Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Το τραγούδι του…Τζίτζικα



Το τραγούδι του…Τζίτζικα
Παντελής Γιαννακόπουλος
    Στην ημιτελή δημοσίευση του διαλόγου μου με τον Κώστα Τζίτζικα στο περίφημο "Πτί Παλαί", που αποτυπώθηκε με τη μορφή συνέντευξης στο τεύχος “59” της εφημερίδος μας “σύνδεσμος ’68”, την παραμονή των Χριστουγέννων το 1968, πρέπει να συμπεριληφθούν περισσότερες από δέκα (10) ερωταποκρίσεις που αφηρέθησαν κατ’ απαίτησή του. Το περιεχόμενό τους παραμένει άγνωστο εδώ και 45 χρόνια. Ωστόσο, όλες οι απαγορεύσεις κάποτε αίρονται, όπως …λύνονται τα  μάγια στα παραμύθια.
    Στις 13 Νοεμβρίου 2014 εγώ και η Αθηνά, ο Γαληνός, ο Γριβάκος και η Γιούλα, ο Σταμάτης και ο Τζίζικας ταξιδεύαμε για την Αθήνα, για να παρευρεθούμε με τους συμμαθητές μας από τη ΣΣΕ σε μια σειρά εκδηλώσεων (οργανουμένων από τον Σύνδεσμό μας), εις μνήμην της ξεχωριστής ημέρας της εισόδου μας στο ευκλεές Στρατιωτικό Σχολείο. Τότε λοιπόν, στο κουπέ του τρένου και αφού ο Σταθμάρχης απείλησε να καλέσει την αστυνομία… για τις ενοχλητικές φωνασκίες και τα θορυβώδη χάχανά μας, ο Κώστας, στο σχετικό με τη δημοσίευση και των λοιπών ερωταποκρίσεων της συζήτησής μας στο “Μικρό Παλάτι” ερώτημά μου, απάντησε εμπιστευτικά ότι είμαι ελεύθερος να χρησιμποιήσω κατά το δοκούν τις σημειώσεις μου που τον αφορούν. Η χαρά μου ήταν τεράστια για το οκέυ του φίλου και ειλικρινά θέλω να την μοιραστώ μαζί σας, αφού θα διαπιστώσετε και εσείς, ότι αυτό το “φαινόμενο” που υπογράφει με τα αρχικά Κ. ΤΖ. περιποιεί τιμή σε εμάς, που τύχη αγαθή ηυδόκησε να είναι συμμαθητής μας στην αρχαιότερη Στρατιωτική Σχολή της χώρας.   Καθίστε λοιπόν αναπαυτικά στις πολυθρόνες σας και απολαύστε την πνευματική πληρότητα ενός πρωοθημένου… τσίπ.
……………………………………………………………………………………………………...
ΠΑΝ. «Δεν σε ρώτησα, με ποια από τις δύο έννοιες προτιμάς να σου αποτείνονται, ως το ”άτομο”ή το “πρόσωπο”;».
ΤΖ. «Η έννοια άτομο αναφέρεται στην αυτοσυνείδηση μιας προσωπικότητας ως ανθρωπιστικό ιδεώδες. Κυρίαρχα χαρακτηριστικα του ατόμου είναι η  αποθέωση του εγώ και η απολυτοποίηση της μοναξιάς του μεσα στη μάζα. Το πρόσωπο διαφέρει από το άτομο, γιατί είναι μια ολότητα, ένας τέλειος μικρόκοσμος· είναι η ασύλληπτη πολυμορφία του φυσικού ανθρώπου. Μετέχει στην αιωνιότητα και ορίζεται με βάση την οριζόντια σχέση του με τον πλησίον. Τον άνθρωπο μεταμορφώνει σε πρόσωπο και τον κόσμο σε Εκκλησία ο Παράκλητος».
Έμεινα ενεός. Η συλλογιστική του ξεπερνούσε κάθε προσδοκία μου. Είχε απλωθεί χαλαρά στο κάθισμά του και φοβάμαι πως απολάμβανε την έκπληξή μου. Ναι, ο Τζίτζικας τραγουδούσε κ’ εγώ απολάμβανα το εξαίσιο …τραγούδι του.
ΠΑΝ. «Αλήθεια, εξομολογείσαι σε κάποιον ιερέα;», τον ειρωνεύθηκα ελαφρώς. Με κοίταξε περίλυπος, που αγνοούσα την απάντηση.
ΤΖ. «Ο Τζίζικας εξομολογεί, δεν εξομολογείται». Η έπαρση ήταν φανερή στο πρόσωπό του. «Πέρσι το Πάσχα, ιερέας του Αγίου Δημητρίου -εδώ στη Θεσσλονίκη- που γνώριζε καλά την οικογένειά μου, μου συνέστησε να εξομολογηθώ και ακολούθως να μεταλάβω, μέρες που είναι. “Θλίβομαι που σας απογοητεύω πάτερ“, του απάντησα, “όμως αδυνατώ να συμπράξω σ’ αυτή την διαδικασία”. Με κάλεσε στο γραφείο του μέσα στον Ιερό Ναό, μου πρόσφερε λίγη Μαυροδάφνη και άρχισε να μου απαριθμεί γεγονότα από τη ζωή του, για τα οποία παραδέχθηκε ότι μέμφεται τον εαυτό του. Για κάποια από αυτά μάλιστα, ήθελε και τη γνώμη μου: Πως κρίνω την συμπεριφορά του, πως χαρακατηρίζω τις πράξεις του, αν βίωσα παρόμοιο περιστατικό, πως αντέδρασα, τι θα τον συμβούλευα; κ.λπ. Του απαντούσα άλλοτε συγκατανεύοντας και άλλοτε όχι, σαν να ήταν φιλαράκι μου. Ύστερα από δύο ώρες περίπου έκλεισε τη συζήτησή μας, μου ευχήθηκε ολοκάρδια συμμετοχή στο Θείον Πάθος και με ευχαρίστησε που συνέβαλα στην εξομολόγηση αμφοτέρων μας. Έμεινα εμβρόντητος. Τότε συνειδητοποίησα την ευφυΐα του, τη δική του αξία, αλλά και κατ’ επέκταση αυτήν του κάθε ανθρώπου. Αποδήμησε εις Κύριον πλήρης ημερών ο υπέροχος λευίτης, όπως όλοι οι αναντικατάστατοι. Άφησε έναν φάκελο για μένα στην υπέργηρη αδελφή του. Μου συνέστηνε να μεταλαμβάνω δύο τουλάχιστο φορές το χρόνο, χωρίς να εξομολογούμαι…».
Τον διέκοψα. Ήθελα να κάνω πνεύμα ο ανόητος.
ΠΑΝ. «Σου κατέλιπε δηλαδή …διαρκείας απαλλαγή από την εξομολόγηση; Πρωτάκουστο! Γνωρίζω ότι δεν υπάρχει Θεία Κοινωνία, αν δεν προηγηθεί εξομολόγηση».
Αντιπαρήλθε το πείραγμα και ερώτηση μαζί. Με χτύπησε φιλικά στην πλάτη:
ΤΖ. «Υποτάσσομαι μόνο σε ό,τι μου δίνει Ζωή και Θάνατο ταυτόχρονα. Αδελφέ, μάθε ν΄ακούς κλείνοντας τα μάτια στις σοφές σκιές. Μη ζητάς πολλές εξηγήσεις. Πρέπει να κοπιάσεις πολύ, γιτί οφείλεις να τις δώσεις μόνος σου. Και τότε θα ‘χεις κάνει αυτό που περιμένει από σένα ο μέγας Γιαραμπής. Ήδη όμως θα ‘σαι πανευτυχής, γιατί θα γνωρίζεις τις απαντήσες. Κράτησε καλά αυτά που σου λέω. Κάποτε θα τα ξαναμελετήσεις και τότε με έκπληξη θαδιαπιστώσεις, ότι θα εμφανισθεί και ένα επί πλέον μάτι στο μέτωπό σου. Και τότε θα  με ευγνωμονείς».
Τον ατένισα με θαυμασμό.
ΠΑΝ. «Βλέπω και ακούω, όχι χωρίς έκπληξη, ότι έχεις μια καλή απάντηση για όλα».
ΤΖ. «Πολύ πιθανόν. Ίσως γιατί ενστερνίζομαι την άποψη ότι ενώ δεν πρέπει να απαρνούμαι τον χώρο στον οποίο υπάρχω, δρω και πορεύομαι ως άνθρωπος της νέας Διαθήκης. Αντιλαμβάνομαι ταυτόχρονα ότι η ζωή μου “κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ”…».
    Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει το λόγο του, όταν ένας δυνατός, συνεχής παφλασμός, ένα ανατριχιαστικό πλάτς… πλάτς… πλάτς που σκέπασε όλους τους άλλους θορύβους, μια εναγώνια (θαρρείς) πάλη με τα κύματα που διεξήγετο εκεί μπροστά στην προκυμαία, μερικές δεκάδες μέτρα μακρύτερά μας,  ξάφνιασε τόσο εμάς, όσο και τους παρακαθήμενους καφενόβιους. Ανατρίχιασα σύγκορμα στη σκέψη, ότι κάποιο προϊστορικό κήτος αγωνίζονταν να βγεί στη στεριά. Πριν προλάβουμε να δούμε τι συνέβαινε μια συμπαγής μάζα ανέμου άνοιξε με δύναμη την διπλή βαριά πόρτα του καταστήματος, έριξε στο δάπεδο τραπεζάκια, στακτοδοχεία, ποτήρια και μπουκάλια και κάνοντας μεταβολή ανακάτεψε με σπουδή αρκετές τράπουλες, για να χαθεί αστραπιαία όπως εμφανίσθηκε στο βάθος του Θερμαϊκού, παρέα με το ψηλαφητό σκοτάδι που ούρλιαζε σαν υστερική μαινάδα. Τα γκαρσόνια καθάρισαν γρήγορα το  χώρο κι’ άλλαξαν τα σκονισμένα ποτά. Εγώ εγώ κράτησα το μισογεμάτο δικό μου. Εκείνο που ενδιέφερε εμένα, ήταν να συνεχίσω τη συζήτηση με τον Κώστα. 
ΠΑΝ. «Πως βιώνεις το 24ωρό σου καρντάσι
ΤΖ. «Carpe diem = Άδραξε τη μέρα, σημαίνει κατά λέξη. Είναι φράση παρμένη από ένα ποίημα του Οράτιου και χρησιμοιείται για παρότρυνση και ενθάρρυνση των ανθρώπων να ζούν τη ζωή τους στο έπακρο (με ένταση)  καθημερινά.
ΠΑΝ. «Δεν ησυχάζεις ποτέ;»
ΤΖ. «Και βέβαια ησυχάζω, ξεκουράζομαι και ανακάμπτω. Πότε; Όταν αναβαπτίζομαι στη εσωτερική ήρεμη, γαλήνια και ψύχραιμη θάλασσα των πεπραγμένων και των θέσεών μου. Όταν λούζομαι (αν θέλεις) στην κολυμβήθρα του λαμπερού κομματιού της συνείδησης κάποιων ανθρώπων. Τότε ενεργοποιείται μέσα μου ένα στοιχείο ελέγχου απολύτως απαλλαγμένο εκδικητικότητας. Τότε έχω την αίσθηση ότι ο λόγος μου είναι ειλικρινής, αβίαστος, ακηδεμόνευτος και νιώθω καθαρός, αγαθός, μακάριος. Τότε η αλήθεια μειδιά φιλάρεσκα, στηρίζεται ικανοποιημένη στο μπράτσο μου και με ακολουθεί πειθήνια. Βλέπεις, “η αλήθεια είναι κατά κανόνα είτε άβολη, είτε σκληρή, είτε βαρετή, ή ακόμα χειρότερα, όλα τα προηγούμενα”, είπε ο Μπέρναρ Σω. Η αλήθεια εκφέρεται αναλλοίωτη γι’ αυτό και πληθαίνουν οι ασπονδοι φίλοι της». 

    Ανέμενα σταθερά και με ανυπομονησία να ολοκληρώσει την απάντησή του. Κάπου στο βάθος πίστευα ότι με δούλευε ψιλό γαζί. «Ας είναι», σκέφθηκα και έτσι ακόμη έχει ενδιαφέρον. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έβγαλε ένα τσιγαρίλος με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού και το άναψε με τον δικό του μοναδικό τρόπο……
    Ξαφνικά τσιτώθηκε. Ακούμπησε -χωρίς να βλέπει- το τσιγαρίλος στο στακτοδοχείο του διπλανού τραπεζιού, κάρφωσε τα λαμπυρίζοντα μάτια του στη σιλουέτα που διαγράφηκε στην είσοδο του καταστήματος, άπλωσε μισοανοιγμένα τα μακριά του χέρια και μουρμουρισε εκστασιασμένος: «Άγγελέ μου!». Η θηλυκή ύπαρξη που πρόβαλλε λικνίζοντας τους υπέροχους γοφούς της, σταμάτησε προς στιγμή, τον καρφωσε με το σκοτεινό βλέμμα της, άδραξε το χέρι του υψηλόσωμου συνοδού της και τον πλησίασε φορώντας  ένα πρόχειρο προσωπείο τσαχπινιάς και αναίδειας.
ΑΓΓ. «Τελικά είναι αλήθεια· ο εγκληματίας επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος!». Είχε φθάσει πολύ κοντά του. Δεν της απάντησε και επιχείρησε να την κλείσει στην αγκαλιά του. Εκείνη απέσπασε το χέρι της από τον συνοδό της, που έδειχνε απορημένος και γράπωσε δυνατά τους βραχίονες του Κώστα από την επάνω  μεριά. Καθώς πίεσε δυνατά προς τα κάτω, οι κεφαλές τους βρέθηκαν στην ίδια ευθεία σχηματίζοντας μια περίεργη βινιέτα που μου θύμισε Σακελλαράκη στην άσκηση αμφίδρομη ταλάντωση. Ύστερα σήκωσε απότομα το δεξί της γόνατο και το τίναξε ελεγχόμενα στην επίμαχη περιοχή. Ο Κ. προσπάθησε να αποφύγει ενστικτωδώς το επώδυνο θεωρητικά χτύπημα σκύβοντας περισσότερο, για να παρασύρει αυτός τώρα την κομψή …παρτενέρ του σε μια βαθιά υπόκλιση. Ακριβώς τη στιγμή αυτή τα καλλίγραμμα πόδια της αποκαλύφθηκαν στην κοινή θέα των λαίμαργων αρσενικών της αίθουσας που… αναστέναζε. Ύστερα οι πρωταγωνιστές μας ξαναπήραν αυτόματα τις θέσεις τους, υπό το έκπληκτο βλέμμα του συνοδού της κοπελιάς, που έδειχνε ανήμπορος να αντιληφθεί όλο εκείνο το αλαλούμ και να συμβάλει στη διευθέτησή του.
ΤΖ. (Πειραχτικά και ανάβοντας ένα άλλο τσιγαρίλος): «Με αναζητούσες;».
ΑΓΓ. «Ναι, μου οφείλεις το ποίημα. Αν δεν μου το δώσεις δεν θα σ’ αφήσω να σταθείς σε χλωρό κλαρί· θα σε κυνηγώ σε όλη μου τη ζωή. Σ’ αυτό το ποίημα βρε αθεόφοβε έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες. Ο διαγωνισμός στον οποίο θα συμμετέχουν οι είκοσι (20) καλύτερες μοντέλες της Ευρώπης για το καλύτερο εικοσασύλλαβο οκτάστιχο,  θ’ αφήσει πολλά χρήματα στην νικήτρια κι’ εγώ είμαι αγρίως φιλόδοξη, για να αφήσω σε άλλην τη διαχείρησήτους. Σε ένα μήνα θα ανακηρυχθεί ο νικητής. Μόλις που προλαβαίνω να δηλώσω) το… ποίημά μου».
    Ξαφνικά έδειχνε να βρίσκεται σε απόγνωση, καθώς τον ατένιζε με αγωνία, εκλιπαρώντας να αποσπάσει την θετική του απάντηση, που θα την έκανε ευτυχισμένη. Τώρα εκείνος είχε το πάνω χερι. Το …άπλωσε και χάϊδεψε την πλούσια κόμη της.
ΤΖ. «Είχα κάνει όρκο να τηρήσω την υπόσχεσή μου και να σου γράψω το ποίημα, παρά την απέχθειά μου γι’ αυτό το λογοτεχνικό είδος. Και το έγραψα. Μέχρι πριν λίγες μέρες το έφερα πάνω μου. Ύστερα, ύστερα… κάπου μου παράπεσε».
    Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, τον κοιτούσε παρακλητικά… Την αποπήρε τρυφερά:
«Έλα, μην κάνεις έτσι, κάτι θα θυμηθώ. Πάρε μολύβι και χαρτί…».
    Δεν περίμενε να ακούσει περισσότερα. Αλαφιασμένη όρμησε στο βάθος της αίθουσας ακολουθούμενη από τον συνοδό της, που πλέον τα είχε εντελώς χαμένα……
    Όλα τέλειωσαν πολύ γρήγορα. Βρέθηκαν στυλό, σημειωματάριο και το κυριότερο ο Κώστας θυμήθηκε τις περισσότερες φράσεις των στίχων του ποιήματος που της είχε γράψει, μη παραλείποντας ασφαλώς τη λέξη κλειδί: “τζίτζικας” ή παράγωγό της, που ανυπερθέτως θα έπρεπε να περιέχεται άπαξ σ’ αυτό. Η αλήθεια είναι ότι κάποια κενά βοήθησα και εγώ να συμπληρωθούν και έτσι το οκτάστιχο ήταν πανέτοιμο να λάβει μέρος στον διαγωνισμό, με σοβαρές αξιώσεις διάκρισης. Το αντέγραψα για το αρχείο μου και με την ευκαιρία σας το παραθέτω αυτούσιο για ενημέρωσή σας.

Πώς πέρασεν ο χρόνος δίπλα στις ακτές του νου αγαπημένη μου,
χωρίς δροσιά, χωρίς φιλόξενο νερό, χωρίς τραγούδια και τζιτζίκια;
Μ’ ένα κλωνάρι μόνο πρώιμο βασιλικό για φυλακτό μικρούλα μου
κι’ ένα βραχιόλι στο δεξί μου χέρι από κοχύλια, βότσαλα και φύκια.

Αστείρευτο να ρέει το γέλιο σου κι’ ολόδροσα τα έτη σου κυρά μου,
κι’ απ’ τους μπαχτσέδες να τρυγάς σταφύλια, ακράνα και βατόμουρα,
χυμούς ζωής, λουσμένη με ανθόσκονη και φως, άδολη πάντα κι’ όμορφη
και λατρευτή· πνοή και στήριγμα μαζί στα γηρατειά και τη φθορά μου.

Πολλά τα έτη σου γυναίκα μου και ευτυχές το έαρ της ζωής σου,
οι μέρες σου ας γίνουν πρόσφορο κι’ οι νύχτες κάτι απ’ τη ψυχή σου.

    Η κοπελιά άδραξε μανιασμένη το ποίημα, άφησε ένα σκαστό φιλί στα χείλη του Κ., δρασκέλισε με δύο βήματα την αίθουσα και χάθηκε στο σκοτάδι. Ο συνοδός της την ακολούθησε ψέλλίζοντας ασυναρτησίες φινιρισμένες με απόκοσμα χάχανα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σκουντουφλούσε στην θύρα εξόδου του Πτί Παλαί που ανοιγόκλινε θορυβωδώς στις ριπές του ανέμου… Στράφηκα προς τον Κώστα.
ΠΑΝ. «Φοβούμαι πως οι φίλοι σου εκεί στο βάθος, αδημονούν να πάρεις θέση στο τραπέζι τους, συνεπώς είναι ώρα να αποχωρήσω. Πριν όμως χαιρετηθούμε, πες μου αν είναι αλήθεια ότι η Πρέφα είναι ακαταμάχητη. Ότι έχει τη δική της …προσωπικότητα και κρύβει επιμελώς μια επικίνδυνη δυναμική που της δίνει τη δυνατότητα να σέρνει από τη μύτη τους φαν της. Ή μήπως είναι υπερβολή όλα αυτά;».
    Σούφρωσε τα χείλη του και με λοξοκοίταξε.
ΤΖ. «Πρέφα είναι το παιχνίδι της σκέψης, της σιωπής, της υπομονής, της μνήμης, των πολλαπλών μετρήσεων, της πολυεστιακής οπτικής και των εκπλήξεων. Η πρέφα φίλε μου δεν θα σου λύσει τα προβλήματα, αλλά θα σου μάθει να υποκρίνεσαι πως τα έλυσες μυρικάζοντας ελκυστικά παραθέματα. Η πρέφα σου δίνει χώρο υπεροχής και διάκρισης, αρκεί εσύ να εκμεταλευθείς αυτήν την… προστορά σωστά»…
ΠΑΝ. «Τι πάει να πει “μυρικάζοντας ελκυστικά παραθέματα;”».
     Βρισκόμουν σε σχετική σύγχιση, από τον τρόπο με τον οποίο απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Βασικά, με αντιμετώπιζε σαν η άγνοιά μου να ήταν κάτι το αναμενόμενο και πολύ φυσικό.
 ΤΖ. «Θα πει: “αναμασώντας πιασιάρικά τσιτάτα”»
ΠΑΝ. «Και με τι συνοδεύεται η… ενασχόληση μαζί της;».
ΤΖ. «Χμ, καλή ερώτηση. Απαραιτήτως με nachos, με λιωμένο τυρί, coca cola και -το βασικότερο-με ουίσκυ Jonnie Walker Blue».
    Έσιαξε τα φρύδια του και έστρεψε το βλέμμα του αλληλοδιαδόχως στις τέσσερις γωνιές της αίθουσας.
ΠΑΝ. «Για το πόκερ έχεις να με συμβουλέψεις κάτι ουσιώδες; Είναι το μόνο παιχνίδι που γνωρίζω ικανοποιητικά».
    Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και με ατένισε ζαρώνοντας τα φρύδια του. Αιφνιδίως, οι ξέθωρες υποψίες του ότι ενίοτε κι’ εγώ εξωκοίλω προήχθησαν σε βάσιμες. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο Κ. ήταν πάντα έτοιμος να υποστηρίξει την παρουσία αγαθής προαίρεσης από την πλευρά μου, γι’ αυτό και τα αμέσως επόμενα λεπτά άφησε τις λέξεις να λειτουργήσουν αυτόνομα, να κάνουν το δικό τους παιχνίδι για το …καλό μου. 
ΤZ. «Ρε σύ, μπλοφάρεις; Μην απαντάς! Βλέπω ότι έχεις τα χάλια σου. Τι σου συμβαίνει; Λοιπόν, άκουσέ με καλά. Αν παίζεις πόκερ, σα να είσαι ο σίγουρος νικητής γιατί θεωρείς τους άλλους ντουρντουβάκια, είναι σαν να κρύβεις το κεφάλι σου πίσω από τη λεύκα του δρόμου και περιμένεις να περάσουν από δίπλα σου χωρίς να σε δουν, οπλισμένοι ληστές που σε ψάχνουν για να κάνουν τη μπάζα τους. Σ’ όλα τα τυχερά παιχνίδια, μέχρι να τελειώσει η χαρτωσιά και να νικήσει κάποιος, υπάρχει πάντα η πιθανότητα, το φύλλο που νομίζεις ότι κερδίζει, να καταλήξει δεύτερο και τρίτο ακόμα. Επανειλημμένως έχω δει παίκτες να χάνουν στον τελικό γύρο, επειδή έπαιξαν για να κερδίσει το δικό τους καλό φύλλο και όχι για να χάσει το φύλλο του αντιπάλου τους».
    Με είχε εντυπωσιάσει είναι η αλήθεια και ετοιμαζόμουν να τον ευχαριστήσω για τις χρήσιμες συμβουλές του, όταν μου απευθύνθηκε και πάλι, ήρεμα τούτη τη φορά· συγκαταβατικά:
«Προσωπικά, δεν θα σε συμβούλευα να παίζεις τυχερά παιχνίδια. Δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας, του τύπου σου… Σε τι άλλο μπορώ να σου φανώ χρήσιμος αδελφέ;».
    Τσίτωσε το μέτωπό του και κούνησε ανεπαίσθητα τα πτερύγια των αυτιών του. Προφανώς εξόρκιζε την ένταση (τη μια όψη του κακού), που ηλέκτριζε την ατμόσφαιρα και τους θαμόνες. Ξαφνικά συμπλήρωσε:
«Υποκλίνομαι στους μύες.  Χορεύουν πριν αρχίσει να ακούγεται η μουσική».
Άδραξα την ευκαιρία.
ΠΑΝΤ. «Φίλτατε, ισχυρίζομαι ότι και για σένα η ἀ­λή­θει­α  είναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έτσι δεν είναι; Ωστόσο περιέγραψέ μου με λίγα λόγια, πως επιδρά στη δική σου ψυχοσύνθεση: σε φοβίζει, σε θέλγει, σε γοητεύει, είναι αποκρουστική; Με άλλα λόγια, την αφήνεις να σε προσεγγίσει, την χρησιποποιείς, την αποφεύγεις, την αγνοείς;».
    Έπλεξε τα χέρια στον αυχένα του και έγειρε ελαφρώς προς τα πίσω.
ΤΖ. «Η αλήθεια είναι η αξιόπιστη γνώση. Η αντίληψη είναι μια μορφή γνώσης, άρα, θα μπορούσε (η γνώση) να ταυτισθεί εν πολλοίς με την  αλήθεια, πριν αμφισβητηθεί σκόπιμα. Η αλήθεια είναι το σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι γνώσεις που αφορούν στο αυτό αντικείμενο ή υποκείμενο χωρίς να αλληλοανατρέπονται».
ΠΑΝΤ.  «Έχουν  όλοι το δικαίωμα να γνωρίζουν την αλήθεια;»
ΤΖ.  «Όχι».
ΠΑΝΤ.  «Γιατί»;
ΤΖ. «Γιατί η αλήθεια είναι ανελέητη. Οι αδύναμοι θα κινδύνεύαν να συντριβούν από την ετυμηγορία της. Η αλήθεια Παντέλο μοιάζει με το Μ1. Με το όπλο που πριν λίγους μήνες αναδείχθηκες πρωταθλητής μεταξύ όλων των σκοπευτών των Στρατιωτικών Σχολών και των παραγωγικών σχολών της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής. Έπρεπε να θωπεύεις και να διαπεράς το κέντρο του στόχου σου στα 300 μ. απέναντι, για να λάβεις το άριστα. Το όπλο σου εξέφραζε την τελεσίδικη αλήθεια. Σου κόμιζε 10ρια όταν συντονιζόσουν απολύτως μαζί του κατά την ακριβειακή εφαρμογή ενός επικύνδυνου πλην ελεγχόμενου παιγνίου. Αν μία ψυχογενής ανωμαλία ή εγγενής σχιζοειδικότητα σε εξωθούσε να στρέψεις το όπλο κατά των παρευρισκομένων καθιστώντας σε ταυτόχρονα ανίκανο να ελέγξεις τις πράξεις σου, καταλαβαίνεις τι θα μπορούσε να γίνει… Έτσι συμβαίνει και με την αλήθεια. Μπορεί να συσσωρεύσει καταστροφές ο αδέξιος χειρισμος της».
    Κατέρευσα. Ο Τζίτζικας είχε μάλλον δίκαιο…
    Σηκώθηκε νωχελικά. Ένα σβησμένο Κοχίμπα έκανε αιφνίδια την εμφάνισή του ανάμεσα στα χείλη του (το τσιγαρίλος του τι νά ’γινε άραγε;). Έπιχείρησε μερικά βήματα εμπρός-πίσω, έχοντας τις άκρες των δακτύλων του (μόνον) χωμένες στα θυλάκια της περισκελίδας του. Με τη γαμψή του μύτη και την κοντοκομμένη -ατίθαση ωστόσο- κώμη του μπροστά από τον μικρό αλλά δυνατό προβολέα της οροφής, η σκιά στο βάθος πίσω του, έμοιαζε σαν γιγαντιαίο αρπακτικό ταινίας επιστημονικής φαντασίας των αδελφών Paolo και Vittorio Taviani… Ύστερα κράτησε το σβηστό τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ψιθύρισε συνεπαρμένος: «Κουρτελάτσα, η επιβίωση…». Αρπάχθηκα από την περίεργη λέξη:                                   
ΠΑΝ. «Τι σημαίνει αυτό»;
    Δεν μου απάντησε. Σεβάσθηκα την επιθυμία του. Ξαφνικά άλλαξε διάθεση. Δύο-τρία λετά περίσκεψης είχαν ως φαίνεται αποδώσει. Ξανακάθησε περισσότερο ευδιάθετος στο κάθισμά του. Η φωνή του ακούσθηκε παιχνιδιάρικη.
ΤΖ. «Θα σου απαντήσω, αν μου επιτρέψεις να σε αποκαλώ Ντελή Γιαννακ, “Το Λακονίζειν εστί φιλοσοφείν, συμφωνείς;”. Λοιπόν, το ένστικτα φίλε μου αν και είναι σε θέση -περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- να …προσεγγίζει (να αντιλαμβάνεται και να ερμηνεύει) την ασύλληπτη υπεροντότητα του μεταφυσικού θέσφατου ή αν θέλεις την μεταφυσική υπεραξία που πραγματεύεται τις πρώτες αρχές και τις αιτίες των   όντων, τελικώς δεν επαρκεί για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη της υπερέννοιας του μεταφυσικού.  Από την άλλη, ένα κομμάτι υφάσματος στο φίλημα του ανέμου σώζοι ζωές. “Κουρτελάτσα” φιλαράκι μου είναι ένα βοηθητικό πανί που χρησιμοποιείται κατά την πλεύση με ούριο άνεμο. Το κορυφαίο δηλαδή “εργαλείο”-το ένστικτο- υποκλίνεται στην ανωτερότητα της κουρτελάτσας που φροντίζει επί της ουσίας τον άνθρωπο! Άκου να δεις… Κι’ αυτό γιατί το ακαταγώνιστο ένστικτο δεν δημιουργεί εμπειρικό υπόβαθρο».
Τώρα το Κοχίμπα πήρε φωτιά κι’ εγώ λουσθηκα με βαρύ αρωματικό καπνό.
ΠΑΝ. «Δηλαδή η έλλειψη εμπειρισμού του ενστίκτου-αν κατάλαβα καλά- αποτελεί το ουσιώδες εμπόδιο για την εμπέδωση του μεταφυσικού;»…
ΤΖ. «Ακριβώς. Ωστόσο η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως…», έκανε σαν επώνυμος ηθοποιός της comedia del arte και συνέχισε: «και γαστέρα της εμπειρίας».
    Άπλωσε το χέρι του και με άδραξε από το βραχίονα.
«Πάμε φίλε, μικρός ο χώρος εδώ και ασφυκτιά η συζήτησή μας».
    Άφησε δύο χαρτονομίσματα στο τραπέζι και προχώρησε προς την έξοδο, αγνοώντας τα φιλαράκια του στο βάθος που τον καλούσαν στην παρέα τους. Λίγο πριν η θαλασσινή αύρα μας αναζωογονήσει με το χάδι της, ακούστηκε η φωνή του γκαρσονιού λίγα μέτρα πίσω μας που έσπευσε να μας καταευοδώσει:
«Στρατηγέ, σας ευχαριστώ!».
    Εκείνος χωρίς να στρέψει, σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτισε……
«Ελπίζεις να γίνεις στρατηγός κάποτε;», με αιφνιδίασε.
ΠΑΝ. «Εγώ, όχι. Μου αρκεί να διαπρέψω στο πεδίο της τιμής. Εσύ όμως, δεν θα το αποφύγεις. Είσαι ικανός και φιλόδοξος»……
    Βαδίζαμε στην παραλία. Τα φανάρια της Λεωφόρου Νίκης λουστράριζαν τον ελαφρό κυματισμό της θάλασσας, που στραφτάλιζε φιλάρεσκα. Το σκοτεινό περίγραμμα της ψηλής γυναικείας σιλουέτας από την αντίθετη πλευρά της παραλίας σαν συμπαγής σκιά κατευθυνόταν επιθετικά πάνω μας. Ξαφνιάστηκα. Ο Κώστας άνοιξε τα χέρια του, σαν για να σφίξει στην αγκαλιά του ένα ιδιαίτερα φιλικό του πρόσωπο. Η “σκιά” επιτάχυνε το ρυθμό της και αστραπιαία χώθηκε στην αγκαλιά του φίλου μου, διαπέρασε τους πόρους του, ανασυντέθηκε θαρρείς και συνέχισε την πορεία της πίσω από την πλάτη του, αφήνοντάς με άναυδο από αυτή την απίστευτη σκηνή μενταλίσμού που μόλις τώρα έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια μου. Ο Κ. άφησε τα χέρια του να πέσουν στα ισχύα του και γέλασε σαρδόνια.
ΤΖ. «Τα συνηθίζει κάτι τέτοια το μωρό μου!».
    Έφερε το δεξί του χέρι στη μύτη του, ανάμεσα στα δύο του δάκτυλα αναδεύονταν ένα φίνο γυναικείο κασκόλ, από το οποίο αναδύονταν μεθυστικό άρωμα. Πήρε δύο γρήγορες ανάσες και ψιθύρισε: “Tocade!”. Ύστερα έχωσε το μεταξωτό μαντήλι στην τσέπη του…
ΠΑΝ.  «Απολύτως μία τελευταία ερώτηση, φίλε: Η προσπάθεια του ανθρώπου για τη βα­θύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τοῦ σύμπαντος κό­σμου που ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να δυ­σε­πί­λυ­το μυ­στή­ρι­ο, επηρεάζει θετικά ή αρνητικά κατά τη γνώμη σου τις ανθρώπινες αναζητήσεις και κατ’ επέκταση ανακαλύψεις;».
ΤΖ. Και τα δύο. Γιατί χωλαίνει, γιατί είναι αδύναμη η πίστη μας. Πρέπει να αφήσουμε (να βοηθήσουμε) να ανθίσει το ένστικτο. Η αποδοχή από τον ανθρωπο των φαινομένων ως εξαρτημάτων της θείας επιλογής προφανώς σημαίνει ότι αυτά εξυπηρετούν ένα σκοπό, που εμείς καλούμεθα να ανακαλύψουμε ασφαλώς για να ωφεληθούμε. Ένα μεγάλο μέρος των αποριών μας έχει πλέον προσαρτήσει και τις λύσεις (απαντήσεις) που ο ίδιος ο άνθρωπος έδωσε. Για τις υπόλοιπες θα φροντίσει να απαντηθούν ο Θεός -εν καιρώ τω δέοντι- είτε δια των πεφωτισμένων απεσταλμένων του, είτε δια των σημείων των καιρών που θα ενεργοποιήσουν τις εν υπνώσει ανθρώπινες δυνατότητες. Σε μας απομένει η σπουδή της πίστης, αλλά που όμως εννοούμε να ενστερνισθούμε. Οπαδός της ήσσονος προσπάθειας ο  άνθρωπος υιοθετεί μόνον ότι υποπίπτει άμεσα στην αντίληψή του και εν μέρει ό,τι  αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς με κάποια μεγαλύτερη προσπάθεια. Αν θά ’πρεπε να με χαρακτηρίσεις με μία φράση, γράψε: “Κώστας, ο άρχων της δημιουργικής αλήθειας”.
    Του έσφιξα το χέρι συγκινημένος.
ΠΑΝ. «Σ’ ευχαριστώ για τη συζήτησή μας (τη συνέντευξη, αν θέλεις) αυτή. Υπήρξε μια απίστευτή εμπειρία για μένα. Θα κρατήσω μυστική την ύπαρξη αυτών των σημειώσεων. θα τις δημοσιοποιήσω, μόνον αν μου το επιτρέψεις».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου