Βασίλης Τσιτσάνης
Από τη Βικιπαίδεια,
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΟ. ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΠΕΘΑΝΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ
ΜΕΡΑ ( 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ )
Ο Βασίλης Τσιτσάνης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 18 Ιανουαρίου 1915
- Λονδίνο, 18 Ιανουαρίου 1984) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες,
στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα (του οποίου τραγούδια ακούγονται μέχρι και
σήμερα). Ήταν
μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου
και του λαϊκού
τραγουδιού.
Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915
από Ηπειρώτες γονείς και απεβίωσε στις 18 Ιανουαρίου 1984.
Ο πατέρας του ήταν Γιαννιώτης και η μητέρα του από τα Ζαγόρια. Από μικρή ηλικία
έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και έμαθε μαντολίνο και βιολί και φυσικά μπουζούκι. Το
φθινόπωρο του 1936 ο Τσιτσάνης επισκέφθηκε την Αθήνα. Κύριος σκοπός του ήταν να σπουδάσει Νομική, αλλά
γρήγορα τον κερδίζει η μουσική. Οι πρώτες του επιρροές είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου
και του Μάρκου Βαμβακάρη.
Η πρώτη του εμφάνιση γίνεται στο μαγαζί «Μπιζέλια», ενώ σύντομα γνωρίζει τον σπουδαίο
αλλά αδικημένο από την Ιστορία τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο. Ο Περδικόπουλος τον πηγαίνει στην Odeon όπου
ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια. Το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη.
Την περίοδο 1937-1940 γράφει
καταπληκτικά τραγούδια τα οποία ηχογραφεί με τις φωνές του Δημήτρη Περδικόπουλου, και των άλλων σπουδαίων
τραγουδιστών εκείνης της εποχής Στράτου Παγιουμτζή, Μάρκου Βαμβακάρη,
Στελλάκη Περπινιάδη, με τους οποίους σε πολλές
ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης
συμμετέχει σαν δεύτερη φωνή. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για
ένα μεγάλο διάστημα είχε δικό του μαγαζί, το 'Ουζερί
ο Τσιτσάνης', στη διασταύρωση Παύλου
Μελά και Τσιμισκή, ( Διαγώνειος ) που έγινε διάσημο. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια
του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου.
Τον Ιούλιο του 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά,
από τα Γρεβενά, όντας
αρραβωνιασμένοι επί 19 μήνες. Κουμπάρος ήταν ο προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη Νικόλαος Μουσχουντής, ο
οποίος ήταν και διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης,
αλλά και θαυμαστής του έργου τού Τσιτσάνη και γενικώς του ρεμπέτικου
τραγουδιού. Απέκτησε μια κόρη, τη Βικτώρια
και ένα γιο, τον Κώστα.
Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει να ηχογραφεί. Δίπλα του
έγιναν ευρέως γνωστοί τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου,
η Ιωάννα
Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου
και ο Πρόδρομος
Τσαουσάκης. Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Η τελευταία
του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας,
σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη
με τον Μίκη Θεοδωράκη
για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του
περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του,
για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής
Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον
εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές,
εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη
φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου
επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου,
προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού της χώρας, και ο
αγαπημένος του μουσικός. Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1984 στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν για
εγχείρηση, και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου