Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου

ΕΠΕΤΕΙΑΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου
Από τη Βικιπαίδεια,
    Η Συνθήκη Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινούπολης ήταν μια διμερής συνθήκη που συνομολογήθηκε μεταξύ της Ρωσικής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θέτοντας τέρμα στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο ( Απρίλιος 1877 - Ιανουάριος 1878), η ένοπλη φάση του οποίου είχε λήξει με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (συνθήκη ανακωχής) (30 Ιανουαρίου 1878).
    Η παρούσα συνθήκη υπογράφτηκε στις
3 Μαρτίου 1878 στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το όνομά της, από τους πληρεξούσιους των Αυτοκρατόρων, του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ και του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, πρέσβη Νικόλαο Ιγνάντιεφ και Αλεξάντερ Νελίντοφ εκ μέρους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και Υπουργό Εξωτερικών Σαφβέτ Πασά και Πρέσβη στη Γερμανία Σαντουλάχ Μπέη εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σημαντικότεροι όροι
    Με τη συνθήκη αυτή ανατρέπονταν οριστικά οι συνέπειες της συνθήκης των Παρισίων (1856) σε μια προσπάθεια λύσης του Ανατολικού Ζητήματος κατά τα ρωσικά συμφέροντα της εποχής εκείνης. Συγκεκριμένα:
    Ανακηρύχθηκε η Βουλγαρία σε μεγάλη αυτόνομη Ηγεμονία συνολικής έκτασης 163.000 τετρ χλμ. περιλαμβάνοντας την περιοχή από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο, κατά Β.-Ν, και από Μαύρη θάλασσα μέχρι τον Δρίνο ποταμό, κατά Α.-Δ., δηλαδή, εκτός από τη σημερινή Βουλγαρία, τμήμα της Ανατολικής Θράκης, την περιοχή της Ξάνθης, τη μετέπειτα Ελληνική Μακεδονία ),πλην Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Πιερίας, Ημαθίας, Γρεβενών και Κοζάνης, ολόκληρη τη σημερινή πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τις λίμνες Πρέσπες και Αχρίδα, , μέχρι και εδάφη της σημερινής Αλβανίας (όπως η Κορυτσά).
     Η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο μετά την απαλλαγή τους από την οθωμανική επικυριαρχία καθίσταντο ανεξάρτητα Κράτη με δικαίωμα διεύρυνσης συνόρων με προσάρτηση γειτονικών περιοχών. Συγκεκριμένα η Ρουμανία προσαρτούσε τη Δοβρουτσά αλλά εκχωρούσε στη Ρωσία τη Βεσσαραβία. Η Σερβία επεκτεινόταν νότια και προσαρτούσε τις πόλεις Νις, Λέσκοβατς και Νόβι Παζάρ. Το Μαυροβούνιο τριπλασίαζε την έκτασή του και αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική.
    Η Ερζεγοβίνη και η Βοσνία καθίσταντο επίσης αυτόνομες, αποσπώμενες μεν οριστικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά υπό την κηδεμονία της Αυστρίας (ως αντάλλαγμα για τη μη συμμετοχή της στον πόλεμο κατά της Ρωσίας).
    Για δε την μεγαλόνησο Κρήτη η συνθήκη αυτή προέβλεπε την εφαρμογή του Οργανικού Χάρτη του 1868. Ανάλογη διοργάνωση προβλεπόταν να εισαχθεί για την Ήπειρο, την Θεσσαλία και λοιπά ελλαδικά διαμερίσματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφού οριζόταν ειδική επιτροπή που θα μελετούσε τις λεπτομέρειες του Οργανισμού αυτού που όμως (κατά το κείμενο της συνθήκης) οριζόταν «Προ της εφαρμογής αυτών η Τουρκία θέλει συμβουλευθεί την Ρωσίαν».
    Επίσης η Ρωσία εξασφάλιζε την απόδοση σε αυτήν όσων εδαφών έχασε με τον Κριμαϊκό πόλεμο καθώς επίσης εδάφη στην Καυκασία και την Αρμενία, όπου και επαναπροσαρτούσε μεγάλες εκτάσεις με τις πόλεις Βατούμ, Βαγιαζήτ, Καρς και Αρνταχάν.
Ιδιαίτερες συνέπειες
    Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της συνθήκης ήταν η αναγνώριση αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας, στην οποία περιέρχονταν όλα τα εδάφη μεταξύ Δούναβη και Ροδόπης, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και ολόκληρη η κοιλάδα του Αξιού. Στην ουσία με τη συνθήκη αυτή η Τουρκία έχανε το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών της εδαφών. Τέλος υποχρεωνόταν να αφήσει πλήρως ανοιχτά τα στενά για τα σκάφη όλων των κρατών, με την εξαίρεση όσων είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Ρωσία.
    Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ανέτρεπε πλήρως την ισορροπία δυνάμεων που είχε επιβληθεί στην Ανατολή κατά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, προκαλώντας την αντίδραση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων. Τελικά η Ρωσία αναγκάστηκε να δεχτεί τη σύγκληση συνεδρίου στο Βερολίνο με σκοπό την αναθεώρηση της συνθήκης. Η Συνθήκη αυτή ενώ αρχικά αποτέλεσε θρίαμβο του Πανσλαβισμού στη Βαλκανική χερσόνησο, τελικά στη συνέχεια κατέληξε στην καταστροφή της ίδιας της Ηγεμονίας της Βουλγαρίας, όπως αποδείχθηκε, (
Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Α' Π.Π. μέχρι και τον Β' Π.Π.).
Αποκαλύψεις κατά Ελληνισμού
    Η Συνθήκη αυτή με την δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας εκτός του ότι στράφηκε εδαφικά κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον Ελληνισμό της περιοχής για τον οποίο τίποτε δεν προέβλεψε με επικείμενο την έναρξη διωγμών, υποχρεωτικό εκβουλγαρισμό χιλιάδων Ελλήνων της Βαλκανικής με απώτερο σκοπό τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό του από την περιοχή.
    Κατά την ελληνική αλλά και ξένη σχετική ιστοριογραφία η συνθήκη αυτή αποτέλεσε έργο του Πανσλαβιστικού κομιτάτου του οποίου προΐστατο ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Ιγνάντιεφ, ο οποίος και αποκλήθηκε από διπλωμάτες της εποχής "
πατέρας του ψεύδους και νεκροθάφτης του Ελληνισμού".
    Με τις ψευδείς αναφορές του και διαβάλλοντας τους Έλληνες γενικά είχε παρασύρει και αυτόν ακόμα τον Τσάρο ώστε να του τηλεγραφεί προσωπικά σε μορφή διαταγής «
ουδεμίαν σπιθαμήν (γης) υπέρ του Βασιλείου της Ελλάδος». Ο ίδιος δε ο Ιγνάντιεφ, κατά την υπογραφή της συνθήκης, φέρεται να δήλωσε σε Βουλγάρους «...και τώρα οι Έλληνες ας έρθουν κολυμπώντας στην Κωνσταντινούπολη». Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Λονδίνου "Ημερήσια Νέα" τον Μάιο του 1878 σε ερώτηση δημοσιογράφου γιατί παραγκωνίζεται τόσο πολύ το ελληνικό στοιχείο της περιοχής απάντησε με χαρακτηριστική δόση κυνισμού και ιταμότητας: «Επιχειρήσαμεν τον πόλεμον ουχί υπέρ των Ελλήνων, αλλά υπέρ των Βουλγάρων. Δεν είναι δυνατόν να χάνω πολύτιμον χρόνον εργαζόμενος υπέρ των Ελλήνων». Στη διαμορφούμενη τότε ρωσική πολιτική με την έξαρση του Πανσλαβισμού, η τυχόν επέκταση του Βασιλείου της Ελλάδος, που τότε εκτεινόταν από το Ταίναρο μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, φάνταζε ως ο επαπειλούμενος βρόχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό διαφάνηκε από τους λόγους του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄ προς τον Άγγλο πρέσβη Σεϋμόρ στην Αγία Πετρούπολη το 1878 όπου δήλωνε μεταξύ άλλων:
    «Δεν συμφέρει εις την Αυτοκρατορίαν (Ρωσία) να γίνει η Ελλάς ισχυρό κράτος. Ελληνικό Βασίλειο ισχυρό θα αποτελούσε σιδηρούν μοχλόν επί των μεσημβρινών πυλών της Ρωσίας. Η προέκτασις των ελληνικών ορίων, αν όχι μέχρι του Ευξείνου τουλάχιστον μέχρι του Ελλησπόντου, αφαιρεί από την Ρωσίαν την ναυτικήν επικράτησιν και επ' αυτού ακόμη του Ευξείνου, και κατακλείει εντός της Μαύρης Θαλάσσης πάσαν προς την μεσημβρίαν τάσιν της Ρωσίας».
    Έτσι, με τις παραπάνω δηλώσεις του, ο Τσάρος, ανεξάρτητα κατά πόσο αυτές ευσταθούσαν ή ήταν δικαιολογημένες, το μόνο που κατάφερε ήταν ν΄ αποκαλύψει τις μέλλουσες προθέσεις του και να θορυβήσει όχι βέβαια την Ελλάδα, αλλά την Αγγλία στον έλεγχο του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου, η οποία και συνέγειρε τις άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Συνέπεια αυτών ήταν η Συμφωνία Λονδίνου (1878), η σύγκλιση του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), η Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1878) και βέβαια η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) που ακολούθησαν. Σημειώνεται ότι μετά τη συνομολόγηση της τελευταίας ο Τσάρος έθεσε υπό δυσμένεια τον Ν. Ιγνάντιεφ.
    Επτά χρόνια αργότερα, το 1885 ο κατ΄ εξοχήν υπέρμαχος της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης αυτής Βούλγαρος προπαγανδιστής Σούπωφ που διατελούσε γραμματέας της Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη ομολογούσε:

    «Το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρικής Μακεδονίας δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωμένη εθνική συνείδηση, και αν η Ευρώπη επέτρεπε στον Μακεδονικό λαό να εκλέξει εθνότητα, είμαι βέβαιος ότι η πλειονότης αυτών θα ξέφευγε εκ των χειρών μας. Εξαιρουμένων των βορείων διαμερισμάτων, οι πληθυσμοί των άλλων περιφερειών είναι έτοιμοι, ίνα ενδίδοντες και στην ελαχίστη πίεση δηλώσουν ότι δεν είναι Βούλγαροι, ότι αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο και προτιμούν τα ελληνικά σχολεία και τους Έλληνες καθηγητές. Η ύπαιθρος χώρα είναι βουλγαρική, οι πόλεις όμως με εξαίρεση των βορείων περιοχών είναι ελληνικές, η ύπαιθρος δε χώρα εμπνέεται και καθοδηγείται παρά των πόλεων». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου