Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Το άλμπουμ



Το άλμπουμ
Π. Γιαννακόπουλος                    
ΔΙΗΓΗΜΑ
            Εκεί, στο πατάρι του Garçon, στη γωνία Αγίας Σοφίας και Λεωφόρου Νίκης, πέντε βήματα από τα βρώμικα νερά του Θερμαϊκού, ήταν το σημείο συνάντησης με τους φίλους του. Λίγα λεπτά καθυστερημένος, κάτι που δεν το συνήθιζε και ένοιωθε αδήριτη την ανάγκη να δικαιολογηθεί. Ήταν βλέπεις ευγενής από τη φύση του. Δεν πρόλαβε όμως. Το γκαρσόν ένας νεαρός με λυπημένο ύφος που έπαιρνε παραγγελία από τον Δημήτρη, το γιατρό της παρέας -οι άλλοι τρεις τις είχαν δώσει κιόλας- κοίταξε με απελπισία τον νεοφερμένο. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τελειώνει μια και καλά και με τους πέντε και περίμενε ανυπόμονα να καταγράψει και τη δική του επιθυμία στο ηλεκτρονικό του σημειωματάριο. Είναι αλήθεια ότι οι παραγγελίες τον κούραζαν∙ μόνο αυτές. Ούτε ο τεράστιος γεμάτος με πιάτα, μαχαιροπήρουνα και ποτήρια δίσκος, ούτε το διαρκές ανεβοκατέβασμα στο πατάρι, ούτε το ανελέητο ωράριο απασχόλησης τον πτοούσαν. Μέρος της συμφωνίας της δουλειάς του δεν ήταν όλα αυτά; Ναι, όμως τον εκνεύριζε το κενό που μεσολαβούσε από τη στιγμή που μετά τον πρώτο και ο δεύτερος και ο τρίτος και οι λοιποί της παρέας επιχειρούσαν με απαράδεκτη βραδύτητα, που σου την έσπαγε, να…προβάλουν τις επιλογές τους. Και οι ακυρώσεις; Αυτές που τις πας; Του ’φερναν δάκρυα στα μάτια.
            Τώρα όμως δεν συνέτρεχε κανένας λόγος για να’ ναι τσιτωμένος. Οι συνομήλικοι μεσήλικοι πελάτες ήταν ευγενείς, σχετικά γρήγοροι στις παραγγελίες τους και καλοπροαίρετοι. Και ο άρτι αφιχθείς, ο τελευταίος της παρέας που -έ, ναι- έσερνε την αξιόπρεπη αύρα της paco rabanne δεν καταδέχθηκε να κοιτάξει καν τον κατάλογο : «Σέμι φρέντο, με άρωμα irish coffee και σως σοκολάτας», δήλωσε με ήρεμη φωνή προφέροντας καθαρά τις λέξεις. Ύστερα χαιρέτησε τους φίλους του και καθώς προσπαθούσε να βολευτεί στο κάθισμά του άκουγε μειδιώντας τα πειράγματά τους : «Τι είναι τούτος ρε παιδιά, Μολδαβός πρίγκιπας;» ήταν ο Βασίλης που ρωτούσε δήθεν ρητορικά. Τη σκυτάλη άδραξε ο Κώστας : «Τελικά όλα δείχνουν ότι το μέλλον αν και έχει προ πολλού ξεκινήσει, εξακολουθεί να είναι άλκιμο κι ελπιδοφόρο». Ο Ευάγγελος έκανε πως έστηνε αυτί για να προσδιορίσει το μουσικό κομμάτι που ακούγονταν από τα μεγάφωνα του καταστήματος : «Πές μας Παύλο…» ρώτησε το νεοφερμένο ελαφρώς περιπαιχτικά «Ποιά η ταυτότητα του αριστουργήματος που ακούμε;». «Θα σου απαντήσω» τον κάρφωσε εκείνος, «αλλά θα μου υποσχεθείς και συ και οι άλλοι ότι θα σταματήσετε να παίζετε μπιλιάρδο στην πλάτη μου∙ είμαι πτώμα στην κούραση και η Polonaise Opus 53 σε λα ύφεση μείζονα, “Heroic” του Frederic Chopin που ακούμε τώρα, μου κάνει καλό».
            Αυτό το παιδί, αυτός ο θαυμάσιος κύριος είχε ένα μοναδικό τρόπο να εντυπωσιάζει κάθε στιγμή, δίνοντας το στίγμα μιας μοναδικής προσωπικότητας που με τη στάση, το λόγο, τη σκέψη του μας μετέφερε σε μια διάσταση επιλεγμένων κάθε φορά εμπειριών. Υπήρχαν στιγμές που εξ επί τούτου ανακινούσαμε ένα θέμα που φαίνονταν μεν σοβαρό, έμπαζε όμως από παντού από πλευράς (άρτιας) τεκμηρίωσης των δεδομένων του, επιχειρηματολογικής υποστήριξης και τέλος νομικής κάλυψης. Τους σερβίραμε δηλαδή μια άχρωμη σούπα με συγκεχυμένα υλικά και απροσδιόριστο περιεχόμενο και κυρίως καθόλου… γεύση και του ζητήσαμε να τη δοκιμάσει. Ύστερα περιμέναμε να της βάλει χρώμα, άρωμα και να της δώσει ουσία και νόημα∙ να τη νοστιμέψει. Να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους τι ακριβώς ήταν, τι υλικά είχαν χρησιμοποιηθεί, ποιοι  μπορούσαν να την… αντιμετωπίσουν γαστριμαργικά  και ποιους θα εξυπηρετούσε αν διετίθετο στους… ενδιαφερομένους ή χυνόταν στους υπονόμους. Εκείνος, συνεπής στις προσδοκίες μας, τακτοποιούσε τα πάντα πάραυτα, χωρίς να παραπονείται για την… υπεραπασχόληση.
            Ο Παύλος ήταν μανούλα στο να συνεχίζει από κει που οι άλλοι δήλωναν απλώς “παρών”. Είχε πολυπρισματική θεώρηση για το κάθε ζήτημα, συγκροτημένη σκέψη και άποψη, συνθετική των επί μέρους εννοιών ικανότητα και ταυτόχρονα ταχύτητα στην εξαγωγή συμπερασμάτων…       
            Το γκαρσόν έφερε τις παραγγελίες. Ο Παύλος ξετύλιξε την απόδειξη από το κυλινδρικό διαφανές πλαστικό. Είδε το συνολικό ποσό και άφησε βιαστικά 50,00 € στο δίσκο παρά τις γκρίνιες των άλλων. Ύστερα έβγαλε ένα partagas Habana, το έκοψε προσεκτικά με τον ειδικό κόπτη που έφερε πάντα μαζί του και το άναψε με το ασημένιο του Zippo, δώρο μιας παλιάς του κατάκτησης. Η γωνιά μας γέμισε αρωματικό καπνό, που κούρνιασε χωρίς να ρωτήσει, στις κυψελίδες μας. Μας άρεσε. Παλιά φιλενάδα η νικοτίνη που γνώριζε τις αδυναμίες μας, πώς να την αγνοήσεις;
            Σκοτείνιαζε. Η θάλασσα, αν και ακύμαντη, είχε άγρια όψη, μαύρη και γυαλιστερή απ’ τις αντανακλάσεις και τους αντικατοπτρισμούς των παραλιακών καταστημάτων. Στο βάθος εκεί που δένουν τα μεγάλα εμπορικά πλοία και οι λάμπες στο κατάστρωμα θύμιζαν, έτσι όπως ήταν στη σειρά, φωτεινά διακοσμητικά κρόσσια κρεμασμένα στο μέτωπο μιας γιγαντιαίας ύπαρξης, κάτι σαν μια διάχυτη απειλή αναδευόταν με τα αδύναμα κύματα, απροσδιόριστης προς το παρόν μορφής και προθέσεων. Μια ύπουλη, σκοτεινή δύναμη θαρρείς γεννοβολούνταν, που σχεδίαζε υποχθόνια τις δικές της παρεμβάσεις, που τίποτα το ευοίωνο δεν προοιώνιζαν… «Παιδιά, εγώ αποχωρώ∙ πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι επειγόντως» πέταξε νευρικά ο Παύλος κοιτώντας το ρολόι του και σηκώθηκε απότομα φορώντας βιαστικά τη λονδρέζικη καμπαρντίνα του, μια καλοραμμένη pioneer. Οι φίλοι του τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Δεν τους είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους αιφνιδιασμούς. Ήταν πάντοτε υπεράνω υποψίας ελέγχου. Ποιος να τον ελέγξει εξάλλου; Η σύζυγός του τον θαύμαζε, αναγνώριζε την ανωτερότητά του, ενώ παραδέχονταν ότι επικυριαρχούσε πάνω της. Ήταν ο αφέντης του σπιτιού τους∙ χωρίς αυτόν η ζωή της φάνταζε μια τρέλα, μια παράνοια, ένα λάθος. Εκείνος ήταν το χαμόγελο, η ελπίδα, όλη της η ύπαρξη. Η ίδια της πίστευε ότι δε χρειάζονταν να της δίνει λογαριασμό για τις κινήσεις, τις επιθυμίες, τις δραστηριότητές του γενικώς… Αλλά, τώρα, συνέβαινε κάτι;  
            Τον παρακολουθούσαν με το βλέμα τους καθώς απομακρύνονταν και ο καθένας τους έκανε τις δικές του σκέψεις, όχι απαραίτητα διαφορετικές από του διπλανού του. Χρόνια τώρα οι απόψεις τους για τον Παύλο είχαν ταυτοσημία. Πάντως, αυτόν το λυγερόκορμο άνδρα, με τις φαρδιές πλάτες, ήταν αδύνατο να τον συμπεριλάβεις στους 60ρηδες... «Τι λες ρε καρντάσι …» παρενέβη δυναμικά ο γιατρός «…δεν έχεις να πας πουθενά∙ σε λίγο κινούμε όλοι για τσίπουρα, ξέρω μια καινούργια ταβέρνα στη νέα παραλία μούρλια …». «Καλά σου λέει ο γιατρός, ούτε μισή ώρα δεν είσαι μαζί μας» υποστήριξαν οι άλλοι. Εκείνος όμως, φορτωμένος  τις σκέψεις του, δεν άκουγε τίποτα∙ νευρικός και αποφασισμένος πέρα απ’ το κανονικό, τελεσίδικος. Ο Παύλος, αλλά αγνώριστος…
            Κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια κοιτάζοντας και πάλι το ρολόι του. Καθώς παρέκαμπτε το μπαρ από τα δυτικά, μια γυναικεία φωνή γεμάτη ευχάριστη έκπληξη και προσμονή τον κάρφωσε για κάτι δευτερόλεπτα στη θέση του : «Παύλο!». Έστρεψε το βλέμμα προς την κομψή φιγούρα με το στράπλες μαύρο φόρεμα που τυλιγμένη στους καπνούς του τσιγάρου της κινήθηκε λικνιστικά προς το μέρος του, «… πριν από χρόνια, πάλι εδώ…» σκέφτηκε και επιτάχυνε το βήμα του, έπρεπε να φύγει∙  «…αυτά τέλειωσαν πια». Φάνηκε ταχύτερή του∙  έσβησε βιαστικά το τσιγάρο της στο τασάκι. Δυο μεγάλες δρασκελιές και να’ τη μπροστά του από τα δεξιά του ταμία. Στήριξε τα χέρια της στους ώμους του, το πρόσωπό της κόλλησε σχεδόν στο δικό του, «Βρε, βρε σαν τα χιόνια» του σφύριξε στο αυτί και συνέχισε «Εκατόν σαράντα τέσσερις μήνες! Τί κακό σου έκανα και μου γύρισες την πλάτη; σε τι σου έφταιξα; χαράμισα τη μισή μου ζωή να σε περιμένω∙ ήμουν 30 χρόνων και συ 48. Θα μου πεις : “ήμουν παντρεμένος”. Ε, και; Δεν είσαι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που έχει και σύζυγο και φιλενάδα. Και να πω ότι σε καταπίεζα, ότι σε στενοχωρούσα;»... «Ήσουν άψογη Όλγα» ψιθύρισε εκείνος με κατανόηση, «…όμως μη με ρωτάς για την κατάληξη της σχέσης μας, μη με γεμίζεις ενοχές. Εξάλλου, πέρασε πολύς καιρός από τότε. Πώς μπορούμε να’ χουμε ακόμη πάθη και να τα αναμοχλεύουμε; Η σχέση αυτή δε θα μπορούσε να φέρει ποτέ κάτι καλύτερο». «Εγώ όμως είχα μία αδυναμία  και ήσουν εσύ», έκανε ναζιάρικα και τον ακούμπησε με το δάχτυλό της στο στήθος. «Όλγα, πρέπει να πηγαίνω∙ χάρηκα που σε είδα, au revoir». Απομακρύνθηκε σχεδόν τρέχοντας, σαν να τον κυνηγούσαν, αφήνοντάς την με το παράπονο...
            Γλυκά χαρακτηριστικά, χλωμή ποιητική μορφή, γωνιές που φανερώνανε απαντοχή∙ καλοσχηματισμένα χείλη, μύτη μικρή, λεπτή, ελαφρώς ατίθαση και μάτια εκφραστικά, διεισδυτικά και ενίοτε γοητευτικά και μυστηριώδη. Ήταν μια χαριτωμένη, αισιόδοξη ύπαρξη, αν και μια ανεπαίσθητη θλίψη είχε αποτυπωθεί εδώ και καιρό μόνιμα στο όμορφο πρόσωπό της, που θύμιζε αναγεννησιακό πίνακα με θέμα “ευρωπαίες αρχόντισσες με προβληματικό ριζικό”. Από έφηβη ακόμα η Μάρα, η αγαπημένη σύζυγος του Παύλου, δοκιμαζόταν από ιώσεις και ήταν συχνή επισκέπτρια ιατρείων και θεραπευτικών κέντρων. Γνωρίστηκαν στο Παρίσι, όπου εκείνη έκανε τη διατριβή της πάνω σ’ ένα θέμα σχετικό με τη βιολογία κι εκείνος τα πρώτα επιτυχημένα βήματά του ως διορισμένος διπλωμάτης καριέρας. Ο γάμος τους, με την επιστροφή τους στη Θεσσαλονίκη, αποτέλεσε το κοσμικό γεγονός της χρονιάς.
            Πέρασαν τα χρόνια, παιδιά δεν απόκτησαν, αυτό όμως τους έδεσε  περισσότερο. Τον πρώτο καιρό του γάμου τους επισκέφθηκαν πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Αργότερα περιόρισαν τις εκδρομές τους στο εξωτερικό και έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στις ατέλειωτες ομορφιές της ελληνικής ενδοχώρας. Πάντως, εξαιτίας της δουλειάς του Παύλου, των συνηθειών διανυκτέρευσης στα καλύτερα ξενοδοχεία του κόσμου, της λήψης φαγητού στα ονομαστότερα εστιατόρια, της διασκέδασης και ψυχαγωγίας στα πιο φημισμένα κέντρα καλλιέργειας διαπροσωπικών σχέσεων, το σύνολο των γνωριμιών τους απετέλεσαν υψηλοί αξιωματούχοι, προσωπικότητες του πνεύματος και της τέχνης, διάσημοι αθλητές, ζάπλουτοι επιχειρηματίες. Ο ίδιος ο Παύλος διετέλεσε λαμπρός διπλωμάτης για αρκετά χρόνια σε διάφορες χώρες. Από την άλλη, οι γονείς της Μάρας ήταν γνωστοί αργυροχρυσοχόοι πανευρωπαϊκής εμβέλειας∙ το πελατολόγιό τους απαρτίζονταν από τους επώνυμους της γηραιάς ηπείρου. Μοιραία λοιπόν το νεαρό ζευγάρι συνδέονταν με το jet set της μεταπολεμικής Ευρώπης.
    Ο κώδικας συνεννόησης των κύκλων αυτών περιελάμβανε εξελληνισμένες λέξεις του διεθνούς ρεπερτορίου, φράσεις πολυσήμαντες στη γλώσσα που πρωτοχρησιμοποιήθηκαν και ολόκληρα κατεβατά από τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Δάντη, τον Γκαίτε, τον Ουγκό, τον Σώ. Τα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά στην ημερήσια διάταξη… Το ζεύγος διέπρεπε στην αγάπη του για τη μουσική και ξεχώριζε για τις γνώσεις του γι’ αυτήν. Από την “Φραγκοσυριανή” του Μ. Βαμβακάρη και “Πριν το χάραμα” του Στέλιου Καζαντζίδη, τα “Παιδιά του Πειραιά” του Μ. Χατζηδάκι, μέχρι την “Κάρμεν” του Μπιζέ και τη σονάτα opus 81α σε μι ύφεση μείζονα, “Les Adieux”, όλα τα ακούσματα τους ήταν οικεία. Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία τις επισκέπτονταν συχνά για να παρακολουθήσουν φημισμένες ορχήστρες να ερμηνεύουν με μοναδικό τρόπο -υπό τη διεύθυνση διάσημων μαέστρων- τα αθάνατα μουσικά αριστουργήματα των πλέον ονομαστών συνθετών του κόσμου. Αλλά και στα μεγάλα λαϊκά κέντρα διασκέδασης πρώτοι και καλύτεροι. Και όμως αν και η φήμη τους είχε ξεπεράσει τα όρια της πατρίδας τους, εκείνοι δε λησμόνησαν τους φίλους τους, που ήταν καταρχήν φίλοι κυρίως του Παύλου, από την εποχή των νεανικών του χρόνων. Με τη συντροφιά των παλιών αυτών δοκιμασμένων φίλων ηρεμούσαν και ξέδιδαν ειλικρινά. Σ’ αυτούς εξομολογούνταν τους φόβους και τις προσδοκίες τους, από αυτούς εμπνέονταν και μόνον με αυτούς σχολίαζαν τις χαρές και τις λύπες τους. 
            Ακόμη κι όταν ο γιατρός είχε διαγνώσει, ότι η Μάρα είχε προσβληθεί από την επάρατη κανένας από τους δυο τους δεν το εξέλαβε ως κάτι το ιδιαίτερα σοβαρό. Ό,τι και να ήταν θα το πολεμούσαν και θα το κατατρόπωναν∙ είχαν τόσο σπουδαίους φίλους, τόση δύναμη∙ ποιο πρόσωπο του κακού μπορούσε να τους κοντράρει; Μερικές φορές νόμιζαν ότι ζούσαν απλώς ένα όνειρο ίσως ελαφρώς εφιαλτικό, τίποτε παραπάνω. Μόνον όταν της αφήρεσαν τον αριστερό μαστό έκλαψαν και σοβαρεύτηκαν πια. Χρειάστηκε να ταξιδέψουν στην Ελβετία για μια πολύμηνη ανάρρωση (“επιμήκυνση ενδεχομένως του προσδόκιμου χρόνου ζωής” το ονόμαζαν). Τότε πούλησαν δύο από τα διαμερίσματά τους, προίκα της Μάρας.
    Η ζωή της ξαναχαμογέλασε ευτυχώς και την αντάμειψε και πάλι με χαρές. Η υγεία της αποκαταστάθηκε σχεδόν απολύτως και αν και αστή και φιλάσθενη, φρόντιζε το σύζυγό της προσωπικά με τον καλύτερο τρόπο∙ κάτι που την ικανοποιούσε αφάνταστα. Η ίδια της του προμήθευε από τα καλύτερα καταστήματα τα ενδύματα, τα αξεσουάρ, τις κολόνιες του. Της άρεσε να τον επιμελείται με τρυφερότητα, χωρίς να του αντιγυρίζει λόγο, αποφεύγοντας να του απαντάει με υπονοούμενα και με επιχειρήματα που θα δυσκολεύονταν να αντικρούσει. Δεν τον έβλεπε ανταγωνιστικά, πίστευε αντίθετα ότι ήταν πλασμένη για να συμπληρώνει την ύπαρξή του. Ήταν ο μοναδικός της αγαπημένος.
    Μερικά χρόνια αργότερα χρειάστηκε να πουλήσουν το μεγάλο κτήμα τους στη Χαλκιδική, για κάποιες προληπτικές εξετάσεις στα σπουδαιότερα διαγνωστικά κέντρα της υφηλίου. Ξόδεψαν όλη τους την περιουσία διασκεδάζοντας και πληρώνοντας γιατρούς και κέντρα αποκαταστάσεως υγείας. Δεν άξιζε η Μάρα τις θυσίες; Αναρωτιόταν. Ασφαλώς και τις άξιζε, απαντούσε ο ίδιος. Κι άλλη τόση περιουσία να είχαν θα την ανάλωνε για χατίρι της…
            Είχε ξεχάσει τις εφιαλτικές μέρες και νύχτες που πέρασε στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει τα εχέγγυα για την ίαση της Μάρας. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν κοντά της άγγελος, αρωγός και παρήγορος. Δεν έστρεψε το βλέμμα του σε άλλη γυναίκα, δεν ξαναπήγε στο καζίνο, δεν εξόκελλε. Και το μυστικό μυστικό. Κανείς από τους φίλους και τους συγγενείς του δεν έμαθε για το κακό που βρήκε τη σύζυγό του και για τη δεινή οικονομική του κατάσταση. Όταν όμως πριν από τρεις μήνες διαγνώσθηκε μετάσταση δεν άντεξε. Έκλαιγε κρυφά πολλές ώρες κλεισμένος στο γραφείο του. Στο εξωτερικό πια ήταν αδύνατο να πάνε. Η περιουσία τους είχε εξανεμισθεί και δεν είχαν συνηθίσει να ζούνε με δανεικά. Την απουσία της γυναίκας του από τις συναντήσεις με τους φίλους τους αρχικά, κάλυψε με τη δικαιολογία ότι δήθεν ήταν κουρασμένη και έπρεπε να αναπαυθεί. Όταν άρχισε τις χημειοθεραπείες υποστήριξε ότι έκανε μια μικρή επέμβαση. Η φοβερή αρρώστια μίκρυνε τη φλογίτσα της ζωής της μέρα με τη μέρα, όμως εκείνη έσφιγγε τα δόντια της και διευθετούσε και τώρα ακόμη με τις ώρες την πλούσια, πράγματι, γκαρνταρόμπα του συζύγου της. Ήταν ο άνδρας της ζωής της και τον ήθελε πρώτο και ξεχωριστό. Ήταν το καμάρι της, το αστέρι της, ο πρίγκιπάς της…
            Σήμερα του έδωσε και φόρεσε το κομψότερό του κοστούμι με τα εντυπωσιακότερα αξεσουάρ. Δεν τον παρακάλεσε να τη δικαιολογήσει για την αποχή της από τις συναντήσεις της παρέας, όπως έκανε άλλοτε∙ εξάλλου θα ’βγαινε μόνο με τους φίλους του. «Θέλω να κεράσεις όλους όσους συναντήσεις το βράδυ…» του είπε ψιθυριστά, «…έχουμε την επέτειο του γάμου μας, θυμάσαι;». Βιαστικά του ενεχείρισε 1.000 €. Για να τα εξασφαλίσει, είχε εκποιήσει και τα τελευταία της τιμαλφή. Έπειτα βυθίστηκε στις σκέψεις της…
            Από το ύψος του Goody’s της Λεωφόρου Νίκης επέστρεψε -σα να ’χε ξεχάσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου και του σπιτιού μαζί- αλαφιασμένος στο πατάρι, στους φίλους του. Ευτυχώς η Όλγα είχε φύγει. Στο κεφαλόσκαλο κόντεψε να παρασύρει μια γλάστρα με Hibiscus rosa-simensis σε μπρούντζινο κασπό. Μειδίασε μελαγχολικά. Τον υποδέχτηκαν έκπληκτοι με αλαλαγμούς ενθουσιασμού. «Παιδιά, πάμε στου Deni’s για γαριδομακαρονάδα, λευκό κρασί και επιλεγμένη μουσική∙ λειτουργεί piano-bar σήμερα, κερνώ, γιορτάζω την επέτειο του γάμου μου». «Είσαι γεννημένος άρχοντας…» έκανε πνεύμα ο γιατρός και συνέχισε αποτεινόμενος στους άλλους «…προφανώς ο μικρός ντρεπόταν να ζητήσει μπροστά μας την άδεια της γυναίκας του να καθυστερήσει μερικές ώρες∙ ας είναι, τον συγχωρούμε». 
            Ώρα 03.00, μόλις που επέστρεψε ο Παύλος στο σπίτι του. Άναψε το φως του σαλονιού και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν σκυμμένη πάνω από το μεγάλο άλμπουμ των πρώτων χρόνων της γνωριμίας τους και ακίνητη∙ και παρέμεινε ακίνητη κι όταν την κάλεσε με τ’ όνομά της. Την πήρε αγκαλιά του∙ ήταν ακόμη ζεστή, όμως από το μισάνοιχτο στόμα της έτρεχε αίμα, που έβαψε κόκκινο το βαμβακερό του πουκάμισο, που μόλις προχθές του είχε αγοράσει. Ύστερα την απέθεσε μαλακά στο κρεβάτι, τη φίλησε και ξάπλωσε κι εκείνος δίπλα της. «Μάρα, είμαι κοντά σου, θα σε συνοδεύσω», ψιθύρισε αποφασιστικά.  Έκλεισε τα μάτια του και δεν τα ξανάνοιξε. Ταξίδευε μαζί της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου