Γεώργιος Δροσίνης (9/12/1859 – 3/1/1951)
http://www.sansimera.gr
Ο ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος Γεώργιος Δροσίνης
γεννήθηκε στις 9
Δεκεμβρίου 1859, σ' ένα αρχοντικό της Πλάκας. Καταγόταν
από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου.
Χάρη στη φιλομάθειά του, αλλά και στις
οικονομικές δυνατότητες που είχαν οι γονείς του, σπούδασε νομικά και φιλολογία
στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας
και στη συνέχεια Ιστορίας της Τέχνης στη Λειψία, στη Δρέσδη και στο Βερολίνο.
Από το 1889
ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Εστία, που
ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια
περίοδο ίδρυσε και διηύθυνε τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη,
καθώς και το ετήσιο Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. Το 1899
μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα
ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, που εξέδωσε λογοτεχνικά
έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901
ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες
και το 1908 το εκπαιδευτικό
μουσείο. Συνέβαλε, επίσης, στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών, της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής και
της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας.
Από το 1914
ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης Δημοτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, συμβάλλοντας
ουσιαστικά στη σύνταξη του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας και
στην εφαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Το 1924, υπό τη διεύθυνσή του, οργανώθηκε το Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών. Έγινε τακτικό
μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
από την ίδρυσή της το 1926, διατέλεσε ο πρώτος Γραμματέας των Δημοσιευμάτων του Ιδρύματος (1926-1928) και τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων
και Τεχνών.
Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε
το 1879 με ποιήματά του στα περιοδικά Ραμπαγάς και
Μη Χάνεσαι.
Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Ιστοί Αράχνης, η σταδιοδρομία του, όμως,
ως νέου ποιητή άρχισε το 1884 με τη συλλογή Ειδύλλια.
Ποιητής της νέας αθηναϊκής σχολής -όπως και
ο Κωστής Παλαμάς,
με τον οποίο υπήρξε στενός φίλος- χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα από τις
πρώτες του δημιουργίες και άντλησε στοιχεία από τα δημοτικά τραγούδια και τη
λαϊκή παράδοση. Ως πεζογράφος, χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, για να
στραφεί κι εκεί αργότερα στη δημοτική, με το διήγημά του Το βοτάνι της αγάπης (1901).
ΤΟ ΣΙΔΕΡΟΧΟΡΤΟ
Σύρε να πης της μάνας σου να μη σε μανταλώνη
με τις διπλές τις κλειδωνιές και τις βαριές αμπάρες,
γιατί θα πάρω τα βουνά, τους κάμπους θα γυρίσω,
να βρω το σιδερόχορτο, ν’ ανοίξω να μπω μέσα.
-Και πού το ξέρεις να το βρης και πώς θα το γνωρίσης;
-Θα πα’ να βρω σκαντζόχερα με τα μικρά παιδιά του
και θα του πάρω τα παιδιά, στο χώμα θα τα θάψω.
Θε να γυρνά ο σκαντζόχερας τριγύρω στα θαμμένα,
και, σαν ιδή που δεν μπορεί το χώμα να σαλέψη,
θα τρέξη εδώ, θα τρέξη εκεί, θα ψάξη με λαχτάρα,
να βρη το σιδερόχορτο, στο στόμα να το φέρη,
για να τ’ αγγίξη στο σωρό, να σκορπιστή το χώμα.
με τις διπλές τις κλειδωνιές και τις βαριές αμπάρες,
γιατί θα πάρω τα βουνά, τους κάμπους θα γυρίσω,
να βρω το σιδερόχορτο, ν’ ανοίξω να μπω μέσα.
-Και πού το ξέρεις να το βρης και πώς θα το γνωρίσης;
-Θα πα’ να βρω σκαντζόχερα με τα μικρά παιδιά του
και θα του πάρω τα παιδιά, στο χώμα θα τα θάψω.
Θε να γυρνά ο σκαντζόχερας τριγύρω στα θαμμένα,
και, σαν ιδή που δεν μπορεί το χώμα να σαλέψη,
θα τρέξη εδώ, θα τρέξη εκεί, θα ψάξη με λαχτάρα,
να βρη το σιδερόχορτο, στο στόμα να το φέρη,
για να τ’ αγγίξη στο σωρό, να σκορπιστή το χώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου