ΕΠΕΤΕΙΑΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Μάρκος Μπότσαρης
Από τη Βικιπαίδεια,
Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790 - 8 ή 9 Αυγούστου (παλ.ημ.) 1823) ήταν στρατηγός και ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών. Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, που ήταν μια από τις επιφανέστερες μορφές του Σουλίου. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο σώμα των Ηπειρωτών και Σουλιωτών που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Αρχικά ο Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του Νότη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά, επειδή είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Βλέποντας ότι οι Τούρκοι αθετούσαν την υπόσχεση τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή στον αγώνα εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου, πράγμα που έγινε.
Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα, που του έδωσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον Εχθρό". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Επίσης έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα που κατέληξε σε καταστροφή, ενώ βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρασύροντας τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις.
Το καλοκαίρι του 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν προς την δυτική Ρούμελη. Τη νύχτα της 21ης Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τούρκων του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κεφαλόβρυσου. Παρά τον αρχικά ελαφρύ τραυματισμό, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τον Μουσταφα πασα. Όμως μια τουρκική σφαίρα τον άφησε νεκρό. Τότε οι Σουλιώτες, αν και νίκησαν, διέκοψαν τον αγώνα για να παραλάβουν τον αρχηγό τους και τα λάφυρα. Μεταφέροντας τον νεκρό προς το Μεσολόγγι όπου τελικά τον ενταφίασαν, σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω"
Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή που περιγράφει ο Πουκεβίλ. Του θριάμβου προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμένος με κυανή χλαμίδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.. Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.
Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα και δημοτικά τραγούδια. Μεταξύ των άλλων ο Δ. Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα.
Μετά την Έξοδο και τη κατάληψη του Μεσολογγίου από τους οθωμανούς, οι τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του.
Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή που περιγράφει ο Πουκεβίλ. Του θριάμβου προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμένος με κυανή χλαμίδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.. Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.
Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα και δημοτικά τραγούδια. Μεταξύ των άλλων ο Δ. Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα.
Μετά την Έξοδο και τη κατάληψη του Μεσολογγίου από τους οθωμανούς, οι τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του.
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται εθνικός ήρωας.
Πολλοί Φιλέλληνες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, θαύμασαν την ανδρεία του Μπότσαρη, ενώ πολλοί ποιητές έγραψαν ποιήματα γι' αυτόν. Ο Fitz-Greene Halleck, Αμερικάνος ποιητής, έγραψε ένα ποίημα με τίτλο MARCO BOZZARIS, ενώ ο Ελβετός ποιητής Juste Olivier έγραψε επίσης ένα ποίημα-έπαινο προς τιμήν του, το 1825. Επίσης ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, ο Διονύσιος Σολωμός, αφιέρωσε μία από τις ωδές του στο Μάρκο Μπότσαρη. Ένας σταθμός του μετρό του Παρισιού (σταθμός Botzaris) έχει ονομαστεί προς τιμήν του. Αναφέρεται ότι ήδη το 1825 υπήρχε λαϊκό-σχολικό δράμα για τον Μάρκο Μπότσαρη γραμμένο από την Ευανθία Καΐρη, το οποίο διαρκούσης της Επανάστασης διδασκόταν σε όποια σχολεία το επέτρεπαν οι συνθήκες (αναφέρεται η Τήνος) για να τονώνεται το αίσθημα υπέρ της ελευθερίας.
Ο γιος του, Δημήτριος Μπότσαρης, ο οποίος γεννήθηκε το 1814, έγινε στρατιωτικός και διατέλεσε υπουργός Στρατιωτικών το 1859 και 1866-1877, ενώ οργάνωσε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Πέθανε στις 17 Αυγούστου 1871 στην Αθήνα. Η κόρη του Μπότσαρη, Κατερίνα "Ρόζα" Μπότσαρη, γεννημένη στο Σούλι το 1818, ήταν στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.
ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ – Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή"Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω"*
Στο Μεσολόγγι το ιερό, τον κήδευσε το Έθνος
τον πιο μεγάλο ήρωα τον Μπότσαρη τον Μάρκο
των Σουλιωτών τον αετό τον λέοντα της Ελλάδας
στην πόλη την πανίερη που ζει η ελευθερία.
Εκεί που ζουν οι ελεύθεροι του κόσμου οι πολίτες
εκεί ενταφιάστηκε κι ο γίγαντας του Έθνους
που είν’ η ζωή του πόλεμος, με αμέτρητες τις μάχες
ενάντια στους τουρκαλβανούς, τον μέγα εχθρό του γένους.
Όπου τους βρίσκει τους κτυπά κι όπου κτυπά τους διώχνει`
και πριν την επανάσταση καί το εικοσιένα.
Στων Βαριάδων το οχυρό, στον δρόμο στις Κομψάδες
συνέτριψε τη δύναμη εχθρών πολλαπλασίων
όπως το ίδιο έκανε στα Πέντε τα Πηγάδια,
στη μάχη στα Δερβίζιανα, με τέχνασμα σπουδαίο
στη μάχη της Βογόριτσας, στο Φρούριο της Ρηνιάσας
στους Δραμεσούς, στα Κοσμηρά, Λέλοβα και στην Πλάκα.
Ένα αστέρι από ψηλά φεγγοβολά στη στράτα
κι είναι το άστρο της αντρειάς, της λευτεριάς η λάμψη
μια μουσικη που τον καλεί, η μουσική του έθνους
με τη φωνή της κλεφτουριάς, τους ήχους της Ελλάδας.
Εις το Κομπότι νίκησε ξανά τον μέγα εχθρό του
και στον Μοριά δεν άφησε να στείλει ενισχύσεις
κι είχε τη μέγιστη τιμή στο Μεσολόγγι νά ’ναι
ένας απ’ τους περήφανους τους υπερασπιστές του.
Όπου βρεθεί κι όπου σταθεί απλώνει τ’ όνειρό του
πού ’ναι το φως της λευτεριάς, η ανάσταση του γένους
στη μάχη, στην ανάπαυλα, στις ράχες, στα λαγκάδια
παντού ανάβει στις καρδιές της λευτεριάς τη δάδα.
Ήταν περήφανος κι αγνός, οπλαρχηγός γενναίος
κι όταν τον κάναν στρατηγό και δίπλωμα του δώσαν
το ’σχισε αμέσως εμπροστά στους άλλους καπετάνιους
«γιατί όποιος είναι άξιος με το σπαθί το παίρνει»
όπως τους είπε αγέρωχα, σαν είδε πώς κοιτάζαν.
Για την Ελλάδα διέθεσε όλες του τις δυνάμεις
αφού κι όταν τον λάβωσαν, δεν νοιάστηκε για κείνον:
στο Κεφαλόβρυσο μπροστά, στη μάχη την σπουδαία
δεν σκιάχτηκε, δεν λάκισε, συνέχισε τη μάχη
μέχρι που βόλι του εχθρού τον χτύπησε στο μάτι
κι "Αδέλφια μου, με βάρεσαν", είπε πριν βγει η ψυχή του
μ’ εκείνη, τη στερνή πνοή, που ήταν γεμάτη … ΕΛΛΑΔΑ!
3/8/2021
Ιωάννης Παναγάκος
Φράση που είπε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, όταν ευρισκόμενος κατάκοιτος στον νάρθηκα της Μονής της Παναγίας εις Προυσό, του έφεραν να δει τη σωρό του Μάρκου Μπότσαρη, σε μια στάση που έκανε η κουστωδία, καθώς μετέφεραν τη σωρό εν είδη θριάμβου στο Μεσολόγγι για να τα ταφεί εκεί.