Μελέτησαν τις εκλείψεις και βρήκαν
την... ημερομηνία που σκότωσε ο Οδυσσέας τους Μνηστήρες!
Μια νέα απόπειρα χρονολόγησης των ομηρικών
επών, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, έκαναν επιστήμονες και ερευνητές του Πανεπιστημίου
Αθηνών, στηριζόμενοι στην μελέτη των φυσικών φαινομένων που περιγράφει ο Όμηρος
στα ποιήματά του, σε σχέση με τα πραγματικά, καταγεγραμμένα επιστημονικά,
αστρονομικά φαινόμενα.
«Πιστεύουμε ότι ο μύθος εξυφαίνεται γύρω από πραγματικά γεγονότα», λέει η καθηγήτρια Αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτα Πρέκα - Παπαδήμα, που πρωτοστάτησε στην έρευνα και εξηγεί στην Καθημερινή, πώς ακριβώς εργάστηκε η ομάδα.
«Ο Οδυσσέας έφτασε στην Ιθάκη στις 25 Οκτωβρίου 1207 π.Χ. Πέντε ημέρες αργότερα έγινε έκλειψη ηλίου σε ποσοστό 75%, η οποία σκέπασε το Ιόνιο και τότε συνέβη η μνηστηροφονία» λέει η κυρία Παπαδήμα. «Από το 1300 π.Χ. έως το 1130 π.Χ. που είναι τα χρόνια που τοποθετούνται τα ομηρικά έπη, έγιναν 14 εκλείψεις ηλίου. Ορατές στο Ιόνιο ήταν μόνο πέντε. Δύο από αυτές ήταν στο 2%, οπότε δεν έγιναν αντιληπτές. Άλλη μία έγινε με τη Δύση, οπότε μένουν δύο. Η μία έγινε το 1143 π.Χ., πολύ κοντά δηλαδή στην παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού και η άλλη στις 30 Οκτωβρίου του 1207 π.Χ., από τις 14:30 έως τις 17:30», εξηγεί και επισημαίνει ότι θεωρεί πως είναι σε απόλυτη συμφωνία με τις ομηρικές γραφές, όπως αναφέρονται στην ραψωδία Υ
«Πιστεύουμε ότι ο μύθος εξυφαίνεται γύρω από πραγματικά γεγονότα», λέει η καθηγήτρια Αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτα Πρέκα - Παπαδήμα, που πρωτοστάτησε στην έρευνα και εξηγεί στην Καθημερινή, πώς ακριβώς εργάστηκε η ομάδα.
«Ο Οδυσσέας έφτασε στην Ιθάκη στις 25 Οκτωβρίου 1207 π.Χ. Πέντε ημέρες αργότερα έγινε έκλειψη ηλίου σε ποσοστό 75%, η οποία σκέπασε το Ιόνιο και τότε συνέβη η μνηστηροφονία» λέει η κυρία Παπαδήμα. «Από το 1300 π.Χ. έως το 1130 π.Χ. που είναι τα χρόνια που τοποθετούνται τα ομηρικά έπη, έγιναν 14 εκλείψεις ηλίου. Ορατές στο Ιόνιο ήταν μόνο πέντε. Δύο από αυτές ήταν στο 2%, οπότε δεν έγιναν αντιληπτές. Άλλη μία έγινε με τη Δύση, οπότε μένουν δύο. Η μία έγινε το 1143 π.Χ., πολύ κοντά δηλαδή στην παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού και η άλλη στις 30 Οκτωβρίου του 1207 π.Χ., από τις 14:30 έως τις 17:30», εξηγεί και επισημαίνει ότι θεωρεί πως είναι σε απόλυτη συμφωνία με τις ομηρικές γραφές, όπως αναφέρονται στην ραψωδία Υ
Αρχαίο κείμενο
350 τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:
«ἆ δειλοί, τί
κακὸν τόδε
πάσχετε; νυκτὶ μὲν ὑμέων
εἰλύαται
κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα.
οἰμωγὴ δὲ δέδηε, δεδάκρυνται δὲ παρειαί,
αἵματι δ᾿ ἐρράδαται τοῖχοι καλαί τε μεσόδμαι:
355 εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή,
ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον: ἠέλιος δὲ
οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, κακὴ δ᾿ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπ᾿ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.
τοῖσιν δ᾿ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἦρχ᾿ ἀγορεύειν:
Μετάφραση Καζαντζάκη - Κακριδή
350 Το λόγο πήρε ο Θεοκλύμενος ο
θεοδιωματάρής:
«Σαν τι κακό σας
δέρνει, δύστυχοι, κι έχουν ζωστεί με νύχτα
και οι κεφαλές σας
και τα πρόσωπα και χαμηλά τα γόνα;
κι άναψε σύθρηνο, και
γέμισαν τα μάγουλά σας δάκρυα,
και ραντισμένοι οι
τοίχοι μ᾿ αίματα και τα ώρια μεσοδόκια'
355 ίσκιους πλημμύρισε κι η αυλόπορτα, κι η
αυλή πλημμύρισε ίσκιους,
που ξεκινούν στα
μαύρα Τρίσκοτα να κατεβούν, κι ο γήλιος
από τα ουράνια εχάθη,
κι άπλωσε βαριά καταχνιά ολούθε!»
Αυτά είπε, και μαζί
του γέλασαν με την καρδιά τους όλοι'
κι ο Ευρύμαχος, ο
γιος του Πόλυβου, το λόγο πήρε κι είπε:
Και η μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη, που μάθαμε στο σχολείο.
350 και τότες ο θεόμορφος Θεοκλύμενος τους
είπε·
“Άχ, τι μεγάλο, ω δύστυχοι, κακό μαθές σας βρίσκει.
Νύχτα σας ζώνει κεφαλή και πρόσωπο και γόνα·
άναψ΄ ο θρήνος, βρέχουνται τα μάγουλα με δάκρυα,
κι οι τοίχοι μ΄ αίμα βρέχουνται και τα ώρια μεσοδόκια·
355 γέμισαν πρόθυρα κι αυλές με ίσκιους νεκρών που τρέχουν
μέσα στα σκότη, στο Έρεβος· και χάθηκε στα ουράνια·
ο ήλιος και γύρω απλώθηκε στον κόσμο μαύρη αντάρα.”
Αυτά είπε, κι όλοι γέλασαν εκείνοι απ΄ την καρδιά τους
Κι αρχίζει του Πολύβου ο γιος ο Ευρύμαχος, και κρένει·
“Άχ, τι μεγάλο, ω δύστυχοι, κακό μαθές σας βρίσκει.
Νύχτα σας ζώνει κεφαλή και πρόσωπο και γόνα·
άναψ΄ ο θρήνος, βρέχουνται τα μάγουλα με δάκρυα,
κι οι τοίχοι μ΄ αίμα βρέχουνται και τα ώρια μεσοδόκια·
355 γέμισαν πρόθυρα κι αυλές με ίσκιους νεκρών που τρέχουν
μέσα στα σκότη, στο Έρεβος· και χάθηκε στα ουράνια·
ο ήλιος και γύρω απλώθηκε στον κόσμο μαύρη αντάρα.”
Αυτά είπε, κι όλοι γέλασαν εκείνοι απ΄ την καρδιά τους
Κι αρχίζει του Πολύβου ο γιος ο Ευρύμαχος, και κρένει·
Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη
350 Τότε είπε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος στην
όψη·
«Αχ δύστυχος τι συμφορά σάς καρτερεί. Σκοτάδι
κυκλώνει τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα, τα πόδια.
Άναψε ο θρήνος, δάκρυα, να, στα μάγουλά σας τρέχουν
και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα,
355 Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ίσκιους
νεκρών, που μες στ’ ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
Χάθηκε ο ήλιος, πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα».
Έτσι είπε κι όλοι απ’ την καρδιά γελάσανε οι μνηστήρες.
Τότε άρχισε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, κι είπε·
«Αχ δύστυχος τι συμφορά σάς καρτερεί. Σκοτάδι
κυκλώνει τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα, τα πόδια.
Άναψε ο θρήνος, δάκρυα, να, στα μάγουλά σας τρέχουν
και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα,
355 Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ίσκιους
νεκρών, που μες στ’ ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
Χάθηκε ο ήλιος, πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα».
Έτσι είπε κι όλοι απ’ την καρδιά γελάσανε οι μνηστήρες.
Τότε άρχισε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, κι είπε·
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου