ΔΡΟΜΟ ΝΑ ΣΧΙΣΟΥΝ ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ
Χρίστος
Γούδης
«Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να
υπάρξει τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται,
μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή,
μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων,
που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ
κάτω,
έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου»
«Εις την οδόν των Φιλελλήνων»
Ανδρέας
Εμπειρίκος
Για να μπορέσει
κανείς να αντιμετωπίσει τον εχθρό του, πρέπει να γνωρίζει πολλά όχι μόνον γι’
αυτόν αλλά και για τον εαυτό του. Για τη γλώσσα του, τα ήθη του, τον ψυχισμό
του. Και κυρίως να αντιληφθεί τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει
τη ζωή και τον θάνατο.
Από αυτή τη
σκοπιά η δική μας μοναδική διάκριση στην αντιμετώπιση της πανδημίας, κάτω από
την ενορχηστρωμένη τρομολαγνεία που έσπερναν τα τηλετυφλωτικά μέσα μαζικής
χειραγώγησης και ποδηγέτησης της ισχνής αγ-ελλάδας που κάποτε ήταν Ελλάδα,
μπορεί να οφείλεται, όπως κολακευτικά μας εξηγούν οι ιθύνοντες, στην σωφροσύνη
μας και το αίσθημα ευθύνης απέναντι ημών των ιδίων (κυρίως) και (δευτερευόντως) όλων των άλλων. Μπορεί
όμως εξίσου καλά να υποκρύπτει και τον τρόμο μας μπροστά στον θάνατο, παράλληλα
με την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης στο σκωληκόβρωτο πολιτικό μας σύστημα,
έκφανση του οποίου είναι και το δημόσιο σύστημα υγείας (λέγε με
«νοβάρτις» για να συνεννοούμαστε). Με άλλα λόγια
κρυφτείτε στα λαγούμια, στις σπηλιές και στα καταφύγια για να μην πέσουμε στα
χέρια τους γιατί χαθήκαμε. Φοβούμαι ότι αυτό το μήνυμα μάς περνούν σήμερα και
για την Τουρκία, κάτι σαν το «κρυφτείτε αδέλφια, οι Τούρκοι έρχονται», φεύγετε να φεύγουμε
και ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Οπότε, εάν, τη
στιγμή που χανόμαστε από τον πανικό μας, βρεθεί και κάποιος ικανός διαχειριστής
της «πραγματικότητας» και δώσει κάτι τις (πολύ
πράγμα δηλαδή) στο λιοντάρι, για να αρχίσει να το τρώει αντί να φάει
εμάς, μπορεί και να μας κάνει να τον
θεωρήσουμε και σωτήρα μας, κατά το παλαιό σκεπτικό του: «Αντρέα είσαι η ελπίδα μας, πήδα μας, πήδα μας».
Κοντολογίς η μύξα, ο τάκης, οι
λοιμυξιολόγοι, ο λοιμός, ο σεισμός και ο καταποντισμός.
Ακούστε, δεν
νομίζω ότι υπάρχει κανείς μας που να μην βλέπει ότι οι Τούρκοι έρχονται. Και
έρχονται φτύνοντάς μας κατά πρόσωπο με την ιταμότητα των προκλήσεων, των
υπερπτήσεων, των θαλασσοτρήσεων, των λαθρομεταναστευτικών διατρήσεων (των
κατά συνθήκη «συνόρων» μας), και του εκ νέου μαγαρίσματος της Αγια-Σοφιάς, διακηρύσσοντας με περισσή
αλαζονεία το μογγολικό τους ουρλιαχτό: «κιλιτσμιζιλέν αλντίκ, κιλιτσμιζιλέν βερετσεγίζ!» («με το
σπαθί μας τα πήραμε και με το σπαθί –μόνο– θα τα ξαναδώσουμε», αν
τολμάτε γκιαούρηδες και θέλετε ξανά την Αγιά-Σοφιά
πάρτε σπαθί κι ελάτε να μας την πάρετε).
Κι εμείς με τί
ταΐζουμε τον λαό μας, μέσα από τα τηλεοπτικά μας δίκτυα, όταν αυτά έχουν κάποιο
λίγο χρόνο να του αφιερώσουν, ανάμεσα στις υψηλής αισθητικής τούρκικες σαπουνοσεβνταλίδικες
τηλεχαυνωτικές σειρές; Μα με την εγκεφαλική τροφή των απανταχού της
επικράτειας απόστρατων τηλεστρατηγών, τηλεναύαρχων, τηλεταλαιροπόρων,
τηλεκαντηλαναυτών και τηλαναλυτών του τίλιου, του τσαγιού, και των πάσης φύσεως
χορτοειδών αφεψημάτων. Οι οποίοι μηρυκάζουν και αναμασούν σοφεπίσοφες
ανθυγιεινές αναλύσεις επί χάρτου υγείας (softex γενικώς).
Σε αντίθεση με
τον βρετανό ναύαρχο που πριν να αποπλεύσει για τα Φώλκλαντς,
όταν τον περικύκλωναν οι δημοσιογράφοι ζητώντας του να τους αναλύσει την
κατάσταση, αυτός τους απάντησε κοφτά, κακά, κι ανάποδα: «αυτά να πάτε να τα ρωτήσετε στους πολιτικούς, εμένα καθήκον μου
είναι να τσακίσω τη ραχοκοκαλιά των εχθρών της πατρίδας μου, και αυτό πάω τώρα
να κάνω». Και σε αντίθεση με τον ισπανό ναύαρχο που στις απειλές
των μεγάλων δυνάμεων ότι με την τρομακτική υπεροπλία τους θα βυθίσουν τον στόλο
του αν τολμήσει να επιτεθεί σε λιμάνια της Νοτίου Αμερικής (Μέντεθ
Νούνιεθ, 1866) τους απάντησε υπερήφανα: «η Ισπανία μπορεί να ζήσει χωρίς καράβια, αλλά δεν μπορεί να ζήσει
χωρίς τιμή»
Αυτό είναι
δυστυχώς το πρόβλημα με τη χώρα μας: γεμίσαμε άκαπνους
μεταλλόθεους φιλελέδες της ιδιοτελούς αρπαχτής (τρίβουν
τα χέρια τους γιατί θα έρθουν ευρωπέϊκα λεφτά για να καταστρέψουν την ιερότητα
της ελληνικής φύσης – φυσικής
και ανθρώπινης – με ανεμογεννήτριες και «πράσινα άλογα»
και παράλογα ψηφιακά και λοιπά ρομποτικά σχέδια αλλά και εμβόλια, πολλά
εμβόλια, για να δουν κάποιοι την υγειά της τσέπης τους), και απάτριδες
εθνοκτόνους αριστεριστές που απαρνούνται την δόξα της ελληνικής φυλής στο όνομα
των δικαιωμάτων πάντων και πασών των αφροασιανών, της εντεύθεν και εκείθεν των
Άλπεων Γαλατίας (και ο νοών νοείτω). Όλα αυτά όμως,
φαίνεται ότι δεν έχουν και μεγάλη σημασία μια και, όπως έλεγε παλαιότερα και ο
αλήστου μνήμης Γεώργιος Παπανδρέου: «η Δημοκρατία ενίκησεν!»
Πάντως, το
«γεμίσαμε» με ότι γεμίσαμε, δεν αναφέρεται στον λαό μας, αλλά στους αναρριχητές
της εξουσίας, αυτούς που δεν είναι αετοί,
όπως θα άρμοζε στους κατακτητές των κορυφών των ορέων, αλλά σκουλήκια και σαλίγκαροι που έφθασαν
εκεί με το σύρσιμο, το γλείψιμο και με τα κέρατά τους.
Γιατί ο λαός
μας έχει ακόμα ελληνικό κύτταρο και ελληνικές ρίζες. Και στις ιταμότητες και
προσβολές που υφίσταται επιδεικνύει καρτερία. Την καρτερία της σιωπής στη
βύθιση του εύδρομου Έλλη τον δεκαπενταύγουστο του 1940 μέχρι να έρθει η ώρα
της αλήθειας, της 28ης
Οκτωβρίου του ιδίου έτους, για να πάρει το αίμα του πίσω με το
ένδοξο ΟΧΙ,
απόηχο του «μολών λαβέ»
του Λεωνίδα και του «το δε
την Πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν αυτή»
του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Και για να βάλει
μπουρλότο στον πελώριο τουρκικό στόλο με τα μικροσκοπικά αλλά μεγαλόψυχα
πυρπολικά του, και να εφορμήσει όταν ο καιρός επέλθει – και «ο
καιρός εγγύς εστί» – εμπνεόμενος από το πρόταγμα του Ίωνα Δραγούμη «Φωτιά στη φωτιά!» Και ότι προκύψει. Και όπως έλθει. Και όσοι μείνουν.
Αρκεί να είναι Έλληνες. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι οι
πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Όλοι τους με τιμή και δόξα. Ας αφουγκρασθούμε
επιτέλους ξανά τον εθνικό μας ποιητή:
Έτοιμα
μπρος στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο
να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν.
Εκείθε
με τους αδελφούς εδώθε με τον Χάρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου