ΕΠΕΤΕΙΑΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Μάχη τής Δραμπάλας, 6 Ιουνίου 1825
Ο Κολοκοτρώνης αναλαμβάνει δράση
http://www.agiasofia.com
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη,
Κωλέττη, Μαυροκορδάτου δίσταζε νά δώσει
αμνηστία στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αλλά
η πίεση τού λαού γινόταν κάθε ημέρα καί πιό έντονη. Η ερήμωση τής Πελοποννήσου
δέν ήταν ικανή νά τούς πείσει γιά τήν αποφυλάκισή του, ενώ σχεδίαζαν νά
αντιμετωπίσουν τόν Ιμπραήμ μέ τακτικό στρατό μισθοφόρων, τούς οποίους θά έφερναν από τήν ...Αμερική.
Μέχρι νά έφτανε αυτός ο στρατός πού ονειρεύονταν οι κυβερνήτες τής χώρας, ο Ιμπραήμ θά είχε σαρώσει καί τόν Μοριά καί τή
Ρούμελη.
Τελικά μόλις στίς 17 Μαΐου 1825, υπογράφηκε τό διάταγμα γενικής αμνηστίας καί ο Κολοκοτρώνης διορίστηκε γενικός αρχιστράτηγος. Ο λαός υποδέχθηκε τόν Κολοκοτρώνη στό Ναύπλιο μέ μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ ο ίδιος καί τό Εκτελεστικό έδωσαν όρκους στό Ευαγγέλιο ότι θά ξεχάσουν τά περασμένα καί θά αφοσιωθούν ολόψυχα στήν σωτηρία τής πατρίδος. Από τόν άμβωνα τής εκκλησίας ο Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε πανηγυρικό λόγο λέγοντας τά αληθινά τούτα λόγια:
"Κινδυνεύει η Πατρίς. Καί δέν κινδυνεύει βέβαια, διότι δέν έχει στρατεύματα φιλοκίνδυνα καί εμπειροπόλεμα, καί δέν κινδυνεύει, διότι δέν έχει χρηματικούς πόρους. Κινδυνεύει η Πατρίς από ημάς τούς ιδίους, οι οποίοι αποκαταστήσαμεν τό δυστυχισμένον Έθνος παίγνιον τών παθών μας, από ημάς, οι οποίο αντί νά κλείσωμεν τάς δεινάς του καί παλαιωμένας πληγάς, τού ανοίξαμε νέας καί βαρυτέρας, από ημάς, οι οποίοι αντί νά οδηγήσωμεν εις τόν λιμένα τής σωτηρίας, καί ευδαιμονίας, τό εφέραμεν εις τό χείλος τής αβύσσου καί τούτον διατί; διότι η φιλαρχία πολιορκεί τόν νού μας, ο φθόνος καί τό εμφύλιον μίσος κατατρώγει τά σπλάχνα μας, η ιδιοτέλεια οδηγεί τά έργα μας, αι σκευωρίαι καί τά διαβούλια είναι η πολιτική μας..."
Τελικά μόλις στίς 17 Μαΐου 1825, υπογράφηκε τό διάταγμα γενικής αμνηστίας καί ο Κολοκοτρώνης διορίστηκε γενικός αρχιστράτηγος. Ο λαός υποδέχθηκε τόν Κολοκοτρώνη στό Ναύπλιο μέ μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ ο ίδιος καί τό Εκτελεστικό έδωσαν όρκους στό Ευαγγέλιο ότι θά ξεχάσουν τά περασμένα καί θά αφοσιωθούν ολόψυχα στήν σωτηρία τής πατρίδος. Από τόν άμβωνα τής εκκλησίας ο Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε πανηγυρικό λόγο λέγοντας τά αληθινά τούτα λόγια:
"Κινδυνεύει η Πατρίς. Καί δέν κινδυνεύει βέβαια, διότι δέν έχει στρατεύματα φιλοκίνδυνα καί εμπειροπόλεμα, καί δέν κινδυνεύει, διότι δέν έχει χρηματικούς πόρους. Κινδυνεύει η Πατρίς από ημάς τούς ιδίους, οι οποίοι αποκαταστήσαμεν τό δυστυχισμένον Έθνος παίγνιον τών παθών μας, από ημάς, οι οποίο αντί νά κλείσωμεν τάς δεινάς του καί παλαιωμένας πληγάς, τού ανοίξαμε νέας καί βαρυτέρας, από ημάς, οι οποίοι αντί νά οδηγήσωμεν εις τόν λιμένα τής σωτηρίας, καί ευδαιμονίας, τό εφέραμεν εις τό χείλος τής αβύσσου καί τούτον διατί; διότι η φιλαρχία πολιορκεί τόν νού μας, ο φθόνος καί τό εμφύλιον μίσος κατατρώγει τά σπλάχνα μας, η ιδιοτέλεια οδηγεί τά έργα μας, αι σκευωρίαι καί τά διαβούλια είναι η πολιτική μας..."
Ο Κολοκοτρώνης
ήταν αισιόδοξος καί μέ τίς δημηγορίες του καί τούς γνωστούς μύθους του παρέσυρε
τά πλήθη, τά οποία τόν ακολουθούσαν σάν μεσσία. Βέβαια γνώριζε ότι ένα τόσο
καλά οργανωμένο στράτευμα σάν αυτό τού Αιγύπτιου πασά δέν ήταν εύκολη υπόθεση
καί ότι θά μπορούσε νά αντιμετωπιστεί μόνο μέ κλεφτοπόλεμο. Αναγνώριζε ότι ο Ιμπραήμ δέν ήταν Δράμαλης. Αυτός ήταν δραστήριος καί είχε φροντίσει νά έχει
βάσεις οι οποίες τού προσέφεραν διαρκώς έμψυχο καί άψυχο υλικό. Ο Κολοκοτρώνης επέμενε νά καταστρέψει τά τείχη
τής Τριπολιτσάς, γιά νά μήν μπορέσει ο Ιμπραήμ
νά έχει ένα ισχυρό ορμητήριο στό κέντρο τής Πελοποννήσου καί αυτός νά τόν
κτυπάει από όπου μπορούσε. Η κυβέρνηση όμως δέν τού τό επέτρεψε.
Ο Κολοκοτρώνης οργάνωσε αμέσως στρατολογία ανδρών καί έστησε παντού φροντιστήρια γιά τίς προμήθειες τροφίμων καί πολεμοφοδίων. Όλα τά χωριά έσπευσαν πρόθυμα νά συνεργαστούν, όπως τά πρώτα χρόνια τού αγώνα. Στό Λεοντάρι έστησε φούρνους καί τό όρισε σάν τό κύριο στρατόπεδο, όπου θά συγκέντρωνε όλα τά αναγκαία τού πολέμου, κάτω από τήν επίβλεψη τού Λυκούργου Κρεστενίτη, τού Νικόλαου Μπούκουρα καί τού Ηλία Καραπαύλου. Τά στρατεύματά του τά συγκέντρωσε στά Δερβένια Λεονταρίου καί στό Μακρυπλάγι, στά σύνορα Μεσσηνίας καί Αρκαδίας.
Ο Κολοκοτρώνης οργάνωσε αμέσως στρατολογία ανδρών καί έστησε παντού φροντιστήρια γιά τίς προμήθειες τροφίμων καί πολεμοφοδίων. Όλα τά χωριά έσπευσαν πρόθυμα νά συνεργαστούν, όπως τά πρώτα χρόνια τού αγώνα. Στό Λεοντάρι έστησε φούρνους καί τό όρισε σάν τό κύριο στρατόπεδο, όπου θά συγκέντρωνε όλα τά αναγκαία τού πολέμου, κάτω από τήν επίβλεψη τού Λυκούργου Κρεστενίτη, τού Νικόλαου Μπούκουρα καί τού Ηλία Καραπαύλου. Τά στρατεύματά του τά συγκέντρωσε στά Δερβένια Λεονταρίου καί στό Μακρυπλάγι, στά σύνορα Μεσσηνίας καί Αρκαδίας.
«Εν τοσούτω ο Κολοκοτρώνης προυκήρυξεν εις
τάς επαρχίας, διατάξας νά διευθύνωσι τούς στρατιώτας των εις τά στενά τού
Λεονταρίου. Τήν 18ην Μαΐου 1825 είχε διατάξει τόν Γενναίον, καί εκίνησε μέ 800
Τριπολιτσιώτας, καί έφθασεν εις τό Μακρυπλάγι, όπου μετά δύο ημέρας συνέρρευσαν
καί από άλλας επαρχίας καί συνεποσώθησαν έως 3000 στρατιώται. Τέλη τού αυτού
συνήλθον εκεί ο Κανέλλος Δελιγιάννης, ο Δημήτριος Τσώκρης, ο Γιαννης Γιατράκος,
οι Ζαχαρόπουλοι, ο Πέτρος Βαρβιτσιώτης καί ο Παπατσώρης μέ 2000. Συνήλθον
ωσαύτως καί ο Δημήτριος Πλαπούτας, ο Μήτρος Αναστασόπουλος, ο Αθανάσιος
Γρηγοριάδης, ο Ιωάννης Γκρίτσαλης καί ο Μητροπέτροβας μέ 1500.
Ήδη καί ο φιλόπατρις Δημήτριος Υψηλάντης, όστις μένει εις απραξίαν, διότι ο Κουντουριώτης, συνεκστρατεύοντος τού Μαυροκορδάτου, δέν τόν προσκαλεί εις τόν πόλεμον εναντίον τού Ιμπραήμ, αναφέρεται εις τόν Κολοκοτρώνην, θέλων νά συνεκστρατεύση εις τήν Μεσσηνίαν, καί ο Κολοκοτρώνης αναφέρει τήν αίτησίν του καταφατικώς γνωμοδοτών πρός τήν κυβέρνησιν, καί αύτη εγκρίνασα, τόν διαταττει τήν 30ην Μαΐου νά στρατολογήση όσους πλειότερους δυνηθή καί νά εκστρατεύση υπό τήν οδηγίαν τών γενικών αρχηγών τού στρατοπέδου εκείνου, αλλά η κυβέρνησις χρήματα δέν τόν δίδει καί ούτε οι στρατιώται δέν τόν ακολουθούσι χωρίς μισθούς, ως άν προέκειτο νά πολεμήσωσι διά τόν Υψηλάντην καί όχι δι' εαυτούς.
Οι Έλληνες εν τοσούτω συνέτρεχον εις τό στρατόπεδο τού Κολοκοτρώνη ως άν εις πανήγυριν, θαρρούντες καί αυτοί, ως καί όλος ο κόσμος εις τήν Πελοπόννησον, ότι ήθελον θριαμβεύσει καί κατά τού Ιμπραήμ, ως εθριάμβευσαν κατά τού Δράμαλη. Διά τούτο οι κάτοικοι τής Τριπολιτσάς, εμμένοντες εις τάς οικίας των άφοβοι, ούτε τά πράγματά των, ούτ' αυτάς τάς οικογενείας των ηθέλησαν ν' ασφαλίσωσιν εις άλλα μέρη.
Ο δέ Ιμπραήμ ητοιμάσθη ήδη νά κινηθή κατά τών Ελλήνων εις τά στενά τού Λεονταρίου, έχων δέ μεθ' εαυτού τόν υιόν τού Σιέχ Νεντζίπ καί άλλους εντόπιους Τούρκους, οίτινες τόν χρησιμεύουσι καί ως οδηγοί, αντί νά ορμήση ευθέως αυτόθι, διευθύνεται πρός τά μέρη τής Πολιανής νά περάση διά τών πλέον δυσβάτων καί κρημνωδών τόπων, όθεν ενομίζετο σχεδόν αδύνατον νά διαβώσι στρατεύματα καί μάλιστα ιππικόν καί πυροβολικόν.
Ταυτοχρόνως, ο Κολοκοτρώνης, αφ' ού διέταξε τά πρός ενίσχυσιν τού στρατού εις Μακρυπλάγι, δύο ώρας απέχον τού Λεονταρίου, μετέβη εις τά Σαμπάζικα (Άκοβο) νά παρατηρήση μήτοι ο εχθρός ήθελεν επιχειρήσει μ' όλον τού τόπου τό δύσβατον νά περάση απ' εκείνα τά μέρη. Ο Ιμπραήμ είχεν ήδη κινηθή πρός τά Καλύβια τής Πολιανής, καί είχον σταλή εναντίον του ο Δημήτριος Παπατσώρης καί ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος μέ 700.
Ο Ιμπραήμ αίφνης τήν 5ην Ιουνίου 1825 προλαβών αναβαίνει τήν Σιρόκαν τής Πολιανής, ότε ο Κολοκοτρώνης ενησχολείτο νά καταλάβη τήν θέσιν εκείνην, καί ευθύς αποσύρεται ούτος μίαν ώραν μακράν εις τό χωρίον Άκοβον. Τήν νύκτα κατά τήν 8ην ώραν εκινήθησαν ο Γενναίος καί ο Κανέλλος Δελιγιάννης μέ 3000, καί περί τό λυκαυγές έφθασαν εις Τραμπάλαν (Δραμπάλα) απέναντι τού Ακόβου, όπου καί ητοιμάσθησαν εις μάχην. Συγχρόνως έφθασεν ο Γιάννης Γιατράκος μέ τόν Πέτρον Βαρβιτσιώτην μέ τούς Ζαχαρόπουλους, μέ 700 στρατιώτας καί εστρατοπέδευσεν οπίσω τών Τούρκων εις τό χωρίον Δυρράχι. Ήρχισε δέ η μάχη μέ τήν εμπροσθοφυλακή τού εχθρού, κινηθέντος ευθύς τό πρωΐ επί σκοπώ νά προχωρήση όσον τάχος εις τάς πεδιάδας τού Λεονταρίου καί τής Καρυταίνης, καί ήδη η μάχη απέβαινε πεισματώδης.»
Απομνημονεύματα Σπηλιάδου, Τόμος Β'
Ήδη καί ο φιλόπατρις Δημήτριος Υψηλάντης, όστις μένει εις απραξίαν, διότι ο Κουντουριώτης, συνεκστρατεύοντος τού Μαυροκορδάτου, δέν τόν προσκαλεί εις τόν πόλεμον εναντίον τού Ιμπραήμ, αναφέρεται εις τόν Κολοκοτρώνην, θέλων νά συνεκστρατεύση εις τήν Μεσσηνίαν, καί ο Κολοκοτρώνης αναφέρει τήν αίτησίν του καταφατικώς γνωμοδοτών πρός τήν κυβέρνησιν, καί αύτη εγκρίνασα, τόν διαταττει τήν 30ην Μαΐου νά στρατολογήση όσους πλειότερους δυνηθή καί νά εκστρατεύση υπό τήν οδηγίαν τών γενικών αρχηγών τού στρατοπέδου εκείνου, αλλά η κυβέρνησις χρήματα δέν τόν δίδει καί ούτε οι στρατιώται δέν τόν ακολουθούσι χωρίς μισθούς, ως άν προέκειτο νά πολεμήσωσι διά τόν Υψηλάντην καί όχι δι' εαυτούς.
Οι Έλληνες εν τοσούτω συνέτρεχον εις τό στρατόπεδο τού Κολοκοτρώνη ως άν εις πανήγυριν, θαρρούντες καί αυτοί, ως καί όλος ο κόσμος εις τήν Πελοπόννησον, ότι ήθελον θριαμβεύσει καί κατά τού Ιμπραήμ, ως εθριάμβευσαν κατά τού Δράμαλη. Διά τούτο οι κάτοικοι τής Τριπολιτσάς, εμμένοντες εις τάς οικίας των άφοβοι, ούτε τά πράγματά των, ούτ' αυτάς τάς οικογενείας των ηθέλησαν ν' ασφαλίσωσιν εις άλλα μέρη.
Ο δέ Ιμπραήμ ητοιμάσθη ήδη νά κινηθή κατά τών Ελλήνων εις τά στενά τού Λεονταρίου, έχων δέ μεθ' εαυτού τόν υιόν τού Σιέχ Νεντζίπ καί άλλους εντόπιους Τούρκους, οίτινες τόν χρησιμεύουσι καί ως οδηγοί, αντί νά ορμήση ευθέως αυτόθι, διευθύνεται πρός τά μέρη τής Πολιανής νά περάση διά τών πλέον δυσβάτων καί κρημνωδών τόπων, όθεν ενομίζετο σχεδόν αδύνατον νά διαβώσι στρατεύματα καί μάλιστα ιππικόν καί πυροβολικόν.
Ταυτοχρόνως, ο Κολοκοτρώνης, αφ' ού διέταξε τά πρός ενίσχυσιν τού στρατού εις Μακρυπλάγι, δύο ώρας απέχον τού Λεονταρίου, μετέβη εις τά Σαμπάζικα (Άκοβο) νά παρατηρήση μήτοι ο εχθρός ήθελεν επιχειρήσει μ' όλον τού τόπου τό δύσβατον νά περάση απ' εκείνα τά μέρη. Ο Ιμπραήμ είχεν ήδη κινηθή πρός τά Καλύβια τής Πολιανής, καί είχον σταλή εναντίον του ο Δημήτριος Παπατσώρης καί ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος μέ 700.
Ο Ιμπραήμ αίφνης τήν 5ην Ιουνίου 1825 προλαβών αναβαίνει τήν Σιρόκαν τής Πολιανής, ότε ο Κολοκοτρώνης ενησχολείτο νά καταλάβη τήν θέσιν εκείνην, καί ευθύς αποσύρεται ούτος μίαν ώραν μακράν εις τό χωρίον Άκοβον. Τήν νύκτα κατά τήν 8ην ώραν εκινήθησαν ο Γενναίος καί ο Κανέλλος Δελιγιάννης μέ 3000, καί περί τό λυκαυγές έφθασαν εις Τραμπάλαν (Δραμπάλα) απέναντι τού Ακόβου, όπου καί ητοιμάσθησαν εις μάχην. Συγχρόνως έφθασεν ο Γιάννης Γιατράκος μέ τόν Πέτρον Βαρβιτσιώτην μέ τούς Ζαχαρόπουλους, μέ 700 στρατιώτας καί εστρατοπέδευσεν οπίσω τών Τούρκων εις τό χωρίον Δυρράχι. Ήρχισε δέ η μάχη μέ τήν εμπροσθοφυλακή τού εχθρού, κινηθέντος ευθύς τό πρωΐ επί σκοπώ νά προχωρήση όσον τάχος εις τάς πεδιάδας τού Λεονταρίου καί τής Καρυταίνης, καί ήδη η μάχη απέβαινε πεισματώδης.»
Απομνημονεύματα Σπηλιάδου, Τόμος Β'
Ο Ιμπραήμ,
όπως πάντα, αιφνιδίασε τούς Έλληνες. Οδηγούμενος από ντόπιους Τούρκους, βρέθηκε
ξαφνικά, τά χαράματα τής 5ης Ιουνίου 1825,
κοντά στό ελληνικό στρατόπεδο, στό οροπέδιο τής Πολιανής, μέ τούς 10000 άνδρες
του νά πλημμυρίζουν τούς κάμπους καί νά καίνε τήν Μπολιανή, όπως τήν αποκαλούσε
ο Γέρος τού Μοριά. Τά γυναικόπαιδα
έφευγαν κυνηγημένα μέ κατεύθυνση τά μοναστήρια καί τίς σπηλιές, παίρνοντας μαζί
τους τά γιδοπρόβατά τους, γιά νά μπορέσουν νά επιβιώσουν. Μόλις πού πρόλαβε ο Κολοκοτρώνης νά οργανώσει τήν άμυνά του. Ο
ίδιος βρισκόταν στό χωριό Άκοβο τής Φαλαισίας, εκεί πού είχε περάσει τά παιδικά
του χρόνια. Ο Γιωργάκης Γιατράκος μέ 700 Μυστριώτες έπιασε
τό χωριό Δυρράχιο στά ανατολικά καί ο Γενναίος
Κολοκοτρώνης μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη, τόν Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, τόν Γεώργιο Κεφάλα,
τόν Γεώργιο Αγαλλόπουλο, τούς αδελφούς Παπατσώρη καί 3000 άνδρες οχυρώθηκε στό βουνό Δραμπάλα, απέναντι
καί βόρεια από τό χωριό Άκοβο. Σέ λίγο θά ερχόταν στό βουνό τής Δραμπάλας ο Πλαπούτας, ο Γκρίτζαλης καί ο Τσαλαφατίνος γιά νά ενισχύσουν τούς εκεί αμυνομένους Έλληνες.
Μέ τό ξημέρωμα τής 6ης Ιουνίου 1825, Τούρκοι, Αλβανοί καί Αιγύπτιοι μέ τίς λόγχες υψωμένες άρχισαν τήν επίθεση. Η μία κολώνα (τμήμα) επιτέθηκε στό Δυρράχι πού βρισκόταν ο Γιωργάκης Γιατράκος μέ τούς αδελφούς του Λιάκο καί Νικολάκη καί η άλλη κολώνα κινήθηκε πρός τό βουνό τής Δραμπάλας. Οι στρατιώτες αυτοί ήταν άριστα πειθαρχημένοι, έτρεμαν τούς αξιωματικούς τους καί προχωρούσαν ακάθεκτοι, καθιστώντας τόν αιγυπτιακό στρατό ανίκητο. Ο Γιατράκος υποχώρησε μέ αταξία καί ο ίδιος τραυματίστηκε κατά τήν υποχώρηση πέφτοντας από ένα βράχο. Ευτυχώς οι εχθροί δέν κατάφεραν νά απωθήσουν τούς Έλληνες πού είχαν οχυρωθεί στό βουνό Δραμπάλα, καθώς οι ορεινές θέσεις καθιστούσαν τό ιππικό ανίσχυρο.
Ο πόλεμος συνεχίστηκε καί τήν άλλη ημέρα. Ο Ιμπραήμ έστησε πυροβόλα στή θέση Μεσοβούνι γιά νά μπορέσει νά κάμψει τήν αντίσταση τών Ελλήνων πού βρίσκονταν στίς πλαγιές τού βουνού, ενώ τό ιππικό του προέλασε στόν κάμπο καί έφτασε μέχρι τό Λεοντάρι καίγοντας τά χωριά. Οι Γάλλοι πυροβολιστές τοποθετούσαν στά πυροβόλα τους, βραδύκαυστες οβίδες οι οποίες μέ τό φυτίλι πού διέθεταν, έσκαγαν μέ καθυστέρηση σκορπώντας τό θάνατο στούς ανήξερους από όπλα πυροβολικού Έλληνες. Αργότερα όμως, οι Έλληνες, όταν κατάλαβαν τή λειτουργία τους, έπαιρναν τίς οβίδες καί τίς πετούσαν πίσω στούς Αιγυπτίους πεζούς πού σκαρφάλωναν στίς πλαγιές τού βουνού.
Τελικά τή νύκτα ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος βρισκόταν στά Γιαννοκάμαρα, άναψε φωτιές, δίνοντας τό σύνθημα νά υποχωρήσουν οι Έλληνες πού βρίσκονταν στό βουνό καί νά τραβήξουν στό χωριό Τουρκολέκα καί από κεί στό Ίσαρι. Πρίν αποχωρήσουν οι Έλληνες, έθαψαν τούς νεκρούς, γιά τούς οποίους προσευχήθηκε ο παπα Δημήτρης από τό Νιετέμπεη, πού πολεμούσε μαζί μέ τούς άνδρες τού Γενναίου Κολοκοτρώνη. Πολλοί Έλληνες, έπεσαν στούς γκρεμούς μέσα στό σκοτάδι καί σκοτώθηκαν. Στή μάχη τής Δραμπάλας, έπεσαν 150 Έλληνες καί 800 Τουρκοαιγύπτιοι, αλλά πλέον μετά από αυτή τήν ήττα άνοιγε ο δρόμος τού Ιμπραήμ γιά νά πατήσει τήν Τριπολιτσά, καί ενώ ο Κολοκοτρώνης, μέ τόν γιό του Γενναίο, τόν Δημήτρη Πλαπούτα, τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί τόν Δημήτρη Παπατσώρη αποσύρθηκαν στήν δυσπρόσιτη επαρχία τής Καρύταινας, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μέ τούς Μανιάτες του κατευθύνθηκε στούς Μύλους τού Ναυπλίου.
Μέ τό ξημέρωμα τής 6ης Ιουνίου 1825, Τούρκοι, Αλβανοί καί Αιγύπτιοι μέ τίς λόγχες υψωμένες άρχισαν τήν επίθεση. Η μία κολώνα (τμήμα) επιτέθηκε στό Δυρράχι πού βρισκόταν ο Γιωργάκης Γιατράκος μέ τούς αδελφούς του Λιάκο καί Νικολάκη καί η άλλη κολώνα κινήθηκε πρός τό βουνό τής Δραμπάλας. Οι στρατιώτες αυτοί ήταν άριστα πειθαρχημένοι, έτρεμαν τούς αξιωματικούς τους καί προχωρούσαν ακάθεκτοι, καθιστώντας τόν αιγυπτιακό στρατό ανίκητο. Ο Γιατράκος υποχώρησε μέ αταξία καί ο ίδιος τραυματίστηκε κατά τήν υποχώρηση πέφτοντας από ένα βράχο. Ευτυχώς οι εχθροί δέν κατάφεραν νά απωθήσουν τούς Έλληνες πού είχαν οχυρωθεί στό βουνό Δραμπάλα, καθώς οι ορεινές θέσεις καθιστούσαν τό ιππικό ανίσχυρο.
Ο πόλεμος συνεχίστηκε καί τήν άλλη ημέρα. Ο Ιμπραήμ έστησε πυροβόλα στή θέση Μεσοβούνι γιά νά μπορέσει νά κάμψει τήν αντίσταση τών Ελλήνων πού βρίσκονταν στίς πλαγιές τού βουνού, ενώ τό ιππικό του προέλασε στόν κάμπο καί έφτασε μέχρι τό Λεοντάρι καίγοντας τά χωριά. Οι Γάλλοι πυροβολιστές τοποθετούσαν στά πυροβόλα τους, βραδύκαυστες οβίδες οι οποίες μέ τό φυτίλι πού διέθεταν, έσκαγαν μέ καθυστέρηση σκορπώντας τό θάνατο στούς ανήξερους από όπλα πυροβολικού Έλληνες. Αργότερα όμως, οι Έλληνες, όταν κατάλαβαν τή λειτουργία τους, έπαιρναν τίς οβίδες καί τίς πετούσαν πίσω στούς Αιγυπτίους πεζούς πού σκαρφάλωναν στίς πλαγιές τού βουνού.
Τελικά τή νύκτα ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος βρισκόταν στά Γιαννοκάμαρα, άναψε φωτιές, δίνοντας τό σύνθημα νά υποχωρήσουν οι Έλληνες πού βρίσκονταν στό βουνό καί νά τραβήξουν στό χωριό Τουρκολέκα καί από κεί στό Ίσαρι. Πρίν αποχωρήσουν οι Έλληνες, έθαψαν τούς νεκρούς, γιά τούς οποίους προσευχήθηκε ο παπα Δημήτρης από τό Νιετέμπεη, πού πολεμούσε μαζί μέ τούς άνδρες τού Γενναίου Κολοκοτρώνη. Πολλοί Έλληνες, έπεσαν στούς γκρεμούς μέσα στό σκοτάδι καί σκοτώθηκαν. Στή μάχη τής Δραμπάλας, έπεσαν 150 Έλληνες καί 800 Τουρκοαιγύπτιοι, αλλά πλέον μετά από αυτή τήν ήττα άνοιγε ο δρόμος τού Ιμπραήμ γιά νά πατήσει τήν Τριπολιτσά, καί ενώ ο Κολοκοτρώνης, μέ τόν γιό του Γενναίο, τόν Δημήτρη Πλαπούτα, τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί τόν Δημήτρη Παπατσώρη αποσύρθηκαν στήν δυσπρόσιτη επαρχία τής Καρύταινας, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μέ τούς Μανιάτες του κατευθύνθηκε στούς Μύλους τού Ναυπλίου.
Τά νέα τής ήττας στήν Δραμπάλα ταξίδεψαν
αστραπιαία στήν Τριπολιτσά. Ο Δημήτριος Τσόκρης μέ τόν Φωτάκο πού έσπευσαν δέν μπόρεσαν νά συγκρατήσουν τόν πληθυσμό πού
έντρομος άρχισε νά εγκαταλείπει τήν πόλη. Ήταν ένας πανικός χειρότερος καί από
τήν εποχή τού Δράμαλη. Γυναίκες καί
άνδρες έτρεχαν σάν τρελλοί στούς δρόμους, ζητώντας τήν σωτηρία τους. Πολλοί
τράβηξαν κατά τό Ναύπλιο καί άλλοι στά ορεινά τής Αρκαδίας. Πολλά παιδιά
χάθηκαν μέσα στόν πανικό καί βρέθηκαν αργότερα νά περιπλανώνται μέχρι καί στά
βουνά τής Γορτυνίας. Η Τριπολιτσά μέσα σέ λίγες ώρες έγινε μία έρημη πόλη καί
έτσι τήν βρήκε ο μουσουλμάνος πασάς, όταν διέβη τίς πύλες της, τρείς ημέρες αργότερα.
Τέτοιο τρόμο προξενούσαν οι Τούρκοι στούς
κακόμοιρους Ρωμιούς, αλλά τά τελευταία χρόνια τής αριστεροκρατίας, τά σχολικά
βιβλία έχουν σταματήσει νά τό αναφέρουν καί ούτε φυσικά στό τουρκικό σήριαλ
Σουλεϊμάν πού βλέπουν (2013) οι χαζοέλληνες
γίνεται καμμία αναφορά γιά τόν φόβο πού έτρεφαν οι Χριστιανοί υπήκοοι σέ αυτόν
καί τούς αξιωματούχους του.
Ο Ιμπραήμ άφησε φρουρά στήν Τριπολιτσά καί πάντοτε καίγοντας χωριά, σκοτώνοντας τούς άνδρες καί αιχμαλωτίζοντας τά γυναικόπαιδα, έφθασε στίς 12 Ιουνίου 1825 στά πρόθυρα τού Ναυπλίου, έχοντας μαζί του μόνο 10000 άνδρες. Ο Δράμαλης μέ 35000 άνδρες δέν μπόρεσε νά σβήσει τήν επανάσταση στόν Μοριά καί θά τήν έσβηνε ο Ιμπραήμ μέ πολύ λιγότερους. Τήν κατάληψη τής Τριπολιτσάς έσπευσε νά τήν ανακοινώσει στόν σουλτάνο ο ίδιος ο υπασπιστής τού Ιμπραήμ, γι' αυτό τιμήθηκε μέ ακριβό καφτάνι (στολή) καί μέ προσοδοφόρα γραμμάτια.
Ο Ιμπραήμ άφησε φρουρά στήν Τριπολιτσά καί πάντοτε καίγοντας χωριά, σκοτώνοντας τούς άνδρες καί αιχμαλωτίζοντας τά γυναικόπαιδα, έφθασε στίς 12 Ιουνίου 1825 στά πρόθυρα τού Ναυπλίου, έχοντας μαζί του μόνο 10000 άνδρες. Ο Δράμαλης μέ 35000 άνδρες δέν μπόρεσε νά σβήσει τήν επανάσταση στόν Μοριά καί θά τήν έσβηνε ο Ιμπραήμ μέ πολύ λιγότερους. Τήν κατάληψη τής Τριπολιτσάς έσπευσε νά τήν ανακοινώσει στόν σουλτάνο ο ίδιος ο υπασπιστής τού Ιμπραήμ, γι' αυτό τιμήθηκε μέ ακριβό καφτάνι (στολή) καί μέ προσοδοφόρα γραμμάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου