από ό,τι συμβαίνει στη Συρία, θεωρώντας ότι θα μπορούσε ο επόμενος στόχος να είναι η Χεζμπολά, η οποία ανεπίσημα υποστηρίζει τον Σύρο Πρόεδρο.
γ) Στην Ιορδανία, η κατάσταση θα μπορούσε να καταστεί έκρυθμη, όπως στον Λίβανο, από την εισροή προσφύγων. Η κυβέρνηση της χώρας ανησυχεί για τον μεγάλο αριθμό προσφύγων από τη Συρία, που ξεπερνά τις 300.000. Επίσης στην πρωτεύουσα Αμάν έχουν καταφύγει εκατοντάδες λιποτάκτες του Συριακού Στρατού, ενώ υπήρξαν αναφορές για αψιμαχίες στα σύνορα μεταξύ στρατιωτικών τμημάτων των δύο χωρών.
δ) Για την Τουρκία, η κρίση στη Συρία συνιστά έναν «στρατηγικό εφιάλτη». Πέραν των προβλημάτων που της δημιουργεί εκ των πραγμάτων μια κρίση στα σύνορά της (πρόσφυγες, φόβος μεταφοράς της «Άνοιξης» στο εσωτερικό της κ.λπ.) υφίσταται ο φόβος της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, κάτι που επιτείνεται από τις αποσχιστικές τάσεις των Κούρδων της Συρίας. Επιπλέον προβλήματα δημιουργεί το γεγονός των οικονομικών σχέσεων που είχε αναπτύξει η Τουρκία με τη Συρία και των επενδύσεων που είχε κάνει στη χώρα αυτή. Μεγάλος αριθμός τουρκικών εταιριών είχαν αναπτύξει επιχειρηματικές δράσεις στη Συρία, η οποία αποτελούσε επίσης χώρα διέλευσης των τουρκικών μεταφορών για εξαγωγές σε άλλες αραβικές χώρες. Η Τουρκία έχει ταχθεί ανοικτά με την πλευρά της αντιπολίτευσης, όπως κάποιων μετριοπαθών σουνιτικών παρατάξεων.
Η συριακή κρίση αποτελεί μία επιπλέον πηγή αναταραχής για όλες τις γειτονικές χώρες, καθώς επίσης και για τη διεθνή κοινότητα γενικότερα. Εκτός από την ανθρωπιστική διάσταση, που περιλαμβάνει τον μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο αριθμό προσφύγων, ο προβληματισμός αφορά στην «επόμενη ημέρα», μετά την αλλαγή καθεστώτος στη Συρία. Το Ιράν και η Ρωσία, για διαφορετικούς λόγους, επιθυμούν να εμποδίσουν μια τέτοια εξέλιξη, ή τουλάχιστον θα έχουν κύριο λόγο στην περίοδο που θα ακολουθήσει την όποια αλλαγή. Η υποστήριξη της Μόσχας προς τη Δαμασκό δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως μία στάση που αποτελεί συνέχεια της πολιτικής της στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ως αποτέλεσμα μιας ενδελεχούς ανάλυσης της μεταβαλλόμενης παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων και εκτίμησης των γεωπολιτικών μεταβολών που συνέβησαν στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Διάφορες αραβικές χώρες υποστηρίζουν διαφορετικές ομάδες που ανήκουν σ’ αυτό που αποκαλείται «συριακή αντιπολίτευση». Επιπροσθέτως, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δημιουργεί ένα κρίσιμο στρατηγικό πρόβλημα στην ατζέντα της διεθνούς ασφάλειας. Δεν αφορά μόνο το Ισραήλ ή τη Δύση, αλλά προκαλεί έντονες ανησυχίες στην ευρύτερη περιοχή και κυρίως στις γειτονικές αραβικές χώρες του Κόλπου.
Όλοι εναντίον όλων!
Ένα μωσαϊκό διαφόρων ομάδων συνιστά αυτό που αποκαλείται «αντιπολίτευση» κατά του καθεστώτος του Άσαντ. Ομάδων εθνοτικών, θρησκευτικών, ακόμη και τρομοκρατικών ή ελεγχόμενων (ή/και αποσταλέντων) και χρηματοδοτούμενων από ξένες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και αραβικές. Σουνίτες, Σιίτες, Τσετσένοι, Κούρδοι αντάρτες, Αφγανοί, Λίβυοι Τζιχαντιστές, ριζοσπάστες Ισλαμιστές της Αλ Κάιντα, Βεδουίνοι, μετριοπαθείς Ισλαμιστές, Τουρκμένιοι αντάρτες και διάφορες άλλες ισλαμικές ομάδες.
Τις κύριες αντιπολιτευόμενες παρατάξεις συνιστούν:
• Το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο (Syrian National Council – SNC), που προήλθε από τη Διακήρυξη της Δαμασκού για Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή του 2005. Περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλους σχεδόν τους χώρους, θρησκευτικούς και εθνοτικούς, ακόμη και από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, που ήταν εκτός νόμου στη Συρία από τη δεκαετία του 1960.
• Το Εθνικό Συντονιστικό Σώμα για Δημοκρατική Αλλαγή (National Coordination Body for Democratic Change – NCB), που επιθυμεί μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας χωρίς στρατιωτική επέμβαση και επιδιώκουν τη διαπραγμάτευση με το καθεστώς Άσαντ.
• Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (Free Syrian Army – FSA), που δημιουργήθηκε από τον πρώην συνταγματάρχη του Συριακού Στρατού Riad al-Asaad, ο οποίος στρατολόγησε μαχητές από στρατόπεδα προσφύγων στην Τουρκία. Οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις και διασπάσεις αποτελούν κύριο πρόβλημα για τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό. Ένας πρώην στρατηγός του Συριακού Στρατού, ο Mustapha Sheikh, συγκρότησε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο επιθυμώντας να ηγηθεί των ένοπλων λιποτακτών εντός της Συρίας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ομάδες αυτές δεν συνεργάζονται μεταξύ τους, καθώς κινούνται από διαφορετικά κίνητρα, αντικρουόμενα συμφέροντα και διαφορετικούς στόχους, ενώ κάθε μία έχει τις δικές της επιδιώξεις για την «επόμενη» ημέρα. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια ηγετικού στελέχους του Ελεύθερου Συριακού Στρατού: «Χωρίς τη βοήθεια του Ιράν και της Χεζμπολά (ο Άσαντ) θα είχε φύγει από τώρα. Αλλά ακόμη και αν φύγει, θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα. Η κατάσταση αυτή θα πάρει πέντε ή έξι χρόνια, επειδή τα ισλαμικά κόμματα θέλουν τη Σαρία, ενώ εμείς θέλουμε δημοκρατία».
Υπάρχουν κατηγορίες ότι κάποιες γειτονικές χώρες –κυρίως το Ιράκ και η Τουρκία– διευκόλυναν την πρόσβαση ξένων ανταρτών στη Συρία. Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτή η είσοδος ξένων ενόπλων στη Συρία –προερχόμενων ακόμη και από τρομοκρατικές οργανώσεις– εντάσσεται στην επιδίωξη τρίτων δυνάμεων να δημιουργήσουν ευρύτερη αναταραχή, με την αύξηση των ενόπλων στο εσωτερικό της χώρας. Ο Αdnan Turkkan, πολιτικός αναλυτής και αρχισυντάκτης του τουρκικού καναλιού ULUSAL, δήλωσε τον Δεκέμβριο του 2012: «Υπάρχουν τρομοκράτες που διέρχονται από την Τουρκία για να εισέλθουν στη Συρία. Είναι όλοι εγκληματίες και πρώην κρατούμενοι. Το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία πήραν όλους τους κρατουμένους από φυλακές και τους έστειλαν στην Τουρκία για να εισέλθουν στη Συρία και να ενταχθούν στους τρομοκράτες που βρίσκονται εκεί. Υπάρχουν 3.000 μέλη της Αλ Κάιντα στα σύνορα, πολεμούν στη Συρία και έχουν προκαλέσει ένταση στην Τουρκία, ενώ προσπαθούν να υποδαυλίσουν τον πόλεμο». (“Turkey helps foreign militants to find their way into Syria”, http://www.presstv.ir/). Η Τουρκία χρησιμοποίησε αυτή την τακτική ακόμη και σε σχέση με το κουρδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Ειδικότερα, χρησιμοποίησε ξένους ενόπλους στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει τους Κούρδους αντάρτες.
Οι δυτικές χώρες, μην έχοντας διάθεση για μια επέμβαση «τύπου Λιβύης», έχουν περιορίσει το ρόλο τους στην εφαρμογή οικονομικών κυρώσεων κατά του καθεστώτος του Προέδρου Άσαντ. Παρά ταύτα, φαίνεται ότι κάποιες απ’ αυτές είναι «παρούσες» στη συριακή κρίση, είτε με ειδικό προσωπικό είτε με στρατιωτική βοήθεια.
Σε περιφερειακό επίπεδο το Ιράν και η Σαουδική Αραβία ανταγωνίζονται για την απόκτηση επιρροής. Το Ιράν υποστηρίζει το καθεστώς του Άσαντ στρατιωτικά, υλικά και οικονομικά, ενώ η Σαουδική Αραβία μαζί με την Τουρκία και το Κατάρ υποστηρίζουν διάφορες σουνιτικές ομάδες ανταρτών. Αυτό τροφοδοτεί εντάσεις μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών στον Λίβανο, στη Συρίας, στο Ιράκ και στο Μπαχρέιν.
Επιπλέον υπάρχει ο κίνδυνος «ισλαμοποίησης» της σύγκρουσης στη Συρία, εξαιτίας της παρέμβασης θρησκευτικών κινημάτων από τις γύρω χώρες, με συνήθως διαφορετικά συμφέροντα. Σύμφωνα με πληροφορίες, χιλιάδες ακτιβιστές έχουν διαβεί τα σύνορα της Συρίας προερχόμενοι από την Τουρκία, το Ιράν, τον Λίβανο και την Ιορδανία. Απόδειξη του στοιχείου του θρησκευτικού φανατισμού είναι οι επιθέσεις κατά των χριστιανικών μειονοτήτων της Συρίας, με πολλά θύματα και κατεστραμμένους ναούς. Πολλοί στη Δύση επικρίνουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τη βοήθεια που παρέχει σε ριζοσπαστικά στοιχεία της «Αραβικής Άνοιξης», διότι αυτή πλήττει τους χριστιανούς της περιοχής. Με δήλωσή του το Βατικανό επικρίνει την αμερικανική πολιτική, διότι με την υποστήριξη προς τους Τζιχαντιστές κατά του καθεστώτος Άσαντ συμβάλλει στο θάνατο των χριστιανών της χώρας.
Περαιτέρω, η εξέλιξη της συριακής κρίσης ενδιαφέρει έναν αριθμό κρατών για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσία, Σαουδική Αραβία δεν μπορούν να μείνουν απαθείς. Φυσικά υπάρχει και το Ιράν, του οποίου η με κάθε τρόπο εμπλοκή στην κρίση φαίνεται ότι είναι σημαντική. Παλιός σύμμαχος της Συρίας και από κοινού με αυτήν υποστηρικτής και προμηθευτής της ισχυρής στρατιωτικά οργάνωσης Χεζμπολά στον Λίβανο, κατηγορείται επίσης ότι υποστηρίζει διάφορες σιιτικές παραστρατιωτικές ομάδες εντός της Συρίας αλλά και του γειτονικού Ιράκ. Η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ δημιούργησε το φόβο ότι το Ιράν θα καταφέρει να αποκτήσει de facto τον έλεγχο του Ιράκ, μέσω της σιιτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, σχεδόν κατά τον ίδιο τρόπο που έχει αποκτήσει ουσιαστικό έλεγχο του Λιβάνου, μέσω του πολιτικού και στρατιωτικού βραχίονά του, η Χεζμπολά.
Πολλοί αναλυτές βλέπουν την αιματοχυσία στη Συρία όχι μόνο ως έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της μειονότητας των Αλαουιτών και της πλειοψηφίας του σουνιτικού πληθυσμού, αλλά ως προέκταση του ανταγωνισμού μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν με στόχο την πολιτική και θεολογική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή. Επίσης, υποστηρίζουν ότι οι εχθροπραξίες στα τέλη του Νοεμβρίου 2012 στη Λωρίδα της Γάζας, μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραήλ, θα πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου γεωπολιτικού σκηνικού, ως συνδεόμενες με την κατάσταση στη Συρία, αλλά ενδεχομένως και με τους περιφερειακούς ελιγμούς των Ηνωμένων Πολιτειών κατά του Ιράν και της ευρύτερης περιοχής. Η Συρία, λόγω της εσωτερικής της αστάθειας, έχει θεωρηθεί ως χώρος διακίνησης όπλων προς τη Γάζα. Το όλο θέμα συνδέεται και με την πυρκαγιά και την καταστροφή του εργοστασίου όπλων Yarmouk στο Σουδάν, για την οποία κατηγορείται το Ισραήλ.
Ο συνδυασμός εθνοτικών και αποσχιστικών φόβων και αντιπαραθέσεων, οι ιστορικές μνήμες και η πεισματική τύφλωση των εξωτερικών δυνάμεων φαίνεται ότι μοιραία θα οδηγήσουν, για άλλη μια φορά, στην αποσταθεροποίηση ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Ενδεχόμενη κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ θα στερήσει το Ιράν από τον σταθερότερο σύμμαχό του στη Μέση Ανατολή καθώς και από έναν κρίσιμο μοχλό παρέμβασης στις υποθέσεις της αραβικής Μέσης Ανατολής, κυρίως στην Παλαιστίνη και στον Λίβανο. Ιρανός απεσταλμένος στη Δαμασκό, το θέρος του 2012, ανακοίνωσε, μετά τη συνάντησή του με τον Άσαντ, ότι «το Ιράν δεν πρόκειται να επιτρέψει με κανέναν τρόπο τη διάσπαση του τόξου της αντίστασης, μέγας πυλώνας του οποίου είναι η Συρία».
Ποιο είναι το «τόξο της αντίστασης»; Προφανώς ο Ιρανός αξιωματούχος αναφερόταν σ’ αυτό που διαγράφεται από την οροσειρά του Χίντου Κους (Hindu Kush) στο Αφγανιστάν, μέχρι την Αίγυπτο –περνώντας από το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία–, και απειλεί να καταστεί το επίκεντρο μιας παγκόσμιας σύγκρουσης. Από την άλλη, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών μίλησε προσφάτως για «τόξο αστάθειας»: «Σε όλο τον κόσμο, περιλαμβανομένης και της περιοχής της Ασίας, συνεχίζουν να υπάρχουν αρκετές προκλήσεις και απειλές. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η δημιουργία ενός είδους “τόξου αστάθειας”, από τη Βόρεια Αφρική μέχρι το Αφγανιστάν», δήλωσε ο κ. Λαβρόφ, στη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των χωρών-μελών της Διάσκεψης για την Αλληλεπίδραση και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στην Ασία (CICA), που ήταν αφιερωμένη στην 20ή επέτειο της ύπαρξης του φορέα (1992-2012).
Επισημαίνεται επίσης το ρήγμα που υφίσταται μεταξύ της Τουρκίας και του Ιράν, το οποίο τείνει να διευρυνθεί, εξαιτίας τόσο του γεγονότος ότι η πρώτη είναι προσδεδεμένη στο άρμα της Δύσης –κυρίως του ΝΑΤΟ– όσο και των εντάσεων που προκαλεί το κουρδικό πρόβλημα σε συνδυασμό με τη συριακή κρίση, έναντι της οποίας οι δύο χώρες έχουν διαφορετική στάση. Στις 7 Αυγούστου 2012 ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων του Ιράν απείλησε ότι «η Τουρκία θα είναι ο επόμενος χώρος ανάπτυξης της βίας μετά τη Συρία, αν η Άγκυρα συνεχίσει να λειτουργεί για λογαριασμό των δυτικών συμφερόντων. Η Άγκυρα εκφράζει τη δυτική (αμερικανική) γραμμή στην περιοχή, όπως η Σαουδική Αραβική και το Κατάρ. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για την αιματοχυσία στη Συρία».
Το εκρηκτικό σκηνικό της Μέσης Ανατολής το συμπληρώνει η απειλή του Ισραήλ για εκτόξευση αεροπορικής επίθεσης κατά του Ιράν, με σκοπό την καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεών του. Το Ινστιτούτο Stratfor, σε ανάλυση που δημοσίευσε στα τέλη του Αυγούστου 2012, παρουσίασε ακόμη και τα ενδεχόμενα σχέδια μιας τέτοιας επίθεσης. Από την πλευρά της η Ρωσία τάχθηκε εναντίον κάθε στρατιωτικής δράσης κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, προειδοποιώντας τόσο το Ισραήλ όσο και τις Δυτικές Δυνάμεις και χαρακτηρίζοντας το ενδεχόμενο μιας τέτοιας ενέργειας ως «πολύ επικίνδυνη ιδέα».
Υπάρχουν επίσης οι γνωστοί μη κρατικοί δρώντες που επηρεάζουν την εξέλιξη της κρίσης και θα συνεχίσουν να παρεμβαίνουν περισσότερο ή λιγότερο δυναμικά: Αλ Κάιντα, Χεζμπολά, Μουσουλμανική Αδελφότητα, Σύριοι αντάρτες και άλλες λιγότερο γνωστές, κυρίως θρησκευτικές, δυναμικές ομάδες θα επιδιώξουν να αποκτήσουν οφέλη από την κρίση. Πολλοί από αυτούς βλέπουν το Ισραήλ ως τελικό αντικειμενικό σκοπό. Από τον Μάιο του 2011, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Συρία είχε ενημερώσει τους συναδέλφους και τους ομολόγους του ότι «η Αλ Κάιντα είχε διεισδύσει στη συριακή αντιπολίτευση. Υπάρχουν αποδείξεις για παρέμβαση της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και της Τουρκίας. Υπάρχουν λοιπόν αρκετοί περιφερειακοί παίκτες που τροφοδοτούν τη σύγκρουση με χρήματα και όπλα και, αν προσθέσουμε το γεγονός ότι το καθεστώς είναι απρόθυμο να χρησιμοποιήσει ειρηνικά μέσα για να επιτευχθεί μια λύση, αυτά μας οδήγησαν εκεί που φτάσαμε.(…) Γι’ αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν επέμβει ακόμη, όπως έκαναν στη Λιβύη και αλλού».
Όλα αυτά δημιουργούν μια εκρηκτική μάζα στο εσωτερικό της χώρας, η οποία θα ήταν δυνατόν να εκραγεί την «επόμενη» ημέρα και να προκαλέσει μια εκτεταμένη σύγκρουση. Επιπλέον, αν πέσει ο Άσαντ, η Χεζμπολά του Λιβάνου θα χάσει έναν κύριο σύμμαχο στα σύνορά της και είναι ενδεχόμενο να μπει στον πειρασμό να προβεί σε δυναμικές ενέργειες προκειμένου να αποτρέψει μια συμμαχία μεταξύ σουνιτικών ομάδων της Συρίας και αντιπάλων του Άσαντ στον Λίβανο. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ φιλο-συριακών και αντι-συριακών δυνάμεων του Λιβάνου. Από την άλλη, το χειρότερο σενάριο, κυρίως για τους Ισραηλινούς, θα ήταν να πέσει στα χέρια της Χεζμπολά ή ριζοσπαστών Ισλαμιστών με συνδέσμους με την Αλ Κάιντα το τεράστιο οπλοστάσιο χημικών όπλων του Άσαντ.
Δεν θα πρέπει επίσης να παραβλέπεται η απειλή της ανθρωπιστικής καταστροφής που εγκυμονεί ο παρατεταμένος εμφύλιος πόλεμος, όχι μόνο για τον πληθυσμό της Συρίας αλλά και για τις τρεις γειτονικές της χώρες – Λίβανο, Τουρκία και Ιορδανία. Στα πρώτα 2 χρόνια η συριακή κρίση προκάλεσε δεκάδες χιλιάδες θανάτους και περισσότερους από 700.000 πρόσφυγες, κυρίως προς την Τουρκία. Περισσότεροι από τρία εκατομμύρια πρόσφυγες αποτελούν απειλή για την περιοχή αυτή, ενώ θα μπορούσαν να προκαλέσουν αποσταθεροποίηση, ειδικώς στον Λίβανο και στην Ιορδανία. Αναμένεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό των προσφύγων θα επιδιώξει να καταφύγει και σε άλλες χώρες του ευρύτερου γεωγραφικού περιβάλλοντος, όπως στην Κύπρο και στην Ελλάδα, ως εγγύτερες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συμπερασματικές σκέψεις
Εκείνο που θα πρέπει καταρχήν να γίνει κατανοητό είναι ότι και η κρίση αυτή –όπως οι περισσότερες κρίσεις, αν όχι όλες– οφείλεται κυρίως σε γεωπολιτικής φύσης παράγοντες, που δεν είναι ίσως εμφανείς με την πρώτη ματιά, καλυπτόμενοι, όπως συνήθως συμβαίνει, πίσω από θρησκευτικές ή εθνικιστικές αντιθέσεις. Από γεωπολιτικής πλευράς, η Συρία βρίσκεται σε κομβικό σημείο σε ό,τι αφορά τη διακίνηση της ενέργειας των γύρω περιοχών (Κασπίας, Ιράν, Ιράκ, Περσικού Κόλπου) και μαζί με την Τουρκία αποτελούν την κύρια περιοχή διέλευσης της ενέργειας και εξόδου της στις ακτές της Μεσογείου.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί κατάλληλα, ώστε η Ελλάδα να μην είναι απούσα από τις εξελίξεις, αλλά, αντιθέτως, να καταστεί παράγων ισορροπίας στο ασταθές εγγύς περιβάλλον της. Με δεδομένο μάλιστα ότι η Τουρκία, ως μέρος του προβλήματος, δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει την εναλλακτική λύση. Παράλληλα θα μπορούσε, με κατάλληλες πολιτικές και δεδομένης της συμπάθειας αλλά και της εμπιστοσύνης που χαίρει στον αραβικό κόσμο, να παράσχει τεχνολογία και τεχνογνωσία στη Συρία στη μετά Άσαντ εποχή, που φυσικά θα είναι εποχή ανασυγκρότησης.
Επί δύο χρόνια συζητείται κάθε τόσο το αν θα εκδηλωθεί ή αν θα πρέπει να εκδηλωθεί επέμβαση ξένων δυνάμεων, έστω υπό την κάλυψη του ΟΗΕ για την επίλυση της κρίσης. Οι μεγάλοι διεθνείς παίκτες και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες κατανοούν μάλλον την δυσκολία του εγχειρήματος, ενώ τα διαφορετικά συμφέροντα και οι διαφορετικές σκοπιές υπό τις οποίες βλέπουν το πρόβλημα δυσκολεύουν τα πράγματα. Από την άλλη, το παράδειγμα του Ιράκ, του Αφγανιστάν και τελευταίως της Λιβύης έδειξε ότι η ανατροπή ενός καθεστώτος δεν λύνει το πρόβλημα ούτε εξασφαλίζει ότι το καθεστώς που θα το διαδεχθεί ή η κατάσταση που θα ακολουθήσει θα είναι οπωσδήποτε καλύτερα.